Πνιγόμουν Κύριε…
πνιγόμουν στα βαθιά…
θεριέψανε τα κύματα μάταιων λογισμών…
μες την καρδιά πλημμύρισαν η θλίψη και ο φόβος…
άνιση η πάλη να σταθώ στης νύχτας τη φουρτούνα…
ψέλλιζα με όση δύναμη μου είχε απομείνει: Κύριε, ελέησόν με!
Τυφλά τα μάτια της ψυχής και άδεια η καρδιά μου...
πώς χάθηκε σε μια στιγμή όση βαστούσα πίστη…;
με μιας σβηστήκανε οι προσευχές μου όλες...
λες και στην άμμο έχτιζα τη λήθη των παθών μου·
Τα μάτια σήκωσα ψηλά γυρεύοντας ελπίδα…
κι Εσύ στεκόσουνα εκεί! Στη μέση του πελάγους…
μου ’ριξες το Σταυρό, σανίδα σωτηρίας,
τη φοβισμένη μου ψυχή στην Αγκαλιά βαστούσες·
πώς δεν Σε είδα Κύριε;; λησμόνησα το Φως Σου,
αυτό το Φως που νίκησε το αιώνιο σκοτάδι·
Άκουσα τη φωνή Σου:
"Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; "!
Χάθηκα στου ελέους Σου το πέλαγος
στην αέναη Αγάπη…
Κάμε Την να ριζώσει Κύριε, στα βάθη της ψυχής μου,
και πάντα να θυμάται...
Ενθυμού και μη λησμόνει ψυχή μου…