[Σημείωση: Η σχέση με τον Πνευματικό, την οποία προβάλλει ο Όσιος Συμεών, αναφέρεται κυρίως στο μοναχικό βίο και δεν μπορεί να μεταφερθεί αυτούσια και στους μη μοναχούς, όμως μπορούμε να πάρουμε πολλά σπουδαία διδάγματα σχετικά με την αγάπη, την υπακοή στον Πνευματικό και τη γενικότερη σχέση μαζί του, τα οποία ισχύουν για κάθε Χριστιανό]
«[Η διάκριση του Πνευματικού του οσίου Συμεών στον χειρισμό του πόθου του νέου Συμεών]. Παρουσιάζεται (ο Συμεών) σ’ αυτόν, του γνωστοποιεί τον σκοπό (να γίνει μοναχός), ζητεί να γίνει δεκτός από αυτόν, ν’ αλλάξει από αυτήν την ώρα τον τρόπο ζωής και να συγκαταταγεί με τους μοναχούς. Εκείνος δε, όπως ήταν έμπειρος του μοναχικού βίου και των επιθέσεων του πονηρού, δεν συγκατανεύει προς το παρόν, τον αναχαιτίζει από αυτήν την ορμή, διότι ήταν ακόμη νέος και διήνυε μόλις το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του και του συνιστά να αναμείνει τον καιρό τελειοτέρας αναπτύξεως»… Καθώς λοιπόν είδε αυτήν την θεωρία (όραμα) ο θαυμάσιος Συμεών (ο νέος), άρχισε να πυρπολείται μέσα του ακόμη περισσότερο από το θείο πυρ και επέμενε να παρακαλεί τον πατέρα να τον αποκείρη (να του κάνει κουρά). Εκείνος δε, προβλέποντας ότι ο καιρός είναι ακατάλληλος, αλλά και ότι η νεανική απαλότης είναι αβεβαία για την τραχεία άσκηση, έκρινε ότι δεν έπρεπε να πράξη τούτο τότε. Όταν λοιπόν, αφού πέρασαν έξι έτη από τη φοβερή εκείνη θεωρία (όραμα)… μόλις τον είδε είπε· τώρα, τέκνο μου, είναι καιρός που πρέπει να αλλάξεις το ένδυμα και τον βίο, αν θέλεις». Ο λόγος έγινε αναμμένος άνθραξ στην καρδιά του νέου, ο οποίος είπε· «γιατί δεν το είπες αυτό νωρίτερα προς εμένα το τέκνο σου, πάτερ; Αλλά και τώρα απαρνούμαι τον κόσμο και όλα το εγκόσμια» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Α ,41,45-47)
«Εκεί (στην Κων/πολη), όπως τρέχει στις πηγές των υδάτων ένα διψασμένο ελάφι, έτσι και αυτός έτρεξε γρήγορα προς τον θείο εκείνον γέροντα (Πνευματικό του), ερρίφθηκε εμπρός του σαν στον ίδιον τον δεσπότη Χριστό, και έβαλε όλα τα υπάρχοντά του δίπλα στα πόδια του. Ο δε φιλόστοργος εκείνος πραγματικά πατέρας, βλέποντας την βαθιά ταπείνωσι και πίστι του, ελευθέρωσε τον μαθητή από την φροντίδα γιο εκείνα, διασκορπίζοντάς τα στους πτωχούς» (19Α, 55)
«Θέλοντας [ο Πνευματικός] δε να του προκαλέσει [του Συμεών] περισσοτέρους στεφάνους ο γυμναστής πατέρας, του παρήγγειλλε να εκτελεί τις ευτελέστατες υπηρεσίες στο κελλί του· εκείνος δε, αφού είχε τεθή στην υπηρεσία του γέροντος άπαξ διαπαντός, προθύμως έπραττε τα πάντα, θεωρώντας εαυτόν δούλο και ξένον· διότι ήταν έτοιμος, αν τον προστάξει ακόμη και σε κάμινο αναμμένη ή σε βυθό θαλάσσης να ριφθεί, να κάμη τούτο με χαρά και προθυμία. Ενώ δε εκτελούσε όλες τις χαμηλότερες υπηρεσίες και κοπίαζε πολύ, δεν αμελούσε ούτε την νηστεία και την αγρυπνία, αλλ’ εβάδιζε προς αυτές ασυγκράτητος, διότι εγνώριζε την ωφέλειά τους. Ο δε γέρων, θέλοντας να του εκκόψη το θέλημά του, του παρήγγειλε πολλές φορές να κάμη τα αντίθετα, και τον ανάγκαζε να τρώγη και να κοιμάται. Ο Συμεών, αν και τον λυπούσε αυτό υπερβολικά, αλλ’ όμως το εβάσταξε ασκούμενος πολυτρόπως. Διότι ο θείος εκείνος γέρων με την σοφία του, άλλοτε μεν του επέβαλλε να επιδίδεται σε έργα ταπεινωτικά και κοπιαστικά, άλλοτε δε του προσέφερε ο ίδιος την τιμή και την άνεσι, και χτυπώντας το θέλημά του προξενούσε σ’ αυτόν αμοιβές και για τα δύο. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο γυμναζόμενος από τον πατέρα του ο δόκιμος και με αυτόν τον τρόπον μεταπλασσόμενος άριστα, ηύξησε σε τόσο σημείο την προς τον πατέρα του πίστι και ευλάβεια, ώστε να φυλάγεται να πατή και την γη στην οποία εβάδιζαν τα πόδια του πατρός. Έτσι υπερτιμούσε κάθε τόπο όπου έβλεπε αυτόν να στέκεται και να προσεύχεται σαν άγιο αγίων, και πέφτοντας σ’ αυτόν εκυλιόταν και τον καταφιλούσε, και με τα χέρια εσφούγγιζε από αυτόν τα δάκρυα του διδασκάλου και τα πρόσφερε σαν ίαμα των παθών στην κεφαλή και την καρδιά του, θεωρούσε δε εντελώς ανάξιο τον εαυτόν του να εγγίση κάποιο από τα ενδύματά του»(19Α, 57-9)
«Ο σοφώτατος Συμεών, ποθώντας να λάβει την χάρι του αγίου Πνεύματος, πέφτει πρηνής και πιάνει τα άγια πόδια εκείνου, ικετεύοντας θερμώς να λάβει την χάρη μάλλον με ευχές αυτού παρά ν’ αξιωθει να την επιζητεί με δικά του έργα και κοπιάσματα. Ο ευαίσθητος πατήρ κάμπτεται από οίκτο και λέγει προς τον ξαπλωμένο μαθητή «σήκω, τέκνο, κι εγώ ο ίδιος άνθρωπος είμαι, αλλά θαρρώντας στην φιλανθρωπία του Θεού σου λέγω, ότι θα σου δωρίσει διπλή από εκεί την χάρι του». Υπερθαυμάζοντας τούτον τον λόγο ο Συμεών και δεχόμενος τον με πίστη αδίστακτη, σηκώθηκε με γεμάτους τους οφθαλμούς από δάκρυα. Ο δε γέρων τον ασπάσθηκε και τον απέλυσε σε ειρήνη, ενώ ήταν τρίτη ώρα της νυκτός. Καθώς δε αυτός κατερχόταν στο κελλί του — πόσο γρήγορη είναι η θεία βοήθεια!— ανατέλλει το φως προώρως· ακριβώς μάλιστα ξαφνικά τον περιέλαμψε φως από επάνω…» (19Α,67-9)
«Ο προεστώς (ο Ηγούμενος της Μονής) είχε φθόνο εναντίον εκείνου του μεγάλου γέροντος (του Πνευματικού του οσίου Συμεών), πράγμα απαράδεκτο. Όταν όμως είδε το φρόνημα του Συμεών αταπείνωτο και αμετακίνητο από την αφοσίωση στον γέροντά του, νικημένος από την στοχαστικότητα και σοφία των λόγων του, παρήγγειλε αμέσως να διώξουν τον μακάριο από την μονή»(19Α,71)
«Ολίγο με τον λόγο, περισσότερο δε με το έργο παρακινώντας [ο Συμεών τους μοναχούς] στην εργασία των εντολών, προβάλλοντας σ’ αυτούς υπογραμμό τον εαυτό του και λέγοντας· «όπως βλέπετε έμενα, να πράττετε» (19Α,91)
«[το περιστατικό δείχνει την μεγάλη αγάπη του Πνευματικού] Όταν κάποτε τελείωσε η πρωινή δοξολογία καθώς άρχισε κατά την συνήθειά του ο μακάριος [Συμεών ως Ηγούμενος] να κατηχεί τους μαθητάς και σύμφωνα με την παραίνεση του αποστόλου να νουθετεί, να ελέγχει, να παρηγορεί, ξαφνικά κάπου τριάντα από τους μοναχούς διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά τους, όπως παλαιά οι γύρω από τον Άννα και Καϊάφα, κινήθηκαν με άναρθρες κραυγές και φονικές διαθέσεις, διετάραξαν όλη την εκκλησία, και σήκωσαν αυθαδώς τα άνομα χέρια τους κατά του πατρός των, για να τον συλλάβουν και τον διασπαράξουν σαν θηρία. Αυτός δε, μόλις είδε την αλλαγή των και την αποξένωσή τους από τον διδάσκαλο και πατέρα τους, έδεσε τα χέρια του και σήκωσε την σκέψη τoυ προς τον ουρανό· με αυτόν τον τρόπο έμεινε επί τόπου ακίνητος χαμογελώντας και ατενίζοντας χαρούμενα προς τους μιαρούς. Καθώς δε όρμησαν εναντίον του και με τις άναρθρες κραυγές και βλασφημίες επέδειξαν μανία και αναίδεια σκύλων που υλακτούσαν, εμποδίσθηκαν άνωθεν να επιβάλουν επάνω του τα άνομα χέρια διότι η χάρις που ενοικούσε στον Συμεών τους κρατούσε μακριά και τους απέπεμπε. Απορώντας δε τι να πράξουν, εξέρχονται τρέχοντος από την εκκλησία και, αφού έσπασαν τα κλείθρα της πύλης του μοναστηριού, εγκαταλείποντας μόνον τον μακάριο μαζί μ’ εκείνους που ζούσαν μ’ ευλαβική διαγωγή. Καθώς δε πέρασαν άοπλοι την πρώτη πύλη της μεγάλης του Θεού Εκκλησίας και άρχισαν να ενοχλούν με τις κραυγές τον αρχιερέα —που ήταν ο Σισίννιος— από κάτω, τους κάλεσε ο πατριάρχης και, αφού έμαθε την αιτία της ταραχής και την εκ μέρους των ραδιουργία κατά του αγίου, τους απέδωσε δεινή μανία, και κάλεσε την επομένη ημέρα τον άγιο. Όταν λοιπόν ο μακάριος εισήλθε με σεμνό ήθος και ιλαρό παρουσιαστικό προς αυτόν, ο πατριάρχης ερωτά για την αιτία της εναντίον του μανίας των μοναχών. Όταν