Είχα επισκεφτή τον Πνευματικό μου και του μίλησα για κάποιο σοβαρό πρόβλημα, που αντιμετώπιζε το Μοναστήρι μας, και το οποίον με είχε στενοχωρήσει ιδιαίτερα. Μου είπε πως ο γέροντας Πορφύριος που είναι στο Μήλεσι, οπωσδήποτε θα με βοηθούσε και με παρότρυνε να τον επισκεφτώ.
Πήγα στην Αθήνα, ήταν καλοκαίρι του 1988, ημέρα Κυριακή, και μετά την θεία Λειτουργία μαζί με την αδελφή μου, τον γαμπρό μου και το 17χρονο παιδάκι τους ανηφορήσαμε για το Μήλεσι.
Το σπιτάκι και όλος ο χώρος ήταν πολύ-πολύ φτωχικά. Προσέξαμε και ένα νέο μεγαλοπρεπή Ναό που κτιζόταν. Μία μοναχή βγήκε και μας ενημέρωσε πως ο Γέροντας για εκείνη την ημέρα δεν θα δεχόταν κανέναν, λόγω των ασθενειών και του γήρατός του. Ήταν τότε 82 χρονών (τρία χρόνια πριν την κοίμησή του).
Ήταν λοιπόν άσκοπο να παραμείνουμε εκεί και ο κόσμος άρχισε να φεύγη, ενώ κάποιοι έδειχναν εκνευρισμένοι και αγανακτισμένοι. Και εμείς στεναχωρηθήκαμε και απογοητευθήκαμε. Λέγαμε πως δεν είμαστε άξιοι και λόγω των αμαρτιών μας δεν μας δέχεται.
Ωστόσο δεν φύγαμε, προσπαθώντας να διατηρήσουμε μέσα μας μία ελπίδα πως κάτι μπορεί να αλλάξη. Ο κόσμος ερχόταν και έφευγε, ενώ εμείς καθήσαμε εκεί κοντά κάτω από τα δέντρα και συζητούσαμε διάφορα πνευματικά θέματα με μία άλλη οικογένεια που είχε έρθει και αυτή για να δη τον Γέροντα. Η σύζυγος επέμενε και μου έλεγε ότι εμείς θα τον βλέπαμε τον Γέροντα.
Η ελπίδα αυτή μας κράτησε εκεί έως το απόγευμα. Τελικά σηκωθήκαμε όλοι μαζί για να φύγουμε. Η οικογένεια εκείνη μπήκε στο αυτοκίνητό της και ξεκίνησε. Εμείς ξεκινήσαμε ακριβώς πίσω τους. Καθώς κοίταξα από το παράθυρο του αυτοκινήτου, είδα έναν Γέροντα να βγαίνη από τον Ναό που χτιζόταν και να προχωρά προς το δασάκι, κρατώντας στο ένα χέρι ένα μπαστουνάκι και στο άλλο Σταυρό.
Κατεβήκαμε βιαστικά και τον ακολουθήσαμε. Μόλις μπήκαμε στο δασάκι, τον είδαμε μπροστά μας με κλειστά τα μάτια να μας περιμένη. «Γέροντα, ευλογείτε, δεν θα σας ενοχλήσουμε, μόνο την ευχή σας να πάρουμε και θα φύγουμε», του είπα.
Γονατίσαμε, βάζοντάς του μετάνοια, ενώ εκείνος μας σταύρωσε στο κεφάλι έναν-έναν και τους τέσσερις. Του φιλήσαμε τον Σταυρό και το χέρι του. «Γέροντα, εμείς που είμαστε τόσο αμαρτωλοί θα σωθούμε άραγε;» ρώτησα. Και εκείνος κούνησε τρεις φορές το κεφάλι του καταφατικά. Ο γαμπρός μου του είπε: «Γέροντα, ευλόγησε το παιδί μου» και ο Γέροντας, συνεχίζοντας να έχει κλειστά τα μάτια του, το ευλόγησε.
Ξεκινήσαμε να φύγουμε, αλλά στα δυο-τρία βήματα, σκεφτήκαμε να τον ευχαριστήσουμε και γυρίσαμε να πούμε ένα ευχαριστώ, αλλά ο Γέροντας είχε εξαφανιστή. Μέσα σε τρία-τέσσερα δευτερόλεπτα χάθηκε. Τα δέντρα ήταν λεπτά και ψηλά• δεν μπορούσε να κρυφτή άνθρωπος από πίσω. Ωστόσο ψάξαμε επίμονα όλον τον χώρο εκεί, χωρίς αποτέλεσμα. Στην χαρά μας προστέθηκε και η έκπληξη.
Το βράδυ τηλεφωνήσαμε σε κείνη την οικογένεια που μας κράτησε συντροφιά όλη την ημέρα. Η σύζυγος μου είπε: «Είδατε ότι δεν έκανα λάθος; Δεν σας το έλεγα ότι εσείς θα τον δήτε; Το είχα αισθανθή μέσα μου πολύ έντονα».
Ο Γέροντας ήταν άρρωστος στο κρεββάτι του, αλλά με την Χάρη του Θεού ήρθε και μας ευλόγησε. Έλεγε πως δεν πρέπει να φεύγουμε στεναχωρημένοι όταν δεν τον βλέπουμε, διότι εκείνος μας βλέπει όλους, ξέρει το πρόβλημά μας και μυστικά προσεύχεται για μας.
Μία δεύτερη ευχάριστη έκπληξη με περίμενε, όταν επέστρεψα στο νησί. Οι αδελφές με ενημέρωσαν, πως το πρόβλημά μας είχε ήδη ολοκληρωτικά επιλυθή.
Μαρτυρία γερόντισσας Μάρθας, Ηγουμένης της Ι. Μονής Αγίου Νικολάου (Φυρρά) Σαντορίνης
(από το βιβλίο: "Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)". Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σ. 154)