«Όταν χειροτονούνταν ιερεύς από τον αρχιερέα ο σοφώτατος Συμεών, και εκείνος μεν ανέπεμπε την ευχή επάνω σ’ αυτόν, αυτός δε είχε υποκλίνει στο μυστήριο το γόνατο και την κεφαλή, είδε όραμα· το άγιο Πνεύμα σαν άπειρο φως απλό και ανείδεο (=χωρίς μορφή) κατερχόμενο κάλυψε την πανίερη κεφαλή του, και αυτό έβλεπε λειτουργώντας κατά τα σαράντα οκτώ έτη της ιερατείας του στην από αυτόν αναφερομένη θυσία στον Θεό, καθώς έλεγε αυτός προς κάποιον, σαν για κάποιον άλλον, υποκρύβοντας τον εαυτό του και όπως είναι γραμμένο στα αποφθέγματά του» (τ. 19Α, σ. 85).
«Όταν παρίσταται (ο ιερέας) στην ιερά τράπεζα, οφείλει να βλέπει νοερώς μεν την θεότητα, αισθητώς δε τα προκείμενα δώρα και να κατέχει ενσυνειδήτως στην καρδιά του αυτόν που είναι αοράτως παρών στα δώρα, για να μπορεί να προσφέρει με παρρησία τις ευχές» (τ. 19Α, σ. 85).
«Προσέφερε πάντοτε την αναίμακτη θυσία στον Θεό, θεωρώντας το Πνεύμα και λαμβάνοντας αγγελοειδή μορφή στο πρόσωπο. Πραγματικά, όσο σταθερός κι αν ήταν στην ψυχή όποιος τον ατένιζε στην ώρα της λειτουργίας του δεν μπορούσε να βλέπει ατενώς την λαμπρότητα του προσώπου του, όταν έδινε στον λαό την ειρήνη, σκοτιζόμενος στα μάτια από τις εκπεμπόμενες απ’ εκεί ακτίνες· όπως δηλαδή όποιος κυττάζει ξαφνικά προς τον δίσκο του ήλιου παθαίνει αμαύρωση του φωτός που έχει, έτσι συστελλόταν προς τον εαυτό του όποιος εκύτταζε το πρόσωπό του. Διότι η χάρις του Πνεύματος, διαδομένη όλη σ’ όλο το σώμα του τον κατέστησε ολόκληρο πυρ κι ήταν σχεδόν απρόσιτος στους ανθρώπινους οφθαλμούς κατά την ώρα της λειτουργίας του. Έλεγε δε και Συμεών ο Εφέσιος, που ήταν και αυτός μαθητής του ανδρός, διηγούμενος σ’ άλλους τις εντυπώσεις του, ότι "συλλειτουργώντας με τον άγιο, ανοίχθηκαν οι νοεροί οφθαλμοί μου και τον είδα εκείνη την ώρα της λειτουργίας του μέσα στο θυσιαστήριο ενδυμένο πατριαρχική στολή με ωμοφόριο και ασχολούμενο με τα θεία μυστήρια". Ο δε Μελέτιος, που είχε καρεί μοναχός με τα χέρια του, μ’ εβεβαίωσε ότι "πολλές φορές βλέπαμε φωτεινή νεφέλη να τον καλύπτη ολόκληρο, καθώς στεκόταν στο βήμα την ώρα της αγίας αναφορας". Και ευλόγως διότι όσοι διαπρέπουν με το ύψος των αρετών καταξιώνονται και της ενθέου δόξης» (τ. 19Α, σελ. 87-9)
«(Συμβουλή σε Ηγούμενο)· Μαζί με όλα να τηρείς ακρίβεια και κατά την εξέταση των λογισμών του καθενός, για να μάθης ποιοι από αυτούς χρειάζονται την συμπαράταξη (ίδια θέση στο ναό) με τους προσευχομένους και κοινωνούντας, και ποιοι χρειάζονται αφορισμό και τοποθέτηση μαζί με τους μετανοούντας (ειδική θέση), έτσι ώστε να μη καταστήσης, εν γνώσει ή εν άγνοια, την εκκλησία του Θεού αντί ναού αγίου, σπήλαιο ληστών ή πορνείο, και να μη κατορθώσης να εκφύγης το φοβερό γι' αυτό κρίμα της οργής του Θεού… Να τους διδάξης να ευλαβούνται τους ιερούς τόπους του Θεού μαζί με τα σκεύη της λατρείας του. Διότι πρέπει να γνωρίζης ότι το δικαίωμα να εγγίζουν αυτά έχει δοθή από τους αποστόλους μόνο στους ιερωμένους ευλαβεστάτους μοναχούς, οι οποίοι μετέχουν και στα μυστήρια. Γι’ αυτό δεν θα επιτρέψεις σε όλους τους επιθυμούντας την είσοδο στο ιερό βήμα, παρά μόνο, όπως λέχθηκε, στους ιερωμένους και αγιασμένους αδελφούς» (τ. 19Α, σ. 141).