δε εκείνος διηγήθηκε με τον νόστιμο χαριτωμένο λόγο όλα τα σχετικά προς την συνηθισμένη ομιλία και κατήχηση και έπειτα τα της αναιδείας και της φονικής εξορμήσεώς των, και πώς έφυγαν συντρίβοντας τα κλείθρα και τους μοχλούς των πυλών, ο πατριάρχης εξεπλάγη και αντιλαμβανόμενος τον φθόνο και την μανία των ασυνέτων, καταλήφθηκε από δίκαιο θυμό και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Εάν βέβαια ήταν κάποιος άλλος αυτός που έπαθε αυτά από εκείνους, δεν θα ικανοποιούνταν από την απόφαση; Δεν θα ευφραινόταν κατά τον βιβλικό λόγο, όταν είδε τέτοια καταδίκη; Δεν συνέβηκε όμως αυτό στον καλό ποιμένα και ακριβέστατο μιμητή του πρώτου ποιμένος. Όταν δηλαδή είδε τους φύλακες έτοιμους να συλλάβουν τους αποστάτες, πίπτει πρηνής και εγγίζει τα πατριαρχικά εκείνα πόδια ο ηγούμενος με την ευαίσθητη ψυχή, την οποία προσφέρει υπέρ των προβάτων του, και με θρήνους ζητεί συγγνώμη. Ο πατριάρχης κάμπτεται με δυσκολία και λόγω των παρακλήσεων ανακαλεί την απόφαση περί εξορίας, δεν τους επιτρέπει όμως να εισέλθουν πάλι στην μονή. Αμέσως λοιπόν απελαύνονται όλοι από την εκκλησία και γεμάτοι μανία σκορπίζονται ακολουθώντας ο καθένας το θέλημά του. Άλλοι κατατάχθηκαν ανάμεσα στα κατηχουμενεία των εκκλησιών, άλλοι ερρίφθηκαν σε άλλες μονές, όσοι δε ανήκαν στην κατώτερη και ευτελέστερη μοίρα διασκορπίσθηκαν όπου έτυχε ο καθένας, εδώ κι εκεί. Τι έπραξε λοιπόν ο ποιμήν ο καλός; Eπιστρέφει μόνος του στο μοναστήρι, σπαρασσόμενος εσωτερικά για την στέρηση των προβάτων του Χριστού και χύνοντας άφθονα δάκρυα. Και, παρακαλώ, παρατηρήσατε ακεραιότητα άγιας ψυχής και ανεξικακία δικαίου ανδρός. Eπειδή δεν υπέφερε να βλέπει αδειανή την αυλή των προβάτων, τι κάμνει ο καθ’ όλα σοφός και γενναίος, για να συμφιλιώσει το ποίμνιο προς τον εαυτό του και τον Θεό και να το συνάθροιση κοντά του; Ερευνά για τους τόπους της πόλεως όπου ζούσε ο καθένας τους κατά την θέλησή του. Όταν τους έμαθε, στέλλει στον καθένα τα απαιτούμενα για την συντήρησή του, συνοδεύοντας την προσφορά με παρηγορητικούς λόγους που εμάλασσαν την καρδιά τους. Καθώς αυτό γινόταν επί πολλές ημέρες και ο πραγματικά καλός ποιμήν ερχόμενος με ταπεινή εμφάνιση καθόταν μαζί με τον καθένα τους, τους απηύθυνε λόγια αγάπης και ζητούσε την επιστροφή τους μαζί με την συγγνώμη, σαν να τους είχε αδικήσει μάλλον παρά να είχε αδικηθεί από αυτούς, με διδακτικούς λόγους μαλάκωσε την στυγνότητα και σκληρότητα της καρδιάς τους. Έτσι σε σύντομο χρόνο τους συνάθροισε όλους ο καλός ποιμήν, που εισήλθε στην αυλή των προβάτων δια της θύρας του Ιησού και δεν ανέβηκε σ’ αυτήν από άλλο σημείο, και γέμισε πάλι την αυλή του με τα ήμερα πρόβατα που προ ολίγου είχαν αγριεύσει. (εκδ. ΕΠΕ τόμ. 19Α,σελ. 97-101)
««Εγώ», λέγει [ο μοναχός Αρσένιος, μαθητής του Συμεών], «αφού νεκρώθηκα ήδη για τον κόσμο, πώς θα επιστρέψω, αδελφέ, πίσω και θα δω, όπως λέγεις εσύ, εκείνην που με γέννησε σαρκικώς; Έχω αυτόν που μ’ εγέννησε κατά πνεύμα, από τον οποίο θηλάζω το άδολο γάλα της χάριτος του Θεού, δηλαδή τον κατά Θεό πατέρα μου, ο οποίος είναι και μητέρα μου που μ’ εγέννησε πνευματικώς, όπως είπα, και με περιθάλπει στην αγκαλιά του ως νεογέννητο νήπιο. Δεν θα δεχθώ ποτέ να τον εγκαταλείψω» (19Α,109)
«(συμβουλεύει νέο Ηγούμενο) Να μη καταφρονήσεις ένα δήθεν μικρό πράγμα που έγινε προς εξύβριση του ευαγγελικού βίου και της μοναχικής καταστάσεως, με προσποίηση πραότητας για έπαινο των ανθρώπων, αλλά, μιμούμενος τον Χριστό και Θεό αγανακτώντας και ταρασσόμενος απαθώς, να εκδικείσαι τις εντολές του Θεού» (19Α, 141)
«(συμβουλεύει νέο Ηγούμενο) Μαζί με όλα να τηρείς ακρίβεια και κατά την εξέταση των λογισμών του καθενός, για να μάθεις ποιοι από αυτούς χρειάζονται την συμπαράταξη (=ίδια θέση στο ναό την ώρα της Λειτουργίας) με τους προσευχομένους και κοινωνούντας, και ποιοι χρειάζονται αφορισμό και τοποθέτησι μαζί με τους μετανοούντας, έτσι ώστε να μη καταστήσης, εν γνώσει ή εν άγνοια, την εκκλησία του Θεού αντί ναού αγίου σπήλαιο ληστών ή πορνείο, και να μη κατορθώσης να εκφύγης το φοβερό γι' αυτό κρίμα της οργής του Θεού» (19Α, 141)
«(Συμβουλή σε μοναχούς για νέο Ηγούμενο) Κανείς σας λοιπόν να μη καταφρονεί την νεότητά του, τον άπλαστο λόγο και την άπλαστη διδασκαλία του· και αν ακόμη είναι απαίδευτος στον λόγο, δεν είναι και στην γνώσι της χάριτος. Διότι ο έμπρακτος λόγος, που κατέχει την άνωθεν χάρη, είναι σοφότερος από την μωραμένη σοφία των ανθρώπων, όπως ο ήλιος είναι λαμπρότερος και ανώτερος από τα άστρα» (19Α,143)
«Κανείς να μη αντιλέγει και απειθεί ενώπιόν του (του Ηγουμένου), κανείς να μη είναι ανυπάκουος και θρασύς, αλλ’ όλοι να είσθε υπάκουοι, όλοι ευπειθείς, όλοι υποτακτικοί στον πνευματικό σας πατέρα, επειδή κατά τον θείο απόστολο αυτός οφείλει να αγρυπνεί και να εύχεται υπέρ των ψυχών σας, για να πράττει τούτο με χαρά και όχι με στεναγμό· διότι τούτο θα σας είναι ανωφελές κατά την παρούσα ζωή» (19α, 145)
«(μιλά σε μοναχούς για τον νέο Ηγούμενό τους) Να μη δυσαρεστήσθε με τα υπ’ αυτού λεγάμενα και πραττόμενα, αλλ’ ακόμη και αν είναι αντίθετα προς τις γνώμες των πατέρων, να υποκλίνετε σ’ αυτόν τις κεφαλές σας επί του παρόντος. Έπειτα, όσοι τυχόν από σας υπερτερούν των λοιπών σε χρόνια και βίο και λόγο, ας του γνωστοποιήσουν ιδιαιτέρως τον λόγο του κωλύματος προς εφαρμογή των, όπως διετύπωσε στους όρους ο Μέγας Βασίλειος. Χάριν του Κυρίου υπομείνατέ τον σε ώρες ερεθισμού και πικρίας, χωρίς ν’ αντιλέγετε ή ανθίστασθε σ’ αυτόν· διότι ο αντιλέγων ή ανθιστάμενος σ’ αυτόν ανθίσταται στην εξουσία του Θεού, όπως λέγει ο Παύλος . Πραγματικά σε θέματα που δεν σημειώνεται παράβασις εντολής Θεού ή αποστολικών κανόνων και διατάξεων, οφείλετε να υπακούετε καθ’ όλα και να πείθεσθε σ’ αυτόν ωσάν στον Κύριο. Σε όσα όμως κινδυνεύουν το ευαγγέλιο του Χριστού και οι νόμοι της Eκκλησίας του, όχι μόνο σ’ αυτόν δεν πρέπει να πείθεσθε όταν σας παραινεί και διατάσση, αλλ’ ούτε σε άγγελο που μόλις ήλθε από τον ουρανό και ευαγγελίζεται σε σας διαφορετικά από ό,τι ευαγγελίσθηκαν οι αυτόπτες του Λόγου» (19Α, 147)
«Από την στιγμή που ανέθεσες τον εαυτό σου όλον στον πνευματικό σου πατέρα, γνώριζε ότι είσαι ξένος για όλα όσα φέρεις απ’ έξω μαζί σου, εννοώ ανθρώπινα πράγματα και χρήματα. Χωρίς αυτόν μη θελήσεις τίποτε να πράξεις ή κάνεις σχετικώς με αυτά. αλλά ούτε να του ζητήσεις να σού αφήσει οποιοδήποτε μικρό ή μεγάλο πράγμα, εκτός αν αυτός με δική του πρωτοβουλία ή σε προστάξει να πάρεις κάτι ή σου προσφέρει ο ίδιος με τα χέρια του κάτι… Γνώρισμα της γνήσιας πίστεως είναι το να αναθέσεις τα πάντα στην βούληση του πνευματικού πατρός σαν στο χέρι του Θεού. Μη ζητήσεις να πάρεις ούτε νερό για να πιείς, ακόμη και αν συμβεί να φλέγεσαι, μέχρις ότου ο πνευματικός σου πατήρ μόνος του σε προτρέψει. Πίεζε και βίαζε τον εαυτό σου σε όλα, πείθοντας και λέγοντας στον λογισμό, «αν θέλει ο Θεός»· και αν είσαι άξιος να πιείς, αυτός οπωσδήποτε αποκαλύπτει στον πνευματικό σου πατέρα, που σου λέγει, «πιες», και τότε πίνεις με καθαρή συνείδηση, ακόμη και αν η στιγμή είναι παράκαιρη. Όποιος δοκίμασε πνευματική ωφέλεια και απέκτησε ανόθευτη πίστη, προβάλλοντας μάρτυρα της αληθείας τον Θεό, είπε· «έθεσα μέσα μου τέτοιον λογισμό, να μη ζητήσω ποτέ από τον πατέρα μου ούτε φαγί ούτε ποτό, ούτε να πάρω καθόλου κάτι χωριστά από αυτόν, έως ότου ο Θεός τον πληροφορήσει και με προστάξει· με αυτήν την διάθεση, λέγει, δεν απέτυχα ποτέ του σκοπού μου». Όποιος απέκτησε καθαρή εμπιστοσύνη προς τον κατά Θεό πατέρα του, βλέποντας αυτόν, λογίζεται ότι βλέπει τον ίδιο τον Χριστό· και ευρισκόμενος με αυτόν και ακολουθώντας αυτόν, πιστεύει με βεβαιότητα ότι ευρίσκεται με τον Χριστόν και αυτόν ακολουθεί. Τέτοιος άνθρωπος δεν θα επιθυμήσει ποτέ να συναναστραφεί με κανέναν άλλον, δεν θα προτιμήσει τίποτε από τα πράγματα του κόσμου περισσότερο από την ανάμνηση και αγάπη εκείνου… Δείχνει ζωντανή πίστη όποιος ευλαβείται ως άγιο και τον τόπο, στον οποίο στέκεται ο οδηγός και πατέρας του, και παίρνει στα χέρια του την σκόνη των ποδιών του με θέρμη, την σκορπίζει επάνω στο κεφάλι του και την αλείφει στο στήθος του, σαν ιατρικό των παθών του και καθαρτικό των αμαρτημάτων, δεν τολμά δε να πλησιάσει εκείνον τον ίδιο ούτε απλώς να αγγίξει ένα χιτώνα ή σκέπασμά του χωρίς την εντολή εκείνου. Και όταν μεταχειρίζεται κάτι δικό του, το κάνει με φόβο και σεβασμό, κρίνοντας τον εαυτό του ανάξιο όχι μόνο της θέας και υπηρεσίας τούτου, αλλά και της εισόδου στο κελλί του» (19Α,405-407-409-411)
