«Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Επειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, "όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς" και "δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή"), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· "για ποιον λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, "ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;". Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών". Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το «ευλόγησε», πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε ότι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, "αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό". Έτσι με το να μη αρνηθή τη δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (τ. 19Α, σελ. 115-119).
«Κατά την περίοδο των πανσέπτων νηστειών της αγίας Τεσσαρακοστής, ο αναφερθείς γνήσιος μαθητής του αγίου, Νικήτας Στηθάτος επιδιδόμενος κατά την συνήθειά του στους ιερούς αγώνες, κατ’ οικονομία της χάριτος σε στιγμή συστολής (της χάρης) προσβάλλεται από πνεύμα πορνείας. Επειδή όμως ο άνθρωπος ήταν εξαιρετικά συνετός και ακολουθούσε βίο αγωνιστικό με ασιτία και κάθε κακοπάθεια ήταν έκπληκτος και απορούσε από μέσα του. Έτσι, αναζητώντας από που και από ποια αίτια του διείσδυσαν μέσα του οι ρυπαροί και ακάθαρτοι λογισμοί τέτοιον καιρό, κατά τον οποίο είχε το σώμα του ξηραμένο από τους αγώνες της νηστείας και σχεδόν απονεκρωμένο από την άκρα ασιτία και αγρυπνία, μη ευρίσκοντας, χτυπιόταν δυνατά από την λύπη και την αθυμία, αφού δεν μπορούσε να πράξη τίποτε για θεραπεία του πάθους. Συνεχόμενος λοιπόν από λύπη επιδίδεται σε θερμή δέησι προς τον Θεό και τον άγιο. Μία λοιπόν ημέρα, ενώ έτσι παρακαλούσε κι εδεόταν στον Θεό και τον άγιο, αφού μετέλαβε εκείνης της πενιχράς τραπέζης και λιτής τροφής, ανακλίνεται με λύπη στο ασκητικό του σπήλαιο, διότι κατοικούσε ακόμη σε υπόγειο και θολωτό μέρος. Μόλις του φάνηκε ότι θα κοιμόταν, πριν ακόμη κλείση τους οφθαλμούς, όπως ήταν ξαπλωμένος ξυπνητός, βλέπει σε όραμα τον άγιο να έρχεται φανερά και να κάθεται κοντά στην κλίνη του, έπειτα να εγγίζη το ιμάτιό του και να τον καλή με το όνομά του. Λέγει δε "δεν γνωρίζεις, τέκνο μου, από που και για ποια αιτία σού διείσδυσαν αυτοί οι εμπαθείς λογισμοί;". Αυτός δε, μόλις είδε ξαφνικά και άκουσε τον άγιο, συμμαζεύτηκε στον εαυτό του με φόβο και αποκρίθηκε· "άγιε του Θεού, ενώ ενήργησα κάθε έρευνα γι’ αυτό, δεν μπόρεσα να εύρω την αιτία αυτής της ενοχλήσεως". Και ο άγιος· "αλλ’ εγώ ήλθα τώρα να σου την φανερώσω, πρόσεχε λοιπόν στα λόγια μου· γνώριζε, τέκνο, ότι βεβαίως αυτή προέρχεται από την υπερηφάνεια και οίησι (φούσκωμα, έπαρση) του λογιστικού μέρους της ψυχής σου· ταπείνωσε το φρόνημά σου, σύγκρινε τον εαυτό σου και τα ιδικά σου προς τις εντολές του Χριστού, και γρήγορα θα σου φύγει". Αφού είπε αυτά, ευθύς κρύφτηκε από την όρασι εκείνου. Αυτός δε ήλθε στον εαυτό του και σηκώθηκε γρήγορα από το σπήλαιο, έτρεξε πίσω από τον άγιο και ρωτούσε τον υπηρέτη· "είδες τον άγιο Συμεών να εξέρχεται από εδώ;". Τότε, αφού εξερεύνησε με ακρίβεια το λογιστικό του, ευρήκε σαφώς, όπως του είπε ο άγιος, την αιτία λόγω της οποίας ενέσκηψε στην ψυχή του το πάθος παρά προσδοκία και τέτοιον καιρό. Ταπεινώνοντας γι’ αυτό το φρόνημά του και συγκρίνοντας τα δήθεν κατορθώματά του μ’ ένα από τα παθήματα του Χριστού, τον εμπτυσμό, απαλλάχθηκε ευθύς από την ενόχλησι των λογισμών και του πάθους και τον κατέλαβε παρηγοριά του αγίου Πνεύματος δια δακρύων και κατανύξεως. Ευχαρίστησε γι’ αυτό μεγάλως τον θεολόγο πατέρα και ανέπτυξε ακόμη περισσότερο την αφοσίωσι και αγάπη του προς αυτόν» (τ. 19Α, σελ. 319-321).
