«Είναι αδύνατο και την σάρκα να γεμίζης με χορταστικά φαγητά και πνευματικά να απολαύσεις της νοεράς και θείας καλωσύνης. Διότι όσο θεραπεύσει κανείς την κοιλιά, τόσο θα στερήση τον εαυτό του εκείνης της καλωσύνης· όσο δε βασανίση το σώμα, άλλο τόσο θα χορτάση πνευματική τροφή και παρηγοριά» (τ. 19Α, σ. 417).
«Όποιος κυοφορεί τον φόβο του θανάτου βδελύσσεται κάθε βρώση και πόση και ωραίο ένδυμα, και δεν τρώγει άρτο, δεν πίνει ύδωρ ηδονικά· προσφέρει δε στο σώμα τα αναγκαία, όσα μόνο αρκούν για την συντήρηση. Απαρνείται κάθε δικό του θέλημα» (τ. 19Α, σ. 483).
«Νηστεύουμε; Ασφαλώς για να περιστείλουμε τις κινήσεις της σάρκας και να καταστήσουμε μαλακότερη την καρδιά» (τ. 19Γ, σ. 33).
«Αυτός που επιθυμεί πολλά και πολυτελή φαγώσιμα είναι γαστρίμαργος, έστω και αν λόγω της πτωχείας τρέφεται μόνο με άρτο και ύδωρ» (τ. 19Γ, σ. 355).
«Ο πονηρός, που πάντοτε φθονεί τα καλά, εισέρχεται στον κάθε πιστό χωρίς να γίνεται αισθητός, και έτσι, καταδεσμεύοντάς τον αοράτως με τη ραθυμία και αδιαφορία, τον πείθει ν’ απορρίψει από πάνω του με περιφρόνηση τον σωτηριώδη ζυγό της νηστείας και να επανέλθει στην προηγουμένη συνήθεια. Για το λόγο αυτό σήμερα υπενθυμίζω και παρακαλώ την αγάπη σας… να μη υπακούσει καθόλου στον κακοήθη, ούτε ν’ απαχθεί με την πονηρή συνήθεια της αχόρταγης γαστριμαργίας, ούτε να επιστρέψει προς την παλιά και χρόνια εκπλήρωση των πονηρών επιθυμιών, αλλά να τιμήσουμε και τη δεύτερη αυτή εβδομάδα των νηστειών όπως και την πρώτη, και κατά τον ίδιο τρόπο και τις λοιπές… Να μνημονεύει ο καθένας σας την ωφέλεια από τη νηστεία και ποιες δωρεές απόλαυσε από τον Θεό στις λίγες αυτές ημέρες και να γίνεται προθυμότερος στο μέλλον. Διότι αυτή η ιατρός των ψυχών μας έχει τη συνήθεια, σε άλλον να περιορίζει τις πυρώσεις και τις κινήσεις της σάρκας, σε άλλον να μαλακώνει το θυμό, σε άλλον ν’ αποδιώκει τον ύπνο, σε άλλον να ξυπνάει την προθυμία, σε άλλον να καθαρίζει το νου και να τον καθιστά ελεύθερο από πονηρούς λογισμούς, σε άλλον να δαμάζει την αδάμαστη γλώσσα και να την κατευθύνει με το φόβο του Θεού σαν χαλινάρι και να μη την αφήνει καθόλου να προφέρει λόγους αργούς ή κακούς. Σε άλλον σκεπάζει αφανώς και σταματά τους περιπλανώμενους οφθαλμούς και δεν τους αφήνει να περιφέρονται με περιέργεια εδώ και εκεί, αλλ’ ετοιμάζει τον καθένα να παρατηρεί τον εαυτό του και τον διδάσκει να θυμάται τα δικά του αμαρτήματα και ελαττώματα. Η νηστεία σιγά σιγά αραιώνει και διώχνει το νοητό σκότος και κάλυμμα της αμαρτίας που απλώνεται πάνω στην ψυχή, όπως ακριβώς ο ήλιος την ομίχλη. Η νηστεία μας κάνει ικανούς να βλέπουμε νοερώς τον πνευματικό αέρα