Από άνθρωπος, απάνθρωπος, θηρίο, διάβολος…
«Όλα είναι υπέροχα, όταν βγαίνουν από τα χέρια του Θεού, και όλα εκφυλίζονται στα χέρια του ανθρώπου» (Ζαν Ζακ Ρουσώ)
«Ο κόσμος είναι κτηνωδία, για αυτούς που σκέφτονται, και τραγωδία, για αυτούς που αισθάνονται» (Οράτιος Γουώλπολ)
«Από το «homo homini res sacra» (ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο πράγμα ιερό) του Σενέκα στο «homo homini lupus» (ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος)».
«Ο άνθρωπος είναι κατά βάση άγριο, απαίσιο θηρίο. Εμείς τον ξέρουμε μόνο στην κατάσταση του δαμασμού και της εξημέρωσης που ονομάζεται πολιτισμός. Για τούτο μας τρομάζουν τα ξεσπάσματα της φύσης του όταν τύχει να εκδηλωθούν. Οποτε όμως και όπου οι φραγμοί και οι αλυσίδες της έννομης τάξης πέφτουν και επικρατεί αναρχία, γίνεται αμέσως φανερό τι είναι ο άνθρωπος…» (Σοπενάουερ, εκδόσεις Στιγμή σελ. 30)
«Ο Φον Σίραχ, που καταδικάστηκε στη Νυρεμβέργη σε είκοσι χρόνια κάθειρξη, είπε για το Χίτλερ, που όπως είναι γνωστό, εφάρμοσε στην πράξη το Νιτσεϊσμό:
«Ως το 1933 ήταν άνθρωπος,
από το 1933-39 ήταν υπεράνθρωπος
κι από το 1940 ήταν απάνθρωπος». (Με Θεό ή δίχως Θεό, Μιχαήλ Μιχαηλιδη σελ. 100)
«Έλα και γίνε σωστός άνθρωπος, για να μη διαψευσθεί με σένα η ονομασία της φύσεως. Άραγε καταλάβατε καλά αυτό που σας είπα; Είναι, λέγει, άνθρωπος, πολλές φορές όμως άνθρωπος στο όνομα και όχι άνθρωπος στο εσωτερικό φρόνημα.
Γιατί, όταν σε δω να ζεις παράλογα, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι βόδι; Όταν σε δω να αρπάζεις, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι λύκο; Όταν σε δω να πορνεύεις, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι γουρούνι; Όταν σε δω δόλιο, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι φίδι; Όταν σε δω να βγάζεις δηλητήριο από το στόμα σου, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι κόμπρα; Όταν σε δω ανόητο, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι όνο; Όταν σε δω να μοιχεύεις, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι άλογο παθιασμένο από επιθυμία για το θηλυκό; Όταν σε δω απείθαρχο και ασύνετο, πώς θα σε ονομάσω άνθρωπο και όχι πέτρα;
Ο Θεός σου χάρισε ευγένεια, γιατί προδίδεις την αρετή της φύσεώς σου; Η Αγ. Γραφή λέγει: «Ας δημιουργήσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα και με τη δυνατότητα να μας μοιάσει». Κατανόησε άνθρωπε, σύμφωνα με την εικόνα ποιού δημιουργήθηκες και μην καταντήσεις στην αθλιότητα των αλόγων ζώων». (Παιδαγωγική Ανθρωπολογία Ιωάννου Χρυσοστόμου, Χαρώνη Β, κειμενο Νο. 844)
«Δεν ονόμασε ματαίως ο Χριστός τον βασιλέα Ηρώδη αλώπεκα (αλεπού). Γενικά ο χαρακτήρας του Ηρώδη ήταν χαρακτήρας αλεπούς. Εκείνος ήταν ύπουλος όπως η αλεπού, περίφοβος όπως η αλεπού και σκληρός επί των αδυνάτων όπως η αλεπού.
