«[Η διάκριση του Πνευματικού του οσίου Συμεών στον χειρισμό του πόθου του νέου Συμεών]. Παρουσιάζεται (ο Συμεών) σ’ αυτόν, του γνωστοποιεί τον σκοπό (να γίνει μοναχός), ζητεί να γίνει δεκτός από αυτόν, ν’ αλλάξει από αυτήν την ώρα τον τρόπο ζωής και να συγκαταταγή με τους μοναχούς. Εκείνος δε, όπως ήταν έμπειρος του μοναχικού βίου και των επιθέσεων του πονηρού, δεν συγκατανεύει προς το παρόν, τον αναχαιτίζει από αυτήν την ορμή, διότι ήταν ακόμη νέος και διήνυε μόλις το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του και του συνιστά να αναμείνει τον καιρό τελειοτέρας αναπτύξεως»…
Καθώς λοιπόν είδε αυτήν την θεωρία (όραμα) ο θαυμάσιος Συμεών (ο νέος), άρχισε να πυρπολήται μέσα του ακόμη περισσότερο από το θείο πυρ και επέμενε να παρακαλεί τον πατέρα να τον αποκείρη (να του κάνει κουρά). Εκείνος δε, προβλέποντας ότι ο καιρός είναι ακατάλληλος, αλλά και ότι η νεανική απαλότης είναι αβεβαία για την τραχεία άσκησι, έκρινε ότι δεν έπρεπε να πράξη τούτο τότε. Όταν λοιπόν, αφού πέρασαν έξι έτη από τη φοβερή εκείνη θεωρία (όραμα)… μόλις τον είδε είπε· "τώρα, τέκνο μου, είναι καιρός που πρέπει να αλλάξης το ένδυμα και τον βίο, αν θέλεις". Ο λόγος έγινε αναμμένος άνθραξ στην καρδιά του νέου, ο οποίος είπε· "γιατί δεν το είπες αυτό νωρίτερα προς εμένα το τέκνο σου, πάτερ; Αλλά και τώρα απαρνούμαι τον κόσμο και όλα το εγκόσμια" (τ. 19Α , σελ. 41, 45-47).
«[H διάκριση του Συμεών που διέκρινε αν έπρεπε να κάνει υπακοή στον φυσικό πατέρα του ή όχι τη συγκεκριμένη στιγμή]. Ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζει το ταξίδι του (για μοναχός), επειδή δεν κατόρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του (να γίνει μοναχός), αν και κίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής: "Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ημερών μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακριά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε όποιον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι' αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου". Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, "μου είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήσει η αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο". Αυτά είπε και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ, χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίσει για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι» (τ.19, σελ.51-53).
«Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Επειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, "όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς" και "δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή"), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· "για ποιον λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, «ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;». Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών". Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το «ευλόγησε», πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε ότι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, "αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό". Έτσι με το να μη αρνηθή τη δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (τ. 19Α, σελ. 115-119).
«[H διάκριση του οσίου στο πώς θα αντιμετώπιζε τον Πατριάρχη. Στη συνάντησή τους, του λέει ο Συμεών:] Θέλησε λοιπόν κατά το θείο λόγιο να διδάσκης, ακολουθώντας τους προγενεστέρους αγίους πατέρες, και θα σε δεχθούμε ως ομότροπο των αποστόλων και θα γίνουμε χώμα και στάκτη κάτω από τα αγία πόδια σου, και το να πατούμαστε από σε, όπως έγραψα προηγουμένως, θα το θεωρήσωμε αγιασμό. Όχι μόνο δε αυτό, αλλά θα φυλάξωμε και τις εντολές σου μέχρι θανάτου και συ θα μας υπεραγαπήσης ως δούλους και ευγνώμονες μαθητάς του Χριστού και θα μας υπερεπαινέσης ως λέγοντας καλά. Εάν όμως δεν θέλης να διδάσκης έτσι, ώστε και να πειθαρχούμε, όπως είπαμε, στα