155. Τί φρονούν περί της ουσίας των μυστηρίων οι Διαμαρτυρόμενοι;
Οι Διαμαρτυρόμενοι διδάσκουν διαφορετικά πράγματα από ό,τι οι ’Ορθόδοξοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί. Ό,τι περί μυστηρίων πρεσβεύουν είναι ανάλογο προς τα περί αόρατης Εκκλησίας και δικαιώσεως, ως εξωτερικής σχέσεως του Θεού προς τον άνθρωπο (όχι δηλαδή ως εσωτερικής ουσιαστικής αναγεννήσεως), διδάγματα τους. Από τα πολλά που λένε, τα οποία δεν είναι πάντοτε συνεπή προς τις βασικές τους αρχές, θα επισημάνουμε λίγα μόνο ενδεικτικά. Το κοινό σημείο της περί μυστηρίων προτεσταντικής διδασκαλίας είναι ότι αυτά δεν είναι δραστικά μέσα της χάριτος. Αν όντως ήταν έτσι, θα έρχονταν σε αντίθεση προς τα περί αόρατης Εκκλησίας ιδιαίτερα διδάγματά τους. Έτσι τα μυστήρια δεν είναι κυρίως όργανα και μέσα της χάριτος, δηλαδή παρακολουθεί μεν μαζί με την ύλη του μυστηρίου η θεία δωρεά, χωρίς όμως να παρέχεται εξαίρετα σε όλους, αλλά μόνο στους προορισμένους για την αιώνια ζωή (Καλβίνος, Ζβίγγλιος). Τα μυστήρια είναι απλές τελετές από τις οποίες δεν παίρνουμε τίποτε το συγκεκριμένο, αλλά δείχνουμε απλά την υπακοή μας στο Χριστό (Σωκινιανοί). Είναι διακριτικά γνωρίσματα των χριστιανών, αλλά και σημεία απεικονίζοντα στο νου μας τη χάρη του Θεού, με την επενέργεια των οποίων ωφελούμεθα μόνο ηθικώς (Αρμινιανοί και Μεννωνίτες).
Αξιοπρόσεκτη είναι η διδασκαλία των Κουακέρων, η οποία είναι σε όλα συνεπής προς τη βασική προτεσταντική αρχή. Έτσι, στηριζόμενοι στην αντίληψη ότι ο Θεός σώζει τον άνθρωπο άμεσα, χωρίς εξωτερικά μέσα, αρνήθηκαν τελείως τον εξωτερικό χαρακτήρα των μυστηρίων. Προσχωρήσαντες δε στην Πνευματοκρατία (Spiritualismus), δέχτηκαν πνευματικό βάπτισμα (την εν Χριστώ κάθαρση της ψυχής από την αμαρτία) και πνευματική θεία ευχαριστία (τη μυστική ένωση της ψυχής με τον Κύριο), των οποίων τύποι είναι το δι’ ύδατος βάπτισμα και ο άρτος και ο οίνος στην ευχαριστία.
Όμως οι Διαμαρτυρόμενοι δεν μένουν πάντα συνεπείς στη βασική τους προτεσταντική αρχή. Αν εξαιρέσει κανείς τους ακραίους Καλβινιστές, οι οποίοι μένουν σταθερά προσκολλημένοι στα περί απόλυτου προορισμού διδάγματά τους, οι άλλοι Προτεστάντες και κυρίως οι Λουθηρανοί, πιεζόμενοι στον αγώνα τους εναντίον της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και επιθυμούντες να καθορίσουν την εκκλησιολογική τους ταυτότητα στον κύκλο των πολλών προτεσταντικών παραφυάδων που απέκλιναν αισθητά απ’ αυτούς, άρχισαν να δέχονται τον υπερφυή χαρακτήρα των μυστηρίων, ως τελετών στις οποίες ο Θεός παρέχει στον άνθρωπο αυτό που υπόσχεται vα μεταδώσει η συνδεδεμένη με το μυστήριο τελετή.
Σε όλες όμως τις περιπτώσεις οι Προτεστάντες μπορούν ν' αποσείσουν εντελώς την Πνευματοκρατία που είναι σύμφυτη στο περί Εκκλησίας δόγμα τους, ούτε να δεχτούν διαφοροποίηση της παρεχόμενης δια των μυστηρίων χάριτος, δεχόμενοι μία κατ’ ουσία χάρη, τη χάρη αφέσεως των αμαρτιών την κρατύνουσα την εις Θεό πίστη. Σ’ αυτό διαφοροποιούνται ριζικά από την ορθόδοξη και ρωμαιοθολική αντίληψη, κατά την οποία η χάρη δεν είναι μόνο χάρη αφέσεως αλλά και ανακαινίσεως και αναγεννήσεως της φύσεως του ανθρώπου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 220-222)