139. Ο λόγος τον Θεού είναι αγωγός της θείας χάριτος;
Ναι, είναι. Σ’ αυτό συμφωνούν η Ορθόδοξη και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Κοινό δίδαγμα όλων των χριστιανικών Ομολογιών είναι ότι η χάρη του Θεού, που πλούσια απέρρευσε από τη σταυρική θυσία του Κυρίου, ενεργεί μεν άμεσα στον έσω άνθρωπο, κυρίως όμως σε συνδυασμό με αισθητά σημεία ή τελετές, σύμφωνα με τη σύνθετη φύση του ανθρώπου, που αποτελείται από πνεύμα και ύλη. Η ύλη και γενικά το αισθητό δεν αποδοκιμάζεται στη χριστιανική κοσμοθεωρία ως κάτι ακάθαρτο και φύσει κακό, όπως δέχεται ο Μανιχαϊσμός, ούτε πάλι αντιτίθεται προς το πνευματικό και υπερφυσικό, ως θέλουν η διαρχία και ο Πνευματισμός, αλλά μπορεί να λειτουργήσει ως σύμβολο συγχρόνως και φορέας της πνευματικής και υπερφυσικής δυνάμεως, όπως είναι η χάρη του Θεού.
Σ’ αυτή τη διάσταση μπορεί να λειτουργήσει και ο λόγος του Θεού, γραπτός και προφορικός. Τόσο στο προπαρασκευαστικό στάδιο της δικαιώσεως, διεγείροντας τον άνθρωπο να ποθήσει τη σωτηρία, όσο και στο στάδιο του αγιασμού, βοηθώντας τον να προκόψει πνευματικά, ο λόγος του Θεού μπορεί να μεταδώσει στις ψυχές των ανθρώπων τη σώζουσα χάρη του Θεού. Διαβάζοντας τη Γραφή ή ακούοντας το κήρυγμα του λόγου του Θεού, ο άνθρωπος διεγείρεται πνευματικά, ώστε με τη βοήθεια της θείας χάριτος να καταπολεμήσει τα πάθη του και την αμαρτία, να προαχθεί πνευματικά στο στάδιο της προσωπικής του οικειώσεως της δικαιώσεως.
Δεν πρέπει όμως να νομισθεί, ότι ο λόγος του Θεού όσον αφορά την ποσότητα και την ποιότητα της παρεχόμενης δι’ αυτού χάριτος, βρίσκεται στην ίδια μοίρα και στο αυτό επίπεδο με την αντίστοιχη ενέργεια των εκκλησιαστικών μυστηρίων. Διότι τα ιερά, μυστήρια είναι δραστικά μέσα της χάριτος εξ ανάγκης, δηλαδή σε κάθε περίπτωση παρέχουν πραγματικά τη χάρη, ενώ το ίδιο δεν συμβαίνει με το λόγο του Θεού, η καρποφορία του οποίου εξαρτάται από υποκειμενικούς λόγους, από την ελευθερία και την ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων, οι οποίοι αντιδρούν διαφορετικά στο κάλεσμα της χάριτος του Θεού.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 205-206)