προστάγματά σου, αλλά με υποσχέσεις ότι θα φανώ περίδοξος στην ζωή μεταξύ των ανθρώπων και θα γίνω σύνεδρός σου και όλων των αρχιερέων της Εκκλησίας, μας παρακινής ν’ αθετήσωμε τον πατέρα τον άγιο στον Πνευματικό του (όσιο Συμεών τον Ευλαβή), που μας φώτισε και τώρα πρεσβεύει υπέρ ημών και μας προστατεύει πάντοτε στις περιστάσεις του βίου ως φιλοστοργότατος πατήρ, και με αυτόν τον τρόπο φροντίζεις να προσκρούουμε στον Χριστό που είπε, "όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα", τότε κι εμείς δεν θα ειπούμε τίποτε άλλο παρά πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά σε ανθρώπους. Eάν πραγματικά, κάμοντας τούτο, έσπευδα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού. Διότι γνώριζε ότι εγώ από τώρα δεν προτιμώ μοναστήρι ή πλούτο ή δόξα ή κάτι άλλο από όσα επιδιώκουν στη ζωή οι άνθρωποι αντί της εξορίας που μου επιβλήθηκε για την δικαιοσύνη του Θεού. Τίποτε από αυτά, αλλά ούτε θάνατος ούτε ζωή δεν θα με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού μου και αυτού του πνευματικού μου πατρός… Και επειδή χάρι δικαιοσύνης και φυλάξεως της εντολής του ζώντος Θεού εξωρίσθηκα από εκεί (τη μονή), δεν επιστρέφω πάλι από εκεί έως ότου ζω, αλλά θα συναποθάνω μαζί με την εντολή του Χριστού μου, χωρίς να τον αθετήσω, και γνωρίζω καλά ότι δεν θα εκπέσω των θεοπνεύστων μακαρισμών του. Διότι είπε "θα είσθε μακάριοι, όταν σας ονειδίσουν και διώξουν και είπουν εξ αιτίας μου κάθε κακό λόγο εναντίον σας ψευδόμενοι". Καθώς λοιπόν ο πατριάρχης άκουσε αυτά, που δεν τα περίμενε, είπε· "αληθινά είσαι φιλοπατερικός Στουδίτης, κύριε Συμεών, και διαθέτεις την επιμονή εκείνων, που είναι ίσως αξιέπαινη και νόμιμη". Γι’ αυτό και σε λίγο εξέφερε την κρίσι του με τους εξής λόγους· "Εγώ ήλπιζα ότι θα περιέκοπτα κάπως την επιμονή σου στο θέμα αυτό. Επειδή δε είσαι ακόμη ο ίδιος και δεν έχεις καθόλου αλλαγή, αλλά μένεις αμετακίνητος από την προς εκείνον τον πνευματικό σου πατέρα τιμή και πίστι, αυτό βέβαια θεωρείται από εμένα και από όλους αξιέπαινο και νόμιμο. Συ πάντως εδείχθηκες απείθαρχος στα λόγια μας. Στο εξής λοιπόν να είσαι όπου θέλεις, συναναστρεφόμενος δηλαδή τους μαθητάς σου και πράττοντας τα θελήματά σου χωρίς να εμποδίζεσαι από εμάς, να πανηγυριζής και να συνευφραίνεσαι με τους φίλους είτε στα έξω είτε μέσα σ’ αυτήν την πάλι". Αφού είπε αυτά, τους απέλυσε ειρηνικά» (τ. 19Α, σελ. 221-225).
«Επειδή έφαγα πολύ κι’ εβάρυνε το στομάχι μου και παρακοιμήθηκα, κυρίευσε τον νου μου το πάθος και νικήθηκα· από το άλλο μέρος πάλι, επειδή εγκρατεύθηκα σε υπερβολικό βαθμό, κατέστησα τον νου μου σκοτεινό και δυσκίνητο και έτσι περιέπεσα στο ίδιο πάθος. Μερικές φορές μάλιστα συμβαίνουν αυτά στους αγωνιζομένους και από την κράση του αέρος, δεν ξεύρω πώς να το πω, και από την αχλυώδη παχύτητα του νοτίου ανέμου» (τ. 19Α, σ. 437).
«Πράγματι είναι κακό το να κρυφακούει ή να παρατηρεί κανείς κρυφά τι συζητά ή διαπράττει ο πλησίον, αλλά μόνο όταν αυτό γίνεται με σκοπό να κατηγορήσει ή εξευτελίσει ή κακολογήσει ή διασύρει σε κατάλληλη ευκαιρία όσα είδε ή άκουσε. Εάν όμως αυτό το κάμνει για να διορθώσει τα σφάλματα του πλησίον με συμπάθεια και σοφία και φρόνηση και να προσευχηθεί γι’ αυτόν με όλη την καρδιά του και με δάκρυα, τότε το έργο αυτό δεν είναι πονηρό. Διότι εγώ είδα άνθρωπο να χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους και πολλές μεθόδους, για να μην του ξεφύγει τίποτε απαρατήρητο από όσα λέγονταν ή γίνονταν από τους συνανθρώπους του. Δεν το έκαμνε αυτό για να τους βλάψει, μη γένοιτο, αλλά για να τους απομακρύνει από τις αντίθετες πράξεις και τους λογισμούς, άλλον με τον λόγο, άλλον με δώρα, και άλλον με κάποια άλλη δικαιολογία» (τ. 19Δ, σ. 21).
«Εκείνος που ανέχεται με μακροθυμία εκείνον που βλασφημεί προς το Θεό, αμαρτάνει μαζί με τον βλάσφημο σαν να συνευχαριστιέται και να συναποδέχεται αυτόν με τη νομιζόμενη μακροθυμία» (τ.19Δ, σ.349).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)