«Πολλοί είναι αυτοί που απαρνούνται τον βίο τούτον και τα πράγματα του βίου, λίγοι όμως όσοι απαρνούνται και τα θελήματά τους. Γι’ αυτούς καλώς αποφαίνεται ο θείος λόγος λέγοντας "πολλοί είναι οι κλητοί, ολίγοι δε οι εκλεκτοί"» (τ. 19Α, σ. 411).
«Κέρδος καλό για σένα το να κόψεις τα θελήματά σου, μάρτυρα συνειδήσεως σ’ αναδείχνει» (τ. 19Ε, σ. 87, στιχ. 10-11).
«Μ’ έκαναν να ξεχαστώ πάλι και τίποτε από όσα έγιναν να μην καταλάβω, αλλά νομίζω πως είμαι ανώτερος από όλους και απαθής, άγιος και σοφός θεολόγος και δίκαια με τιμούν όλοι οι άνθρωποι· δέχομαι τους επαίνους, σα να τους αξίζω, και καλώντας κόσμο περιμένω να με τιμήσουν. Κι όταν με περικυκλώσουν φουσκώνω πιο πολύ κι όλο κοιτάζω γύρω, μήπως, λείπει κανένας που δεν ήρθε να με δει και να θαυμάσει. Κι αν κάποιον ανακαλύψω που αδιαφόρησε μνησικακώ, τον βρίζω και τον διασύρω, για ν’ ακούσει και μη υποφέροντας τις κατηγορίες μου να ’ρθει, να μου μιλήσει και να φανεί υποχείριός μου κι ότι κι εκείνος χρειάζεται την προσευχή και την αγάπη μου. Και τότε λέω σ’ όλους τους άλλους έρχεται κι ο τάδε και παίρνει τις ευχές μου κι ακούει τους λόγους μου και τη διδασκαλία μου - βλακεία, αλί μου, πρώτη! Πώς δεν βλέπω τη θλιβερή γύμνια μου, πώς δε νιώθω τα τραύματά μου, πώς δε λυπούμαι, πώς δεν κλαίω, και πεσμένος στον ξενώνα δεν αποζητώ τη θεραπεία μου; Πώς δεν προσκαλώ τους γιατρούς δείχνοντας τα χτυπήματα, δείχνοντας γυμνά σ’ αυτούς και τα κρυμμένα πάθη μου, για να βάλουν σ’ αυτά το νυστέρι και τα έμπλαστρα και τα καυτήρια και να τα υπομείνω καρτερικά για τη θεραπεία μου, αλλά προσθέτω καθημερινά κι άλλα τραύματα; Αλλά, Θεέ μου, λυπήσου με που πλανήθηκα, φύτεψε στην καρδιά μου το φόβο σου, για ν’ αποφύγω τον κόσμο όπως διατάζεις… γι’ αυτό θλίβομαι και λυπούμαι, Θεέ μου, γιατί βλέπω τον εαυτό μου δούλο σ’ αυτά τα πάθη, μα δεν μπορώ να το παραδεχτώ ούτε και να ταπεινωθώ ούτε θέλω να ζητήσω τη μόνη δόξα τη δική σου, που μ’ αυτή φαίνεται ότι είμαι πιστός σου δούλος και μ’ αυτή μπορώ να φανώ ψηλότερος από όλους» (τ.19Ε, σ. 127,στιχ. 88-115 & 126-131).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (και από άλλα θέματα)
«Θέλοντας δε να του προκαλέσει περισσοτέρους στεφάνους ο γυμναστής πατέρας, του παρήγγειλλε να εκτελεί τις ευτελέστατες υπηρεσίες στο κελλί του· εκείνος δε, αφού είχε τεθή στην υπηρεσία του γέροντος άπαξ διαπαντός, προθύμως έπραττε τα πάντα, θεωρώντας εαυτόν δούλο και ξένον· διότι ήταν έτοιμος, αν τον προστάξει ακόμη και σε κάμινο αναμμένη ή σε βυθό θαλάσσης να ριφθεί, να κάμη τούτο με χαρά και προθυμία. Ενώ δε εκτελούσε όλες τις χαμηλότερες υπηρεσίες και κοπίαζε πολύ, δεν αμελούσε ούτε την νηστεία και την αγρυπνία, αλλ’ εβάδιζε προς αυτές ασυγκράτητος, διότι εγνώριζε την ωφέλειά τους. Ο δε γέρων, θέλοντας να του εκκόψη το θέλημά του, του παρήγγειλε πολλές φορές να κάμη τα αντίθετα, και τον ανάγκαζε να τρώγη και να κοιμάται. Ο Συμεών, αν και τον λυπούσε αυτό υπερβολικά, αλλ’ όμως το εβάσταξε ασκούμενος πολυτρόπως. Διότι ο θείος εκείνος γέρων με την σοφία του, άλλοτε μεν του επέβαλλε να επιδίδεται σε έργα ταπεινωτικά και κοπιαστικά, άλλοτε δε του προσέφερε ο ίδιος την τιμή και την άνεσι, και χτυπώντας το θέλημά του προξενούσε σ’ αυτόν αμοιβές και για τα δύο. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο γυμναζόμενος από τον πατέρα του ο δόκιμος και με αυτόν τον τρόπον μεταπλασσόμενος άριστα, ηύξησε σε τόσο σημείο την προς τον πατέρα του πίστι και ευλάβεια, ώστε να φυλάγεται να πατή και την γη στην οποία εβάδιζαν τα πόδια του πατρός. Έτσι υπερτιμούσε κάθε τόπο όπου έβλεπε αυτόν να στέκεται και να προσεύχεται σαν άγιο αγίων, και πέφτοντας σ’ αυτόν εκυλιόταν και τον καταφιλούσε, και με τα χέρια εσφούγγιζε από αυτόν τα δάκρυα του διδασκάλου και τα πρόσφερε σαν ίαμα των παθών στην κεφαλή και την καρδιά του, θεωρούσε δε εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του να εγγίση κάποιο από τα ενδύματά του» (τ. 19Α, σελ. 57-59).
