"Όταν ελέγχεται (ο κενόδοξος) ή και νουθετείται, αντιλέγει εντόνως, όταν επαινείται ή και ενθαρρύνεται, ανυψώνεται κακώς. Άνθρωπος που μέλημά του είναι ν’ αντιλέγει είναι δίκοπο μαχαίρι για τον εαυτό του· φονεύει αναιπαισθήτως την ψυχή του και την καθιστά ξένη προς την αιώνια ζωή. Ο αντιρρησίας είναι όμοιος με τον αυτόμολο προς τους αντιπάλους του βασιλέως εχθρούς. Διότι η αντιλογία είναι άγκιστρο, που δέλεαρ έχει την αξίωση ότι έχουμε δίκαιο, με την οποία εξαπατιόμαστε και καταπίνουμε το άγκιστρο της αμαρτίας, από το οποίο κατά κανόνα αρπάζεται η άθλια ψυχή, σαν από την γλώσσα και τον λαιμό, από τα πνεύματα της πονηρίας, και άλλοτε μεν ανεβάζεται σε ύψος υπερηφανείας, άλλοτε δε καταποντίζεται σε χάος αβύσσου αμαρτίας και καταδικάζεται μαζί με τους πεπτωκότας από τον ουρανό. Όποιος ατιμάζεται ή υβρίζεται, αν πονά στην καρδιά δυνατά, πρέπει να γνωρίζει από αυτό ότι περιφέρει μέσα στους κόλπους του τον παλαιό όφι. Εάν λοιπόν υπομείνει με σιωπή ή αποκριθεί με πολλή ταπείνωση, εξασθενίζει και παραλύει τούτον. Εάν δε αντείπει με πικρία ή και μιλήσει με θρασύτητα, δίδει στον όφι δύναμι να χύση το δηλητήριο στην καρδιά του και να καταφάει άγρια τα εντόσθιά του, ώστε στο εξής ενδυναμούμενος αυτός καθημερινώς να κατατρώγει την προς τα καλά διόρθωση και δύναμι της άθλιας ψυχής του· έτσι αυτός θα ζει έκτοτε στην αμαρτία, θα είναι δε εντελώς νεκρός για την δικαιοσύνη» (19Α, 417-9)
«Πώς δεν φρίττετε καθόλου να γράφετε ή να ομιλείτε για τέτοια; Διότι, εάν οφείλομε να δώσομε λόγο για κάθε αργή (=μάταιη, ανώφελη) λέξη, πόσο μάλλον θα εξετασθούμε γι’ αυτά και θα κολασθούμε ως αργολόγοι; Διότι, αργός λόγος δεν είναι, όπως θα υπονοούσε κάποιος, μόνον ο ανωφελής λόγος, αλλά κι εκείνος που λέγεται από εμάς πριν από την πράξη και την έμπρακτη γνώση. Πράγματι, όταν δεν καταφρονήσω την κάτω δόξα και δεν την βδελυχθώ από ψυχής, επειδή ως ψυχοβλαβής με στερεί από την άνω δόξα, διδάσκω όμως γι’ αυτήν τους άλλους και τους παραγγέλλω ν’ απέχουν απ’ αυτήν, δεν θα είναι ο λόγος μου και άπρακτος και κενός και δεν θα κατακριθώ ως ψεύτης;» (τ. 19Β, σ. 223).
«Εάν λοιπόν εκείνοι έκαναν χωρίς να μιλήσουν καθόλου μεταξύ τους τόσα έτη και τόσες ημέρες, τι θα πάθουμε εμείς που δεν φυλαγόμαστε από τις συναντήσεις και αργολογίες ούτε αυτές τις λίγες ημέρες (της Σαρακοστής); Και γιατί λέγω ημέρες, τη στιγμή βέβαια που ούτε μιας ώρας καιρό δεν μπορούμε να φυλάξομε τους εαυτούς μας; Και τι θα κάνουμε, καλοί μου αδελφοί, εάν ξαφνικά, ενώ είμαστε εμείς σ’ αυτή την κατάσταση, έλθει ο κριτής των όλων και Θεός, αυτός που ζητεί απολογία και για τον αργό λόγο από εμάς κατά την ημέρα της κρίσεως; Και πώς θα επιβληθούμε και στα άλλα πάθη, όταν έχομε ασυγκράτητη γλώσσα; Διότι πες μου, ποιο από όλα τα άλλα πάθη είναι ελαφρότερο απ’ αυτό το πάθος; Η σάρκα, επειδή έχει τη φυσική επιθυμία και πύρωση, επαναστατεί εναντίον του πνεύματος και πολεμεί ισχυρώς την ψυχή, η κοιλιά θέλει να χορταίνει με φαγώσιμα, αφού γι’ αυτό και έχει γίνει. Εάν επομένως δεν κρατήσομε τη συνήθεια της γλώσσας, πράγμα που μας είναι εύκολο και ελαφρό, πώς θα συγκρατήσομε κάποτε αυτά τα φοβερά και μεγάλα πάθη, τα οποία έχουν πολλή δύναμη στη φύση και, θα έλεγε κανείς, στην επιθυμία και ηδονή;» (τ. 19Δ, σ. 101).
«Μη λοιπόν καθίσεις, αγαπητέ, μαζί με αργόλογους ούτε να πεις, "Ας ακούσω κι εγώ τι λέτε", αλλά, όπως λέχθηκε, κάνε μετάνοια και φύγε. Φύλαξε τη σιωπή και την ξενιτειά· την σιωπή λέγοντας στον εαυτό σου, "Τι καλό έχω εγώ για να πω, όντας ολόκληρος βόρβορος και μωρός, και όχι μόνο αυτό, αλλά και ξένος και ανάξιος να μιλώ και να ακούω ή να συναριθμούμαι με τους ανθρώπους;"· την ξενιτειά πάλι και την αποχή από όλους με το να σκέπτεσαι αυτά και να λες στον εαυτό σου, "Ποιος είμαι εγώ ο απορριμμένος και ευτελής, ο άσημος και φτωχός, που θα εισέλθω στο κελλί κάποιου; δεν θα με αποστραφεί μόλις με δει ως βδέλυγμα; άραγε δεν θα πει, Γιατί ήλθε σε μένα αυτός ο μιαρός για να μολύνει το κελλί μου;". Τοποθέτησε μπροστά στους οφθαλμούς σου τις αμαρτίες σου, και πες τα αυτά όχι με τα άκρα των χειλέων, αλλά από την ψυχή» (τ. 19Δ, σ. 321).
«Εάν οι συγκαθήμενοι αδελφοί σε προτρέπουν να φας ή να πιείς κάτι περιττό, τίποτε άλλο να μη αποκριθείς σε κάποιον, παρά, αφού δέσεις τα χέρια σου, σηκωθείς λίγο και κλίνεις το κεφάλι, πες με ήρεμη φωνή "συγχώρησον". Σε όλους να αποκρίνεσαι πάντοτε έτσι και ούτε να προτιμήσεις τίποτε από τα περισσεύματά σου, ούτε να λάβεις κάτι από κάποιον» (τ. 19Δ, σ. 327).
«Την αυθάδη όσο μπορείς γλώσσα σου κράτα - γλιστρά εύκολα στης αμαρτίας το δρόμο - γιατί απ’ αυτήν και μονάχα μεγάλοι πολλοί ξαστόχησαν τον ίσιο δρόμο κι έχασαν την ουράνια βασιλεία» (τ. 19Ε,σ. 79).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)