Να συγκρίνουμε την δοκιμασία μας με την μεγαλύτερη δοκιμασία του άλλου
Το καλύτερο φάρμακο για την κάθε δοκιμασία μας είναι η μεγαλύτερη
δοκιμασία των συνανθρώπων μας, αρκεί να την συγκρίνουμε με την δική μας δοκιμασία,
για να διακρίνουμε την μεγάλη διαφορά και την μεγάλη αγάπη που μας έδειξε ο Θεός
και επέτρεψε μικρή δοκιμασία σ’ εμάς. Τότε θα Τον ευχαριστήσουμε,
θα πονέσουμε για τον άλλον που υποφέρει πιο πολύ και θα κάνουμε καρδιακή προσευχή
να τον βοηθήση ο Θεός. Μου έκοψαν λ.χ. το ένα πόδι; «Δόξα Σοι ο Θεός, να πω,
που έχω τουλάχιστον ένα πόδι· του άλλου του έκοψαν και τα δύο».
Και αν ακόμη μείνω ένα κούτσουρο, χωρίς χέρια και πόδια, πάλι να πω:
«Δόξα Σοι ο Θεός, που περπατούσα τόσα χρόνια, ενώ άλλοι γεννήθηκαν παράλυτοι».
Εγώ, από την στιγμή που άκουσα ότι ένας οικογενειάρχης έχει έντεκα
χρόνια αιμορραγία, είπα: «Τι κάνω εγώ; Κοσμικός άνθρωπος αυτός και να έχη
έντεκα χρόνια αιμορραγία, να έχη παιδιά, να πρέπη να σηκωθή το πρωί να πάη
στην δουλειά, και εγώ ούτε επτά χρόνια δεν συμπλήρωσα που έχω αιμορραγίες!».
Αν σκέφτωμαι τον άλλον που υποφέρει τόσο πολύ, δεν μπορώ να δικαιολογήσω τον εαυτό μου.
Ενώ, αν σκέφτωμαι ότι εγώ υποφέρω και οι άλλοι είναι μια χαρά, ότι σηκώνομαι
την νύχτα κάθε μισή ώρα, επειδή έχω πρόβλημα με το έντερο και δεν μπορώ να κοιμηθώ,
ενώ οι άλλοι κοιμούνται ήσυχα, δικαιολογώ τον εαυτό μου, αν γογγύσω.
Εσύ, αδελφή, πόσον καιρό έχεις τον έρπητα;
-Οκτώ μήνες, Γέροντα.
-Βλέπεις; Ο Θεός σε άλλους τον αφήνει δύο μήνες, σε άλλους δέκα μήνες, σε άλλους δεκαπέντε.
Καταλαβαίνω, είναι μεγάλος ο πόνος. Μερικοί φθάνουν σε απόγνωση.
Ένας κοσμικός όμως που έχει έρπητα έναν-δύο μήνες και από τον πολύ πόνο απελπίζεται,
αν μάθη ότι ένας πνευματικός άνθρωπος τον έχει έναν χρόνο και κάνει υπομονή και δεν γογγύζει,
τότε αμέσως παρηγοριέται. «Βρέ, λέει, εγώ τον έχω δύο μήνες και έφθασα στην απελπισία·
ο άλλος ο καημένος έναν χρόνο τον έχει και δεν μιλάει! Εγώ κάνω και αταξίες,
ενώ εκείνος ζη πνευματικά!». Οπότε βοηθιέται χωρίς συμβουλή!
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 204-206)