Τα Μνημόσυνα και η Θ. Λειτουργία ωφελούν τους νεκρούς
«Περιοριζόμαστε σ’ ένα τέτοιο γεγονός, που αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος:Σ’ ένα μοναστήρι ήταν ένας μοναχός, ονόματι Ιούστος, που έπασχε από τη νόσο της φιλαργυρίας. Αρρώστησε και απέθανε αμετανόητος. Ο ηγούμενος έδωσε εντολή να κάνουν για την ψυχή του, τριάντα συνεχείς Θ. Λειτουργίες. Όταν τελείωσαν οι Θ. Λειτουργίες, ο νεκρός φανερώθηκε μια νύχτα στον κατά σάρκα αδερφό του, ονόματι Καπιόσο.
- Πως είσαι εκεί που βρίσκεσαι; (τον ρώτησε ο Καπιόσος)
- Μέχρι τώρα ήμουν πολύ άσχημα. Τώρα όμως είμαι καλά.
Ο Καπιόσος πήγε στο μοναστήρι. Ανήγγειλε στους μοναχούς το όραμα που είδε. Μέτρησαν μια μια τις ημέρες και βρήκαν, πως την ημέρα που εμφανίσθηκε ο νεκρός, συμπληρώθηκαν οι τριάντα Θ. Λειτουργίες». (Ευεργετινός. Τομ. Β’, σελ. 109).
Οι ψυχές & η συγχώρεση μεταξύ μας
«Ένας μοναχός έφτιαξε αντικλείδι και με αυτό άνοιγε το κελί ενός Γέροντα και του έπαιρνε τα λίγα χρήματα που είχε. Το είδε ο γέροντας και έγραψε ένα σημείωμα, που έλεγε: «κύριε, αδελφέ μου, όποιος και αν είσαι, σε παρακαλώ, δείξε αγάπη και άφησε τα μισά χρήματα για τις ανάγκες μου». Χώρισε λοιπόν τα χρήματα σε δύο ίσα μέρη, κι έβαλε και το σημείωμα. Όμως, και πάλι ο κλέφτης πήρε όλα τα χρήματα, σκίζοντας το σημείωμα.
Μετά δύο χρόνια έρχεται στα πρόθυρα του θανάτου ο κλέφτης μοναχός, μα παιδευότανε και η ψυχή του δεν έβγαινε. Τότε κάλεσε τον Γέροντα και τού λέει:
- Συγχώρεσέ με και προσευχήσου για μένα, Γέροντα. Εγώ ήμουν που σου έκλεβα τα χρήματα. Και του λέει ο Γέροντας.
- Μα, γιατί ευλογημένε δεν το ‘λεγες νωρίτερα; Ωστόσο, προσευχήθηκε ο Γέροντας, κι έτσι ο μοναχός παρέδωσε το πνεύμα του» (Έρως Ερήμου, Μικρό Γεροντικό Δ Π.Β. Πάσχου, εκδ. Ακρίτας σελ. 64)
«Σε περιοχή της Ναυπακτίας Αιτωλ/νίας, ένα ανδρόγυνο, ο Κωνσταντίνος και η Παρασκευή, δεν ζούσε ειρηνικά. Η σύζυγος Παρασκευή απέθανε, χωρίς να συγχωρηθεί με το σύζυγο της. Οπότε φανερώνεται στο σύζυγο της και του λέει: « Δεν συγχωρηθήκαμε. Πήγαινε στον τάφο μου, και πες τρεις φορές: «Παρασκευή, σε συγχωρώ!» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, ο.π. σελ 136)
«Η κ. Χ. διηγήθηκε κάτι που συνέβη σε συγγενικό της περιβάλλον. Μια γυναίκα-θεία κατηγορούσε συνεχώς και με πάθος τις ανιψιές τις. Έτσι, μια απ’ αυτές, πάνω στην αγανάχτηση της, ξεστόμισε εις βάρος της θείας της κατάρα. «Να μην ξεψυχήσει (είπε), αν δεν την ποτίσω η ίδια νερό με τη χούφτα μου». Η θεία της έφτασε στη δύση του επίγειου βίου τη. Επί δεκαπέντε (!) ημέρες «χαροπάλευε», αλλά δεν ξεψυχούσε. Η ανιψιά (που είπε την κατάρα) κατάλαβε τι έφταιγε. Συγχώρεσε εκ βάθους την ετοιμοθάνατη, της έδωσε νερό με τη χούφτα της, και ευθύς ξεψύχησε εν ειρήνη!» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 51)
