μακάριοι οι πεινώντες... οι κλαίοντες.
Λουκά στ' 21.
Η πείνα και το κλάμα μακαρίζονται από τον Ιησού. Όχι διότι είναι καλά καθ’ εαυτά. Αλλά διότι συντελούν στην αιώνια σωτηρία του ανθρώπου. Η πείνα και το δάκρυ είναι καταστάσεις του κόσμου τούτου του καταργουμένου. Είναι αγκάθια, που παραχώρησε ο Δημιουργός να μπαίνουν στην ανθρώπινη σάρκα για να μισήση ο άνθρωπος τον κόσμο τούτο της φθοράς και να νοσταλγή την ουράνια πατρίδα. Όσοι δεν πεινούν και δεν κλαίνε δεν νοσταλγούν την αιώνια πατρίδα. Όσοι τρώνε και γελούν μοιάζουν με τους συντρόφους του Οδυσσέα, που έφαγαν τους λωτούς και λησμόνησαν την πατρίδα τους.
Ο Ιησούς δεν θέλει όλοι οι άνθρωποι να πεινούν και να κλαίνε. Μακαρίζοντας τους πεινώντας και κλαίοντας υπογραμμίζει την αιώνια ωφέλεια, που προσκομίζουν στον άνθρωπο καταστάσεις, που, κατά κόσμον, θεωρούνται δυστυχίες. Ο Κύριος επιδιώκει ν’ απαλλάξη τον άνθρωπο από τις φρούδες εγκόσμιες ελπίδες και να υποδείξη τρόπους για να βιώνη τις γήινες πραγματικότητες υπό το πρίσμα της αιωνιότητος.
«Οι θέλοντές με ιδείν και άψασθαί μου της βασιλείας, οφείλουσι θλιβέντες και παθόντες λαβείν με» (Επιστολή Βαρνάβα, L. 291).
(Επισκόπου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, «Εκείνος» Ο Ιησούς Χριστός, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 112)