121. «ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη» (Λουκ. β' 7).
Η Θεοτόκος, αφού σπαργάνωσε το Βρέφος της, το απόθεσε μέσα στην πλαϊνη φάτνη που της χρησίμευσε για βρεφικό λίκνο. Η Παρθένος στο θέμα αυτό έμοιασε μ' όλες τις φτωχές μητέρες του κόσμου που δεν έχουν ούτε μια κούνια για να βάλουν το βρέφος τους...
Στη φάτνη, το παχνί βάζουν την τροφή των ζώων: τα άχυρα. Η φάτνη είναι τόπος ικανοποιήσεως και ευχαριστήσεως για τα ζώα. Μόνο που η συγκεκριμένη εκείνη φάτνη δεν περιείχε πια τροφή για ζώα, άχυρα, αλλά «την τροφήν του παντός κόσμου, τον Κύριον και Θεόν ημών Ιησούν Χριστόν» (I) τον «άρτον της ζωής» (Ιω. στ' 48).
Εάν ο Ιησούς ήταν «ο άρτος της ζωής», η Θεοτόκος ήταν το Στάχυ που τον έξέθρεψε και τον προετοίμασε. Ήταν η «άρτον ζωής χωρήσασα» (Ω). Τα άχυρα, πάνω στα οποία ξάπλωσε ο Υιός της συμβόλιζαν τον ρόλο της. Ήταν κι αυτά τύπος της Θεοτόκου.
Τα στάχυα ωριμάζουν κάτω απ’ τον ήλιο και ετοιμάζουν την βασική τροφή του ανθρώπου. Το χρυσό σιτάρι. Η Θεοτόκος ωρίμαζε και ετοίμαζε «τον κόκκον του σίτου» (Ιω. ιβ' 24), τον Κύριο. Το σιτάρι είναι η τροφή των ανθρώπων και τα άχυρα η τροφή των ζώων. Ο Ιησούς είναι η τροφή των ανθρώπων, αλλά και η Θεοτόκος είναι η χαρά και η ικανοποίησις όλης της κτίσεως. Η Θεοτόκος, βάζοντας το θείο Βρέφος στη φάτνη των αλόγων ζώων, έδινε σ’ αυτά και την κτίσι ολόκληρη τον Σωτήρα τους. Εδώ έχομε κιόλας μια πρώτη εικονογράφησι του Ευαγγελίου της πίστεως: Ο Υιός και Λόγος του Θεού γεννάται εκ Παρθένου για τη σωτηρία του ανθρώπου και την ανακαίνισι της κτίσεως.
Η Ενσάρκωσις του Θεού είχε δύο στρατηγικούς σκοπούς: την αποκατάστασι και αναδημιουργία του ανθρώπου, καθώς και την ανακαίνισι της κτήσεως. Και οι δύο αυτοί μεγάλοι σκοποί προδιαγράφονται καθαρά από την πρώτη κιόλας στιγμή της Γεννήσεως του θεανθρώπου.
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 150-151)