114. «Απογράψασθαι Σύν Μαριάμ... ούση εγκύω» (Λουκ. θ΄5).
Περί το τέλος της εγκυμοσύνης της, η Θεοτόκος αναγκάζεται να ταξιδεύση. Το Ρωμαϊκό Διάταγμα δεν χωρούσε εξαιρέσεις. Σαν νομοταγείς πολίται ο Ιωσήφ και η Μαριάμ έπρεπε να απογραφούν στην πόλι της οικογενειακής των καταγωγής: στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας (διότι από εκεί καταγόταν ο κοινός πρόγονός τους, ο Δαβίδ, (Α' Βασ. ιστ' 1-13). Ο Ιωσήφ αναλαμβάνει μια νέα υποχρέωσι και ευθύνη έναντι της εγκυμονούσης Παρθένου: την ευθύνη του ταξειδιού και της απογραφής.
Ο Ιωσήφ δεν ήταν άνδρας της Μαρίας, αλλά μόνο αρραβωνιαστικός της και το κυοφορούμενο βρέφος της δεν ήταν παιδί του. Αυτό το γνώριζαν καλά και οι δύο τους, όπως είπαμε. Ο Ιωσήφ, φαίνεται ότι είχε πια ξεπεράσει και τις δύο αυτές καταστάσεις. Είχε πια αναλάβει πλήρως (χωρίς αυτό να σημαίνη ότι και είχε πλήρως καταλάβη) την αποστολή του προστάτου της Παρθένου και του Πατέρα του κυοφορουμένου θείου Βρέφους. Διότι, όπως υπογραμμίζει ο ιερός Επιφάνιος «ο Θεός έδωσε στην Παρθένο τον Ιωσήφ όχι δια να την νυμφευθή, αλλά δια να την διαφυλάξη και να είναι μάρτυς των όσων θα συνέβαιναν» (Χ,34).
Στο πρόσωπο του Ιωσήφ, η Παρθένος βρήκε τον πολύτιμο προστάτη της και ο «απάτωρ» Ιησούς, έναν άνθρωπο για πατέρα. Ο ουράνιος Πατέρας δεν άφησε κανένα κενό. Για τον υιό του εδημιούργησε μια πραγματική ανθρώπινη οικογένεια.
Ο Ιησούς στα βρεφικά και παιδικά του χρόνια δεν στερήθηκε την οικογενειακή στοργή. Έζησε μέσα στην ατμόσφαιρα της οικογενειακής θαλπωρής. Ανατράφηκε μέσα σε μια οικογένεια που βασιζόταν όχι στη συγγένεια του αίματος, αλλά στην κοινή υπακοή στο θέλημα του Θεού, που είναι ανώτερη από το δεσμό του αίματος.
Η ανθρώπινη σχέσις που δημιουργεί η κοινή υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι ανώτερη και πιο ισχυρή από την εξ΄ αίματος σχέσι. Η πρώτη είναι πάντοτε σταθερή, ενώ η δεύτερη, πολλές φορές, κλονίζεται και διακόπτεται. Ο Κύριος, ο όποιος «εποίησε εξ ενός αίματος πάν έθνος ανθρώπων» (Πραξ. ιζ΄ 26) ήλθε και χάρισε στην ανθρωπότητα ένα συνεκτικό δεσμό πιο ισχυρό από το αίμα: την πίστι, την αγάπη και την υπακοή στο θέλημα του Θεού. Με το δεσμό αυτό ένωσε τα πρόσωπα του στενού του περιβάλλοντος πριν ακόμη ο ίδιος γεννηθή σαν άνθρωπος. Την πρώτη οικογένεια της Κ. Διαθήκης, την Αγία Οικογένεια του Χριστού την εδημιούργησε όχι η «σάρξ και το αίμα», αλλά η υπακοή στο θέλημα του Θεού.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 143-144)