«Το να μη επιθυμούμε κάποιο από τα τερπνά και ηδονικά του κόσμου δεν ισούται με το να ποθούμε τα αιώνια και αόρατα αγαθά· άλλο είναι τούτο και άλλο εκείνο. Τα πρώτα λοιπόν καταφρόνησαν πολλοί, τα δεύτερα όμως λίγοι άνθρωποι φρόντισαν. Το να αποστρέφεται κανείς και να μη ζητεί την δόξα των ανθρώπων δεν είναι το ίδιο με το να συνάπτεται στην δόξα του Θεού, αλλ’ υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους· διότι την πρώτη πολλοί απώθησαν, αν και κυριεύθηκαν από αλλά πάθη, την δεύτερη όμως πολύ ολίγοι αξιώθηκαν να λάβουν με πολύν κόπο και πόνο» (τ. 19Α, σ. 449).
«Δεν είναι το ίδιο το να ενθυμείται κανείς τον Θεό και το ν’ αγαπά τον Θεό· ούτε το ίδιο το να φοβήται αυτόν και το να τηρεί τις εντολές του· διότι άλλο είναι αυτά και άλλο εκείνα, και τα δύο όμως αρμόζουν στους τελείους και απαθείς» (τ. 19Α, σ. 451).
«Όταν κατόπιν πολλών κόπων και ιδρώτων φθάσεις επάνω από την μικρότητα του σώματος και απαλλαγής από τις ανάγκες του, το περιφέρεις ελαφρό και σαν πνευματικό, μη αισθανόμενο ούτε κόπο ούτε πείνα ούτε δίψα, οπότε βλέπεις τον υπεράνω του νου καλύτερα από καθρέπτη και με ανοιγμένους τους οφθαλμούς από τα δάκρυα βλέπεις αυτόν που κανείς δεν έχει ιδεί ποτέ και καθώς η ψυχή σου δαγκώνεται από τον έρωτα εκείνου, τονίζεις θρήνο ανάμικτο με δάκρυα· τότε να μνημονεύεις και να υπερεύχεσαι και για εμένα τον ταπεινό, διότι έχεις αποκτήσει συνάφεια με τον Θεό και παρρησία ακαταίσχυντη προς αυτόν» (τ. 19Α, σ. 455).
«Eπειδή έκρινες να μη σωζόμαστε με βία αλλά με αυτοπροαίρετη γνώμη, επέτρεψες να τιμηθώ και εγώ με το αυτεξούσιο και να επιδεικνύω αυτοπροαίρετη την προς εσέ αγάπη μου από την φύλαξη των εντολών σου, εγώ δε ο αγνώμων και καταφρονητής, σαν ίππος που απολύθηκε από τα δεσμά, τόσο υπολόγισα την αξία της αυτεξουσιότητος, ώστε αποσκιρτώντας από την κυριαρχία ερρίφθηκα στον κρημνό» (τ. 19Α, σ. 569).
