151. Είναι έγκυρα τα υπό των αιρετικών τελούμενα μυστήρια;
Ασφαλώς όχι. Έγκυρα και κανονικά είναι μόνο τα μυστήρια τα οποία τελούνται στο έδαφος της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού, που είναι η Ορθόδοξη Καθολική. Επί τη βάσει της αρχής των Πατέρων «ubi Ecclesia, ibi et Spiritus Sanctus» (δηλ. όπου η Εκκλησία εκεί το Πνεύμα το Άγιο), η ορθόδοξη θεολογία δέχεται την Εκκλησία ως τη μόνη ταμειούχο της θείας χάριτος κιβωτό, επομένως ό,τι υπάρχει έξω απ’ αυτή δεν μπορεί να μεταδώσει τη λυτρωτική χάρη του Κυρίου. Οι αιρετικοί που είναι έξω από την Εκκλησία δεν μπορούν να μεταδώσουν τη χάρη, την οποία έχασαν. Δίδει κανείς εκείνο το οποίο έχει, όχι εκείνο που δεν έχει.
Κατά ακρίβεια δογματική τα μυστήρια των αιρετικών και των ετερόδοξων (Ρωμαιοκαθολικών, Προτεσταντών κ.α.) είναι άκυρα, δηλαδή δεν παρέχουν τη θεία χάρη. 'Υπάρχει όμως παράλληλα και ένα άλλο μέτρο εκτιμήσεως στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Είναι το μέτρο της οικονομίας. Είναι δε η οικονομία η προσωρινή παρέκκλιση από την αυστηρότητα της δογματικής ακρίβειας. Εκείνο δηλαδή που κατά τη δογματική ακρίβεια απορρίπτεται ως ασύστατο και άκυρο, κατά την οικονομία μπορεί κατά περίπτωση να γίνει αποδεκτό. Αυτό, που γινόταν και στην Αρχαία Εκκλησία, είναι έκτακτη συγκατάβαση της Εκκλησίας που εξυπηρετεί τις ανάγκες και το δικό της πνευματικό όφελος. Το μέτρο αυτό που δεν μπορεί να είναι τακτικός θεσμός, αφορά μόνο στις περιπτώσεις προσχωρήσεως των αιρετικών στους κόλπους της Ορθοδοξίας. Σε περίπτωση που το μέτρο της οικονομίας διευρυνθεί, έστω και για τα εκτός αυτής μυστήρια που τελούνται με το ορθό τελετουργικό τυπικό και στο όνομα της Αγίας Τριάδος, τότε διευρύνονται και τα όρια της ορατής Εκκλησίας, πράγμα πολύ επικίνδυνο για τη συνείδηση και την πνευματική της ζωή.
Το δογματικό πρόβλημα που δημιουργείται με την εφαρμογή του μέτρου της οικονομίας είναι μεγάλο. Ή τα μυστήρια των αιρετικών είναι από άποψη δογματική άκυρα, οπότε όποιο μέτρο οικονομίας δεν έχει νόημα, ή το μέτρο της οικονομίας είναι ισχυρό, οπότε παραβλάπτεται το δόγμα της πίστεως. Φυσικά, όπως λένε και γίνεται αποδεκτό, η οικονομία δεν αφορά ζητήματα δογματικά. Όμως το κύρος των μυστηρίων δεν είναι θέμα δογματικό; Πώς ένας ετερόδοξος, φέρ’ ειπείν, που είναι εκτός της αληθινής Εκκλησίας, γίνεται κοινωνός ορθόδοξου μυστηρίου, συνάπτοντας γάμο με ορθόδοξο μέλος της Εκκλησίας; Το μυστήριο του γάμου δεν είναι θέμα δογματικό;
Τέλος είναι δύσκολο να εννοήσουμε, πώς ένα μυστήριον που είναι φύσει άκυρο (αν και όχι εντελώς ανυπόστατο), με το μέτρο της οικονομίας γίνεται έγκυρο και αποδεκτό. Οι πρακτικοί βέβαια λόγοι είναι κατανοητοί. Με το δόγμα όμως τι γίνεται; Να υποθέσουμε ότι η Εκκλησία, ως κυρίαρχο σώμα μπορεί να μεταβάλλει κατά τις περιστάσεις το φύσει άκυρο σε έγκυρο προς εξυπηρέτηση του ποιμαντικού έργου της;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 215-217)