«Εάν θελήσεις ν’ αποταχθείς και να διδαχθείς την ευαγγελική πολιτεία, να μη παραδοθείς σε άπειρο ή εμπαθή διδάσκαλο, για να μη διδαχθείς αντί της ευαγγελικής την διαβολική πολιτεία, επειδή καλών μεν διδασκάλων τα μαθήματα είναι καλά, κακών δε είναι κακά, και των πονηρών σπόρων τα προϊόντα είναι οπωσδήποτε πονηρά. Ικέτευσε τον Θεό με προσευχές και δάκρυα να σου στείλει οδηγό απαθή και άγιο. Ερεύνα δε και συ ο ίδιος τις θείες Γραφές, και προ πάντων τα πρακτικά συγγράμματα των αγίων πατέρων, ώστε παραβάλλοντας με αυτά, τα διδάγματα του διδασκάλου και προϊσταμένου σου, να μπορείς να τα βλέπεις σαν σε καθρέπτη και να μαθαίνεις· και όσα μεν συμφωνούν με τις θείες Γραφές να τα εγκολπώνεσαι και να τα κρατείς στην διάνοια, τα δε νόθα και ξένα να τα ξεχωρίζεις και να τ’ απορρίπτεις, για να μη πλανηθείς. Διότι, γνώριζε, αυτές εδώ τις ημέρες πολλοί πλάνοι και ψευδοδιδάσκαλοι εμφανίσθηκαν. Όποιος δεν βλέπει, υπόσχεται δε να οδηγεί άλλους, είναι πλάνος, και αυτούς που τον ακολουθούν τους ρίπτει σε βόθρο απωλείας κατά τον λόγο του Κυρίου· «αν ένας τυφλός οδηγεί τυφλό, και οι δύο θα πέσουν σε βόθρο» (19Α,419-421)
«Όποιος όμως δεν γνωρίζει αυτά κι ευρίσκεται σε άλλη κατάσταση, είναι πρόδηλο ότι δεν έχει ούτε τα αισθητήρια της ψυχής καθαρισμένα και υγιή· γι’ αυτόν προτιμότερο είναι να οδηγείται καλώς παρά να οδηγεί επικίνδυνα. Όποιος ατενίζει τον διδάσκαλο και οδηγό του σαν Θεό, δεν μπορεί να του αντιλέγει. Εάν δε νομίζει και ισχυρίζεται ότι συνδυάζει και τα δύο, να ξέρει ότι πλανάται· διότι αγνοεί ποια διάθεση έχουν προς τον Θεό οι φίλοι του Θεού. Όποιος πιστεύει ότι η ζωή και ο θάνατός του είναι στο χέρι του ποιμένος του, δεν θα αντείπει ποτέ· η δε άγνοια τούτων γεννά την αντιλογία, που είναι πρόξενος του νοητού και αιωνίου θανάτου. Πριν λάβει την απόφαση ο κατάδικος, του δίδεται ευκαιρία αντιλογίας, να πει στον δικαστή για όσα έπραξε· μετά όμως την απόδειξη των πράξεων και την απόφαση του δικαστού δεν δικαιούται ν’ αντείπει στους βασανιστές τίποτε, ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Πριν εισέλθει ο μοναχός σ’ αυτό το δικαστήριο και φανερώσει τα βάθη της καρδιάς του, ίσως του επιτρέπεται και ν’ αντιλέγει, είτε από άγνοια είτε από προσπάθεια να κρύψει τα μυστικά του. Μετά την αποκάλυψη όμως των λογισμών και την ειλικρινή εξομολόγηση δεν επιτρέπεται ν’ αντιλέγει ποτέ μέχρι θανάτου στον δεύτερο μετά τον Θεό δικαστή και εξουσιαστή του. Διότι ο μοναχός, από την στιγμή που εισήλθε σ’ αυτό το δικαστήριο και ξεσκέπασε τα κρυφά της καρδιάς του, έχει πεισθεί εκ των προτέρων, εάν έχει αποκτήσει κάποια γνώσι, ότι είναι άξιος μυρίων θανάτων και πιστεύει ότι δια της υπακοής και ταπεινώσεώς του θα απαλλαγεί από κάθε τιμωρία και κόλαση, αν τουλάχιστο έχει αντιληφθεί πραγματικά την φύσι του μυστηρίου τούτου. Όποιος φυλάσσει αυτές τις σκέψεις ανεξάλειπτες στην διάνοιά του, δεν θα επαναστατήσει ποτέ με την καρδιά του, όταν παιδεύεται ή νουθετείται ή ελέγχεται, επειδή όποιος περιπίπτει σε τέτοια κακά, δηλαδή στην αντιλογία και απιστία προς τον πνευματικό πατέρα του και διδάσκαλο, ζώντας ακόμη κατεβάζεται στην παγίδα και τον βυθό του Άδη ελεεινώς και γίνεται οίκος του Σατανά και όλης της ακάθαρτης δυνάμεως ως υιός της απειθείας και απωλείας» (19Α,423-425)
«Όσοι στήριξαν ασάλευτα τα πόδια τους πάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων, και ακούουν τα παραγγελλόμενα από εκείνους σαν από στόμα του Θεού και τα εποικοδομούν χωρίς δισταγμό σ’ αυτό το θεμέλιο της υπακοής με ταπείνωση ψυχής, αυτοί επιτυγχάνουν ευθέως· και κατορθώνεται από αυτούς πρώτα τούτο το μέγα κατόρθωμα, το να απαρνηθούν εαυτούς. Διότι το να εκτελεί κανείς το ξένο θέλημα και όχι το δικό του, προκαλεί όχι μόνο απάρνηση της ψυχής του, αλλά και νέκρωση προς όλον τον κόσμο· Με τον αντιλέγοντα προς τον πατέρα του συγχαίρουν οι δαίμονες, τον ταπεινούμενο δε μέχρι θανάτου θαυμάζουν οι άγγελοι· διότι ο τοιούτος πραγματοποιεί έργο Θεού, εξομοιούμενος με τον Υιό του Θεού, ο οποίος τήρησε την υπακοή προς τον Πατέρα του μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρικού» (19Α,427)
«[Τα λόγια αυτά διδάσκουν] την επιθυμία της αφέσεως των χρεών (οπότε ο άνθρωπος αναζητεί γι’ αυτό και μεσίτη (τον Πνευματικό), διότι φυσικά δεν μπορεί να προσέλθει μόνος του αφόβως, όπως είναι φορτωμένος με πολλές αμαρτίες της αισχύνης), έπειτα την επιτυχία του μεσίτη και ποιμένος»(19Α,567)
«[Μιλά ο Συμεών στο Χριστό] Αντίθετα τον σύνεργό και βοηθό μου [εννοεί τον Πνευματικό του], εννοώ τον άγιό σου μαθητή και απόστολο, σεβόμουν, τιμούσα, αγαπούσα από καρδιά σαν εσέ τον ίδιο που μ’ έπλασες, προσπίπτοντας στα πόδια του νύκτα και ήμερα και παρακαλώντας τον «αν μπορείς βοήθα με», με την πεποίθηση ότι όσα θέλει, έχει την δύναμη να τα επιτύχει από εσέ» (19Α,579)
«Να μην πιστεύουμε κάθε άνθρωπο που λέγει ότι είναι πνευματικός· αλλά να βεβαιωνόμαστε πρώτα από τον βίο και τις πράξεις του, και μάλιστα αν συμφωνούν οι λόγοι και οι πράξεις του με τις διδασκαλίες του Κυρίου και των Αποστόλων και των άγιων Πατέρων, και τότε να δεχόμαστε και ν’ ακούμε τους λόγους του ως λόγους Χριστού. Αλλιώς και νεκρούς ακόμη αν ανασταίνει και μύρια αλλά θαύματα αν επιδεικνύει, να τον αποστρεφόμαστε και να τον μισούμε σαν δαίμονα, και μάλιστα όταν τον βλέπουμε νουθετούμενος να μη δέχεται να μεταβάλει το φρόνημά του, αλλ’ ακόμη να εμμένει στην πλανεμένη γνώση του και να νομίζει ότι έχει το πολίτευμά του και την διαγωγή του στους ουρανούς» (19Β, 55)
«Eκείνοι λοιπόν που κατέβαλαν με φόβο και τρόμο καλό το θεμέλιο της πίστεως και της ελπίδας επάνω στην πέτρα της υπακοής των πνευματικών πατέρων και εποικοδόμησαν αδίστακτα, σαν από το στόμα του Θεού, τις εντολές εκείνων επάνω σ’ αυτό το θεμέλιο της υποταγής, κατορθώνουν αμέσως ν’ απαρνηθούν τους εαυτούς τους. Διότι το να εκπληρώνει κάποιος όχι το δικό του αλλά του πνευματικού του πατέρα το θέλημα, εξ’ αιτίας εντολής του Θεού και ασκήσεώς του στην αρετή, κατορθώνει όχι μόνο την απάρνηση του εαυτού του, αλλά και τη νέκρωση προς όλο τον κόσμο» (19Β,369)