«Συμβαίνει λοιπόν ό,τι με ένα βασιλέα, εύσπλαχνο και φιλάνθρωπο. Όταν δει ένα δούλο του, που αιχμαλωτίσθηκε εκουσίως από κάποιον τύραννο και τοποθετήθηκε να δουλεύει στον πηλό, στην πλινθοποιΐα και στον βόρβορο, να κακοπαθαίνει ανελέητα και να υπηρετεί τις ακάθαρτες επιθυμίες εκείνου του πονηρού τυράννου, πηγαίνοντας ο ίδιος τον αρπάζει και τον καθιστά ελεύθερο από εκείνη την αισχρή και μοχθηρή υπηρεσία, και αφού τον οδηγήσει στο ανάκτορο τον αποκαθιστά, χωρίς να τον κατηγορήσει καθόλου για τίποτε. Έτσι, ο δούλος εκείνος, απαλλαγμένος από τόσα και τέτοια ανιαρά πράγματα, με την εύνοια προς τον δεσπότη του, φιλοτιμείται να φανεί σπουδαιότερος στις εντολές του δεσπότη του από τους συνδούλους του που δεν αιχμαλωτίσθηκαν, για να επιδείξει μεγαλύτερη και θερμότερη την αγάπη του προς αυτόν, ενθυμούμενος διαρκώς από πόσα κακά απαλλάχθηκε υπ’ αυτού· έτσι λοιπόν μου φαίνεται ότι συμβαίνει και μ’ εκείνον που απόλαυσε την βοήθεια του Θεού, όπως και λέχθηκε. Και όπως ακριβώς ο βασιλεύς εκείνος βλέποντας τον δούλο εκείνο να εκπληρώνει τα θελήματά του προθύμως και με κάθε ταπείνωση, παρόλο που δεν έχει ανάγκη της υπηρεσίας του, εφ’ όσον έχει αναρίθμητα πλήθη υπηρετών, όμως από ευγνωμοσύνη θα επιδείξει αμέτρητη την αγάπη προς αυτόν, έτσι σκέψου και για τα προαναφερόμενα στο Θεό. Πράγματι, ούτε εκείνος που απήλαυσε την ελευθερία του Πνεύματος από τον Θεό θα σταματήσει ποτέ να πραγματοποιεί το θέλημα του Θεού πάλι και πάλι και όλο περισσότερο, και με θερμότερη προθυμία, ούτε ο αιώνιος βασιλεύς και Θεός θα του στερήσει τα αγαθά της αιώνιας ζωής, αντί να του τα χορηγήσει με απλοχεριά, και τόσο περισσότερο, όσο τον βλέπει να επιτείνει καθημερινά την υπηρεσία του προς αυτόν» (τ. 19Β, σελ. 373-375).
«Ας φροντίσουμε να εύρομε αυτόν, τον παντού παρόντα, και, αφού τον εύρομε, να τον κρατήσουμε, πέφτοντας στα πόδια του, και να τα ασπασθούμε με θέρμη ψυχής. Ναι, παρακαλώ, ας φροντίσουμε όσο ζούμε ακόμη να τον ιδούμε και να τον θεωρήσομε. Διότι, αν αξιωθούμε να τον ιδούμε εδώ αισθητώς, δεν θα πεθάνουμε, δεν θα μας κυριεύσει θάνατος. Μη περιμένουμε δηλαδή να τον ιδούμε στο μέλλον, αλλά ν’ αγωνισθούμε να τον ιδούμε τώρα» (τ. 19Γ, σ. 339).
«Τι θα μπορέσουμε τέλος πάντων ν’ απολογηθούμε; Ότι εγκαταλείψαμε τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου; Αλλ’ αυτά δεν τα μισήσαμε με όλη την ψυχή μας. Διότι αυτό είναι η αληθινή αναχώρηση από τον κόσμο και από τα πράγματα του κόσμου, το να μισήσεις δηλαδή μετά την φυγή σου από τον κόσμο και ν’ αποστραφείς τα του κόσμου» (τ. 19Γ, σ. 465).
«Η αγάπη του ζητουμένου (Χριστού) τον οδήγησε (τον νεαρό Συμεών) έξω από τον κόσμο και τη φύση και από όλα τα πράγματα, και τον κατεργάσθηκε όλον του Πνεύματος και φως. Και όλα αυτά αν και κατοικούσε μέσα στην πόλη και διαχειριζόταν οίκο και φρόντιζε για ελεύθερους και δούλους και έκαμνε και ενεργούσε όλα όσα αρμόζουν στον βίο» (τ. 19Δ, σ. 259).