«…το χερουβικό κατά την τέλεση της λειτουργίας των φρικτών μυστηρίων του Χριστού, κατά την οποία έβλεπε καθαρά να κατέρχεται το άγιο Πνεύμα και να αγιάζει αυτόν και τα δώρα» (τ. 19Α, σ. 287).
«Ούτε ο άνθρωπος αυτός, που γνωρίζει καλώς πώς να εορτάζει, έχει καθόλου τον νου ή την αίσθησή του στα τελούμενα, διότι αυτό είναι γνώρισμα εκείνων που δεν σκέπτονται τίποτε περισσότερα από τα ορατά, αλλά με σοφό νου στα τελούμενα βλέπει τα μέλλοντα ως παρόντα και ευφραίνεται η καρδιά του γι’ αυτά και φαντάζεται ότι ολόκληρος ευρίσκεται μέσα σ’ εκείνα και μαζί με τους εορτάζοντες στους ουρανούς εν αγίω Πνεύματι. Δεν βλέπει προς τα φώτα, ούτε προς το πλήθος του λαού, ή προς την φιλική συγκέντρωση, αλλά σκέπτεται πάντοτε τα μετέπειτα, ότι δηλαδή τα πράγματα του κόσμου θα σβησθούν, και οι άνθρωποι θ’ αποχωρήσουν ο καθένας στα δικά του και μόνος αυτός θα εγκαταλειφθεί μέσα στο σκοτάδι. Μη μου αριθμείς λοιπόν χρόνους και μήνες και περιόδους καιρών, ούτε να μου λέγεις, ‘Να, εόρτασα την γέννηση του Χριστού, την Υπαπαντή, τα Θεοφάνεια, την Ανάσταση, την Ανάληψη, την κάθοδο του Πνεύματος’. Μη μου λέγεις αυτά ούτε ν’ αριθμείς όλες τις εορτές, αλλ’ ούτε να φαντάζεσαι ότι σου αρκούν αυτές για την σωτηρία της ψυχής· ούτε να νομίζεις ότι για σένα η εορτή περιορίζεται στα λαμπρά ενδύματα, τους αγέρωχους ίππους, τα πολύτιμα μύρα, στα κεριά, τους λύχνους και τα πλήθη λαού. Διότι αυτά δεν κάνουν την εορτή λαμπρή ούτε αυτό είναι αληθινή εορτή, αλλά σύμβολα εορτής. Πράγματι, ποιο θα είναι το όφελός μου, αγαπητέ, να μη ειπώ ότι άναψα στον ναό και στην εκκλησία των πιστών πολλά κεριά και λύχνους, αλλά, αν μπορέσω, να τους αποκτήσω τέτοιους, σαν τον ήλιο που λάμπει από τον ουρανό, και αντί πολλών λύχνων να συγκεντρώσω στην οροφή του ναού τα άστρα και να την κάνω καινό ουρανό και παράξενο πράγμα επάνω στην γη, και επί πλέον, να νοιώσω αγαλλίαση μέσα στο φως αυτών, να θαυμασθώ και να επαινεθώ από τους συγκεντρωμένους, κι’ έπειτα από λίγο, αφού σβησθούν όλα αυτά, εγώ ο ίδιος να εγκαταλειφθώ σε σκότος; Eάν σήμερα ευωδίαζα τον εαυτό μου και αυτούς που συγκεντρώθηκαν με μύρα, και αύριο γεμίσω δυσωδία από την σάρκα μου και τον ρύπο της, τι θα με ωφελήσει, πες μου, εσύ που καυχιέσαι για λαμπρές εορτές και, εάν υπάρχει σε σένα σύνεση, με σύνεση, κατά τον Σοφό, αποκρίσου. Πράγματι σε τίποτε, έστω κι αν