μέσα μας, όπου δεν ανατέλλει, αλλά μόνιμα λάμπει ο άδυτος ήλιος Χριστός ο Θεός μας. Η νηστεία, λαμβάνοντας συνεργό την αγρυπνία και εισερχόμενη μέσα μας, μαλακώνει τη σκληράδα της καρδιάς και κάμνει να αναβλύζουν πηγές κατανύξεως αντί της μέχρι τότε κραιπάλης, πράγμα το οποίο, παρακαλώ, αδελφοί, να φροντίσουμε ο καθένας μας να γίνει και σε μας… χωρίς νηστεία από κανένα δεν κατέστη ποτέ δυνατό να επιτευχθεί κάτι ούτε απ’ αυτά ούτε από τις άλλες αρετές. Διότι η νηστεία είναι αρχή και θεμέλιο κάθε πνευματικής εργασίας. Όσα λοιπόν οικοδομήσεις πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο, γίνονται άπτωτα και ακατάλυτα, επειδή είναι κτισμένα πάνω σε στερεά πέτρα. Εάν όμως σηκώσεις αυτό το θεμέλιο και στη θέση του βάλεις τον κορεσμό της γαστέρας και τις άτοπες επιθυμίες, αυτά παρασύρονται σαν άμμος από τους πονηρούς λογισμούς και το ποτάμι των παθών και καταστρέφεται όλη η οικοδομή των αρετών… τρώγοντας, χωρίς να το καταλάβει, γίνεται τροφή του πονηρού. Διότι η νηστεία είναι νόμος θείος και αυτούς που τολμούν να τον παραβαίνουν ο διάβολος τους παραλαβαίνει και τους μαστιγώνει σαν δήμιος, αν και όχι αμέσως ούτε την ίδια ώρα, επειδή ο Θεός μας δείχνει μακροθυμία και περιμένει τη μετάνοιά μας» (τ. 19Δ, σελ. 77,79,81).
«Διότι γνωρίζετε ότι, αφού πέρασε η πρώτη εβδομάδα, εκείνοι νομίζουν ότι διήλθε όλη η άγια Τεσσαρακοστή. Και όχι μόνο το πιστεύουν αυτό, αλλά και το λένε φανερά μεταξύ τους και προς όλους. Για εμάς όμως, αδελφοί μου, υπάρχει φόβος, και μάλιστα ο μεγαλύτερος φόβος, μήπως εκλάβομε και εμείς τα πράγματα όπως αυτοί και συμφωνήσουμε μεταξύ μας και φανούμε αρνητές της υποσχέσεώς μας… Παρακαλώ, μη λησμονήσετε την παθοκτόνο νηστεία, την καθαρτική εγκράτεια» (τ. 19Δ,σελ. 93-5,99).
«(Μιλά ο Πνευματικός του στον όσιο Συμεών)· Να γνωρίζεις, τέκνο, ότι ούτε με τη νηστεία, ούτε με την αγρυπνία, ούτε με σωματικό κόπο, ούτε με κάποια άλλη από τις δεξιές πράξεις χαίρεται, και εμφανίζεται ο Θεός, παρά μόνο στην ταπεινή και απερίεργη και αγαθή ψυχή και καρδιά. Όταν λοιπόν εγώ άκουσα αυτά, θαύμασα για το λόγο και την συμβουλή του αγίου, και φλεγόμενος ακόμη περισσότερο και φέροντας στη μνήμη μου όλες τις αμαρτίες με την ταχύτητα του νου σαν σε ριπή, περιελουζόμουν με τα δάκρυα και πέφτοντας στα πόδια του αγίου τα κράτησα και είπα ‘Να εύχεσαι για μένα, άγιε του Θεού, να βρω έλεος μέσω σου, επειδή από όσα είπες αγαθά, τίποτε δεν μου δόθηκε, παρά μόνο πολλές αμαρτίες, τις οποίες γνωρίζεις και εσύ ο ίδιος’»(τ. 19Δ, σελ. 149-151).
«Ποιο επίσης είναι το όφελος της νηστείας, πες μου, εάν δεν συνοδεύεται από πραότητα;» (τ. 19Δ, σ. 349).
ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)
«Γι’ αυτό όταν στις αρχές της μοναχικής του ζωής έφθασε η αγία τεσσαρακοστή των νηστειών, ενώ ήταν ακόμη άπειρος της ασκήσεως, παρεκάλεσε τον Συμεών να του επιτρέψει να περάσει ολόκληρη την πρώτη εβδομάδα εντελώς άσιτος. Ο δε άγιος ήταν μεν φυσικά χαρούμενος βλέποντας την θέρμη της προθυμίας του και τον παρακινούσε προς ασκητικούς αγώνες, δεν ήθελε όμως ν’ ακολουθεί ο Αρσένιος (μαθητής του οσίου Συμεών) το ατομικό του θέλημα, αλλά μάλλον με την εκκοπή του θελήματος να κερδίσει τα μεγαλύτερα και τελειότερα. Γι’ αυτό δεν συγκατένευσε στο θέλημά του. Εκείνος όμως ήταν ένθερμος σ’ αυτό και επέμενε ζητώντας να πληρωθεί η αίτησή του και να μη εμποδισθεί από το εγχείρημα. Επειδή δε πολλές φορές του ανέκοψε την ορμή ο μακάριος, αυτός δε άλλες φορές επέμενε να ζητή να γίνη το θέλημά του, λέγει προς αυτόν "Αρσένιε, καλό και πολύ επωφελές θα ήταν να μην ακολουθής το ατομικό σου θέλημα, αλλά μάλλον να πειθαρχής στις εντολές μου· επειδή όμως κατά την κρίσι σου θεώρησες ότι σου είναι ωφέλιμο να εκτελέσης το δικό σου θέλημα, εγώ, αν και αθέλητα, σου επιτρέπω να εκτελέσης την επιθυμία σου. Κύτταξε όμως τι πρόκειται να πάθης και ποιο καρπό θα τρυγήσης από την απείθειά σου". Είπε, και όταν ήλθε η πρώτη εβδομάς ο Αρσένιος επιδόθηκε ακρίτως στους τελειοτέρους αγώνες με θερμή διάθεση, ενώ ήταν ακόμη εισαγωγικός. Όταν δε μετά την ενάτη ώρα όλοι οι άλλοι εισέρχονταν στην τράπεζα για το δείπνο, αυτός έμενε άσιτος βλέποντας το παράδειγμα του Συμεών και θέλοντας να μιμηθεί τούτον. Κατά την αγρυπνία της Τετάρτης, στεκόμενος ανάμεσα στον χορό που έψαλλε πίπτει επί της γης ύπτιος, σαν πτώμα παρακοής και υπόδειγμα στους άλλους φοβερότατο. Όπως δε το είχε προβλέψει ο άγιος και είχε παραγγείλει σ’ έναν από τους μαθητάς να έχη πρόχειρο δοχείο με οίνον και λίγον άρτο, ένευσε να τα φέρη στο μέσο της ακολουθίας του άρθρου· και όταν έγινε αυτό, πρόσταξε να σηκώσουν τον Αρσένιο και να τον θρέψουν με αυτά. Εκείνος δε αφού εγεύθηκε εσηκώθηκε γεμάτος αισχύνη, άκουσε δε από τον μακάριο τους λόγους· "εάν ήσουν σε όλα όμοιος με τους αδελφούς, Αρσένιε, δεν θα πάθαινες τίποτε ανόμοιο από αυτούς στην αγρυπνία· επειδή όμως από οίηση και απείθεια έσπευσες να επιτύχης προώρως το περισσότερο και να εξασφαλίσης το πρωτείο κατά των άλλων, δικαίως αστόχησες και στο μικρότερο". Από τότε καταλαμβάνει τον Αρσένιο όχι τυχαία μεταμέλεια, ώστε από συνείδησι της εντροπής να φθάση στο βάθος της ταπεινώσεως» (τ. 19Α, σελ. 111-113).
