ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ που ανθούσε ο ασκητισμός στην Αίγυπτο, ζούσε στην Αλεξάνδρεια μια ορφανή κόρη που την έλεγαν Ταϊσία. Όταν πέθαναν οι καλοί γονείς της, της άφησαν κληρονομιά, πρώτα απ’ όλα, την ευσέβεια και την αγάπη τους για τους φτωχούς και ξένους κι ύστερα ένα μεγάλο σπίτι και πολλά χρήματα για να πορεύεται.
Η κόρη, από μεγάλη ευλάβεια προς τους Ερημίτες, έκανε το σπίτι της ξενώνα για χάρη τους. Κι όταν κατέβαιναν στην πόλη να πουλήσουν τα εργόχειρά τους, τους περιποιόταν μ’ όλη της την καρδιά. Με τα χρόνια όμως τα λεφτά της Ταϊσίας ξοδεύονταν κι η ίδια άρχισε να στερείται. Τότε μπήκαν στην μεση κακοί και διεφθαρμένοι άνθρωποι. Εκμεταλλεύτηκαν την δυστυχία της και με την πονηριά τους την παρέσυραν στην διαφθορά. Η ωραία Ταϊσία κατάντησε διάσημη εταίρα.
Όταν εμαθαν το κατρακύλισμα της ορφανής κόρης οι Πατέρες της ερήμου, αποφάσισαν να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να την σώσουν.
- Εκείνη, όταν είχε τα μεσα, μας έδειχνε όλη την συμπάθειά της, έλεγαν μεταξύ τους. Τώρα που κινδυνεύει η ψυχή της, πρέπει να ξεπληρώσουμε κι εμείς το χρέος μας σ’ αυτήν. Ανέθεσαν λοιπόν στον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό την λεπτή και δύσκολη αποστολή. Εκείνος στην αρχή δίστασε. Του φαινόταν ακατόρθωτο το έργο. Τέλος όμως, για να μην γίνει παρήκοος στους Γέροντες, αποφάσισε να κατέβει στην πόλη και να παρουσιαστεί στο σπίτι της αμαρτωλής. Παρακάλεσε την θυρωρό να τον οδηγήσει στην κυρία της.
- Φύγε από δω, παλιοκαλόγερε, του φώναξε εκείνη θυμωμένη. Φάγατε πρώτα την περιουσία της κι ακόμη την ενοχλείτε.
Ο Αββάς δεν απελπίστηκε. Εξακολουθούσε να παρακαλά να δει την Ταϊσία, για κάτι πολύ ωφέλιμο γι’ αυτήν, έλεγε. Μπροστά στην μεγάλη του επιμονή, η γριά υποχώρησε και πήγε να ειδοποιήσει την κυρία της.
- Αυτοί οι καλόγεροι ψαρεύουν συχνά στην Ερυθρά Θάλασσα και βρίσκουν μαργαριτάρια, είπε η Ταϊσία. Φέρε τον επάνω.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της, έφτιαξε τα μαλλιά και τα φορέματά της, έριξε και κάμποσο άρωμα επάνω της και ξάπλωσε στο χαμηλό ντιβάνι, με το ύφος των ξεπεσμένων γυναικών, για να υποδεχτεί τον Ερημίτη.
Ο Αββάς Ιωάννης πέρασε στο δωμάτιο περίλυπος. Στάθηκε απέναντι της. Την κοίταξε αρκετή ώρα αμίλητος με οίκτο. Ύστερα της είπε με σιγανή φωνή:
- Σε τί σου έφταιξε ο Χριστός μας, Ταϊσία, και τον προσβάλλεις τόσο άσπλαχνα;
Σταμάτησε. Δεν μπορούσε να συνεχίσει. Τον έπνιγαν οι λυγμοί. από τα βαθουλωμένα μάτια του έτρεχαν καυτερά δακρυα. Εκείνη ένιωσε συστολή. Άφησε την απρεπή, προκλητική της στάση και στενοχωρημένη τον ρώτησε:
- Γιατί κλαίς, Αββά;
- Πώς να μην κλάψω, κόρη μου, που βλεπω τον σατανά να παίζει στην μορφή σου;
Η κόρη ταράχτηκε. Ρίγος διαπέρασε ολόκληρο το κορμί της.