Ο χαρακτήρας πολλών κακών ανθρώπων, τους οποίους αποθανάτισε η ιστορία, εκφράζεται σαφώς δια του χαρακτήρα είτε ενός άγριου ζώου είτε δι’ ενός φοβερού φυσικού φαινομένου – της θύελλας, του χαλαζιού, του λοιμού. Ο χαρακτήρας, αντιθέτως, πολλών αγαθών ανθρώπων τους οποίους αποθανάτισε η ιστορία, εκφράζεται σαφώς δια του χαρακτήρα είτε ενός ηπίου ζώου, είτε δι’ ενός καρποφόρου φυτού, είτε δι’ ενός ευχάριστου και ευεργετικού φαινομένου. «Ιδού εγώ αποστέλλω υμάς ως πρόβατα εν μέσω λύκων, γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί» (Ματθ. 10, 16)
Η ιστορία σημειώνει μόνον τους επώνυμους εκπροσώπους του καλού και του κακού. Αλλά και όλοι οι άνθρωποι, οι ακολουθήσαντες αυτούς τους επώνυμους εκπροσώπους του καλού και του κακού και οι οποίοι από τους ιστορικούς ωνομάσθησαν αγέλη ή μάζα του λαού – όλοι αυτοί έχουν έκαστος τον χαρακτήρα του». (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Στοχασμοί περί του καλού και του κακού, εκδ. Μεταμορφώσεως Μήλεσι, σελ. 235)
«Ο άνθρωπος είναι μια ύπαρξη με τις πλέον μεγάλες διαστάσεις: εκτείνεται από το διάβολο μέχρι το Θεό, και δύναται να γίνει και Θεός κατά χάρη, και διάβολος κατά την ελεύθερη βούληση του. Μέσα σε κάθε αμαρτία υπάρχει και ολίγον τι του διαβόλου. Δια της φιλαμαρτίας και της εκούσιας και επιμόνου παραμονής εις την αμαρτία, ο άνθρωπος βαθμιαίως διαβολοποιείται, μεταβάλλεται βαθμιαίως εις διαβολάνθρωπο και δημιουργεί θεληματικώς την κόλαση δια τον εαυτό του. Διότι κάθε αμαρτία είναι μια μικρή κόλαση.
Αντιθέτως, μέσα εις την εκκλησία του Χριστού, γίνεται βαθμηδόν θεάνθρωπος κατά χάριν, και κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά μέσα εις την ψυχή του τον παράδεισο. Διότι κάθε μια αγία ευαγγελική αρετή είναι μικρός παράδεισος δια την ψυχή». (άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Ανθρωπος και Θεάνθρωπος σελ. 96)
Τα σπλάχνα του άσπλαχνου Ιούδα! Πράξεις Αποστόλων
Πραξ. 1,15 Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἀναστὰς Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν εἶπεν· ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσιν· (=Και κατά τας ημέρας αυτάς εσηκώθηκε ο Πετρος στο μέσον των μαθητών και είπε· ήσαν δε εκεί συνηθροισμένοι εκατόν είκοσι περίπου πρόσωπα·)
Πραξ. 1,16 ἄνδρες ἀδελφοί, ἔδει πληρωθῆναι τὴν γραφὴν ταύτην ἣν προεῖπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον διὰ στόματος Δαυΐδ περὶ Ἰούδα τοῦ γενομένου ὁδηγοῦ τοῖς συλλαβοῦσι τὸν Ἰησοῦν, (=“άνδρες αδελφοί, έπρεπε να εκπληρωθή ακριβώς η προφητεία της Γραφής, την οποίαν προείπε το Πνεύμα το Αγιον με το στόμα του Δαυίδ δια τον Ιούδαν, ο οποίος έγινε οδηγός εκείνων, που συνέλαβαν τον Ιησούν).
Πραξ. 1,17 ὅτι κατηριθμημένος ἦν σὺν ἡμῖν καὶ ἔλαχε τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης. (Η προφητεία λέγει, ότι είχε και αυτός συμπεριληφθή στον αριθμόν μας και έλαβεν εκ μέρους του Θεού ως τιμητικήν δωρεάν, ωσάν θείον λαχνόν, μέρος εις την αποστολικήν αυτήν διακονίαν).
Πραξ. 1,18 οὗτος μὲν οὖν ἐκτήσατο χωρίον ἐκ μισθοῦ τῆς ἀδικίας, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος, καὶ ἐξεχύθη πάντα τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ· (Αυτός μεν, λοιπόν, απέκτησε με τα χρήματα της προδοσίας του κάποιο χωράφι. Και όταν εκρεμάσθη, έπεσε πρηνής κάτω στο χώμα, διερράγη στο μέσον του σώματός του και εχύθηκαν έξω όλα τα σπλάγχνα του»).
Καθολική Επιστολή Ιακώβου:
«Ιακ. 2,13 ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος· κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως. (Μη παρασύρεσθε από από την προσωποληψίαν και φαίνεσθε σκληροί και άσπλαγχνοι απέναντι των πτωχών και ασήμων, διότι η κρίσις του Θεού θα είναι χωρίς έλεος, δι' εκείνον, που δεν έδειξε έλεος προς τους αδελφούς του. Το έλεος και η ευσπλαγχνία κατανικά και εξουδετερώνει την καταδίκην»).
«Ρώτησαν τον φιλόσοφο Στίλπωνα, αν υπάρχει κάτι πιο ψυχρό από ένα άγαλμα.
«Ναι», είπε, «ένας αναίσθητος άνθρωπος». (Αρχαία Ελληνικά ανέκδοτα, Σωκράτη Γκίκα σελ. 30)