«Γι’ αυτό όταν στις αρχές της μοναχικής του ζωής έφθασε η αγία τεσσαρακοστή των νηστειών, ενώ ήταν ακόμη άπειρος της ασκήσεως, παρεκάλεσε τον Συμεών να του επιτρέψη να περάση ολόκληρη την πρώτη εβδομάδα εντελώς άσιτος. Ο δε άγιος ήταν μεν φυσικά χαρούμενος βλέποντας την θέρμη της προθυμίας του και τον παρακινούσε προς ασκητικούς αγώνες, δεν ήθελε όμως ν’ ακολουθή ο Αρσένιος (μαθητής του οσίου Συμεών) το ατομικό του θέλημα, αλλά μάλλον με την εκκοπή του θελήματος να κερδίση τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Γι’ αυτό δεν συγκατένευσε στο θέλημά του. Εκείνος όμως ήταν ένθερμος σ’ αυτό και επέμενε ζητώντας να πληρωθή η αίτησή του και να μη εμποδισθή από το εγχείρημα. Eπειδή δε πολλές φορές του ανέκοψε την ορμή ο μακάριος, αυτός δε άλλες φορές επέμενε να ζητή να γίνη το θέλημά του, λέγει προς αυτόν "Αρσένιε, καλό και πολύ επωφελές θα ήταν να μην ακολουθής το ατομικό σου θέλημα, αλλά μάλλον να πειθαρχής στις εντολές μου· επειδή όμως κατά την κρίσι σου θεώρησες ότι σου είναι ωφέλιμο να εκτελέσης το δικό σου θέλημα, εγώ, αν και αθέλητα, σου επιτρέπω να εκτελέσης την επιθυμία σου. Κύτταξε όμως τι πρόκειται να πάθης και ποιο καρπό θα τρυγήσης από την απείθειά σου". Είπε, και όταν ήλθε η πρώτη εβδομάς ο Αρσένιος επιδόθηκε ακρίτως στους τελειοτέρους αγώνες με θερμή διάθεσι, ενώ ήταν ακόμη εισαγωγικός. Όταν δε μετά την ενάτη ώρα όλοι οι άλλοι εισέρχονταν στην τράπεζα για το δείπνο, αυτός έμενε άσιτος βλέποντας το παράδειγμα του Συμεών και θέλοντας να μιμηθή τούτον. Κατά την αγρυπνία της Τετάρτης, στεκόμενος ανάμεσα στον χορό που έψαλλε πίπτει επί της γης ύπτιος, σαν πτώμα παρακοής και υπόδειγμα στους άλλους φοβερότατο. Όπως δε το είχε προβλέψει ο άγιος και είχε παραγγείλει σ’ έναν από τους μαθητάς να έχη πρόχειρο δοχείο με οίνον και λίγον άρτο, ένευσε να τα φέρη στο μέσο της ακολουθίας του άρθρου· και όταν έγινε αυτό, πρόσταξε να σηκώσουν τον Αρσένιο και να τον θρέψουν με αυτά. Eκείνος δε αφού εγεύθηκε εσηκώθηκε γεμάτος αισχύνη, άκουσε δε από τον μακάριο τους λόγους· "εάν ήσουν σε όλα όμοιος με τους αδελφούς, Αρσένιε, δεν θα πάθαινες τίποτε ανόμοιο από αυτούς στην αγρυπνία· επειδή όμως από οίηση και απείθεια έσπευσες να επιτύχης προώρως το περισσότερο και να εξασφαλίσης το πρωτείο κατά των άλλων, δικαίως αστόχησες και στο μικρότερο". Από τότε καταλαμβάνει τον Αρσένιο όχι τυχαία μεταμέλεια, ώστε από συνείδησι της εντροπής να φθάση στο βάθος της ταπεινώσεως» (τ.19Α, σελ. 111-113).
«Eκείνοι λοιπόν που κατέβαλαν με φόβο και τρόμο καλό το θεμέλιο της πίστεως και της ελπίδας επάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων και εποικοδόμησαν αδίστακτα, σαν από το στόμα του Θεού, τις εντολές εκείνων επάνω σ’ αυτό το θεμέλιο της υποταγής, κατορθώνουν αμέσως ν’ απαρνηθούν τους εαυτούς τους. Διότι το να εκπληρώνει κάποιος όχι το δικό του αλλά του πνευματικού του πατέρα το θέλημα, εξ’ αιτίας εντολής του Θεού και ασκήσεώς του στην αρετή, κατορθώνει όχι μόνο την απάρνηση του εαυτού του, αλλά και τη νέκρωση προς όλο τον κόσμο» (τ.19Β, σ. 369).
«Μα τα γνωρίζω εγώ καλά, Θεός που τα πάντα ξέρω, πως στον Πατέρα είσαι πιστός κι όση ταπείνωση έχεις και πόσο τέλεια αρνήθηκες το ίδιο το θέλημά σου, που απόδειξη εγώ τη θωρώ και που απόδειξη είναι. Όποιος δεν έχει θέλημα δικό του ναι, πεθαίνει, μα βρίσκεται στο θέλημα το ίδιο το δικό μου και ζει» (τ. 19ΣΤ, σ. 387).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)