Μας διηγήθηκε ο οσιότατος Διονύσιος, ο πρεσβύτερος και σκευοφύλακας της αγιότατης Εκκλησίας των Ασκαλωνιτών, για τον αββά Ιωάννη τον αναχωρητή ότι υπήρξε πραγματικά μέγας άνθρωπος κατά Θεόν στη σημερινή γενιά· και για να δείξει την προς Θεόν ευαρέστησή του, διηγιόταν τούτο το θαύμα που συνέβαινε σ’ αυτόν: «Ο γέροντας», λέει, «ησύχαζε στα μέρη του χωριού Σοχούς, είκοσι σχεδόν μίλια από τα Ιεροσόλυμα. Είχε δε ο γέροντας στο σπήλαιό του μια εικόνα της Παναγίας αχράντου Δεσποίνης ημών και αειπάρθενου Μαρίας να κρατά στην αγκαλιά το Θεό μας. Κάθε φορά λοιπόν που ήθελε να πάει σε κάποιο τόπο, ή σε μακρινές ερήμους ή στα Ιεροσόλυμα, για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τους αγίους Τόπους, ή και στο όρος Σινά, για να προσκυνήσει, και σε ναούς μαρτύρων που απείχαν από τα Ιεροσόλυμα μεγάλη και μακρινή απόσταση -ήταν φιλομάρτυρας ο γέροντας και τώρα μεν πήγαινε στον άγιο Ιωάννη στην Έφεσο, έπειτα στον άγιο Θεόδωρο στα Ευχάιτα, και πριν λίγο μεν στη χώρα των Ισαύρων, στην αγία Θέκλα στη Σελεύκεια, τώρα δε στον άγιο Σέργιο στο Σάφας· και τη μια φορά προς αυτόν, την άλλη δε προς εκείνον τον άγιο πορευόταν ετοίμαζε λοιπόν την καντήλα και την άναβε, όπως είχαν συνήθεια. Έπειτα έστεκε σε προσευχή και ικέτευε το Θεό να κατευθύνει την πορεία του κι έλεγε στη Δέσποινα προσβλέποντας την εικόνα της:
«Αγία Δέσποινα Θεοτόκε, επειδή πρόκειται να βαδίσω μεγάλο δρόμο, που έχει πολλών ημερών απόσταση, φρόντισε την καντήλα σου κι αν πάει να σβήσει, φύλαξέ την, κατά τη διάθεσή μου, επειδή εγώ φεύγω έχοντας τη βοήθειά σου συνοδοιπόρο».
Και λέγοντας αυτά μπροστά στην εικόνα, έφευγε. Έκανε λοιπόν την προγραμματισμένη πορεία και επέστρεφε πότε σε ένα μήνα, πότε σε δύο και τρεις, καμιά φορά και σε πέντε κι έξι κι έβρισκε την καντήλα περιποιημένη κι αναμμένη όπως ακριβώς την άφησε φεύγοντας για την πορεία και ποτέ δεν την είδε σβησμένη από μόνη της, ούτε όταν σηκωνόταν από τον ύπνο ούτε όταν επέστρεφε από ταξίδι ούτε όταν ερχόταν από την έρημο στο σπήλαιο».
(Ιωαν. Μόσχου, «Λειμωνάριον», εκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)