Πρόγνωση θανάτου προειδοποιήσεις & σημάδια
«Στην Καλαμάτα ένα ανδρόγυνο είχε ένα μικρό παιδί. Μαζί τους ζούσε και ο πατέρας τους. Πέθανε ο πατέρας τους. Οι γονείς έκρυψαν το παιδί τους, για να μην δει τον παππού νεκρό. Εγινε η κηδεία. Και ετάφη ο νεκρός. Το παιδί όμως αναζήτησε τον παππού. Και οι γονείς του για να το καθησυχάσουν, τού είπαν: «Πάει ταξίδι μακριά στην Αθήνα. Θα γυρίσει μετά από ένα εξάμηνο». Ο μικρός ησύχασε προς το παρόν. Αλλά ξαναρωτά: «Πού είναι ο παππούς;» Και έλαβε πάλι την ίδια απάντηση.
Το παιδί αρρώστησε. Και μάλιστα σοβαρά. Μεταφέρθηκε επειγόντως στο νοσοκομείο. Η κατάστασή του κρίσιμη. Και θυμάται τον… παππού! Ξαναρωτά για αυτόν. Και οι γονείς του απαντάνε: «Θα του γράψουμε να έρθει επειγόντως!» Αλλά έλαβαν την απάντηση έκπληξη: «Μην του γράφετε! Θα πάω εγώ να τον βρω!» Τάχασαν οι γονείς! Σαστισμένοι, τον ρωτάνε: «Πότε θα πας;». Και απάντησε ο μικρός: «Σήμερα έχουμε Δευτέρα. Και συνεχίζει: Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σαββάτο, Κυριακή ώρα 1.10 μ.μ. θα πάω να βρω τον παππού!» Πράγματι. Κυριακή ώρα 1.10 μ.μ. ξεψύχησε!... (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Το μεγάλο Σόκ! Σελ. 36-37))
«Στην κυρία Ο. από του Γκούτσε.
Προειδοποιήσεις για τον θάνατο κάποιου προσώπου αναμφισβήτητα υπάρχουν. Και μάλιστα είναι τόσο συχνές και πολυάριθμες που θα μπορούσαμε να τις εκλάβουμε ως κανόνα. Οπωσδήποτε θα έχετε ακούσει για το ότι ραγίζουν τα ποτήρια ή τα τζάμια του παράθυρου ή ότι η φωτογραφία κάποιου νεκρού συγγενή πέφτει σε άλλο σημείο. Και το δικό σας όνειρο για το θάνατο κάποιου πολύ σημαντικού προσώπου είναι ξεκάθαρη προειδοποίηση. Ανάψτε κερί και μοιράστε ελεημοσύνη για την ψυχή του». (αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,Δεν φτάνει μόνο η πίστη, σελ. 304)
Οι νεκροί νοιάζονται για τις ανάγκες μας…
«Έλεγε ο αββάς Σισώης: «όταν ήμουν σε σκήτη με το Μακάριο, ανεβήκαμε να θερίσουμε μαζί εφτά ονόματα, και να μια χήρα σταχομαζώχτρα πίσω μας έκλαιε ασταμάτητα. Φώναξε , ο γέρων τον κάτοχο του χωραφιού και του είπε: Τι έχει αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα και όλο κλαίει; Του απαντά: Στον άνδρα της είχε εμπιστευτεί κάποιος ένα ποσό, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε πού το είχε κρύψει. Θέλει, λοιπόν, τώρα ο κύριος του ποσού να πάρει αυτήν και τα παιδιά της και να τους κάμη δούλους του».