«Για τούτο με πληγώνει η αγάπη εκείνου· και να τον δω αφού αδυνατώ μέσα η ψυχή μου λιώνει, φλόγες το νου και την καρδιά μου πυρπολούν, στενάζω. Τη φλόγα μου εδώ κι εκεί την πάω αναζητώντας, μα της ψυχής μου πουθενά τον εραστή δεν βρίσκω, και πάντα βλέπω ολόγυρα να δω τον ποθητό μου, μ’ αυτόν ως είναι αόρατος καθόλου δεν τον βλέπω, κι όταν χωρίς ελπίδα πια το θρήνο μου αρχινίσω, ο που τα πάντα καθορά με βλέπει και τον βλέπω. Θάμασμα και κατάπληξη από την ομορφιά του με πιάνει όπως ανοίγοντας τα ουράνια ο κτίστης σκύβει σ’ εμένα, την ανέκφραστη δόξα σου δείχνοντας μου·… Σκέφτομαι εγώ κι εκείνος είναι εντός μου, στη δόλια μου καρδιά αστραποβολώντας, με φως του τυλίγοντάς με μ’ αίγλη αθάνατη· με τις ακτίνες του όλα μου φωτίζονται τα μέλη, όλος, περιπλεγμένος πάνω μου με πνίγει στα φιλιά του και στον ανάξιο εμένα ακέριος παραδίνεται· στην ομορφιά και στην αγάπη του βυθίζομαι και πλημμυρίζω από ηδονή και θεία γλυκύτητα. Το φως του κοινωνώ, τη δόξα του μετέχω, ίδια το πρόσωπό μου λάμπει με του ποθητού μου και φως όλα τα μέλη μου ακτινοβολούνε. Και να ’με εγώ και γίνομαι πιο ωραίος απ’ τους ωραίους, πιο πλούσιος απ’ τους πλούσιους κι από τους δυνατούς είμαι απ’ όλους δυνατότερος, κι από τους βασιλιάδες τρανότερος, κι απ’ όσα βλέπονται πιο απ’ όλα τιμημένος, όχι απ’ τη γη μονάχα και τα γήινα παρά και τ’ ουρανού κι όλα τα ουράνια, όπως κρατώ τον πλάστη όλων» (τ.19Ε, σ. 165-7).
«Σ’ όλους ομολογώ πως σ’ έχω Θεό μου, αλλά με τα έργα μου σ’ αρνούμαι όλη τη μέρα» (19Ε,83)
«Δεν αγαπώ όσο θέλω, και λογιάζω πως καθόλου έρωτα Θεού δεν έχω» (τ.19ΣΤ, σ. 55,στιχ. 322-324).
«Ότι σ’ αγαπώ το ξέρεις και σ’ αναζητώ απ’ τα βάθη της ψυχής μου. Δείξου, ως είπες, και σ’ εμένα φανερώσου. Σαν αληθινό σε ξέρω και το ψέμα δε γνωρίζεις, όσους σ’ αγαπούν, σαν φίλους αγαπάς κι έχεις μαζί σου» (τ.19ΣΤ, σ. 351, στι.24-31).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)
«Ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζει το ταξίδι του (για μοναχός), επειδή δεν κατόρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του (να γίνει μοναχός), αν και κίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής· "Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ημερών μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακριά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε οποίον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι' αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου". Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, "μου είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήσει ή αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο". Αυτά είπε και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ , χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίσει για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι» (τ. 19, σ. 51-53).
«Σε τέτοια αγάπη Θεού επρόκοψε μαζί με τους άλλους μαθητές εκείνου και αυτός ο Ιερόθεος, ώστε, όταν διάβαζε καμιά φορά βιβλίο, σ’ όποιο χωρίο ευρισκόταν γραμμένο το όνομα Θεός ή Χριστός ή Ιησούς, τοποθετούσε πάνω στο θείο όνομα το δεξί του μάτι, έπειτα το άλλο, και έκλαιγε τόσο, έως ότου γέμιζε δάκρυα και το βιβλίο και τον κόλπο του. Τέτοιων αγρών γεωργός ήταν ο τρισμακάριστος και μεγάλος πατήρ μου Συμεών και τέτοιους μαθητές απέκτησε» (τ. 19Α, σ. 131).
