«Προ του θανάτου πραγματοποιείται θάνατος και προ της αναστάσεως των σωμάτων ανάστασις των ψυχών, με έργο, δύναμι, πείρα και αλήθεια. Διότι, όταν το θνητό φρόνημα εξαφανίζεται από τον αθάνατο νου και η νεκρότης εκδιώκεται από την ζωή, η ψυχή βλέπει πραγματικά τον εαυτό της σαν να αναστήθηκε εκ νεκρών, όπως βλέπουν τους εαυτούς των οι ανιστάμενοι από τον ύπνο, και επιγινώσκει τον Θεό που την ανέστησε· κατανοώντας δε αυτόν και ευχαριστώντας αυτόν, εξίσταται των αισθήσεων και όλου του κόσμου, γεμίζοντας άφραστη ηδονή»(ΕΠΕ,ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Α,σελ.497)
«Ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό (η Θ.Κοινωνία) και δίνει ζωή στον κόσμο , τον οποίο όσοι τον τρώγουν όχι μόνο τρέφονται, αλλά και ζωοποιούνται και ζώντας ανασταίνονται ως εκ νεκρών... Εάν λοιπόν εορτάζεις έτσι και έτσι μεταλαμβάνεις τα θεία μυστήρια, όλη σου η ζωή θα είναι μία εορτή, και ούτε εορτή, αλλά αφορμή εορτής και ένα Πάσχα, η μετάβαση και αναχώρηση από τα ορατά προς τα νοητά» (19Γ, 279,283)
«Διότι δια του αγίου Πνεύματος γίνεται η ανάσταση όλων. Και δεν εννοώ την ανάσταση των σωμάτων που θα γίνει στην συντέλεια (διότι τότε θα σαλπίσει ο άγγελος και θ’ αναστηθούν τα νεκρά σώματα ), αλλά την πνευματική αναγέννηση και ανάσταση των νεκρών ψυχών, που γίνεται κάθε ημέρα πνευματικώς, την οποία δίδει δια του Παναγίου Πνεύματος, αυτός που πέθανε μία φορά και αναστήθηκε, και που ανασταίνεται με όλους και σε όλους που ζουν αξίως, συνανασταίνοντας τις ψυχές που πέθαναν μαζί του με την διάθεση και με την πίστη, και δωρίζοντας σ’ αυτές ήδη από την εδώ ζωή την βασιλεία των ουρανών» (19Γ,515)
«Το Πάσχα, η χαρμόσυνη ήμερα, που προκαλεί κάθε ευφροσύνη και ευτυχία, καθώς η ανάσταση του Χριστού έρχεται την ίδια εποχή του χρόνου πάντοτε, ή καλύτερα γίνεται κάθε ήμερα και συνεχώς μέσα σ’ αυτούς που γνωρίζουν το μυστήριό της, αφού γέμισε τις καρδιές μας από κάθε χαρά και ανεκλάλητη αγαλλίαση, αφού έλυσε μαζί και τον κόπο από την πάνσεπτη νηστεία ή, για να πω καλύτερα, αφού τελειοποίησε και συγχρόνως παρηγόρησε τις ψυχές μας, γι’ αυτό και μας προσκάλεσε όλους μαζί τους πιστούς, όπως βλέπετε, σε ανάπαυση και ευχαριστία… Όταν εξερχόμαστε εμείς από τον κόσμο και εισερχόμαστε με την εξομοίωση των παθημάτων του Κυρίου στο μνήμα της μετάνοιας και ταπεινώσεως, αυτός ο ίδιος, κατερχόμενος από τους ουρανούς, εισέρχεται σαν σε τάφο μέσα στο σώμα μας και, ενούμενος με τις δικές μας ψυχές, τις ανασταίνει, αφού αυτές ήταν ομολογουμένως νεκρές, και τότε δίνει τη δυνατότητα, σ’ αυτόν που αναστήθηκε έτσι μαζί με τον Χριστό, να βλέπει τη δόξα της μυστικής του αναστάσεως. Ανάσταση λοιπόν του Χρίστου είναι η δική μας ανάσταση, που βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι… Ανάσταση λοιπόν της ψυχής είναι η ένωση της ζωής. Διότι, όπως το νεκρό σώμα ούτε λέγεται ότι ζει ούτε μπορεί να ζει, εάν δεν δεχθεί μέσα του τη ζωντανή ψυχή και ενωθεί με αυτήν χωρίς να συγχέεται, έτσι ούτε η ψυχή μόνη της και καθ’ εαυτήν μπορεί να ζει, εάν δεν ενωθεί μυστικώς και ασυγχύτως με τον Θεό, που είναι η πραγματικά αιώνια ζωή… Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους πιστεύουν στην ανάσταση του Χριστού, όμως πολύ λίγοι είναι εκείνοι που και την βλέπουν καθαρά, και αυτοί βέβαια που δεν την είδαν ούτε να προσκυνήσουν μπορούν τον Ιησού