Του λέγει ο Γέρων: «Πες της να έλθει σε εμάς, εκεί όπου αναπαυόμαστε από το λιοπύρι. Και σαν ήλθε η γυναίκα, τής είπε ο γέρων: Γιατί κλαίς έτσι ασταμάτητα! Και απαντά: Στον άνδρα μου εμπιστεύτηκε κάποιος ένα ποσό. Αλλά πέθανε και δεν πρόλαβε να μου πει πού το είχε βάλει. Και τής λέγει ο γέρων: Πάμε να μου δείξεις πού τον έθαψες. Και παίρνοντας τους αδελφούς κοντά του, βγήκε μαζί με εκείνην. Σαν ήλθαν δε στον τάφο, τής είπε ο γέρων: Πήγαινε στο σπίτι σου.
Και αφού προσευχήθηκαν φώναξε ο γέρων το νεκρό και τού λέει: Πού έβαλες το ποσό που σού εμπιστεύθηκαν; «Και εκείνος αποκρίνεται και του λέει: Στο σπίτι μου είναι κρυμμένο, κάτω από το πόδι του κρεββατιού. Και του λέει ο γέρων: Κοιμήσου πάλι έως την ημέρα της αναστάσεως»
(Είπε Γέρων, Το Γεροντικόν, σελ. 150-151)
«Έλεγαν πάλι ότι μια ανύπανδρη κόρη, ευλαβική και αυτή όπως ο πατέρας της, ονόματι Ειρήνη. Σ’ αυτήν, κάποιος γνωστός εμπιστεύτηκε ένα πολύτιμο κόσμημα. Και εκείνη, για να το ασφαλίσει καλύτερα, το έκρυψε στη γη. Ύστερα δε από λίγο, έφυγε από αυτήν εδώ τη ζωή. Ήλθε δε μετά από καιρό εκείνος που της είχε εμπιστευθεί το κόσμημα. Και μη βρίσκοντας τη κόρη, απευθύνθηκε στον πατέρα της, τον Αββά Σπυρίδωνα. Του μιλούσε δε πότε με το κακό και πότε με το καλό.
Λυπημένος λοιπόν ο γέρων για τη ζημία του ανθρώπου εκείνου, πήγε στο μνήμα της θυγατέρας του και παρακαλούσε το Θεό να του δείξει πριν της ώρας της την υποσχεμένη ανάσταση. Και πραγματικά, η ελπίδα του δε διαψεύσθηκε. Γιατί, πάλι ζωντανή η κόρη παρουσιάζεται στον πατέρα της. Και αφού φανέρωσε τον τόπο, όπου ήταν κρυμμένο το κόσμημα, πάλι χάθηκε. Και παίρνοντας ο γέρων το κόσμημα, το έδωσε στον κάτοχο του».
(Είπε Γέρων, Γεροντικό, σελ. 262)
«Η κ. Κων. Κ., κάτοικος Πατρών, τον Ιούνιο του 1997 μού διηγήθηκε: Όταν ήταν μικρή, έμεινε ορφανή από πατέρα. Μεγάλωσε, παντρεύτηκε. Δημιούργησε μια φτωχή οικογένεια. Μια Παρασκευή ημέρα τής εμφανίζεται ο νεκρός πατέρας της και τής λέει: «Την Δευτέρα γίνεται κλήρωση του λαχείου. Πάρε ένα λαχείο με τον αριθμό αυτό:…».