«Η κατανοητώς και αντιληπτώς γινομένη ενοίκησις της τρισυπόστατης θεότητος στους τελείους δεν είναι πλήρωσις πόθου, αλλά μάλλον αρχή και αιτία σφοδροτέρου και μεγαλυτέρου πόθου. Διότι έκτοτε δεν αφήνει τον υποδεξάμενο αυτήν να ηρεμεί, αλλά τον ωθεί, σαν να καίγεται πάντοτε από φωτιά και να πυρώνεται, προς την φλόγα θειοτέρου πόθου. Διότι ο νους, μη μπορώντας να εύρη όρια και τέλος του ποθουμένου, δεν μπορεί να δώση ούτε μέτρα στον πόθο και την αγάπη αλλά βιαζόμενος να φθάση στο ατελείωτο τέλος και να το πιάση, περιφέρει μέσα του διαπαντός τον πόθο ατελείωτο και την αγάπη απλήρωτη. Όποιος έφθασε σ’ αυτό το σημείο δεν νομίζει ότι έχει εύρει μέσα του αρχή πόθου ή αγάπης του Θεού, αλλά φέρεται σαν να μη αγαπά τον Θεό, αφού δεν κατόρθωσε να καταλάβη το πλήρωμα της αγάπης. Για τούτο, θεωρώντας τον εαυτό του ως τον τελευταίο από τους φοβουμένους τον Θεό, θεωρεί εαυτόν από όλην του την ψυχή ανάξιο της σωτηρίας μαζί με τους πιστούς»(τ. 19Α, σελ. 395-7).
«Τότε μ’ έφερες έξω του κόσμου (νομίζω ότι μπορώ να ειπώ και του σώματος, αλλά δεν μου επέτρεψες να το γνωρίσω ακριβώς τούτο), με υπεραύγασες λοιπόν και κατά τα φαινόμενα μου εμφανίσθηκες όλος σε όλον, ενώ έβλεπα καλά. Όταν δε είπα, "ω Δέσποτα, ποιος είσαι λοιπόν;", τότε για πρώτη φορά με αξίωσες φωνής τον άσωτο και μου μίλησες έτσι γλυκά, καθώς σηκωνόμουν θαμβωμένος και έντρομος και προσπαθούσα κάπως να καταλάβω λέγοντας "Τι θέλει άραγε αυτή η δόξα και το μεγαλείο αυτής της λαμπρότητος; Πώς δε ή από που αξιώθηκα εγώ τέτοιων αγαθών;". "Εγώ, λέγει, είμαι ο Θεός που έγινα άνθρωπος για σένα κι’ επειδή με επεζήτησες με όλη σου την ψυχή, ιδού από τώρα θα είσαι αδελφός μου και συγκληρονόμος μου και φίλος μου". Κατάπληκτος λοιπόν εγώ από αυτά, με φοβισμένη την ψυχή και παραλυμένη την δύναμι, ανταπήντησα, "και ποιος είμαι εγώ ή τι έπραξα ο άθλιος, Δέσποτα, και ταλαίπωρος, για να με καταστήσης τέτοιων αγαθών άξιο και να με κάνεις τέτοιας δόξης συμμέτοχο και συγκληρονόμο;". Ενώ δε σκεπτόμουν ότι η δόξα αυτή και χαρά είναι υπεράνω του νου, εσύ ο Δεσπότης πάλι, που διαλέγεσαι σαν φίλος με φίλο δια του μέσα μου λαλούντος Πνεύματος, μου είπες "Αυτά σου τα δώρισα για μόνη την πρόθεση και προαίρεση και πίστη σου και ακόμη θα σου δωρίσω. Διότι τι άλλο έχεις ή είχες ποτέ δικό σου, αφού δημιουργήθηκες γυμνός από εμέ, ώστε παίρνοντας εκείνο να σου δώσω για εκείνα αυτά; Eάν δεν λυθής από την σάρκα δεν θα δεις το τέλειο ούτε θα μπορέσεις να το απολαύσεις ολόκληρο καλώς". Eνώ δε εγώ είπα, "Και τι είναι μεγαλύτερο ή λαμπρότερο από αυτό; Σ’ εμένα πλέον αρκεί να είμαι έτσι και μετά θάνατον", απάντησες, "πόσο μικρόψυχος είσαι που αρκείσαι σ’ αυτά τα λίγα! Πραγματικά αυτά, συγκρινόμενα με