ΙΟΥΔΑΣ Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ
Η προδοσία του Ιούδα
Τότε μαζεύτηκαν οι Αρχιερείς και οι Γραμματείς και οι προεστοί του λαού στο μέγαρο του Αρχιερέα, που ονομαζόταν Καϊάφας, και συναποφάσισαν να συλλάβουν τον Ιησού με δόλο και να Τον φονεύσουν». Ο τόπος των συσκέψεων κατά του αθώου Ιησού υπήρξε η αυλή του αρχιερέα Καϊάφα. Αλλά το ορμητήριο ήταν οι πονηρές καρδιές τους στις όποιες είχε εγκαθιδρυθεί ο Σατανάς . Εκείνος ήθελε να γίνει κρυφά ο θάνατος του Ιησού, για να μη καταστεί φανερό το Πάθος του Κυρίου και πιστεύσουν πολλοί, όπως ο ληστής και ο εκατόνταρχος, αλλά και «να μη γίνει αυτός (ο θάνατος) κατά τη γιορτή για να μη προκληθεί ταραχή στο λαό», όπως ισχυρίζονταν οι αρχιερείς από το διάβολο παρακινούμενοι.
Νέο όμως απροσδόκητο γεγονός ήλθε να μεταβάλλει τις αποφάσεις των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Η προδοσία του Ιούδα! Και σπεύδουν στην πραγματοποίηση του εγκλήματος. «Τότε πήγε ένας από τους δώδεκα, αυτός που λεγόταν Ιούδας Ισκαριώτης στους Αρχιερείς». Ο Ιούδας είχε αντιληφθεί καλά τις φονικές διαθέσεις των Αρχιερέων. Γι' αυτό και πήγε να τους εξυπηρετήσει στο θεοκτόνο έργο τους. Αλλά η εξυπηρέτηση αυτή κατέστησε το όνομά του μισητό και αποτρόπαιο και την ψυχή του δέσμια του αιωνίου θανάτου. Η κοινή συνείδηση τού απέδωσε το χαρακτηρισμό του προδότη. Ο Κύριος είπε γι’ αυτόν τους βαρείς λόγους: «Αλλοίμονο στον άνθρωπο εκείνο, που γίνεται όργανο για να παραδοθεί ο υιός του ανθρώπου. Ήταν πιο συμφέρον γι’ αυτόν να μη είχε γεννηθεί ο άνθρωπος εκείνος». Και άλλου τον αποκαλεί «υιόν της απωλείας» (Ιω. ΙΖ' 12)
Η βαρύτητα του αμαρτήματος του Ιούδα
Ναι. Το αμάρτημα του Ιούδα υπήρξε βαρύ. Βαρύτερο και του εγκλήματος των Αρχιερέων. Γιατί;
α) Προσήλθε αυτόκλητος, για να συνεργήσει στην απεχθέστερη και εγκληματικότερη για τα ανθρώπινα γένος πράξη. Οι αρχιερείς ποτέ δεν φαντάσθηκαν ότι ο προδότης θα προερχόταν από τον κύκλο των μαθητών. Γι’ αυτό καμιά προσπάθεια συνεταιρισμού με τους μαθητές δεν κατεβλήθη από μέρους τους. Οι Αρχιερείς και χωρίς την προσφορά του Ιούδα θα βρίσκαν τρόπο να πραγματοποιήσουν το σχέδιό τους. Αλλά ο Ιούδας μόνος προσήλθε προς αυτούς, αυτόκλητος για να τους εξυπηρετήσει.
β) Εγνώριζε την άξια του Κυρίου. Δεν του ήταν άγνωστος. Έζησε μαζί του. Τον εγνώρισε από κοντά ποιος ήταν. Γνώριζε τη δύναμή του, τη σοφία του, την αγιότητά του, τις αρετές του. Είχε λόγους να πιστεύει ότι ήταν ο Υιός του Θεού. Όταν ο Πέτρος εξ ονόματος όλων των μαθητών διεκήρυξε: « Εμείς οι δώδεκα έχομε πιστεύσει και έχομε γνωρίσει με την προσωπική μας πείρα ότι Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, που δεν είναι νεκρός σαν τα είδωλα, αλλ’ έχει από τον εαυτό του ζωή και μεταδίδει αυτή και στους ανθρώπους», το διεκήρυττε και ο Ιούδας.