Ξύπνησε. Δεν έδωσε σημασία. Όνειρο ήταν, είπε. Την Δευτέρα διαπίστωσε μετ’ εκπλήξεως πως ο τυχερός αριθμός (που κέρδισε τα εκατομμύρια…) ήταν ο αριθμός που υπέδειξε ο νεκρός πατέρας της» (αρχ. Βασιλείου Μπακογιάννη, Μετά θάνατον σελ. 108-109)
«Ο Αλέξιος Χομιάκοβ, ξαφνικά έχασε τη σύζυγο του, με την οποία ζούσε σε ευτυχέστατο γάμο. Παρόλο που ήταν δυνατός στην πίστη ο Χομιάκοβ έπεσε σε απελπισία εξαιτίας τούτου του χωρισμού. Όμως κάποια νύχτα εμφανίστηκε στον ύπνο του η συγχωρεμένη και του είπε :
«Μην απελπίζεσαι!».
Αυτό ενθάρρυνε πλήρως τον Χομιάκοβ, ώστε συνέχισε και άλλο να μάχεται για την πίστη του Χριστού με την ίδια σφοδρότητα όπως και πριν. Άραγε, δεν είναι κι αυτή επιρροή εκείνου του κόσμου σ’ αυτόν εδώ, από τον Χριστό και μέσω του Χριστού; Και που βρίσκεται το τέλος στον ανεξάντλητο πλούτο τέτοιων παραδειγμάτων, από τα οποία δεν γίνεται να μην βρείτε κι εσείς τουλάχιστον ένα στην δική σας ζωή;»
(αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,Δεν φτάνει μόνο η πίστη σελ. 53)
Γράφει ο Γρηγόριος για τον φίλο του Βασίλειο…
«…Και τώρα εκείνος (ο Μέγας Βασίλειος) είναι εις τον ουρανόν και εκεί προσφέρει τας θυσίας του δι ημάς, καθώς νομίζω, και προσεύχεται δια τον λαόν· εγκαταλείποντας μας δεν μας έχει εγκαταλείψει ολότελα. Και ο Γρηγόριος μισοπεθαμένος και εις τα μισά κομμένος, απεσπασμένος από την μεγάλη συζυγία και σέρνων βίον πονεμένον και όχι καλοτάξιδον, αυτός είναι ο φυσικός δρόμος μακράν από εκείνον, δεν γνωρίζω που θα καταλήξω, έπειτα από την παιδαγωγία εκείνου.
Και τώρα ακόμα με νουθετεί και με σωφρονίζει με εμφανίσεις του κατά την νύκτα, εάν κάποτε πέσω έξω από το πρέπον».
(Γρηγορίου Θεολόγου,Εις Μέγαν Βασίλειον, εκδ. ΕΠΕ τομ. 6 σελ. 267)
«Η Παναγία θαυματουργεί σε προσκυνητές…
Τον φετινό Δεκαπενταύγουστο επισκέφθηκα για προσκύνημα την ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί ο ευλαβής προσκυνητής κ. Στέργιος Κισκίνης, κάτοικος Σταγείρων Χαλκιδικής, μας διηγήθηκε το ακόλουθο περιστατικό:
«Πριν από εφτά ολόκληρα χρόνια βρισκόμουνα σε ολονύκτια αγρυπνία της μονής και προσευχόμενος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, που λένε «Πορταΐτισσα» , κάθισα για λίγο στο στασίδι απέναντι από την εικόνα. Εκεί από την κούραση μου ήρθε ένας πολύ ελαφρός ύπνος, τόσο που δεν καταλάβαινα αν κοιμόμουν ή αν ήμουν ξύπνιος. Στην κατάσταση αυτή βρισκόμενος, βλέπω μπροστά μου τη γυναίκα μου Χρυσάνθη, η οποία είχε πεθάνει πριν από 15 και πλέον χρόνια, και μου λέει: « Στέργιο, σήκω και φύγε αμέσως, γιατί το παιδί μας ο Άγγελος χτύπησε σε δυστύχημα».