σιωπάς, πιεζόμενος από τον λόγο. Διότι, εάν σήμερα φωτισθώ και αύριο σκοτισθώ, ή σήμερα ευφρανθώ και αύριο λυπηθώ, ή την ημέρα αυτή έχω υγεία και την επομένη ασθενήσω, ποιο το κέρδος μου; Πες. Ποια είναι η απόλαυση από τα όσα λέχθηκαν; Δεν διάλεξα αυτές τις εορτές, λέγει ο Κύριος. Διότι λέγει «ποιος τα ζήτησε αυτά από τα χέρια σας;» . Δεν νομοθέτησε ο Χριστός να εορτάζουμε έτσι. Αλλά πώς; Άκουε προσεκτικά. Πρώτα θα παραθέσω στο λόγο τις αντιρρήσεις εκείνων που αντιδιατίθενται και λέγουν το εξής ‘Τι λοιπόν; Δεν θα ανάψουμε κεριά και λύχνους; Ούτε θα προσφέρουμε μύρα και θυμίαμα; Δεν θα προσκαλέσουμε λαό για να ψάλλει, ούτε θα συγκεντρώσουμε γνωστούς και φίλους και άρχοντες; Αυτά λέγεις; έτσι’, λέγει, ‘προστάζεις;’. Δεν εννοώ αυτό· μακριά μια τέτοια σκέψη αλλά σε συμβουλεύω και συμφωνώ να τα πραγματοποιείς με μεγάλη αφθονία. Αλλ’ όμως θέλω να γνωρίσεις τον τρόπο και θα σου υποδείξω το ίδιο το μυστήριο της εορτής των πιστών…
Οι λαμπάδες δηλαδή σού υποδεικνύουν συμβολικώς το νοητό φως. Διότι, όπως ο ναός, αυτός ο περικαλλής οίκος, καταλάμπεται από τις πολλές λαμπάδες, έτσι και ο οίκος της ψυχής σου, ο τιμιότερος αυτού του ναού, οφείλει να φωτίζεται και να λάμπεται νοητώς, να καίγονται δηλαδή μέσα σου δια του θείου πυρός και να φέγγουν όλες οι πνευματικές αρετές, ώστε να μην απομείνει κανένας τόπος σ’ αυτόν άμοιρος φωτός. Τους φωτοειδείς πάλι λογισμούς, τους υπογράφει μέσα σου το πλήθος των καιομένων από το ορατό πυρ λύχνων, ώστε, όπως αυτοί, να λάμπει ο καθένας τους και να μη εναπομείνει σκοτεινός λογισμός στην οικία της ψυχής σου, αλλά να λάμπουν εξ’ ολοκλήρου όλοι καιόμενοι πάντοτε με το πυρ του Πνεύματος, για να μη διακόπτεται ο στεφανοειδής ορμαθός της διακρίσεως των λογισμών σου…
Τα πλήθη, που συγκεντρώνονται μαζί με σένα και υμνούν μεγαλοφώνως τον Θεό, σου δηλώνουν τα ουράνια τάγματα και τις αναρίθμητες αγγελικές δυνάμεις που ανυμνούν για την σωτηρία σου τον ουράνιο Δεσπότη. Ο αίνος και ο ύμνος, ο μελωδούμενος απ’ αυτά, υπαινίσσεται τον μυστικό εκείνον ύμνο, τον οποίο αναπέμπουν ασιγήτως οι άγιοι άγγελοι, ώστε και συ ο ίδιος να γίνεις έτσι και ως επίγειος άγγελος ν’ ανυμνείς ακατάπαυστα με το άυλο στόμα της καρδιάς σου τον Θεό που σ’ εδημιούργησε μυστικώς. Οι φίλοι πάλι και οι γνωστοί και οι συνοδοί των Αρχόντων με την παρουσία τους σε διδάσκουν ότι πρέπει να γίνεις