τα μέλλοντα, είναι σαν ουρανός ζωγραφισμένος σε χάρτη και κρατούμενος στο χέρι· διότι όσο απέχει αυτός από τον αληθινό ουρανό, τόσο ασυγκρίτως ανώτερη από την σήμερα βλεπομένη θα σου αποκαλυφθεί η μέλλουσα δόξα". Αφού είπες αυτά, σιώπησες και λίγο λίγο κρύφθηκες από τα μάτια μου, ο γλυκύς και καλός Δεσπότης, είτε διότι εγώ απομακρύνθηκα από εσέ είτε διότι έφυγες εσύ από εμέ, δεν γνωρίζω. Τότε λοιπόν επέστρεψα πάλι εντελώς στον εαυτό μου, νομίζοντας ότι από κάπου ήλθα, και εισήλθα στο προηγούμενο σκήνωμά μου. Έτσι, ενθυμούμενος το κάλλος της δόξης και των λόγων σου, περιπατώντας, καθήμενος, τρώγοντας, πίνοντας και προσευχόμενος, έκλαιγα και περνούσα με ανέκφραστη χαρά, αφού γνώρισα εσέ, τον ποιητή των όλων. Πώς να μη χαιρόμουν δε; Εν τούτοις πάλι λυπούμενος και ποθώντας πάλι να σε δω έτσι, όταν επήγα κάποτε ν’ ασπασθώ την άχραντη εικόνα της Μητρός σου και προσκύνησα σ’ αυτήν, εσύ, προτού σηκωθώ, μου εμφανίσθηκες μέσα στην ταλαίπωρη καρδιά μου, σαν να την κατέστησες φως, και τότε γνώρισα ότι σε έχω μέσα μου συνειδητώς. Από τότε λοιπόν δεν σε αγαπούσα από την ενθύμησή σου και των ιδικών σου, αλλά πίστευσα ότι έχω αληθινά μέσα μου εσέ, την ενυπόστατη αγάπη. Διότι η πραγματική αγάπη είσαι εσύ, ο Θεός» (τ. 19Α, σελ. 583-7).
«Έτσι λοιπόν, πιστεύοντας ολόψυχα και μετανοώντας θερμά, συλλαμβάνουμε, όπως ειπώθηκε, στις καρδιές μας τον Λόγο του Θεού, όπως η Παρθένος, με το να διατηρούμε δηλαδή τις ψυχές μας παρθένες και αγνές. Κι όπως εκείνη, επειδή ήταν υπεράμωμη, δεν την έφλεξε το πυρ της θεότητας, έτσι ούτε εμάς μας καταφλέγει, όταν διατηρούμε αγνές και καθαρές τις καρδιές αλλά γίνεται δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και αθάνατης ζωής, που ρέει μέσα μας» (τ. 19Β, σ. 177).
«Στην αγάπη αυτή δεν μπορεί να εγγίσει ποτέ κανένας άνθρωπος, αν δεν καθαρίσει πρωτύτερα την καρδιά του με μετάνοια και άφθονα δάκρυα, και δεν προχωρήσει στο βυθό της ταπεινοφροσύνης και δεν εγκυμονήσει το πανάγιο Πνεύμα» (τ. 19Γ, σ. 75).
«Όσοι ομολογούν ότι ο Χριστός είναι Θεός, αλλά δεν φυλάσσουν τις εντολές του, δεν θα θεωρηθούν μόνο ως αρνητές, αλλά και ως ατιμαστές του κι’ όχι μόνον αυτό, αλλά και θα κατακριθούν με δίκη περισσότερο από εκείνους που περιτέμνουν τα σώματά τους, ως ακρωτηριάζοντες τις εντολές του Θεού. Διότι εκείνος που ατιμάζει τον πατέρα, πώς θα θεωρηθεί υιός; Eκείνος που χωρίζεται από το φως, πώς θα διαμείνει σ’ αυτό σαν σε ημέρα; Με κανένα τρόπο, αδελφοί. Αν όμως λέγει κάποιος ότι "Κανείς δεν μπορεί να τηρήσει όλες τις εντολές", να γνωρίζει ότι διαβάλλει τον Θεό και τον κατακρίνει ότι μας διέταξε πράγματα αδύνατα. Αυτός δεν θ’ αποφύγει το αναπόφευκτο της δίκης, αλλά θα κατακριθεί…» (τ. 19Γ, σ. 127).
