141. Ποιά είναι η έννοια των εκκλησιαστικών μυστηρίων;
Η λέξη μυστήριο παράγεται από το ρήμα μύειν, που σημαίνει κλείειν το όργανο της μεταδόσεως (στόμα και οφθαλμούς), ώστε οι μυούμενοι να μη βλέπουν και να μη δίδουν σε άλλους αυτό που συμβαίνει σε κάθε μύηση. Κατά τη γενική αυτή έννοια τα μυστήρια εκφράζουν κάτι το μυστικό και καλυμμένο, πράγματα που παριστούν ή συμβολίζουν μια απόκρυφη ιδέα ή διδασκαλία, όπως είναι ο σταυρός, το άλας που διδόταν στους κατηχουμένους, ή τις υπερφυσικές αλήθειες του χριστιανισμού, όπως «το της ευσεβείας μυστήριον», ο γάμος ο συμβολίζων την ένωση του Χριστού μετά της Εκκλησίας, κ.ά.. Στην εκκλησιαστική γλώσσα τα μυστήρια διαφέρουν από τα λοιπά, τόσο κατά το φράγμα που υπεμφαίνουν, όσο και κατά τον τρόπο που το φράζουν. Δεν είναι απλοί συμβολισμοί, αλλά πραγματικά μεταδίδουν την αγιάζουσα θεία χάρη. Κατά τη στενή αυτή σημασία τα μυστήρια είναι «θεοσύστατες τελετές που εμφαίνουν και συγχρόνως μεταδίδουν την αόρατη χάρη». Το βάπτισμα δηλαδή δεν συμβολίζει απλώς την αναγέννηση, αλλά είναι πραγματική αναγέννηση εκείνου που βαπτίζεται στο όνομα της παναγίας Τριάδος. Στο σημείο αυτό συμφωνούν η ορθόδοξη και η ρωμαιοκαθολική θεολογία.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 206-207)