- Τώρα που ήρθες είναι πολύ αργά, Γέροντα. Δεν έχει μείνει τίποτε όρθιο μεσα μου. Τα κύλισα ολα στην λάσπη, σιγομουρμούρισε συγχυσμένη.
Ήθελε και κάτι άλλο να πει, αλλά σταμάτησε. Ο Γέροντας περίμενε με σταυρωμένα χέρια. Μέσα του προσευχόταν τόσο δυνατά για την σωτηρία της κόρης, που λες και γύρευε να τραντάξει τα ουράνια.
- Υπάρχει τάχα τώρα σωτηρία και για μένα, Αββά; ψιθύρισε μ’ αμφιβολία εκείνη.
- Ω ναι, υπάρχει, κόρη μου, φώναξε με αγωνία ο Γέροντας. Η μετάνοια φέρνει σωτηρία.
Το θαύμα, που τόση ώρα γύρευε με την προσευχή του, έγινε.
Η Ταϊσία έπεσε συντριμμένη στα πόδια του και με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσε:
- Βγάλε με από δω μέσα, Πάτερ. Δείξε μου τον δρόμο της σωτηρίας.
- Ακολούθησέ με.
Χωρίς άλλη κουβέντα η κόρη σηκώθηκε κι ακολούθησε τον Γέροντα. Εκείνος θαύμασε πως δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για το σπιτικό της. Πήραν τον δρόμο για την έρημο. Μα είχαν πολύ ακόμη να βαδίσουν και τους βρήκε η νύχτα. Σταμάτησαν. Ο Αββάς Ιωάννης έκοψε μερικούς θάμνους κι έφτιαξε ένα πρόχειρο κρεββάτι για την κόρη.
- Κοιμήσου ως να ξημερώσει, την συμβούλεψε. Έχουμε να κάμουμε ακόμη πολύ δρόμο.
Εκείνος απομακρύνθηκε κάμποσο. Είπε τις προσευχές του και πλάγιασε στο χώμα να ξαποστάσει, παίρνοντας για προσκεφάλι του μια σκληρή πέτρα. Πήρε λίγο ύπνο και ξύπνησε πάλι τα μεσάνυχτα να συνεχίσει την προσευχή του.
Τότε παρουσιάστηκε μπροστά στα μάτια του ένα θέαμα μεγαλειώδες. Από το σημείο που είχε αφήσει την κόρη να κοιμάται, άρχιζε ένας δρόμος ολοφώτεινος που άγγιζε τον ουρανό. Άγγελοι γοργόφτεροι ανέβαζαν μια ψυχή, ολόλευκη σαν περιστέρι, στον θρόνο του Θεού. Ο Όσιος στάθηκε πολλή ώρα και κοίταζε, συνεπαρμένος από το όραμα. Ύστερα κίνησε να πάει στο μέρος που βρισκόταν η Ταϊσία. Της φώναξε να ξυπνήσει. Δεν άκουσε. Την κίνησε ελαφρά. Δεν αισθανόταν. Είχε πια πεθάνει.
Συγκινημένος βαθιά ο Ερημίτης, γονάτισε πλάι στο άψυχο σώμα και παραδόθηκε σε θερμή προσευχή. Τότε του φάνηκε πώς μια γλυκειά φωνή βεβαίωνε τον σαστισμένο λογισμό του:
- Αρκεί λίγος χρόνος βαθιάς συντριβής, για να βρει η ψυχή τον δρόμο της σωτηρίας.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου
Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 182-184)