"Αλλ' όμως πριν να δείτε, να λάβετε και να πάθετε αυτά, μη τυχόν απατήσετε τους εαυτούς σας και παραλογιζόμενοι πιστέψετε ότι είστε κάτι, ενώ δεν είστε τίποτε και μη τυχόν εμπέσει στην συνείδησή σας και φαντασθείτε ότι είστε πνευματικοί προτού λάβετε το άγιο Πνεύμα και εξ αιτίας αυτού επείγεσθε στο να επιδέχεσθε ασυνέτως ξένους λογισμούς και επιβαίνετε σε ηγουμενίες και αρχές και κατατολμάτε αφόβως την ιερωσύνη και επιδίδεσθε με αναίδεια με αμέτρητες μεθόδους να ποιμαίνετε τον λαό του Κυρίου στις μητροπόλεις και τις επισκοπες. Αλλά προσέχετε, παρακαλώ, τους εαυτούς σας" (19Β,461)
«Γιατί δεν ασπάζεσαι την καλή σιωπή και δεν ζητείς με μετάνοια και δάκρυα να τα λάβεις και να τα μάθεις αυτά; Γιατί θέλεις να ομιλείς έτσι κενώς για όσα δεν γνωρίζεις αληθινά και επιθυμείς να καλείσαι άγιος χωρίς αυτά και ευρίσκεσαι σα να έχεις ήδη σωθεί, τολμώντας να δέχεσαι ξένους λογισμούς και να διδάσκεις στους άλλους; Δεν φρίττεις να οδηγείς τους άλλους προς το φώς, ενώ εσύ ο ίδιος είσαι στερημένος του θείου φωτός; Δεν φοβάσαι να ποιμαίνεις αδελφούς, ενώ κάθεσαι ακόμη μέσα στο σκότος και δεν απέκτησες τον οφθαλμόν εκείνο που βλέπει το φώς το αληθινό; Δεν ντρέπεσαι να ιατρεύεις άλλους, ενώ εσύ ο ίδιος ασθενείς και δεν μπορείς να αισθανθείς τα δικά σου τραύματα;» (19Β,493)
«Πρόσεχε να μην επιχειρήσεις να ποιμάνεις πριν αποκτήσεις γνήσιο φίλο τον καλό ποιμένα, επειδή έτσι δεν θα κερδήσεις τίποτε άλλο, -γνώριζέ το αυτό-, παρά να δώσεις λόγο στον Θεό, όχι μόνο για την αναξιότητά σου, αλλά και για τα πρόβατα τα οποία έχασες από απειρία και εμπάθεια. Πρόσεχε, παρακαλώ, μην αναλάβεις όλα τα ξένα χρέη, ενώ εσύ ο ίδιος είσαι υπόχρεως σε κάποιον, μην τολμήσεις να δώσεις άφεση, εσύ που δεν απέκτησες στην καρδιά σου εκείνσν που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου. Πρόσεχε να μη δεχθείς να κρίνεις τον άλλον, αδελφέ, πριν εσύ ο ίδιος γίνεις ακριβής κριτής του εαυτού σου και εξεταστής των δικών σου σφαλμάτων και πριν δώσεις εναντίον σου δίκαιη την ψήφο με δάκρυα και πένθος· και έτσι, γεμάτος από άγιο Πνεύμα, ελεύθερος από τον νόμο της σαρκός και τον θάνατο της αμαρτίας, θ’ αποκατασταθείς από την χάρη του Θεού δίκαιος κριτής για την κρίση των άλλων, ως προχειρισμένος σε τούτο από τον Θεό δια του Πνεύματος» (19Β,495)
«Να μην περιηγηθείς, ζητώντας τους ονομαστούς μοναχούς, ούτε να ερευνάς τους βίους τους, αλλά, αν συναντήσεις κάποιον πνευματικό πατέρα με τη χάρη του Θεού, μόνο σ’ αυτόν λέγε τα θέματα που σε απασχολούν» (19Γ,45)
«[Πες στην προσευχή σου] Στείλε μου άνθρωπο που σε γνωρίζει, έτσι ώστε, δουλεύοντας σ’ αυτόν και υπακούοντας σ’ αυτόν με όλη μου τη δύναμη και κάμνοντας το δικό σου θέλημα με το θέλημα εκείνου, να ευαρεστήσω εσένα τον μόνο Θεό και να καταξιωθώ κι’ εγώ της βασιλείας σου, ο αμαρτωλός’» (19Γ,49)
«Πιστέψατέ με, πνευματικοί μου πατέρες και αδελφοί, όταν τα ακούσω αυτά ή δω κανένα από σας να υποφέρει εξ’ αίτιας αυτών, κυριεύομαι από τέτοια θλίψη και δαγκώνομαι στην καρδιά, ώστε να νομίζω ότι έχω παραδοθεί στην ίδια την κόλαση, και δεν αισθάνομαι καμιά άλλη χαρά του κόσμου, αλλά και την ίδια τη ζωή μου την βλέπω περιττή. Και κλαίω και θρηνώ ως καταδικασμένος πια, αφού βέβαια, όταν σας παρακαλώ δεν με ακούτε, όταν σας επιτιμώ με αποκρούετε, όταν σας ελέγχω με μισείτε, και όταν σας παιδεύω μου τ’ ανταποδίδετε, και ως εχθρό με διώχνετε, και ενώ τα κάμνω αυτά δεν μπορώ να βρω ανάπαυση. θέλω να σταματήσω και να μελετώ μόνο τα δικά μου κακά, αλλά όταν θελήσω να το κάμω αυτό, τότε σαν φλόγα ανάβει η καρδιά μου και επανέρχομαι ο άθλιος στα ίδια, και θλίβομαι για τα δικά σας τραύματα όχι λιγότερο από όσο ο καθένας πονάει για τα δικά του τραύματα. Και για σας φλέγομαι και θεωρώ τον βίο αβίωτο και μου έρχεται να απορώ πώς πέσαμε σε τέτοια τύφλωση, ώστε όλα να τα κάνουμε εναντίον των ψυχών μας. Και ενώ κατασφάζουμε τους εαυτούς μας, κλωτσούμε σαν ζωντανοί, και, ενώ δένουμε τους εαυτούς μας με τα αμαρτήματα, χαιρόμαστε και κατατρώμε αυτούς που μας ελευθερώνουν απ’ αυτού του είδους τα δεσμά» (19Γ,343-345)
«Αδελφοί και πατέρες, θέλω να σας μιλήσω για όσα συμβάλλουν στην ωφέλεια της ψυχής και, μάρτυς μου ο Χριστός η αλήθεια, ντρέπομαι την αγάπη σας, διότι γνωρίζω την αναξιότητά μου. Γι’ αυτό άλλωστε πάντοτε ήθελα να σιωπώ, όπως γνωρίζει ο Κύριος, και να μη σηκώνω καθόλου το βλέμμα μου για να δω πρόσωπο ανθρώπου· διότι έχω μέσα μου την συνείδηση να με κατακρίνει που αναξίως ορίσθηκα εγώ να είμαι προϊστάμενος όλων σας, σαν να γνώριζα την οδό, εγώ που δεν γνωρίζω τι είναι στα πόδια μου, που ούτε έγγισα ακόμη την οδό που οδηγεί προς τον Θεό. Γι’ αυτό λοιπόν δεν είναι μικρή και ασήμαντη η λύπη που με κατέχει, για το ότι, ενώ προκρίθηκα εγώ ο ταπεινός να οδηγώ σας τους τιμιωτάτους, τους όποιους έπρεπε μάλλον εγώ να είχα οδηγούς, ως ο τελευταίος όλων σε χρόνο και ηλικία, δεν έχω τον μαρτυρημένο από τις πράξεις του βίου μου λόγο να συμβουλεύω σας και να σας υπενθυμίζω τα σχετικά με τον νόμο και το θέλημα του Θεού, αφού και από αυτά για τα οποία θέλω να σας μιλώ, δεν γνωρίζω να έχω εφαρμόσει ποτέ τίποτε. Γνωρίζω όμως ακριβώς ότι ο Κύριος και Θεός μας δεν μακαρίζει απλώς τον λέγοντα αλλά τον και πράξαντα πριν από τον λόγο διότι, λέγει, «μακάριος είναι αυτός που έπραξε και δίδαξε· αυτός θα ονομασθεί μέγας στη βασιλεία των ουρανών». Διότι, τέτοιον διδάσκαλο ακούοντας και οι μαθητές, γίνονται πρόθυμοι να τον μιμηθούν, και δεν δέχονται τόσο την ωφέλεια από τους λόγους του, όσο διεγείρονται από τις καλές πράξεις του και αναγκάζονται να πράττουν τα ίδια· αυτό το πράγμα εγώ δεν το βλέπω στον εαυτό μου, διότι δεν έχω την συνείδηση ότι υπάρχει μέσα μου κάποιο αγαθό. Αλλά θερμώς σας παρακαλώ όλους, αγαπητοί αδελφοί μου, να μη παρατηρείτε τον απρόσεκτο βίο μου, αλλά τα προστάγματα του Κυρίου και τις διδασκαλίες των αγίων πατέρων μας»(19Γ,301-303)
«…αυτοί που συμφώνησαν να υποτάσσονται στον πνευματικό τους πατέρα σαν στο Θεό» (19Γ,355)
«Ενώ ο άλλος, που είναι γεμάτος από ακαθαρσία και μαζί και με αλαζονεία και δεν θέλει να ταπεινωθεί μπροστά στο δυνατό χέρι του Θεού και ν’ αποκαλύψει τα όσα έχει η καρδιά του σε πνευματικό πατέρα και να δεθεί μαζί του και να κάνει και να πάθει όλα όσα οδηγούν προς την αρετή και τον Θεό με σύνεση και τελειοποιούν τον άνθρωπο κατά Θεόν, αυτός γίνεται χειρότερος από ό,τι ήταν στον κόσμο» (19Γ,391-393)
«[Μιλά ο Συμεών για τον Πνευματικό του] Και τότε, όπως ο πατέρας δίνει δωρεάν κλήρο στον υιό, έτσι και εμένα τον ανάξιο δούλο του με γέμισε χωρίς κόπο και δωρεάν με Πνεύμα άγιο» (19Α,509)
«Αδελφοί και πατέρες, χρέος είχα βέβαια να σιωπώ διαπαντός, ώστε να μπορώ να κλαίω τα δικά μου κακά, και να μην επιχειρώ καμμία φορά το έργο του διδασκάλου ούτε να κατηχώ την αγάπη σας ή τελείως να μην υποδεικνύω σε άλλους τους δρόμους της σωτηρίας. Όχι διότι αυτό το πράγμα είναι τελείως αντίθετο με την εντολή του Θεού, μάλλον είναι ευπρόσδεκτο απ’ αυτόν, αλλ’ επειδή συμβαίνει να είμαι εγώ ανάξιος για τέτοιο πνευματικό εγχείρημα, γι’ αυτό και φοβήθηκα ο άθλιος, μήπως λεχθεί και για εμένα ευστοχότατα ο Δαβιτικός εκείνος λόγος· «στον αμαρτωλό είπε ο Θεός Γιατί εσύ διηγείσαι τα δικαιώματά μου και πιάνεις στο στόμα σου την διαθήκη μου;» (19Γ,517)
«Αυτός απορρίπτει στα νώτα του τους λόγους του Θεού και εκτελεί τα δικά του θελήματα, ή καλύτερα του διαβόλου. Αυτά και εγώ ο ταλαίπωρος εφαρμόζω πρώτος και ευρίσκομαι μέσα σε λάκκο βορβόρου, και επειδή έχω συναίσθηση των κακών μου, φωνάζω δυνατά από κάτω και απευθύνομαι προς όλους εκείνους που περνούν απ’ έξω λέγοντας· ‘Μακριά όσο μπορείτε, αδελφοί, απ’ αυτόν τον φοβερότατο λάκκο· βαδίζετε την ευθεία οδό, που είναι ο Χριστός. Και κανένας να μη παρεκκλίνει δεξιά ή αριστερά και πέσει εδώ μαζί με εμένα τον πανάθλιο και δυστυχισμένο και στερηθεί μαζί με τα επίγεια και τα ουράνια αγαθά’»(19Γ, 519)