«Κάποτε παρουσιάσθηκαν στον μακαρίτη (όσιο Συμεών) φίλοι του. Επειδή δε ένας από αυτούς χρειαζόταν να φάγη κρέας λόγω σωματικής νόσου, και μάλιστα κρέας από περιστεράκια, παρήγγειλε ο συμπονετικός και μακάριος Συμεών να ψηθούν τα πτηνά και να προσφερθούν στον έχοντα ανάγκη. Καθώς δε έτρωγε ο ασθενής, ο Αρσένιος που καθόταν κι αυτός στην τράπεζα τον κύτταζε σκυθρωπός. Αντιλήφθηκε λοιπόν ο μακάριος την διάθεσί του αυτή και θέλοντας να τον διδάξη να προσέχει μόνο τον εαυτό του και να μη νομίζη ότι υπάρχουν φαγώσιμα που με την μετάληψή τους μιαίνουν (διότι, λέγει, "όλα είναι καθαρά για τους καθαρούς" και "δεν υπάρχει τίποτε από τα εισερχόμενα που μπορεί να μιάνη την ψυχή"), συγχρόνως δε να δείξη στους συνδαιτημόνες και το ύψος της ταπεινώσεώς του, ώστε να μάθουν ότι υπάρχουν ακόμη τέκνα υπακοής στον Θεό και αληθινοί εργάτες της αρετής, λέγει προς αυτόν· "για ποιον λόγο, Αρσένιε, δεν προσέχεις μόνο στον εαυτό σου και δεν τρώγεις σκυμμένος κάτω από τον άρτο σου, αλλά προσέχεις αυτόν που λόγω ασθενείας τρώγει κρέας; Κοπιάζεις με τους λογισμούς και νομίζεις ότι υπερβάλλεις εκείνον σ’ ευσέβεια, επειδή τρώγεις λάχανα και σπέρματα της γης και όχι σαν τους αετούς περιστέρια και πέρδικες; Δεν άκουσες τον Χριστό να λέγη ότι δεν είναι τα εισερχόμενα δια του στόματος που μιαίνουν τον άνθρωπο, αλλά τα εξερχόμενα από αυτόν, δηλαδή οι πορνείες, οι μοιχείες, οι φόνοι, οι φθόνοι, οι πλεονεξίες και τα λοιπά; Γιατί δεν είσαι συνετός; γιατί δεν βλέπεις και δεν σκέπτεσαι με γνώσι, αλλά κατέκρινες κατά διάνοια τόσο ασύνετα τον εσθίοντα, λυπούμενος τάχα την σφαγή των ορνίθων, και λησμόνησες αυτόν που είπε, ‘ο μη εσθίων να μη κρίνη τον εσθίοντα;’. Αλλά φάγε και συ από αυτά και μάθε ότι περισσότερη μίανση υπέστης από τον λογισμό παρά από την βρώσι των πτηνών". Και παίρνοντας ένα από τα πτηνά το έρριψε προς αυτόν ο άγιος παραγγέλλοντας να φάγει. Αυτός δε, καθώς ήκουσε τούτο, φοβούμενος το βάρος του επιτιμίου και γνωρίζοντας ότι η παρακοή της κρεοφαγίας είναι χειρότερη, βάλλοντας μετάνοια και ζητώντας το ‘ευλόγησε’, πήρε το πτηνό και άρχισε να το καταμασά και να το τρώγει με δάκρυα. Όταν δε ο άγιος είδε ότι είχε αρκετά εκλεπτύνει με τα δόντια την τροφή και τώρα επρόκειτο να την καταπιεί, λέγει, "αρκεί, πτύσε το τώρα διότι τώρα που άρχισες να τρώγεις και συ, όπως είσαι γαστρίμαργος, ούτε ολόκληρος ο περιστερώνας δεν μπορεί να σε χορτάση και να σου σταματήση την ορμή προς αυτό". Έτσι με το να μη αρνηθή την δοκιμή ο αοίδιμος μαθητής του μεγάλου τούτου πατρός, τήρησε την υπακοή, την οποία υποσχέθηκε ενώπιον του Θεού να φυλάξει μέχρι θανάτου» (τ. 19Α, σελ. 115-119).
«Επειδή έφαγα πολύ κι’ εβάρυνε το στομάχι μου και παρακοιμήθηκα, κυρίευσε τον νου μου το πάθος και νικήθηκα· από το άλλο μέρος πάλι, επειδή εγκρατεύθηκα σε υπερβολικό βαθμό, κατέστησα τον νου μου σκοτεινό και δυσκίνητο και έτσι περιέπεσα στο ίδιο πάθος. Μερικές φορές μάλιστα συμβαίνουν αυτά στους αγωνιζομένους και από την κρασί του αέρος, δεν ξεύρω πώς να το πω, και από την αχλυώδη παχύτητα του νοτίου ανέμου» (τ. 19Α, σ. 437).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)