Ο όσιος και ο ζαπτιές
Ο όσιος Παρθένιος ο Χίος (1815-1883), νεαρός ακόμη μοναχός, θέλησε ν’ ασκητέψη στην περιοχή Πένθοδο, η οποία ανήκε στη Νέα Μονή της Χίου. Ο ηγούμενος Μελέτιος Φλουράς όχι μόνο δεν του το επέτρεψε, αλλά και τον κατήγγειλε στον δεσπότη της Χώρας Γρηγόριο Κωνσταντινίδη. Κι αυτός τότε έστειλε ένα ζαπτιέ, τούρκο χωροφύλακα, για να συλλάβη τον όσιο και να τον φέρη ενώπιον του.
Ο ζαπτιές, άνθρωπος απλοϊκός και καλοπροαίρετος, πήγε αρματωμένος και συνάντησε τον νεαρό ασκητή.
- Εσύ είσαι ο καλόγερος; Εσύ κάνεις το νταβαντούρι; Που είναι το μοναστήρι σου;
Ο όσιος του έδειξε μια σπηλιά και ένα μικρό εκκλησάκι από ξερολιθιά.
- Βάι , βάι! Τέτοια φτώχεια! Εσένα θένε να πάνε φυλακή; Φυλακή γκιουζέλ για σένα.
Ο ασκητής έμαθε τον σκοπό του ερχομού του και τον παρακάλεσε να ξεκινήσουν την επομένη, το πρωί. Ήθελε ν’ αποφύγη, σαν νέος μοναχός που ήταν, τους νυκτερινούς πειρασμούς της πολιτείας. Ο τούρκος έδειξε κατανόηση και τον ρώτησε:
- Και που θα μείνω τη νύχτα;
- Εκεί στη σπηλιά.
- Όκι μωρέ. Με πλακώνει η καρδιά μου.
- Θέλεις εδώ στο εκκλησάκι;
- Θέλω. Θα κοιμηθώ όμως απ’ έξω. Μέσα είναι αμαρτία. Μέσα θα κοιμηθής εσύ. Δική σου είναι η εκκλησία.
Έφαγαν κάτι φτωχικά και ο ζαπτιές έβγαλε και πρόσφερε στον όσιο ρακί.
- Εγώ δεν πίνω, είπε εκείνος.
- Εγώ κάνει να πιω εδώ που είναι η Παναγία;
- Κάνει, κάνει να πιής.
Ήπιε λίγο και αποκοιμήθηκε. Tη νύχτα, τα μεσάνυκτα, ξύπνησε. Σαν ν’ άκουσε ένα μουρμουρητό. Πλησιάζει στο εκκλησάκι, σκύβει στο πορτάκι του, και μένει αποσβολωμένος. Στο τρεμάμενο φως του καντηλιού ο όσιος προσευχόταν. Δεν ακουμπούσε όμως στη γη κι ήταν λουσμένος μ’ ένα φως ιλαρό!... Είχε σηκώσει τα χέρια και το φως ακτινοβολούσε γύρω του. Σε λίγο χαμήλωσε τα χέρια. Το φως χάθηκε. Ο μοναχός προσευχόταν για την αναξιότητά του κι έκλαιγε, έκλαιγε… κι ο τούρκος άκουγε το κλάμα, εκστατικός, ένα κλάμα βουβό και σιγανό, ανάμεσα στα λόγια της προσευχής.
Μόλις έφεξε, έφυγε ο ζαπτιές αναστατωμένος, μόνος του, για τη Χώρα. Δεν τόλμησε να ενοχλήση τον όσιο και να τον πάρη μαζί του.
Ο δεσπότης απόρησε:
- Που είναι ο καλόγερος; ρώτησε.
- Δεσπότη, εφέντη, ο καλόγερος είναι άνθρωπος του Θεού, είπε ο τούρκος, και διηγήθηκε όσα είχε δει.
Ο επίσκοπος κατάλαβε. Έμαθε εκείνο που ήθελε. Στέλνει τώρα άλλο χωροφύλακα, ο οποίος φέρνει τον όσιο αυθημερόν στη Χώρα.
- Εσύ είσαι ο Παρθένιος; τον ρώτησε.
- Εγώ, αποκρίθηκε εκείνος βάζοντας βαθιά μετάνοια.
- Σε κατηγορούν…
- Δίκιο έχουν. Δική τους είναι η περιοχή.
- Τι κάνεις πάνω στο βουνό;
- Προσεύχομαι.
- Σε ποιον άγιο;
- Στον όσιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο.
Το όνομα του αγίου τράνταξε τον επίσκοπο.
- Εκείνος έβλεπε το άκτιστο φως, αλλά κι εσύ το βλέπεις, είπε και κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό του.
- Εγώ ο αμαρτωλός, διαμαρτυρήθηκε ο όσιος, έτοιμος να κλάψη.
Ο δεσπότης τον κοίταζε προσεκτικά. Διέκρινε σ’ αυτόν τον μοναχό μια θεϊκή δύναμη. Έβλεπε σ’ εκείνο το αδύνατο πρόσωπο μια δυνατή λάμψη. Σηκώθηκε αυθόρμητα να τον ασπασθή κι ένιωσε να τον συγκλονίζη η αγιότητά του.
- Καλά, παιδί μου. Πήγαινε στο καλό… Να πορεύεσαι όπως πορεύεσαι, και να θυμάσαι κι εμένα στην προσευχή σου.
(Το Αγιομαρκάκι, τ. Α΄)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄, σ. 214-217)