«Τώρα όμως που πρόκειται να έλθω στις αποδείξεις των πραγμάτων και που βιάζομαι ο άλογος και αμαθής ν’ αναλάβω τον αγώνα του λόγου, σας παρακαλώ θερμά όλους σας να συμπροσευχηθείτε, ώστε, λάμποντας λαμπρότερα επάνω μου η χάρη του αγίου Πνεύματος, να μου φωτίσει τελείως την διάνοια και τον νου και να μου δώσει να πω κάτι αξίως, όχι εξ’ αιτίας της δικής μου αξίας, αλλά για χάρη της δικής σας ωφέλειας, ψιθυρίζοντας κατά κάποιον τρόπο η ίδια τους λόγους στο αφτί, φέγγοντας με το φως της, υποδεικνύουσα όλα όσα προείπαμε»(19Γ,523)
«Πράγματι είναι κακό το να κρυφακούει η να παρατηρεί κανείς κρυφά τι συζητά ή διαπράττει ο πλησίον, αλλά μόνο όταν αυτό γίνεται με σκοπό να κατηγορήσει ή εξευτελίσει ή κακολογήσει ή διασύρει σε κατάλληλη ευκαιρία όσα είδε ή άκουσε. Εάν όμως αυτό το κάμνει για να διορθώσει τα σφάλματα του πλησίον με συμπάθεια και σοφία και φρόνηση και να προσευχηθεί γι’ αυτόν με όλη την καρδιά του και με δάκρυα, τότε το έργο αυτό δεν είναι πονηρό. Διότι εγώ είδα άνθρωπο να χρησιμοποιεί πολλούς τρόπους και πολλές μεθόδους, για να μην του ξεφύγει τίποτε απαρατήρητο από όσα λέγονταν ή γίνονταν από τους συνανθρώπους του. Δεν το έκαμνε αυτό για να τους βλάψει, μη γένοιτο, αλλά για να τους απομακρύνει από τις αντίθετες πράξεις και τους λογισμούς, άλλον με τον λόγο, άλλον με δώρα, και άλλον με κάποια άλλη δικαιολογία» (19Δ, 21)
«Και είδα άλλον να ενδιαφέρεται και να επιθυμεί τη σωτηρία των αδελφών του τόσο, ώστε πολλές φορές να δέεται στον φιλάνθρωπο Θεό με δάκρυα θερμά από το βάθος της καρδιάς του ή και εκείνοι να σωθούν ή και αυτός μαζί με εκείνους να κατακριθεί, επειδή από διάθεση θεομίμητη και μωσαϊκή δεν ήθελε καθόλου να σώσει μόνο τον εαυτό του. Διότι, αφού συνδέθηκε προς αυτούς πνευματικά με την άγια αγάπη εν αγίω Πνεύματι, προτιμούσε να μη εισέλθει ούτε στη βασιλεία των ουρανών και να χωρισθεί απ’ αυτούς. Πω πω δεσμός άγιος, πω πω δύναμη απερίγραπτη, πω πω ψυχή ουρανόφρονη, ή καλύτερα να πούμε, ψυχή θεοφορούμενη και τελειωμένη μέσα στην αγάπη του Θεού και του πλησίον!»(19Δ,23)
«Αδελφοί και πατέρες, επειδή εγώ είμαι συνεχώς ασθενής και στην ψυχή και στο σώμα εξαιτίας της πλανεμένης και αδιάφορης προαιρέσεως και διαθέσεως, ήθελα να σιωπώ και να εξετάζω μόνο όσα αφορούν εμένα, μέχρις ότου νικήθηκαν οι κινήσεις του κακού λογισμού και υποτάχθηκαν στον ανώτερο λογισμό και έτσι απόλαυσα πλήρως την ειρήνη του πνεύματος, διότι ελευθερώθηκα από την ενόχληση του χοϊκού και γήινου φρονήματος και εισήλθα στο λιμάνι της μακάριας αναπαύσεώς μας. Αλλ’ επειδή εκλέχθηκα από σας για να είμαι κεφαλή του αγίου σας σώματος, είμαι υποχρεωμένος να οικοδομώ την αγάπη σας· η σωτηρία της αδελφότητάς σας με αναπαύει, διότι, αν και είμαι κι εγώ ασθενής στην ψυχή, εσείς διαζώσεσθε με τις ευχές του πατρός μου και πατρός σας. Λοιπόν τώρα, αν και δεν είμαι σε θέση ούτε το στόμα μου ν’ ανοίξω, με μεγάλη δυσκολία μπόρεσα να γράψω τον λόγο και να διδάξω την αδελφότητά σας, παρακαλώντας με ικεσία πολλή την αγάπη σας, να εύχεσθε, ως αληθινοί δούλοι του Χριστού και φιλάδελφοι, για την αθλιότητά μου, μήπως σωθώ και εγώ ο ίδιος μαζί με εσάς, πορευόμενος την οδό των εντολών του Θεού, και συναυλισθώ με εσάς τους αγαπητούς μου αδελφούς. Σας παρακαλώ και σας ικετεύω στο όνομα του Ιησού Χριστού να προσέχετε τον εαυτό σας και ο καθένας να φρονεί τη σωφροσύνη και να μη φρονεί διαφορετικά από ό,τι πρέπει να φρονεί, ούτε να βλέπει τον δικό μου αφρόντιστο και ανάλαφρο βίο, αλλά ν’ ακολουθείτε τα βήματα του Κυρίου και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, στον οποίο οφείλουμε ν’ απολογηθούμε, τον δίκαιο και αδέκαστο κριτή. Δώστε μου αυτή την καύχηση, ότι εγώ, που μόνος μου έπεσα εξαιτίας της αμέλειάς μου στο βάραθρο του άδη, εσάς, με τη δυνατή μου φωνή σας άρπαξα από την παγίδα. Αν και έχω πολλούς λόγους να θρηνώ για την αδιαφορία μου, όμως αρκούμαι και μόνο να βλέπω εσάς να πετάτε ψηλά πάνω από τις παγίδες του διαβόλου» (19Δ,89-91)
«Γι’ αυτό παρακαλώ την αγάπη σας, πατέρες μου άγιοι και δούλοι του Θεού, να μη παρακούσετε τους λόγους εμού του αναξίου πατρός σας, ούτε τα λόγια μου να φανούν μπροστά σας ως φλυαρία. Διότι, αν και είμαι ασθενής και γεμάτος από μύρια αμαρτήματα, όμως προσέξτε και εξετάστε με ακρίβεια, ότι τίποτε δεν σας συμβούλευσα έξω από τις εντολές του Θεού και τις θείες Γραφές. Κάνετε λοιπόν καλή αρχή και δώστε μου μικρή ευκαιρία, για να σηκώσω ψηλά το κεφάλι, αφού ενισχυθώ με τις άγιες ευχές σας, και τρίψω την όψη μου και νίψω τους οφθαλμούς μου και εγερθώ από τον βαθύ ύπνο της αδιαφορίας και έναντι των αγαθών τα οποία προσφέρετε σε εμένα τον τιποτένιο δούλο σας, αν και όχι αξίως, να ανταμείψω την αγάπη σας, κατά τη δύναμή μου, με αγαθούς λόγους, από τους όποιους η χάρη του Θεού δίδει με το άνοιγμα του ακαθάρτου στόματός μου. Ναι, αδελφοί μου, σας θερμοπαρακαλώ, μη παραβλέψετε την παράκλησή μου, αλλά, όπως από ημιθανή και τελείως άλαλο μου επιτρέψατε να μιλώ μπροστά στην τιμιότητά σας, έτσι χαρίστε μου και το θέλημά σας, ώστε να ζήσετε εσείς με την εκκοπή του [του θελήματός τους] την ζωή των μαρτύρων και αθλοφόρων του Χριστού, ενώ εγώ από σήμερα θα προσπαθήσω ακόμη προθυμότερα να προσφέρω για χάρη σας σε εκούσιο θάνατο όλη μου την ψυχή και το σώμα» (19Δ,103-5)
«Αυτός που καταφρόνησε όλα τα ορώμενα και την ίδια ακόμα την ψυχή του για να μπορέσει να επιδείξει γνήσια μετάνοια κατά την εντολή του Κυρίου και ν’ αρχίσει το έργο αυτό, δεν ελπίζει να μάθει από μόνος του αυτό, αλλά, προσερχόμενος σε τεχνίτη και έμπειρο άνδρα και υποτασσόμενος σ’ αυτόν με φόβο και τρόμο πολύ και με τεταμένη προσοχή, μαθαίνει απ’ αυτόν και διδάσκεται την πνευματική εργασία των εναρέτων πράξεων, και ποια έργα πρέπει να κάμνει μετανοώντας. Και λέγω με φόβο και τρόμο, για να μην αποτύχει από αυτό το καλό και καταδικασθεί στο αιώνιο πυρ ως αδόκιμος εργάτης των εντολών. Πράγματι, αναλογιζόμενος ότι οι λόγοι εκείνου εξέρχονται σαν από το στόμα του Θεού και γίνονται αίτιοι ζωής και θανάτου με την τήρηση ή παράβλεψη αυτών, τους τηρεί με μεγάλη ακρίβεια»(19Δ,119)
«Κυριεύθηκα ολόκληρος από τρόμο, αναλογιζόμενος σε ποιο ύψος θεωρίας και γνώσεως ανήλθε αμέσως μόνο από την αγάπη και πίστη προς τον πνευματικό του πατέρα, και ποιων αγαθών αξιώθηκε εκ των προτέρων να δει και ν’ απολαύσει» (19Δ,155)
«Να φροντίσετε να μιμηθείτε, αν όχι κανέναν άλλον, αυτόν τουλάχιστον που σας γέννησε και σας αγάπησε με όλη την καρδιά του και σας γαλακτοτρόφησε με το λόγο του Θεού και σας έθρεψε με τον άρτο που χαρίζει ζωή και σας υπέδειξε να βαδίζετε στην οδό των σωτηρίων εντολών του Θεού» (19Α,167)
«Εάν ζεις σε κοινόβιο αδελφών, μη θελήσεις ποτέ να στραφείς εναντίον του πατρός σου που σε χειροθέτησε, έστω και αν τον βλέπεις να πορνεύει ή και να μεθά και, κατά τη γνώμη σου, να διαχειρίζεται κακώς τα πράγματα της μονής, έστω και αν τύπτεσαι και ατιμάζεσαι απ’ αυτόν και υποβάλλεσαι σε πολλές άλλες θλίψεις. Μη συγκαθίσεις με όσους τον χλευάζουν, ούτε να συμπορευθείς με όσους μελετούν κακά εναντίον του. Να τον υπομένεις μέχρι τέλους χωρίς να περιεργάζεσαι τα κακά εκείνου. Όσα λοιπόν καλά τον βλέπεις να κάμνει, βάλε τα στην καρδιά σου και βίαζε τον εαυτό σου αυτά μόνο να θυμάται. Όσα όμως άπρεπή και κακά τον δεις να κάμνει ή να λέγει, αυτά χρέωνέ τα στον εαυτό σου και λογάριαζέ τα σαν δικά σου αμαρτήματα και να μετανοείς με δάκρυα, θεωρώντας εκείνον ως άγιο και επικαλούμενος την ευχή του» (18Δ, 177)