με την εκτέλεση όλων των εντολών και με τον πλούτο των αρετών συναρίθμιος και ομοδίαιτος με τους Αποστόλους, τους προφήτες, τους μάρτυρες και όλους τους όσιους. Εάν σκέπτεσαι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εορτάζεις και έγινες τέτοιος, όπως περιέγραψε ο λόγος, με όσα κάνεις εορτάζοντας, εορτάζεις εορτή πνευματική και συνεορτάζεις με τις άνω αγγελικές δυνάμεις. Εάν όμως δεν συμβαίνει αυτό, ούτε τον εαυτό σου τον έκανες τέτοιον με την εργασία των εντολών, ποιο θα είναι το όφελος για σένα που εορτάζεις; Υπάρχει φόβος μήπως και συ, όπως παλαιά οι Ιουδαίοι, ακούσεις «θα μετατρέψω», λέγει, «τις εορτές σου σε πένθος και θα μεταβάλω την χαρά σου σε λύπη…
Ας είναι εορτή για σένα, που εορτάζεις με σύνεση και ευσέβεια, όχι το φως των λαμπάδων που σε λίγο σβήνει, αλλά καθαρώς η ίδια η λαμπάδα της ψυχής σου, η οποία συμβολίζει την γνώση των θείων και ουρανίων πραγμάτων, και η οποία χορηγείται από το άγιο Πνεύμα σ’ εκείνον που σκέπτεται όπως ο Ισραήλ. Αυτή ας σου είναι τέτοια, ώστε να λάμπει σ’ όλη σου τη ζωή, να φέγγει για όλους όσους ευρίσκονται στην παγκόσμια οικία πάνω από τις ακτίνες του ήλιου, καθαρό φως του λόγου αρτυμένο με το αλάτι του Πνεύματος , σύμφωνα με την εντολή που λέγει «ας λάμψει το φως σας εμπρός στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξάσουν τον Πατέρα σας που ευρίσκεται στους ουρανούς». Αντί για πολλούς λύχνους ας σου είναι οι φωτοειδείς έννοιες, με τις όποιες υφαίνεται όλος ο κόσμος των αρετών και υποδεικνύεται λαμπρώς, γι’ αυτούς που βλέπουν σωστά, η ποικιλία του πνευματικού ναού και του κάλλους του. Αντί για μύρα και αρώματα, ας σε ευωδιάζει η νοητή ευωδία του αγίου Πνεύματος, της οποίας η οσμή είναι ανέκφραστη και η αναθυμίαση της οσφρήσεως φωτοειδής. Αντί για πλήθος λαού, ας παραστούν μαζί σου τα τάγματα των αγγέλων, ώστε να δοξάζουν για σένα τον Θεό και να χαίρονται πάντοτε για την σωτηρία, την ανάβαση και την προκοπή σου. Άντι φίλων και αρχόντων και βασιλέων, ας συνεορτάζουν και ας επικοινωνούν μαζί σου, ως φίλοι, όλοι οι άγιοι που προσκυνούνται και τιμούνται από αυτούς. Αυτούς να αγαπάς και αυτούς να προτιμάς από όλους, ώστε όταν πεθάνεις να σε υποδεχθούν στις αιώνιες σκηνές τους, όπως ο Αβραάμ υποδέχθηκε στους κόπους του τον Λάζαρο... Αντί πλούσιας από αφθονία εδεσμάτων τράπεζας, ας είναι για σένα μόνον ο ζών