371. Έτσι που είναι αχρειωμένη η ανθρώπινη φύσις, το να αγαπάμε τον Θεό και τον πλησίον μας επιτυγχάνεται μόνο με την αυταπάρνησι. Όποιος θέλει να ανταποκριθή ενεργώς στην κορυφαία αυτή εντολή του Ευαγγελίου, πρέπει να υποβληθή αδίστακτα σε μεγάλες στερήσεις για χάρι εκείνων που αγαπά (Αμήν). «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ιω. ιε’ 13). Μεγάλη αγάπη δηλαδή σημαίνει το να είσαι έτοιμος να θυσιάσης και την ίδια σου τη ζωή, για χάρι όσων αγαπάς.
372. Μερικοί προσεύχονται υποκριτικά. Και η υποκριτική προσευχή τους γίνεται συνήθεια. Δεν αντιλαμβάνονται την κατάστασί τους. Αν κανείς τους κατηγορούσε την προσευχή τους ως υποκριτκή, θα αγανακτούσαν μαζί του.
Ο άνθρωπος δεν πέφτει μονομιάς στην υποκρισία, αλλά βαθμιαία. Στην αρχή, ίσως, προσευχόταν με όλη του την καρδιά. Αργότερα όμως, - εφ’ όσον το να προσεύχεσαι με την καρδιά σου είναι δύσκολο έργο και απαιτεί να βιάζης τον εαυτό σου (Ματθ. ια’ 12)- άρχισε να προσεύχεται ολοένα και πιο πολύ τεχνητά, μετα χείλη του μόνο, όχι από τα βάθη της ψυχής. Και, στο τέλος, η προσευχή του κατήντησε εντελώς ψυχρή και μηχανική, χωρίς η δύναμις των φθόγγων της να του πλουτίζη την καρδιά. Δεν είναι λίγοι, αλλοίμονο, που προσεύχονται έτσι. Ο Κύριος λέγει γι’ αυτούς. «ἐγγίζει μοι ὁ λαός οὗτος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καί ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν τιμῶσί με, ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾽ἐμοῦ» (Ματθ. ιε’ 8).
Κάτι ανάλογο ισχύει και με την μετάληψι των ζωοποιών, αθανάτων, φρικτών Μυστηρίων του Χριστού. Στην αρχή κάποιος κοινωνεί με ζώσα πίστι, «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως και ἀγάπης». Αλλά κατόπιν, η καρδιά του ψυχραίνεται και προσέρχεται στη θεία κοινωνία λες και πρόκειται για απλόν άρτο και οίνο και όχι για το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Η σημασία του Μυστηρίου, «το πνεύμα και η ζωή» (Ιω στ’ 63), όπως είπε ο Χριστός, «οὐ εν αυτώ» (Ιω. η’ 37). Ο Σατανάς τον κυρίευσε. Ας μας φυλάξη ο Θεός από τέτοιο κατάντημα! Το ίδιο συμβαίνει και με το Μυστήριο της Ι. Εξομολογήσεως.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 157-159)