«Ούτε και τότε να μην τολμήσεις να επιβείς στην αρχή (αξίωμα Ηγουμένου) χωρίς τη θέληση του πνευματικού σου πατρός, αλλά ταπεινώσου και κάνε αυτό με την ευχή και προτροπή αυτού, και ανέβα στην αρχή απλώς και μόνο για τη σωτηρία των αδελφών» (19Δ, 189)
«Εξέταζε λοιπόν προσεκτικά την καρδιά σου, πάτερ πνευματικέ, ή καλύτερα πλύνε πάντοτε τον οφθαλμό της διάνοιάς σου και κάνε τον να είναι πάντοτε καθαρός και αθόλωτος, ώστε και την καρδιά σου να μπορείς να βλέπεις με αυτόν, και να γνωρίζεις πολύ καλά τα προβλήματα των εμπιστευθέντων σ’ εσένα προβάτων, ή καλύτερα πατέρων και αδελφών, και να τα οικονομείς όπως πρέπει. Διότι, όπως ακούς, σώμα είναι η Eκκλησία και κεφαλή αυτής είναι ο προϊστάμενος. Και όπως τα άλλα μέλη του σώματος έχουν το καθένα μία ενέργεια, για παράδειγμα το πόδι να περπατά, το χέρι να κρατά και να εργάζεται, η κεφαλή αποτελεί τη συγκρότηση όλου του σώματος, αφού έχει μέσα της όλες τις αισθήσεις και τον νου και αυτόν τον ίδιο τον λόγο, έτσι και οι αδελφοί της μονής δεν είναι καμωμένοι να εκτελούν όλοι όλες τις αρετές, αλλ’ ο καθένας έχει να εκτελεί και διακονεί κάτι άλλο. Γι’ αυτό μόλις και μετά δυσκολίας θα βρεις μία ή δύο από τις αρετές μαζί στον ίδιο υπήκοο (και αυτό δεν είναι καθόλου θαυμαστό, διότι είναι μέλη εκ μέρους), από τον προϊστάμενο όμως απαιτείται να έχει όλες τις αρετές ο ίδιος, και όχι μόνο τις ψυχικές, αλλά και τις σωματικές, ή καλύτερα μαζί με τις αρετές και τα μυστικά και μεγάλα χαρίσματα. Όπως δηλαδή η κεφαλή του ανδρός έχει βέβαια από την εξωτερική διάπλαση και ευπρέπεια την ομορφιά και το πολύ τίμιο, όμως, εάν δεν έχει και τον νου και τις αισθήσεις σώες και ακέραιες, είναι για όλους άχρηστος και άτιμος, έτσι λοιπόν και ο προϊστάμενος· οφείλει όχι μόνο να κοσμείται και ν’ ακτινοβολεί από τις ψυχικές και σωματικές αρετές, αλλά και να είναι στολισμένος πολύ περισσότερο από τα πνευματικά χαρίσματα, επειδή άλλο είναι η αρετή και άλλο το χάρισμα. Οι αρετές δηλαδή επιτυγχάνονται από προσωπική μας προθυμία και συγκεντρώνονται από δικούς μας κόπους, ενώ τα πνευματικά χαρίσματα είναι δώρα του Θεού που δίδονται σ’ εκείνους που αγωνίζονται» (19Δ,189-191)
«Σ’ αυτό το έργο δεν υπάρχει καμία ανάπαυση του σώματος για σένα, καμία απόλαυση. Οι νύχτες και οι ημέρες θα δαπανηθούν εξ ίσου από εσένα στη μέριμνα των εμπιστευμένων σ’ εσένα ψυχών, για να μη κατασπαραχτεί ούτε μία από αυτές από τα θηρία, ή καταφαγωθεί από την άρκτο της επιθυμίας, ή καταποθεί από τον δράκοντα του θυμού, ή διαμελισθεί από τους γύπες των λογισμών της επάρσεως, και έτσι η μία ψυχή του ενός γίνει πολλές με το να διαμερισθεί και στους άλλους, αλλά για να διαφυλάξεις στον αρχιποιμένα Χριστό τον Θεό το ποίμνιό σου σώο και πολύτοκο, όλο καρποφόρο, πλήρες αρετών, φωτισμένο με τη θεία γνώση, όχι ψωραλέο ή με κομμένα αυτιά ή περιφερόμενο τελείως χωλό. Διότι έτσι και πολλούς θα σώσεις, καθιστώντας τους τέλειους με τα τέλεια έργα, χωρίς να τους λείπει τίποτε σε τίποτε, οδηγώντας στον Χριστό σου όλους αγνούς, καθαρούς από ρυπαρά έργα, και έτσι θα τιμήσεις τον εαυτό σου με μεγάλες ουράνιες τιμές, και θα γίνεις ομόσκηνος των αποστόλων και των ποιμένων του Χριστού και θα συμβασιλεύσεις με τον ίδιο τον Υιό του Θεού στους απέραντους αιώνες. Ο δικός σου βίος να είναι σαν ευθύς κανόνας ανάμεσα στους αδελφούς και πατέρες σου, για να ισώνονται μ’ αυτόν και τα στραβά των άλλων… φροντίζοντας για τις εμπιστευόμενες σ’ εσένα ψυχές σαν δικά σου μέλη, και εάν χρειασθεί να θυσιάζεις και τη ζωή σου καθημερινά υπέρ αυτών, χωρίς να προτιμάς τίποτε άλλο από τα πράγματα του κόσμου περισσότερο από την αγάπη αυτών. Διότι, επειδή εσύ προτιμήθηκες από του λοιπούς να ποιμαίνεις τη λογική ποίμνη του Δεσπότη σου και Θεού, πρέπει σύμφωνα με το λόγο του να είσαι έσχατος όλων στο φρόνημα και στην κατά Θεόν ταπείνωσή σου, για να βαστάζεις ως δυνατός τις αδυναμίες των αδυνάτων, και να θεραπεύεις ως ιατρός τα πάθη και τα νοσήματα εκείνων που νοσούν ψυχικά, να επιστρέψεις ως ποιμήν το πλανώμενο, το εύρωστο να το κάνεις να εργάζεται καρποφόρα τις αρετές, και όποιο είναι γεμάτο ψώρα και είναι αθεράπευτο να το αποχωρίζεις από τη λογική σου αγέλη, για να μη μεταδώσει το νόσημα στα υγιή από τα λογικά σου πρόβατα.» (19Δ,197-199)
«(συμβουλή σε Ηγούμενο) Σου είναι αρκετό μία φορά το μήνα να εξέρχεσαι για να εκτελείς τις αναγκαιότερες διακονίες και υποθέσεις της ποίμνης σου, ενώ τις άλλες ας τις κάνουν οι διακονητές, διατηρώντας εσένα απερίσπαστο, ώστε να αφοσιώνεσαι με προσευχή στη διακονία του λόγου και στη φροντίδα των αδελφών» (19Δ,199)
«Να μη φέρεσαι με θυμό και οργή και κραυγή εναντίον των τέκνων και αδελφών σου χωρίς αιτία που προκαλεί κίνδυνο στην ψυχή, αλλά να τους διδάξεις με ήπιο λόγο και ομιλία, πώς πρέπει να περπατάει ο καθένας τους και να συναναστρέφεται μέσα στην αδελφότητα» (19Δ,201)
«Εάν χρειασθεί ποτέ ν’ αντιμετωπίσεις από εύλογο θυμό με ράβδο και βακτηρία τους άτακτους, για να κάνεις κάποια ανακοπή του κακού και ν’ αναστείλεις λοιμώδη φθορά σ’ αυτούς, ώστε να μην επεκταθούν προς το χειρότερο τα της φαύλης εργασίας και διαθέσεως, ούτε αυτό κρίθηκε ασύμφωνο από τους αποστόλους στις διατάξεις τους και από τους θεοφόρους πατέρες μας. Διότι κάθε κίνηση και κάθε πράξη μας, που περιορίζει και απομακρύνει την κακία και βοηθάει τη δικαιοσύνη και την αρετή, είναι επαινετή και θεάρεστη και ευπρόσδεκτη από όλους τους δικαίους. Και μάρτυρας είναι ο Ιησούς, που χτύπησε με φραγγέλιο τους σκληρούς Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν μεταβάλει σε οίκο εμπορίου τον οίκο προσευχής, και ανέτρεψε τις τράπεζες των χρηματιστών. Μην αδιαφορήσεις λοιπόν και για ασήμαντο πράγμα, που έγινε παρά την εντολή του Θεού προς καταστροφή των αποστολικών κανόνων και διατάξεων και ύβρη του ευαγγελικού βίου και της τάξεως των μοναχών, με πρόφαση πραότητας και με σκοπό τον έπαινο μόνο από τους ανθρώπους, αλλά μιμούμενος τον δικό σου Ιησού και Θεό, επιτιμώντας με αυστηρότητα και εκταράσσοντας τον εαυτό σου χωρίς πάθος, κάνε εκδίκηση των εντολών του Θεού και των θεσμοθετημένων κανόνων υπό των αποστόλων του» (19Δ, 201-203)
«(συμβουλεύει νέο ηγούμενο) Να είσαι προσεκτικός προς όλους και στην εξέταση των λογισμών του καθενός, ώστε να μπορείς να γνωρίζεις ποιοι απ’ αυτούς πρέπει ν’ ανήκουν στη θέση των ευχομένων και κοινωνούντων, και ποιοι χρειάζονται αποχωρισμό και μετάνοια με δάκρυα και στάση στη θέση των μετανοούντων (στο Ναό), ώστε από κάποια συμπάθεια προς κάποιους να μη καταστήσεις την Εκκλησία του Θεού, αντί ναό άγιο, σπήλαιο ληστών ή πορνείο εν άγνοια ή εν γνώσει σου, πράγμα για το οποίο δεν θ’ αποφύγεις το φοβερό κρίμα της οργής του Θεού» (19Δ,203)
«Εγώ ειλικρινά πορεύομαι γεμάτος από πένθος και σκυθρωπός και θρηνώντας έχασα την ελπίδα μου για τη ζωή, διότι δεν θεωρώ κέρδος το να σώζομαι μόνος, ούτε και θέλω να δοξάζω τον Θεό χωρίς εσάς» (19Δ,215)