άρτος, όχι μόνον ο αισθητός και ορατός, αλλ’ αυτός που είναι στον αισθητό και δι’ αυτού ως αισθητός γίνεται και δίνεται σε σένα, ο ίδιος ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο , τον οποίο όσοι τον τρώγουν όχι μόνο τρέφονται, αλλά και ζωοποιούνται και ζώντας ανασταίνονται ως εκ νεκρών. Αυτό ας είναι για σένα απόλαυση και τρυφή ακόρεστη και αδάπανη. Οίνος πάλι ας είναι, όχι αυτός που βλέπεται, αλλ’ εκείνος βέβαια που φαίνεται ως οίνος, αλλά νοείται ως αίμα Θεού, ανέκφραστο φως, ανείπωτος γλυκασμός, αιώνια ευφροσύνη· αυτόν εάν τον πίνεις αξίως, δεν θα διψάσεις στον αιώνα, αρκεί μόνο να γίνεται με αίσθηση της ψυχής, με ετοιμασία ειρήνης των δυνάμεών της. Και πρόσεχε, παρακαλώ, από εδώ την έννοια των λόγων. Εάν συμμετέχεις σ’ αυτά αισθητικώς και γνωστικώς, τότε συμμετέχεις αξίως· εάν όχι, τρώγεις και πίνεις αναξίως. Εάν μετέλαβες με καθαρή θεωρία εκείνο που μετέλαβες, να λοιπόν έγινες άξιος αυτής της τράπεζας· εάν δεν γίνεις άξιος, δεν θα προσκολληθείς, καθόλου δεν θα ενωθείς με τον Θεό. …
Εάν λοιπόν εορτάζεις έτσι και έτσι μεταλαμβάνεις τα θεία μυστήρια, όλη σου η ζωή θα είναι μία εορτή, και ούτε εορτή, αλλά αφορμή εορτής και ένα Πάσχα, η μετάβαση και αναχώρηση από τα ορατά προς τα νοητά, όπου κάθε σκιά και κάθε τύπος και τα τωρινά σύμβολα θα καταργηθούν και καθαροί θ’ απολαύσουμε αιωνίως και καθαρώς το καθαρότατο θύμα, μέσα στον Θεό Πατέρα και στο ομοούσιο Πνεύμα, βλέποντας πάντοτε τον Χριστό και βλεπόμενοι από αυτόν, συνυπάρχοντας με τον Χριστό, συμβασιλεύοντας με τον Χριστό, του οποίου τίποτε δεν υπάρχει μεγαλύτερο στην βασιλεία των ουρανών» (ΕΠΕ Φιλοκαλία τόμος 19Γ, σελ.267-271,273-275,277-279,283)
«Αυτός που αγανακτεί για την συνήθη σύναξη και στενοχωρείται και παραλύουν τα μέλη του για το μάκρος των ψαλλομένων ύμνων, αυτός στ’ αλήθεια δεν γνώρισε πόσο γλυκά είναι τα λόγια του Θεού στον λάρυγγα αυτών που τον αγαπούν, και ανώτερα από μελισσόκερο στο στόμα αυτών που τον αναγνωρίζουν. Αλλ’ επειδή είναι όλος σάρκα και έχει σαρκικό φρόνημα και ακόμη πιο σάρκινη την αίσθηση, δεν μπορεί κατά πνευματικό τρόπο να γεύεται αυτά που για δική μας ευεργεσία μας δόθηκαν από τον Θεό, αλλ’ όλα όσα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού του φαίνονται πικρά και δεν γνωρίζει το, "γευθείτε και δείτε ότι είναι αγαθός ο Κύριος"» (τ. 19Γ, σελ. 341-3).