«Να μετανοούμε κάθε ώρα, θα λέγαμε, για όσα σαν άνθρωποι πλημμελούμε, όχι μόνο δια της σαρκός αλλά και δια μέσου του νοός και των αφανών λογισμών της ψυχής» (19Α,87)
«Να καταπολεμήσει μεν τα πάθη του μπορεί ο άνθρωπος, να τα εκριζώσει όμως δεν μπορεί καθόλου· και να μη διαπράξη μεν το πονηρό έχει εξουσία, να μη το σκεφθή όμως δεν έχει ακόμη. Ευσέβεια όμως είναι όχι μόνο να πράττη το αγαθό, αλλά και να μη συλλογίζεται τα πονηρά· όποιος συλλογίζεται λοιπόν πονηρά δεν μπορεί ν’ αποκτήση καθαρή καρδιά· πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού από αυτό μολύνεται σαν καθρέπτης από πηλό; Ως καθαρή καρδιά εκλαμβάνω τούτο, όχι μόνο το να μη ενοχλήται κανείς από κάποιο πάθος, αλλά και το να μη σκέπτεται κάτι πονηρό ή βιοτικό, οποτεδήποτε θέλη, να έχη δε μέσα του μόνο την μνήμη του Θεού σε ακράτητο έρωτα· διότι στο καθαρό φως ο οφθαλμός βλέπει καθαρά τον Θεό, αφού δεν μεσολαβεί τίποτε άλλο στην θέα» (τ. 19Α, σ. 493).
«Πρέπει όλους τους λογισμούς που μας έρχονται να τους εξετάζομε με προσοχή και να τους αντιπαραβάλλουμε με τις μαρτυρίες από τις θεόπνευστες Γραφές και από την διδασκαλία των πνευματικών και άγιων πατέρων, και εάν τους ευρίσκομε να συμφωνούν με αυτές και να είναι ισοδύναμοι, να τους κρατάμε με κάθε δύναμη και να φιλοδοξούμε να τους κάνουμε έργο. Εάν όμως τους ευρίσκομε να μη συμφωνούν με το λόγο της αληθείας, να τους διώχνομε από μέσα μας με πολλή οργή, σύμφωνα με αυτό που έχει γραφεί "να οργίζεσθε και να μη αμαρτάνετε". Διότι, σαν μόλυσμα και κεντρί του θανάτου, έτσι πρέπει ν’ αποφεύγομε την προσβολή που γίνεται μέσα μας από τους εμπαθείς λογισμούς» (τ. 19Γ, σελ. 357-359).
«Τους λογισμούς που σπείρονται σε σας από τους δαίμονες, οδηγούμενοι από την πίστη να τους εξομολογείσθε σ’ αυτόν (τον Πνευματικό), επειδή κατά το λόγιο, τραύματα που φανερώνονται δεν θα χειροτερεύσουν. Όπως δηλαδή τα φίδια, έως ότου κρύπτονται μέσα στις φωλιές τους, ζουν και γεννούν πολλά φιδάκια, όταν δε εξέλθουν από τις φωλιές τους έρποντας φανερά αυτά τα ίδια φανερώνονται στους ανθρώπους και φονεύονται από αυτούς, κατά τον ίδιο τρόπο και οι πονηροί λογισμοί, στηλιτευόμενοι από ημάς και φανερούμενοι στους πατέρες μας, φονεύονται με την μάχαιρα του θείου λόγου και δεν γεννούν μέσα μας τα σπέρματα, δια των οποίων η πράξη κατευθύνεται προς τα φαύλα». «Εάν δε εξ’ αιτίας της ραθυμίας μας οι φαύλοι λογισμοί επιτύχουν και νυσταγμένοι πράξουμε κάποια ανθρώπινη αδυναμία, παρακαλώ ούτε τότε να καθυστερήσουμε· ας τρέξουμε γρήγορα να προσπέσουμε στα πόδια του οσίου πατρός μας, να κατηγορήσουμε χωρίς ντροπή το κακό με δάκρυα και, δεχόμενοι με θερμή μετάνοια στυπτικά ή καυτηριαστικά φάρμακα από αυτόν, να εύρουμε γρήγορα την θεραπεία» (19Α,145-147)
«Να έχουμε καθαρή την καρδιά με την επιμέλεια των τρόπων και τη συνεχή εξομολόγηση των κρυπτών λογισμών της ψυχής. Διότι η εξομολόγηση των λογισμών αυτών που γίνεται από εμάς συνεχώς και κάθε ημέρα, και που κινείται από μεταμέλεια της καρδιάς, προκαλεί σ’ εμάς μετάνοια για όσα πράχθηκαν ή και μελετήθηκαν» (19Δ,59)
«Αλλά έστω αν λογισμό μικρό δεχτείς μες στην καρδιά σου, ή αντιπάθεια δίκαιη είτε άδικη για κάποιον, ή πεις λόγο έναν πονηρό ή άνομη κάνεις σκέψη, εάν με κλάματα θερμά πικρά δε μετανιώσεις κι αυτά με τη μετάνοιά σου από σένα δεν τα διώξεις, αλλά και κάθε λογισμό πονηρό της καρδιάς σου, δεν παραμένει αυτό ποτέ· γιατί ’ναι Πνεύμα θείο μ’ εμέ και τον Πατέρα μου σαν ομοούσιό μου, μα ξάφνου φεύγει μυστικά, ήλιος που βασιλεύει, κρύφτηκε σε ριπή οφθαλμού και δεν το βλέπει ούτ’ ένας. Και πώς να υπάρξει σε ψυχή που κάθαρση δεν είδε και σε συναίσθηση ποτέ δεν έφτασε μετάνοιας; Και την ακάθεκτη ορμή πώς της φωτιάς ν’ αντέξει ψυχή, απ’ αγκάθια αμαρτιών, μα και παθών γεμάτη;» (τ. 19ΣΤ, σ. 389, στιχ. 120-132).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)