[…] Έτσι λοιπόν ενεργώντας, θα σηκωθώ τα μεσάνυχτα, θα γονατίσω και θα κλάψω με θλίψη για την αμαρτωλή ψυχή μου και με δάκρυα και στεναγμούς θα πω στον Κύριο·
Δέσποτα, Κύριε του ουρανού και της γης, γνωρίζω ότι αμάρτησα ενώπιόν σου περισσότερο από κάθε φύση ανθρώπων και αυτών των αλόγων ζώων και των ερπετών, σε σένα τον φοβερό και απρόσιτο Θεό μου, και δεν είμαι άξιος να τύχω ποτέ από σένα καθόλου έλεος. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν τολμούσα να προσέλθω και να γονατίσω μπροστά σου, φιλάνθρωπε βασιλιά, μέχρι που άκουσα την άγια φωνή σου να λέγει·
«δεν επιθυμώ με τη θέλησή μου τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά το να επιστρέψει και να ζήσει»· και πάλι, «χαρά γίνεται στον ουρανό όταν μετανοεί ένας αμαρτωλός».
Όμως, Δέσποτα, φέροντας στη μνήμη μου και την παραβολή που είπες για τον άσωτο Υιό, το πώς δηλαδή, ενώ αυτός ερχόταν και προτού σε πλησιάσει, εσύ ο εύσπλαχνος έτρεξες, έπεσες επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησες, στηρίζοντας το θάρρος μου στο πέλαγος της αγαθότητάς σου, έτρεξα κοντά σου με οδύνη και λύπη και σκυθρωπή καρδιά, όντας πυρωμένος και φοβερά τραυματισμένος και κείμενος φοβερά εξαιτίας των αμαρτιών μου στα έγκατα του άδη.
Όμως από τώρα και στο εξής σου δίνω το λόγο μου, Κύριε, ότι όσο προστάζεις ακόμη να βρίσκομαι σ’ αυτή τη ζωή και σ’ αυτό το σώμα, δεν θα σ’ εγκαταλείψω, ούτε θα επιστρέψω πίσω, ούτε επίσης θα πλησιάσω τα μάταια και τα πονηρά.
Εσύ όμως, ο Θεός μου, γνωρίζεις καλά την αδυναμία μου, την ταλαιπωρία, την ολιγοψυχία μου και τις προλήψεις που πρόκειται να με τυραννήσουν και να με στενοχωρήσουν.
Βοήθησέ με, σε ικετεύω γονατιστός μπροστά σου, και μη μ’ εγκαταλείπεις, ούτε να μ’ αφήσεις για πολύ να περιγελώμαι και να περιπαίζομαι από τον εχθρό, εμένα που από τώρα, αγαθέ, είμαι δούλος σου.
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, τ. 19Δ, σ. 416 & 418)