«Και περνάει έκτοτε ο καθένας από αυτούς σε κάθε σύναξη με ραθυμία και αμέλεια, και σ’ όσους τον πλησιάζουν και ανέχονται να τον ακούν διηγείται συνεχώς μάταια και γεροντίστικα παραμύθια. Και έτσι χωρίς να αισθάνεται, ή καλύτερα να ειπώ, εισερχόμενος με αδιαφορία στις θείες συνάξεις μαζί με τους θεοσεβείς και πνευματικούς άνδρες, αναχωρεί από εκεί χωρίς ωφέλεια, χωρίς να αισθάνεται να γίνεται σ’ αυτόν καμμία τελείως αλλαγή προς το καλύτερο, αλλαγή που δίδεται από τον Θεό με την κατάνυξη σ’ όσους αγωνίζονται, θεωρώντας αυτό μόνο ότι του είναι αρκετό, το να μην απουσιάζει από τις καθορισμένες συνάξεις (εννοώ τον όρθρο, τον εσπερινό και τις ψαλλόμενες ώρες) και αντιμετωπίζοντας με τέτοια αδιαφορία την κατόρθωση των αρετών και την τελειοποίηση ως προς την αύξηση της κατά Χριστόν ηλικίας» (τ. 19Γ, σ. 379).
«Εάν είναι δυνατό, κανείς σας να μη παρέλθει χωρίς δάκρυα την ακολουθία και την ανάγνωση. …Διότι, βιάζοντας τον εαυτό σου να μην περνάς χωρίς δάκρυα την κανονισμένη ακολουθία της εκκλησίας, αποκτάς τη συνήθεια αυτού του καλού και η ψυχή σου τρέφεται με την ίδια τη στιχολογία και τα τροπάρια που ψάλλεις, αποδεχόμενη μέσα της τα θεία νοήματά τους, και ο νους σου αναβιβάζεται με τα λεγόμενα προς τα νοητά, και δακρύζοντας γλυκά, διάγεις στην εκκλησία σαν στον ίδιο τον ουρανό μαζί με τις άνω δυνάμεις» (τ. 19Δ, σ. 317).
«Στάσου (στη Θ. Λειτουργία) γεμάτος τρόμο, σαν να βλέπεις τον Υιό του Θεού να θυσιάζεται για σένα. Και εάν είσαι άξιος και πάρεις άδεια γι’ αυτό, πήγαινε με φόβο και χαρά να κοινωνήσεις τα απόρρητα αγαθά» (τ.19Δ, σ.321).
«Βγαίνοντας από την εκκλησία να μη αρχίσετε να ονειροπολείτε σε μάταια και ανωφελή πράγματα, για να μη συμβεί, ερχόμενος ο διάβολος και βρίσκοντάς σας απασχολημένους με αυτά, όπως ακριβώς κάποια κορώνη αρπάζει τον κόκκο του σιταριού από το χωράφι προτού αυτός καλυφθεί κάτω από το χώμα και πετάει, να αρπάξει έτσι κι αυτός από την καρδιά σας τη μνήμη αυτών των λόγων της κατηχήσεως και μείνετε πάλι άδειοι και κενοί από τη σωτήρια διδασκαλία» (τ. 19Δ, σ. 415).
«Ως που να χτυπήσει το σήμαντρο. Τότε μαζί με όλους πήγαινε στη σύναξη και στάσου στον ναό γεμάτος τρόμο, σαν να βρίσκεσαι στον ουρανό μαζί με τους αγγέλους, θεωρώντας τον εαυτό σου ανάξιο να παραβρίσκεται ακόμα κι εκεί μαζί με τους αδελφούς. Κι ενώ στέκεσαι, πρόσεχε τον εαυτό σου, ώστε να μη κοιτάζεις εδώ κι εκεί και περιεργάζεσαι τους αδελφούς, πώς δηλαδή στέκεται ο καθένας ή πώς ψάλλει, αλλά πρόσεχε μόνον τον εαυτό σου, την ψαλμωδία και τις αμαρτίες σου. Να θυμάσαι επίσης και την προσευχή μέσα στο κελί, μη σκεφθείς μέσα στη σύναξη απολύτως κανένα αργό λόγο και μη βγεις από εκεί πριν από την τελευταία προσευχή» (τ.19Δ, σ. 427).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)