Είχε λάβει και αυτός το χάρισμα της θαυματουργίας, να θεραπεύει τις ασθένειες και να βγάζει τα δαιμόνια (Μάρκ. Γ 15). Ο Κύριος έδωσε και σ’ αυτόν, όπως και στους άλλους μαθητές, εξουσία κατά του Σατανά και των οργάνων του: «Σας δίδω τώρα εξουσία κατά του σατανά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που σας έδωσα, όταν σας εξαπέστειλα στο κήρυγμα. Σας δίδω εξουσία να νικάτε και να ποδοπατείτε όλα τα όργανα του σατανά, που σαν φίδια και σκορπιοί επιβουλεύονται και χύνουν το δηλητήριο ύπουλα στις ψυχές των ανθρώπων, για να θανατώνουν αυτές.
Σας δίδω εξουσία να κατανικάτε όλη τη δύναμη, που διαθέτει ο εχθρός του ανθρώπου, ο σατανάς, σε τρόπο ώστε κανένα μέσο, από όσα θα χρησιμοποιεί αυτός προς παρεμπόδιση του έργου σας, να μη τελεσφορεί. Και τίποτε, από όσα εναντίον σας μηχανεύεται αυτός, δεν θα σας αδικήσει ή βλάψει.
Αλλά ενώ είχε την πεποίθηση ότι ο Ιησούς ήταν ο απεσταλμένος του Θεού, και ενώ ώφειλε μάλλον να προστατεύει τη ζωή Του, με θυσία της δικής του ζωής, όπως έλεγε ο Πέτρος: « Εάν χρειασθεί να πεθάνω κι εγώ μαζί σου, για κανένα λόγο δε θα σε αρνηθώ, τα ίδια έλεγαν και όλοι οι μαθητές», όχι μόνο αυτό δεν κάνει, αλλά αυτόκλητος ο Ιούδας ήλθε στους Αρχιερείς για να Τον παραδώσει.
γ) Επιπλέον δεν είχε κανένα λόγο δυσαρέσκειας ο Ιούδας. Γιατί ο Κύριος φερόταν απέναντί του χωρίς διάκριση, όπως και προς τους άλλους μαθητές και προς όλους, με αγάπη και στοργή. Τους όχλους και τον Πέτρο επέπληξε, τον Ιούδα όμως ουδέποτε. Του έδειχνε πάντοτε την αυτή θέση.
Επειδή γνώριζε την καρδιά και τις διαθέσεις του, θα μπορούσε να τον είχε κατατάξει στον κύκλο των 70. Αλλά κάτι τέτοιο δεν το έκανε. Τον κατέταξε στο στενό κύκλο των δώδεκα, μεταξύ δηλαδή εκείνων τους όποιους ο Ίδιος εξέλεξε, με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Του είχε την αυτή εμπιστοσύνη, αφού τον κατέστησε «ταμία». «Αυτός είχε το κυτίο από τις συνεισφορές και κατακρατούσε κρυφά, για τον εαυτό του τα ριπτόμενα σ'αυτό χρήματα». Για όλα τα ανωτέρω ευγνωμοσύνη και δείγματα αφοσίωσης άρμοζε να έχει ο Ιούδας και όχι δυσαρέσκεια.
Παρά ταύτα, προσέρχεται στους Αρχιερείς και τους προτείνει: «Τί θέλετε να μου δώσετε»;
(Οδοιπορικό του Θείου Πάθους κατά τον ευαγγελιστή Ματθαίο, αρχιμ. Καλλίστρατου Λυράκη, σελ. 49-53)