«Αδελφέ, παρακάλεσε εκτενώς το Θεό, να σου υποδείξει άνθρωπο, που να μπορεί να σε ποιμάνει καλώς, στον οποίο οφείλεις να υπακούς σαν στον ίδιο τον Θεό και να επιτελείς αδίστακτα όσα σου λέγει, έστω και αν τα προστασσόμενα σου φαίνονται κατά την κρίση σου αντίθετα και επιβλαβή. Και εάν κοντά σ’ αυτόν που ήδη είχες πνευματικό πατέρα η καρδιά σου πληροφορείται περισσότερο από τη χάρη, κάμνε όσα σου λέγει και σώζεσαι. Διότι είναι προτιμότερο να ονομάζεσαι μαθητής μαθητού και να μη ζεις ιδιόρρυθμα δρέποντας τους ανωφελείς καρπούς του θελήματός σου. Εάν όμως το άγιο Πνεύμα σε στείλει προς άλλον, μη διστάσεις καθόλου. Διότι ακούμε ότι και ο Παύλος φύτεψε και ο Απολλώς άρδευσε και ο Χριστός αύξησε. Κάνε λοιπόν και εσύ, αδελφέ, όπως προείπαμε, και πήγαινε προς τον άνθρωπο που ο Θεός θα σου υποδείξει ή μυστικά με σένα τον ίδιο ή φανερά με δούλο του. Και σαν να βλέπεις τον ίδιο τον Χριστό και να ομιλεί προς εσένα, έτσι να σεβασθείς αυτόν και έτσι να διδαχθείς απ’ αυτόν όσα συμφέρουν» (19Δ,223-225)
«Θα ωφεληθείς τα μέγιστα εάν προσβλέπεις μόνο προς αυτόν. Εάν τον δεις να τρώγει μαζί με πόρνες και τελώνες και αμαρτωλούς, μη σκεφθείς τίποτε το εμπαθές και ανθρώπινο, αλλά όλα να τα θεωρήσεις απαθή και άγια, και βλέποντάς τον να δείχνει συγκατάβαση προς τα ανθρώπινα πάθη να έχεις στο νου σου το «έγινα σε όλους τα πάντα, για να τους κερδήσω όλους». Αλλ ούτε, όταν βλέπεις με τα μάτια σου, να πιστέψεις σ’ αυτά ανεπιφύλακτα, διότι και αυτά πλανώνται, όπως έχω μάθει στην πράξη. Ακολουθώντας αυτόν και πειθαρχώντας στα λεγάμενα του, μην αποβλέπεις προς όσους είναι μαζί σου, ούτε να πεις για κάποιον ‘Κύριε, αυτός εδώ τι κάνει;’, αλλά πάντοτε να προσέχεις τον εαυτό σου και να έχεις προ των οφθαλμών τον θάνατο και φρόντιζε συνειδητά με ποία αρετή θα δοξάσεις τον Θεό. Μην αλαζονευθείς επειδή τιμάσαι από τους περισσότερους εξ αιτίας του διδασκάλου σου, ούτε επειδή έχεις πολλούς που σε υπακούουν εξ αιτίας του ονόματος εκείνου, αλλά να χαίρεσαι μάλλον εάν γραφεί το ονομά σου στον ουρανό της ταπεινώσεως. Εάν βλέπεις να τρέμουν οι δαίμονες και τη σκιά σου, απόδωσέ το όλο όχι στον εαυτό σου, αλλά στην πρεσβεία του πατρός σου και θα σε φοβηθούν περισσότερο... μη σκανδαλισθείς, εάν βλέπεις να ατιμάζεται αυτός από τους φθονερούς, ίσως και να ραπίζεται και να σύρεται, αλλά σαν θερμός Πέτρος λάβε τη μάχαιρα και, εκτείνοντας το χέρι σου, κόψε όχι μόνο το αυτί, αλλά και το χέρι και τη γλώσσα εκείνου που επιχειρεί να ομιλεί εναντίον του πατρός σου ή να τον πειράζει...Πίστευε ότι παρίσταται με παρρησία στον Θεό έστω και αν κατέθεσες το σώμα του στον τάφο, και να επικαλείσαι χωρίς δισταγμό την πρεσβεία του, και αυτός θα σε βοηθήσει εδώ και θα σε φυλάξει από όλους τους εχθρούς και θα σε υποδεχθεί όταν θα εκδημήσεις από το σώμα σου και θα σου ετοιμάσει αιώνια μονή... Εάν όμως σου φανούν απίστευτα και όχι αρεστά, συγχώρησέ με που σε συμβούλευσα όσα έμαθα, και συ ακολούθα όλους όσους αναγνωρίζεις ανώτερους. Πρόσεχε όμως, αδελφέ μου, μήπως παρά τη θέλησή σου ακολουθήσεις και χειρότερους. Διότι πραγματικά είναι σπάνιοι, και μάλιστα σήμερα, όσοι γνωρίζουν να ποιμαίνουν καλώς και να ιατρεύουν λογικές ψυχές. Νηστεία βέβαια και αγρυπνία και εμφάνιση ευλάβειας ίσως πολλοί προσποιήθηκαν ή και έμπρακτα απέκτησαν, και έχουν οι περισσότεροι την ευχέρεια ν’ αποστηθίζουν πολλά και να διδάσκουν με λόγους, όμως πολύ λίγοι είναι σε θέση να εκριζώσουν με το κλάμα τα πάθη και ν’ αποκτήσουν τις περιεκτικές αρετές αναφαίρετες. Και περιεκτικές αρετές ονομάζομε την ταπείνωση, που είναι αναιρέτης των παθών και πρόξενος της ουράνιας και αγγελικής απάθειας, και την αγάπη που ποτέ δεν σταματάει ούτε πέφτει, αλλά διαρκώς προχωρεί προς τα εμπρός, προσθέτοντας πόθο στον πόθο και έρωτα στον έρωτα, από την οποία χορηγείται τέλεια διάκριση, η οποία και τον εαυτό της και όσους την ακολουθούν οδηγεί καλώς και διαπλέει απρόσκοπτα τη νοητή θάλασσα... όποιος παρέδωσε τον εαυτόν του σε αγαθό διδάσκαλο δε νοιάζεται για τίποτε απ’ αυτά, αλλά, αφού ζήσει αμέριμνα, θα σωθεί με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού » (19Δ,227,229,231,233-235)
«(Μιλά στο νεκρό αδελφό του Αντώνιο) Διότι οπωσδήποτε τώρα γνώρισες τα της διαθέσεώς μου για σένα και ότι ποτέ δεν σε επέπληττα επειδή σε μισούσα ή σε βδελυσσόμουν και με κάθε τρόπο σε ασφάλιζα με τις νουθεσίες, αλλ’ επειδή πολύ σε αγαπούσα και φλεγόμουν επίμονα από τον πόθο προς εσένα. Διότι βλέπεις τώρα, το γνωρίζω καλά, αφού ξεπέρασες τον γνόφο και την ομίχλη αυτού του σώματος, και βλέπεις γυμνή την ψυχή μου και τη διάθεσή της, καθώς και εσύ είσαι τώρα γυμνός από το σώμα. Διότι, αφού έγινες θεοειδής, βλέπεις θεοειδέστερα και όλα τα σχετικά με εμάς» (19Δ,245)
«Στάσου (στη Θ.Λειτουργία) γεμάτος τρόμο, σαν να βλέπεις τον Υιό του Θεού να θυσιάζεται για σένα. Και εάν είσαι άξιος και πάρεις άδεια γι’ αυτό, πήγαινε με φόβο και χαρά να κοινωνήσεις τα απόρρητα αγαθά» (19Δ, 321)
«Αλλά και τους λογισμούς της καρδιάς σου να τους εξαγορεύεις, εάν είναι δυνατό, στον πνευματικό σου πατέρα, εάν όμως αυτό δεν είναι δυνατό, να μη περάσεις ποτέ βραδυά έτσι, αγαπητέ, αλλά, ανακρίνοντας τον εαυτό σου, εξαγόρευε σ’ αυτόν μετά τον όρθρο όλα όσα σου συμβαίνουν. Και να έχεις αδίστακτη πίστη προς αυτόν, κι αν ακόμη τον βρίζει και τον διασύρει όλος ο κόσμος, κι αν ακόμη κι εσύ ο ίδιος τον είδες με τα μάτια σου να πορνεύει, να μη σκανδαλισθείς ούτε να ελαττώσεις την πίστη σου προς αυτόν, πειθαρχώντας σ’ εκείνον που είπε, «μη κρίνετε, και δεν θα κριθείτε» (19Δ,333)
«Ούτε να λησμονήσεις την καλή συμβουλή που σου έδωσα εγώ ο αμαρτωλός. Δεν τα έπραξα βέβαια εγώ αυτά, ούτε σου τα είπα από πείρα δικής μου πράξεως, αλλά μου τα έδωσε να σου τα πω η χάρη του Θεού για σένα και τη σωτηρία σου» (19Δ,431)
«Eκείνος λοιπόν που έχει τη λυχνία της ψυχής του σε τέτοια κατάσταση (αμέτοχη δηλαδή του θείου πυρός), χρειάζεται μάλλον οδηγό και λυχνία για να φωτίζει και να διακρίνει τις πράξεις του, και με τη βοήθεια αυτού να επανορθώνει με την εξομολόγηση τα σφάλματά του και όσα διαπράττονται από αυτόν κάθε ώρα στραβά» (19Δ,459)
«Εκείνος που νομίζει κατά το δυνατόν ότι κατέχει μέσα του όλες τις αρετές, μη έχοντας μέσα του το φως του αγίου Πνεύματος, ούτε τις πράξεις του μπορεί να δει καλώς, ούτε έχει την τέλεια βεβαιότητα εάν αρέσουν στον Θεό. Αλλά ούτε μπορεί να καθοδηγήσει άλλους ή να διδάξει το θέλημα του Θεού, ούτε καθίσταται άξιος να δεχθεί ξένους λογισμούς, ακόμη κι αν γίνει από ανθρώπους πατριάρχης, ώσπου ν’ αποκτήσει μέσα του το φως που φωτίζει» (19Δ,461)
«Του πατέρα σου μόνο τις συμβουλές ν’ ακούς και ν’ αποκρίνεσαι σ’ αυτόν με ταπεινότητα και λέγε του, όπως στο Θεό, τις σκέψεις σου μόλις που σε πλησιάσουν και μην κρύψεις τίποτε μήτε δίχως τη γνώμη του να πράξεις κάτι μήτε να κοιμηθείς μήτε να φας μήτε να πιείς!» (19Ε,81)