Χριστό ως άγιο και Κύριο… Πώς λοιπόν μας προτρέπει τώρα το Πνεύμα το άγιο να λέμε (σαν να είδαμε αυτήν που δεν είδαμε) «Ανάσταση Χριστού θεασάμενοι», ενώ αναστήθηκε ο Χριστός μια φορά πριν από χίλια έτη και ούτε τότε τον είδε κανένας να ανασταίνεται; Άραγε μήπως η θεία Γραφή θέλει να ψευδόμαστε; Μακριά μια τέτοια σκέψη· αντίθετα συνιστά μάλλον να λέμε την αλήθεια, ότι δηλαδή μέσα στον καθένα από μας τους πιστούς γίνεται η ανάσταση του Χριστού και αυτό όχι μία φορά, αλλά κάθε ώρα, όπως θα έλεγε κανείς, ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός ανασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας και απαστράπτοντας τις αστραπές της αφθαρσίας και της θεότητας… Σε όποιους λοιπόν φανερωθεί ο αναστημένος Χριστός, οπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικώς στα πνευματικά τους μάτια. Διότι, όταν έλθει μέσα μας δια του Πνεύματος, μας ανασταίνει από τους νεκρούς και μας ζωοποιεί και μας επιτρέπει να τον βλέπομε μέσα μας αυτόν τον ίδιο όλον ζωντανό, αυτόν τον αθάνατο και άφθαρτο, και όχι μόνον αυτό, αλλά και μας δίνει τη χάρη να γνωρίζομε ευκρινώς ότι συνανασταίνει και συνδοξάζει και εμάς μαζί του» (19Δ,107,109-111, 113,115)
«Και πριν από το θάνατο και την ανάσταση των σωμάτων συμβαίνει θάνατος και ανάσταση των ψυχών έμπρακτος και κατά τρόπο δυναμικό, εμπειρικό και αληθινό. Όταν δηλαδή το θνητό φρόνημα εξαφανίζεται από τον αθάνατο νου και η νεκρότητα διώκεται από τη ζωή, τότε η ψυχή, σαν να αναστήθηκε από τους νεκρούς, βλέπει ομολογουμένως τον εαυτό της, όπως ακριβώς βλέπουν τον εαυτό τους εκείνοι που σηκώθηκαν από τον ύπνο, και αναγνωρίζει τον Θεό που την ανέστησε, τον οποίο, αφού τον κατανοήσει και τον ευχαριστήσει, προσκυνά και δοξολογεί την άπειρη αγαθότητά του» (19Δ, 363-5)
«Σε μνήμα με ταπείνωση εκεί τάφηκα τέλεια κι εκεί μ’ αμέτρητη ο Χριστός έφτασεν ευσπλαχνία και τη βαριά ταφόπλακα κύλισε των κακών μου και μου είπε ‘Από τον κόσμο βγες, σήκω σα νάναι τάφος’. Εκεί είδα πώς έπαθε μ’ απάθεια ο Θεός μου και πώς εφάνηκε νεκρός αθάνατος σαν είναι κι ανέστη από το μνήμα του με άθικτες τις σφραγίδες» (19Ε,247,στίχ. 136-142)
«Το να σε βλέπω είναι ζωή κι ανάσταση επίσης» (19ΣΤ,325,στίχ.2)
ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με το θέμα «Ανάσταση Χριστού»)
«Σε κάθε στενοχώρια και θλίψη και νομιζόμενη κακοπάθεια έβλεπα τη χαρά και ευφροσύνη να υπερεκβλύζει μέσα μου δια της αποκαλύψεως και παρουσίας του προσώπου του (Χριστού), ώστε να εκπληρώνεται καθαρά μέσα μου το ρητό του Παύλου που λέγει, «η πρόσκαιρη ελαφριά θλίψη γίνεται πρόξενη σε μας βάρους δόξας», και του Δαβίδ που λέγει «με τη θλίψη με επλάτυνες», ώστε από τώρα να μη θεωρώ τίποτε τις επερχόμενες θλίψεις και τους πειρασμούς σε σύγκριση με την όχι μέλλουσα, αλλά αμέσως αποκαλυπτόμενη δια του αγίου Πνεύματος δόξα του Ιησού Χριστού. Με τη μετοχή και θέα αυτής της δόξας δεν θεωρούσα τίποτε και τις θανάσιμες ακόμα ασθένειες και κάθε άλλη περισσότερο ανυπόφορη οδύνη που προκαλείται στους ανθρώπους δια των πόνων, λησμονώντας κάθε οδύνη και λύπη του σώματος, τόσο ελαφρό θεωρούσα απ’ αυτό το φορτίο των εντολών του Κυρίου και τόσο χρηστόν τον ζυγό του Κυρίου· και όταν από κάποια αίτια δεν εύρισκα ν’ αποθάνω υπέρ αυτού συντόμως, εγέμιζα, πιστεύσατέ με, αφόρητη λύπη» (19Γ, 133)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)