Εγώ τότε είπα στη γυναίκα μου: «Πώς να φύγω Χρυσάνθη από δω»; Εκείνη μου είπε: «Έλα να πάμε. Έχω το άλογο μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας». Την ακολούθησα και καβαλήσαμε στο άλογο. Κάθισε εκείνη στη σέλα, πήρε τα γκέμια και οδηγούσε, και εγώ κάθισα στα καπούλια του αλόγου. Έτσι φτάσαμε στο σπίτι της πεθεράς μου, στη Θεσσαλονίκη.
Μέσα στη κουζίνα βρήκαμε τη μάνα της και η γυναίκα μου τη ρώτησε που έχουν τον Άγγελο. Εκείνη απάντησε πως δεν γνώριζε. Φύγαμε από εκεί και πήγαμε στο σπίτι του πατέρα μου Δημήτριου Κισκίνη. Η γυναίκα μου ρώτησε την πεθερά της: «Μητέρα ο Άγγελος είναι στο σπίτι;» Εκείνη απάντησε αρνητικά. Τότε γυρίσαμε πάλι στο μοναστήρι, όπου ξύπνησα πολύ ταραγμένος από την ολοζώντανη οπτασία αυτή.
Αμέσως έτρεξα στον Πνευματικό παπά-Μάξιμο και, αφού του είπα όσα είδα στο όραμα μου, τον ρώτησα τι να κάνω στην προκειμένη περίπτωση. Εκείνος μου είπε να κάνω όπως με φωτίσει ο Θεός.
Η μέρα είχε φέξει, η Θεία Λειτουργία, μόλις άρχιζε. Βγήκα αναστατωμένος έξω από το μοναστήρι, δεν με χωρούσε ο τόπος. Βλέπω κάτω στην παραλία ένα καΐκι, τρέχω στη θάλασσα. Ήταν ναυλωμένο για την Ιερισσό· εκεί βρήκα ταξί και το μεσημέρι σχεδόν είχα φτάσει στην Θεσσαλονίκη. Πήγα στο σπίτι της πεθεράς μου (Πλάτωνος 27) και τη ρώτησα που βρίσκεται ο Άγγελος και πως χτύπησε.
Η πεθερά μου ξαφνιάστηκε, επειδή ήξερε πως ήμουν στο Άγιο Όρος και με ρώτησε: «Πως το ξέρεις εσύ; Πότε ήρθες; Ποιος σε ειδοποίησε; Ο Άγγελος τώρα το πρωί χτύπησε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα». Της απάντησα ότι ήρθε η κόρη της η Χρυσάνθη και μου το είπε και τη ρώτησα που ήταν το παιδί. Εκείνη δεν ήξερε λεπτομέρειες. Μόνο μου είπε πως είναι στο Δημοτικό Νοσοκομείο βαριά τραυματισμένος.
Φεύγω αμέσως, πηγαίνω στο Νοσοκομείο και βρίσκω εκεί το παιδί μου να το έχουνε βάλει στο γύψο, όπου έμεινε έξι μήνες και στη συνέχεια για ένα χρόνο φορούσε σιδερένιο νάρθηκα, γιατί είχε θλάση του σπονδυλικού αυχένος.
Ότι γλύτωσε το τρίτο αυτό παιδί μου από βέβαιο θάνατο, το θεώρησα θαύμα της Παναγίας της «Πορταΐτισσας» στην οποία προσευχόμουν κείνη την ολονυκτία. Γι’ αυτό γύρισα αμέσως στο Μοναστήρι των Ιβήρων, παρακάλεσα τους πατέρες και κάναμε σαρανταλείτουργο και ευχαρίστησα έτσι την κυρία Θεοτόκο, με την πρεσβεία και την επέμβαση της οποίας σώθηκε το παιδί μου.
(το Γεροντικό από το περιβόλι της Παναγιάς, π. Ανδρέου Θεοφιλόπουλου σελ. 347-350)