119. «εξ ής εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός». (Ματθ. α΄ 16).
Η γενεαλογική σειρά του Ιωσήφ ήταν η ίδια με τη γενεαλογική «σειρά» της Θεοτόκου. Και οι δύο συναντώνται σε κοινούς προγόνους: τον Δαβίδ, τον Αβραάμ, τον Αδάμ, τον Θεό και καταλήγουν σ’ ένα κοινό απόγονο: τον Ιησού (έναντι του Νόμου ο Ιησούς ήταν απόγονος και κληρονόμος του Ιωσήφ ΥΜ 33) . Μια μακριά γενεαλογική σειρά καταλήγει τελικά σ’ ένα πρόσωπο: στο πρόσωπο του Ιησού!
Το νερό του ποταμού, καθώς κυλάει ψηλά απ’ τις πηγές του προς τα κάτω, καθαρίζεται και λαμπικάρεται. Η μεγάλη και περιπετειώδης πορεία του νερού κρύβει και το μυστικό της καθάρσεώς του.
Το ίδιο συνέβη και με το ανθρώπινο γενεαλογικό ποτάμι της Θεοτόκου. Καθώς κυλούσε μέσα στο χρόνο καθάριζε το ανθρώπινο υλικό που θα έδινε την ανθρώπινη φύσι στον Υιό του Θεού. Αν ολόκληρη η Δημιουργία ήταν μια προετοιμασία για την ενανθρώπισι του Θεού (Καβάσιλας), μια παρόμοια προετοιμασία έγινε και μέσα στη γενεαλογία της Θεοτόκου. Η αγνή, αμόλυντη και σχετικά αναμάρτητη μορφή της Παναγίας μαρτυρεί του λόγου το αληθές. Τέτοιες μορφές σαν την θεομήτορα δεν γεννιώνται τυχαία. Προετοιμάζονται από γενεά σε γενεά. Η Παρθένος είπε προφητικά ότι θα την μακαρίζουν «πάσαι αι γενεαί» του μέλλοντος. Στην πραγματικότητα όμως την παναγία μορφή της την προετοίμαζαν και «πάσαι αι γενεαί» του παρελθόντος. Όλες οι γενεές της ιστορίας, από τον Αδάμ και την Εύα μέχρι τη γενεά του Ιωσήφ κατέθεταν την καλύτερή τους ψηφίδα για να γίνη το ψηφιδωτό της θεομητορικής Εικόνας.
Η μορφή της Θεοτόκου ήταν μοναδική και ανεπανάληπτη. Είχε ό,τι καλύτερο διέθεσαν όλες οι προηγούμενες γενεές. Ήταν η συνισταμένη της καλωσύνης, της αγνότητος και της αγιότητος. Όλες οι αρετές των προγόνων της είχαν βρει την ολοκλήρωσι και την εκπλήρωσί τους στην μορφή της Παρθένου. Ο Θεός έφτιαξε την θεομητορική ύπαρξι από τα καλύτερα, τα καθαρώτερα και αγιώτερα δομικά υλικά. Μέσα στην πάλευκη μορφή της περιέχονται σαν σε αμάλγαμα οι αρετές όλων των αγίων της Π. Διαθήκης. Η Θεοτόκος είναι η κορυφαία μορφή και η πιο ψηλή κορυφή της Π. Διαθήκης.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ.147-149)