«Αυτός που αγανακτεί για την συνήθη σύναξη και στενοχωρείται και παραλύουν τα μέλη του για το μάκρος των ψαλλομένων ύμνων, αυτός στ’ αλήθεια δεν γνώρισε πόσο γλυκά είναι τα λόγια του Θεού στον λάρυγγα αυτών που τον αγαπούν, και ανώτερα από μελισσόκερο στο στόμα αυτών που τον αναγνωρίζουν. Αλλ’ επειδή είναι όλος σάρκα και έχει σαρκικό φρόνημα και ακόμη πιο σάρκινη την αίσθηση, δεν μπορεί κατά πνευματικό τρόπο να γεύεται αυτά που για δική μας ευεργεσία μας δόθηκαν από τον Θεό, αλλ’ όλα όσα είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού του φαίνονται πικρά και δεν γνωρίζει το, "γευθείτε και δείτε ότι είναι αγαθός ο Κύριος"» (τ.19Γ, σελ. 341-3).
«Να προσέχει λοιπόν ο καθένας στην ανάγνωση. Διότι οι λόγοι των αγίων είναι λόγοι του Θεού και όχι ανθρώπων. Να βάλει αυτούς τους λόγους μέσα στην καρδιά του και να τους τηρεί ασφαλώς, επειδή οι λόγοι του Θεού είναι λόγοι ζωής και αυτός που τους έχει μέσα του και τους φυλάσσει, έχει ζωή αιώνια. Όταν κάθεστε σε πολυτελή τράπεζα συχνά, δεν νομίζω ποτέ κανείς σας από αδιαφορία να νύσταξε τελείως και να μη έλαβε όχι μόνο όσα του αρκούσαν, αλλά πιστεύω ότι απήλθε παίρνοντας με ζήλο τροφές και για την αυριανή ημέρα και ότι προθυμοποιήθηκε να δώσει αυτές σε φίλους ή φτωχούς. Όπου όμως προσφέρονται λόγοι ζωής που κάνουν αθάνατους τους τρεφόμενους από αυτούς, πες μου, επιτρέπεται σε κανένα να κοιμάται και να ραθυμεί ή να νυστάζει και να ροχαλίζει σαν ζωντανός νεκρός; Πω-πω ζημιά! Πω-πω αναισθησία και νωθρότητα! Αυτός που κάθεται σε τράπεζα και δεν έχει όρεξη για τα προσφερόμενα, είναι φανερό ότι στερείται τη φυσική του υγεία. Έτσι και αυτός που ακούει θεία ανάγνωση και δεν εντρυφά με άφατη ευχαρίστηση ψυχικώς και με άυλη όρεξη αΰλως τα άυλα και θεία λόγια, και δεν γεμίζει από τη γλυκύτητά τους νοερώς όλες τις αισθήσεις του, είναι ασθενής στην πίστη και τελείως άγευστος από τις πνευματικές δωρεές, δηλαδή λειώνει από πείνα και δίψα, αν και βρίσκεται μέσα σε πολλά αγαθά. Όπως δηλαδή ο νεκρός, που, ενώ περιβρέχεται με νερό, δεν το αισθάνεται, έτσι και αυτός, ενώ περιλούεται από τα ζωηρά και θεία νάματα του λόγου, δεν τα αισθάνεται» (τ. 19Δ, σ. 85).