«Μ’ έκαναν να ξεχαστώ πάλι και τίποτε από όσα έγιναν να μην καταλάβω, αλλά νομίζω πώς είμαι ανώτερος από όλους και απαθής, άγιος και σοφός θεολόγος και δίκαια με τιμούν όλοι οι άνθρωποι· δέχομαι τους επαίνους, σα να τους αξίζω, και καλώντας κόσμο περιμένω να με τιμήσουν. Κι όταν με περικυκλώσουν φουσκώνω πιο πολύ κι όλο κοιτάζω γύρω, μήπως, λείπει κανένας που δεν ήρθε να με δει και να θαυμάσει. Κι αν κάποιον ανακαλύψω που αδιαφόρησε μνησικακώ, τον βρίζω και τον διασύρω, για ν’ ακούσει και μη υποφέροντας τις κατηγορίες μου να ρθεί, να μου μιλήσει και να φανεί υποχείριός μου κι ότι κι εκείνος χρειάζεται την προσευχή και την αγάπη μου. Και τότε λέω σ’ όλους τους άλλους έρχεται κι ο τάδε και παίρνει τις ευχές μου κι ακούει τους λόγους μου και τη διδασκαλία μου -βλακεία, αλί μου, πρώτη! Πώς δεν βλέπω τη θλιβερή γύμνια μου, πώς δε νιώθω τα τραύματά μου, πώς δε λυπούμαι, πώς δεν κλαίω, και πεσμένος στον ξενώνα δεν αποζητώ τη θεραπεία μου; Πώς δεν προσκαλώ τους γιατρούς δείχνοντας τα χτυπήματα, δείχνοντας γυμνά σ’ αυτούς και τα κρυμμένα πάθη μου, για να βάλουν σ’ αυτά το νυστέρι και τα έμπλαστρα και τα καυτήρια και να τα υπομείνω καρτερικά για τη θεραπεία μου, αλλά προσθέτω καθημερινά κι αλλά τραύματα; Αλλά, Θεέ μου, λυπήσου με που πλανήθηκα, φύτεψε στην καρδιά μου το φόβο σου, για ν’ αποφύγω τον κόσμο όπως διατάζεις… γι’ αυτό θλίβομαι και λυπούμαι, Θεέ μου, γιατί βλέπω τον εαυτό μου δούλο σ’ αυτά τα πάθη, μα δεν μπορώ να το παραδεχτώ ούτε και να ταπεινωθώ ούτε θέλω να ζητήσω τη μόνη δόξα τη δική σου, που μ’ αυτή φαίνεται ότι είμαι πιστός σου δούλος και μ’ αυτή μπορώ να φανώ ψηλότερος από όλους» (19Ε, 127,στίχ 88-115 & 126-131)
«[Μιλά ο Συμεών ότι δεν επιθυμεί τόσο…] Να ερευνώ για τις γνώμες τους και να ψάχνω για τις σκέψεις τους και να εξιχνιάζω ατελείωτα τις πράξεις και τις σκέψεις τους, επειδή με αναμένει κρίση και μέλλω να δώσω λόγο, γι’ αυτούς που αμάρτησαν, που εγώ να ποιμαίνω ορίστηκα μόνος όπως και να ’ναι για άρρητους λόγους του Θεού. Καθένας βέβαια θα κριθεί και εξάπαντος θα δώσει λόγο για ό,τι ο ίδιος έπραξε, καλό κάτι ή φαύλο, και μόνο εγώ θα δώσω λόγο για καθένα τους. Και πώς θέλω να σωθώ ή πώς να ελεηθώ, εγώ που μήτε για τη μία δική μου άθλια ψυχή δεν έχω καμιά πράξη σωτηρίας να παρουσιάσω; Σου εκμυστηρεύομαι λοιπόν δεν έχω τι να πω, γιατί ούτε έπραξα ποτέ πράξη μικρή ή μεγάλη, χάρη σ’ αυτή για να σωθώ από την αιώνια φωτιά. Αλλά, Σωτήρα, φιλάνθρωπε, σπλαχνικέ, ελεητικέ, δώσε σ’ εμένα τον ταπεινό θεία δύναμη, ώστε με λόγο, τους αδελφούς που έδωκες, να ποιμαίνω με σύνεση, να τους οδηγώ στις νομές της θείας νομοθεσίας σου και να τους διασώζω στις κατοικίες της άνω βασιλείας σου σώους, αβλαβείς, να λάμπουν από τη χάρη των αρετών, άξιους προσκυνητές του φοβερού θρόνου σου» (19Ε,145)
«[Μιλά ο Συμεών για τον Πνευματικό του] Ποιος μ’ έλκυσε προς τ’ αγαθά τούτα που μ’ έχει φέρει, απ’ το βυθό της κοσμικής ποιος μ’ έχει βγάλει απάτης; Από πατέρα κι αδελφούς και φίλους ποιος να με έχει χωρίσει κι από συγγενείς και τις χαρές του κόσμου; Ποιος της μετάνοιας μου ’δειξε το δρόμο και του πένθους, που στην ήμερα μ’ έφερε που τέλος δε γνωρίζει; Άγγελος κι όχι άνθρωπος, που άνθρωπος είναι ωστόσο, τον κόσμο που γελοιοποιεί, το δράκο οπού πατάει, και τρέμουν όλοι οι δαίμονες μπροστά του σαν τον βλέπουν. Όσα στην Αίγυπτο (συμβολικά η δουλεία των παθών) είδα εγώ πώς να σου πω, αδελφέ μου, τερατουργίες φοβερές που εκείνος έχει κάνει; Ένα μονάχα θα σου πω, είμαι ανήμπορος για όλα. Κατέβηκε και μ’ ηύρε εδώ και πάροικο και δούλο και μου ’πε· Σήκω, στο Θεό, παιδί μου, θα σε πάρω!»(19Ε,231)
«Πρεσβεύει πια ο πατέρας μου και τον ακούει ο Θεός μου και λέει στον υπηρέτη του απ’ το χέρι να με πιάσει κι υπόσχεται μαζί μ’ εμάς κι εκείνος να βαδίσει, για να με σώσει απ’ το Φαραώ και της Αιγύπτου τα δεινά, και τότε θάρρος έβαλε στα φύλλα της καρδιάς μου, μου’ δώσε τόλμη το Φαραώ να μην τόνε φοβούμαι. Έτσι έκανε του Θεού λοιπόν ο εργάτης. Από το χέρι μ’ έπιασε και πήγαινε αυτός πρώτος κι έτσι το δρόμο αρχίσαμε μαζί να περπατούμε. Με του πατρός μου τις ευχές σύνεση, Κύριε, δώσ’ μου» (19Ε,233)
«[Με έβαλε ο Θεός, λέει ο Συμεών] Δάσκαλός τους να ’μαι και να νιώσουν να τους κάνω πόσα τραύματα τους σφίγγουν και δεσμά πόσα τους δένουν» (19ΣΤ,81)
«Το Πνεύμα σου το άγιο έχω λάβει με τη φιλανθρωπία σου κι ευχές του γέροντά μου» (19ΣΤ,111)
«Το δρόμο μου έδειξες (Κύριε) και οδηγό μου έδωσες να με οδηγεί στις εντολές σου να βαδίζω. Αυτόν ακολουθούσα και περνούσα αμέριμνα» (19ΣΤ,159)
«(Μιλά ο Χριστός στον ιερέα) Κι αυτούς που δεν υποχωρούν ούτε υπακούν σ’ εσένα όμοια μ’ αυτούς που αρνήθηκαν τον κύριο τους κι αφέντη να τους θρηνείς και να τους κλαις συνέχεια και συνέχεια συμβούλευέ τους· έχω πει «δέχεται εμένα οποίος δέχετ’ εσάς· κι εμένα ακούει οποίος εσάς ακούει». Κι οποίος με τρόμο συμβουλές και λόγους ιδικούς σας δε δέχεται ως το θάνατο πιστά φυλάγοντάς τους, της δόξας της ουράνιας μου μέτοχος δε θα γίνει, σ’ εμένα που σταυρώθηκα θέση ποτέ δε θα ’χει· σ’ εμένα που ως το θάνατο έσκυψα στον Πατέρα, από δεξιά δεν θα σταθεί κι ούτε συγκληρονόμος εκείνος θα γίνει μ’ όσους σταύρωσαν τον εαυτό τους. Μη σταματήσεις το λοιπόν τις νουθεσίες, τα δάκρυα, τη σωτηρία τους να ζητάς λοιπόν μη σταματήσεις, ώστε αν τελικά πειστούν και αν γυρίσουν πίσω θε να τους έχεις αδελφούς και μέλη κερδισμένα, να τους προσφέρεις γνήσιους υπήκοους σ’ εμένα, ώστε κι εγώ να τους δεχτώ από σε δοξάζοντάς τους» (19ΣΤ,193-5)
«(Μιλά ο Χριστός στο Συμεών για την κακή κατάσταση των λαϊκών) Όσοι μ’ υβρίζουνε λοιπόν κι όσοι με λοιδορούνε, πώς κι όσοι με κατηγορούν να υποταχτούν σ’ εσένα (ως ποιμένα) ή πώς θα σε καταδεχτούν, πες μου, για δάσκαλό τους; Κι οι λύκοι σαν ποιμένα πώς τα ’χα θα σε λογιάσουν, πώς θ’ ακολουθήσουν τη φωνή σου αφού θηρία είναι; Έβγα και φύγε, γλίτωσε από ανάμεσά τους· και συ ο ίδιος αν σωθείς, θα ’ναι αρκετό για σένα. Αλλά αν τον κόσμο σώσεις συ και τον εαυτό σου χάσεις, ποιό από τον κόσμο τ’ όφελος χαρά σ’ εσέ που εσώθης; Δε θέλω να ’σαι εσύ βοσκός εκείνου που δε θέλει. Κοίταξε πώς το φύλαξα τούτο κι εγώ στον κόσμο· είμαι αυτών που θέλουνε ποιμένας και δεσπότης» (19ΣΤ,223, στίχ. 42-52)
«[Μιλά ο Χριστός στον ιερέα] Κάλλιο λοιπόν το πρόβατο νά ’σαι κι όχι ο ποιμένας σε τούτους, αλλά πιο πολύ για σένα να φροντίζεις και να προσεύχεσαι για αυτούς και όλους τους ανθρώπους, για να επιστρέψουν κι όλοι τους σ’ επίγνωση για να ’ρθουν και να διδάσκεις απ’ αυτούς εκείνους που το θέλουν. Κι όσα διδάσκεις να εκτελούν μην τους υποχρεώσεις, μα τα δικά μου λέγε τους λόγια και παρακάλει να τα φυλάξουν, γιατί ζωήν αιώνια προξενούνε κι αυτοί οι λόγοι θα σταθούν, όταν έρθω να κρίνω, και τον καθέναν απ’ αυτούς θα κρίνουνε επάξια. Χωρίς ευθύνες θα είσαι εσύ και δίχως καταδίκη, τ’ αργύρια αφού δεν έκρυψες των λόγων των δικών μου, αλλά όσα ο ίδιος έλαβες μέτρησες και στους άλλους» (19ΣΤ, 227-9)
«[ο Χριστός στο Συμεών] Την αρετή όποιος δεν ποθεί μήτε την κατορθώνει, κι αθέλητα δεν σώζεται, μην ψάχνεις παραπέρα. Εσύ να σώσεις κοίταξε κι αυτούς οπού σ’ ακούνε, αν τύχει κι εύρεις άνθρωπο στη γη οπού ν’ ακούει, αυτιά να ’χει και προσοχή στα λόγια σου να δίνει.[ο Συμεών] - Έτσι θα κάνω, Κύριε, όπως μου έχεις ορίσει, αλλά και τη βοήθειά σου και τη δική σου χάρη χάρισε στον ανάξιο σου τον δούλο σου, Θεέ μου» (19ΣΤ,231)
«Ναι, ξέρω καθώς πρόσταξες, πανεύσπλαχνε Θεέ μου, τον αδελφό απ’ το θάνατο να σώζουμε πώς πρέπει κι από αμαρτίας το δάγκωμα, αλλά όχι με αμαρτία μαζί του να χαθώ κι εγώ -μ’ αυτό έχω πάθει ο δόλιος, και ραθυμώντας έπεσα θαρρώντας στον εαυτό μου- να σώσω εκείνον έπρεπε αλλά κι εμέ τον ίδιο· αλλιώς επάνω ας έμενα αυτόν που έπεσε να κλαίω κι όσο μπορούσα ας ξέφευγα μαζί μ’ αυτόν να πέσω» (19ΣΤ,297, στίχ. 58-65)
«[Μιλά ο Χριστός στο Συμεών] Μα τα γνωρίζω εγώ καλά, Θεός που τα πάντα ξέρω, πώς στον πατέρα σου είσαι πιστός κι όση ταπείνωση έχεις και πόσο τέλεια αρνήθηκες το ίδιο το θέλημά σου, που απόδειξη εγώ τη θωρώ και που απόδειξη είναι. Όποιος δεν έχει θέλημα δικό του ναι, πεθαίνει, μα βρίσκεται στο θέλημα το ίδιο το δικό μου και ζει» (19ΣΤ, 387)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)