ΒΑΣΑΝΙΖΑΝ καποτε, για πολύ καιρό, οι λογισμοί του τον Αββά Γελάσιο να φύγει από το κελλί του και να πάει να μείνει πολύ βαθιά στην έρημο. Αφού είδε πως, μ’ όλη την γενναία αντίσταση, δεν υποχωρούσαν, είπε ένα βράδυ στον μαθητή του:
- Ό,τι κι αν με δεις να κανω αύριο, μην παραξενευτείς, ούτε να μου μιλήσεις καθολου.
Την άλλη μέρα, μόλις ξημέρωσε, πήρε το ραβδί του κι άρχισε να πηγαίνει πέρα-δώθε μέσα στην μικρή αυλή του. Όταν κουραζόταν, καθόταν λίγο και πάλι άρχιζε το περπάτημα. Αυτό έγινε ολόκληρη την ημέρα. Όταν βράδιασε, είπε στον λογισμό του:
- Όποιος περπατά στην έρημο, δεν τρώει ψωμί, χορταίνει με αγριόχορτα. Εσύ όμως, που είσαι γέρος και ασθενικός, φάε λίγα λάχανα.
Έκοψε μερικά λαχανόφυλλα, που είχε στο μικρό του περιβολι, κι αφού τα έφαγε, είπε πάλι στον εαυτό του:
- Βαθιά στην έρημο δεν βρίσκεις στέγη.
Έτσι ξάπλωσε καταγής, έξω από το κελλί του και κοιμήθηκε. Την άλλη μέρα, καθώς και την τρίτη, έκανε τα ίδια. Μα τόσο πολύ κουράστηκε, που έχασε τελείως τις δυνάμεις του. Τότε είπε αυστηρά στον εαυτό του, επιτιμώντας τον λογισμό που τον βασανιζε:
- Αφού δεν έχεις δύναμη να κάνεις τα έργα της ερήμου, τί ζητάς αναχώρηση; Κάθισε υπομονετικά στο κελλί σου και κλαίγε τις αμαρτίες σου, για να σωθείς.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου
Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 170)