«Αφού λοιπόν πληγώθηκε με την αγάπη αυτού και την επιθυμία, ζητούσε με ελπίδα το πρώτο και μη φαινόμενο κάλλος… Όταν λοιπόν η συνείδηση του έλεγε, "Κάνε οπωσδήποτε και άλλες μετάνοιες και πρόσθεσε και άλλους ψαλμούς, και λέγε περισσότερο το ‘Κύριε, ελέησον’, διότι μπορείς", υπάκουε σ’ αυτήν με προθυμία και χωρίς δισταγμό, σαν να λεγόταν αυτό από τον ίδιο τον Θεό· έτσι τα έκαμνε όλα. Και από τότε δεν κοιμήθηκε ποτέ με τη συνείδηση να τον ελέγχει και να του λέγει ‘Γιατί δεν το έκανες αυτό;’ Ακολουθώντας λοιπόν αυτήν χωρίς παράλειψη και ενώ εκείνη ημέρα με την ημέρα πρόσθετε και αλλά λόγια, σε λίγες ημέρες αυξήθηκε πολύ η εσπερινή ακολουθία. Την ημέρα βέβαια φρόντιζε την οικία κάποιου πατρικίου και μετέβαινε καθημερινά στο παλάτι, μεριμνώντας για όσα αρμόζουν στον βίο, και για το λόγο αυτό δεν γίνονταν φανερά τα πραττόμενα σε κανένα άνθρωπο. Γι’ αυτό κάθε εσπέρα χύνονταν δάκρυα από τα μάτια του και έκαμνε συχνότερα γονυκλισίες πέφτοντας με το πρόσωπο στη γη, έχοντας κολλημένα και αμετακίνητα τα πόδια του μεταξύ τους σε στάση, και διάβαζε ευχές προς την Θεοτόκο με πόνο, με δάκρυα και στεναγμούς και, σαν να ήταν παρών ο Κύριος σωματικώς, έτσι έπεφτε στα άχραντα πόδια του και ζητούσε ως τυφλός να ελεηθεί και ν’ αναβλέψει ψυχικά. Και ενώ η προσευχή αυξανόταν κάθε εσπέρα, διαρκούσε μέχρι το μεσονύκτιο, χωρίς καθόλου να κυριεύεται από χαύνωση ή αδιαφορία κατά την ώρα της προσευχής» (τ. 19Δ, σ. 253).
«Όλα αυτά τα πιστεύομε πραγματικά μόνο με τον λόγο, ενώ με τα έργα τα αρνούμαστε. Δεν διακηρύσσεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις, στις κωμοπόλεις, στα κοινόβια και στα όρη; Αναζήτησε, εάν θέλεις, και ερεύνησε με προσοχή, εάν τηρούν τις εντολές του. Και μόλις θα μπορέσεις, πράγματι, να βρεις μέσα στις χιλιάδες και μυριάδες έναν να είναι Χριστιανός με έργα και λόγια. Δεν είπε ο Κύριός μας και Θεός με το άγιο Ευαγγέλιο, "όποιος πίστεψε σε εμένα, τα έργα που κάμνω εγώ θα τα κάνει και εκείνος, αλλά και περισσότερα από αυτά θα κάνει"; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει, "Εγώ κάμνω έργα του Χριστού και πιστεύω ορθώς στον Χριστό"; Δεν βλέπετε, αδελφοί, ότι πρόκειται να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και θα υποστούμε χειρότερη τιμωρία από εκείνη που θα υποστούν εκείνοι που δεν γνώρισαν καθόλου τον Κύριο;» (τ. 19Δ, σελ. 263-265).
«Κλεισμένο μέσα στο κελλί μου αφήστε με μονάχο, με το μόνο φιλάνθρωπο Θεόν αφήσετέ με, κάνετε πέρα, μακριά, μονάχο αφήσετέ με, για να πεθάνω εμπρός στο Θεό που μ’ έχει πλαστουργήσει. Την πόρτα ας μη χτυπήσει μου κανείς, ας μη φωνάξει, κανείς να μη μ’ επισκεφτεί από συγγενείς ή φίλους, κανείς το νου μου ελκύοντας ας μην τον αποσπάσει απ’ του Δεσπότη του καλού κι ωραίου τη θεωρία, ας μη μου φέρει φαγητό μήτε νερό κανένας! Μου φτάνει εμένα ο θάνατος με το Θεό κοντά μου, Θεό που είναι ελεήμονας και φίλος των ανθρώπων, οπού κατέβηκε στη γη αμαρτωλούς να σώσει και στη ζωή τη θεϊκή μαζί του να τους πάρει. Δε θέλω πια άλλο να θωρώ το φως αυτού του κόσμου, ούτε τον ήλιο ακόμα αυτόν μα κι όσα είναι του κόσμου, γιατί τον Κύριό μου θωρώ, το βασιλιά μου βλέπω» (τ. 19ΣΤ, σ. 19, στιχ. 1-16).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)