Ο ηγούμενος Αθανάσιος
Πολλές φορές ο ηγούμενος της Ι. Μονής Γρηγορίου Αθανάσιος είχε πλησιάσει τον θάνατο και την τελευταία στιγμή σωζόταν. Τώρα όμως η γήινη πορεία του τελείωνε! Τον Δεκέμβριο του 1953 ενώ είχε φθάσει στα ογδόντα του χρόνια, έπεσε στο κρεββάτι. Τα Χριστούγεννα ήταν αδύνατο να πάη στην εκκλησία. Τα πάντα έδειχναν, πως θα εγκατέλειπε τη γη.
Οι τελευταίες του μέρες υπήρξαν κατ’ εξοχήν οσιακές. Είχε καταργήσει κάθε άλλη τροφή και τρεφόταν μόνο με τα Άχραντα Μυστήρια! Ο νους του και η καρδιά του έπλεαν μέσα στη θεωρία της προσευχής. Κάπου-κάπου ύψωνε τα χέρια του και ευλογούσε, σαν να τελούσε τη θεία λειτουργία.
Δύο μέρες μετά τα Χριστούγεννα παρήγγειλε με τον π. Αρτέμιο, τον γηροκόμο, να συναχθούν γύρω του όλοι οι αδερφοί. Ήθελε να τους αποχαιρετήση για τελευταία φορά, γιατί προαισθανόταν πολύ κοντά το τέλος του. Σε λίγο συγκεντρώθηκαν…
- Γέροντα, του λέει με φωνή σπασμένη από συγκίνησι ο διάδοχός του ηγούμενος Βησσαρίων, αν θα βρης παρρησία στον Θεό, και θα βρης οπωσδήποτε, μη μας ξεχάσης.
- Αν θα βρω παρρησία, θα σε έχω υπ’ όψι μου και σένα και όλους τους πατέρες και θα σας μνημονεύω, είπε.
Η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη από συγκίνησι! Ο καθένας προσπαθούσε να πνίξη τους λυγμούς του και τον πόνο του.
- Ελάτε τώρα να συγχωρηθούμε, τους είπε ο κατάκοιτος γέροντας.
Τον ασπάσθηκαν και τον αποχαιρέτησαν όλοι.
- Την ευχή σου νάχουμε, γέροντα.
- Καλό παράδεισο!
- Καλή αντάμωση στον ουρανό!
Την επομένη, στις πρωινές ώρες μετά την Θ. λειτουργία, αισθανόταν κάπως καλά. Ήταν για να περιποιηθή μόνος του τον εαυτό του. Σηκώθηκε, πλύθηκε, τακτοποιήθηκε. Τα ρούχα που έβγαλε, τα παρέδωσε στον γηροκόμο.
- Αυτά, του είπε, δεν τα χρειάζομαι πια. Κάνε τα ό,τι θέλεις.
Ένας από τους νεώτερους μοναχούς που τον είδε έτσι καλύτερα, εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για να εξομολογηθή και να συζητήση ωρισμένα προβλήματά του. Πήρε μάλιστα το θάρρος να τον ρωτήση:
- Γέροντα, με τι τρόπο πληροφορήθηκες ότι πρόκειται να κοιμηθής;
- Παιδί μου, απόψε φεύγω! Αυτό είναι αλήθεια. Πώς όμως πήρα την ειδοποίησι, μη ρωτάς.
Μετά το μεσημέρι κάλεσε τον ηγούμενο.
- Εγώ του λέει, σε λίγες ώρες, ή πριν ή μετά το απόδειπνο αναχωρώ. Εσύ να φροντίζης τους αδελφούς και η Παναγία ποτέ δεν θα σ’ εγκαταλείψη. Πήγαινε τώρα να φέρης τα Άχραντα Μυστήρια για να με κοινωνήσης.
Απευθύνθηκε έπειτα στον π. Ανδρέα, τον μοναχό που έντυνε όσους πέθαιναν.
- Πάτερ Ανδρέα, δεν χρειάζεται να με αλλάξης. Ετοιμάστηκα μόνος μου. Να με ράψης όπως είμαι.
Ενώ επέστρεφε ο ηγούμενος με τη θεία Ευχαριστία άρχισε να ψελλίζη: «Του δείπνου σου του μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού…». Ήταν τα τελευταία του λόγια. Μετά τη θεία Κοινωνία παραδόθηκε στη σιωπή και στην προσευχή.
…Πλησίαζε το βράδυ. Άρχισε να νιώθη έντονο ρίγος. Κρύωνε. Φαινόταν πως η μεγάλη στιγμή έφθανε.
Μετά το απόδειπνο όλοι οι πατέρες συνάχθηκαν γύρω του. Με δάκρυα στα μάτια και τα κομποσχοίνια στα χέρια προσεύχονταν θερμά. Η σκηνή θύμιζε την εικόνα που παριστάνει την κοίμησι του οσίου Εφραίμ.
Αυτές τις στιγμές το πρόσωπό του φαινόταν πολύ ήρεμο και ακτινοβόλο! Έλαμπε σαν κεχριμπάρι. Ήταν το προανάκρουσμα της μακαριότητος του ουρανού. Σταύρωσε τα χέρια. Έκλεισε τα μάτια του. Σε λίγο με υπερκόσμια γαλήνη και ειρήνη παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.
Τόσο αθόρυβο ήταν το πέταγμα της ψυχής του προς τον ουρανό, ώστε κανείς δεν το αντιλήφθηκε. Την ήσυχη και ειρηνική ζωή του ένας τέτοιος γαλήνιος θάνατος έπρεπε να την επισφραγίση.
(Αθανάσιος Γρηγοριάτης)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 236-239)