«(Μιλά σε Ηγούμενο) Να μη καταφρονήσεις ένα δήθεν μικρό πράγμα που έγινε προς εξύβριση του ευαγγελικού βίου και της μοναχικής καταστάσεως, με προσποίηση πραότητος για έπαινο των ανθρώπων, αλλά, μιμούμενος τον Χριστό και Θεό αγανακτώντας και ταρασσόμενος απαθώς, να εκδικείσαι τις εντολές του Θεού» (19Α, 141)
«(Μιλά σε μοναχούς για τον νέο Ηγούμενό τους) Να μη δυσαρεστήσθε με τα υπ’ αυτού λεγάμενα και πραττόμενα, αλλ’ ακόμη και αν είναι αντίθετα προς τις γνώμες των πατέρων, να υποκλίνετε σ’ αυτόν τις κεφαλές σας επί του παρόντος. Έπειτα, όσοι τυχόν από σας υπερτερούν των λοιπών σε χρόνια και βίο και λόγο, ας του γνωστοποιήσουν ιδιαιτέρως τον λόγο του κωλύματος προς εφαρμογή των, όπως διετύπωσε στους όρους ο Μέγας Βασίλειος. Χάριν του Κυρίου υπομείνατέ τον σε ώρες ερεθισμού και πικρίας, χωρίς ν’ αντιλέγετε ή ανθίστασθε σ’ αυτόν· διότι ο αντιλέγων ή ανθιστάμενος σ’ αυτόν ανθίσταται στην εξουσία του Θεού, όπως λέγει ο Παύλος . Πραγματικά σε θέματα που δεν σημειώνεται παράβασις εντολής Θεού ή αποστολικών κανόνων και διατάξεων, οφείλετε να υπακούετε καθ’ όλα και να πείθεσθε σ’ αυτόν ωσάν στον Κύριο. Σε όσα όμως κινδυνεύουν το ευαγγέλιο του Χριστού και οι νόμοι της Eκκλησίας του, όχι μόνο σ’ αυτόν δεν πρέπει να πείθεσθε όταν σας παραινεί και διατάσση, αλλ’ ούτε σε άγγελο που μόλις ήλθε από τον ουρανό και ευαγγελίζεται σε σας διαφορετικά από ό,τι ευαγγελίσθηκαν οι αυτόπτες του Λόγου» (19Α, 147)
«[ο Συμεών αναφέρει στον Πατριάρχη ότι δεν θα υποχωρήσει διότι για αυτόν ήταν θέμα πίστης η τιμή στον όσιο Συμεών τον Ευλαβή, τον Πνευματικό του] Θέλησε λοιπόν κατά το θείο λόγιο να διδάσκης, ακολουθώντας τους προγενεστέρους αγίους πατέρες, και θα σε δεχθούμε ως ομότροπο των αποστόλων και θα γίνουμε χώμα και στάκτη κάτω από τα αγία πόδια σου, και το να πατούμαστε από σε, όπως έγραψα προηγουμένως, θα το θεωρήσωμε αγιασμό. Όχι μόνο δε αυτό, αλλά θα φυλάξωμε και τις εντολές σου μέχρι θανάτου και συ θα μας υπεραγαπήσης ως δούλους και ευγνώμονες μαθητάς του Χριστού και θα μας υπερεπαινέσης ως λέγοντας καλά». «Εάν όμως δεν θέλης να διδάσκης έτσι, ώστε και να πειθαρχούμε, όπως είπαμε, στα προστάγματά σου, αλλά με υποσχέσεις ότι θα φανώ περίδοξος στην ζωή μεταξύ των ανθρώπων και θα γίνω σύνεδρός σου και όλων των αρχιερέων της Εκκλησίας, μας παρακινής ν’ άθετήσωμε τον πατέρα τον άγιο (τον Πνευματικό του), που μας φώτισε και τώρα πρεσβεύει υπέρ ημών και μας προστατεύει πάντοτε στις περιστάσεις του βίου ως φιλοστοργότατος πατήρ, και με αυτόν τον τρόπο φροντίζεις να προσκρούουμε στον Χριστό που είπε, όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα, τότε κι εμείς δεν θα πούμε τίποτε άλλο παρά πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά σε ανθρώπους’. Eάν πραγματικά, κάνοντας τούτο, έσπευδα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού. Διότι γνώριζε ότι εγώ από τώρα δεν προτιμώ μοναστήρι ή πλούτο ή δόξα ή κάτι άλλο από όσα επιδιώκουν στη ζωή οι άνθρωποι αντί της εξορίας που μου επιβλήθηκε για την δικαιοσύνη του Θεού. Τίποτε από αυτά, αλλά ούτε θάνατος ούτε ζωή δεν θα με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού μου και αυτού του πνευματικού μου πατρός… Και επειδή χάρι δικαιοσύνης και φυλάξεως της εντολής του ζώντος Θεού εξορίσθηκα από εκεί (τη μονή), δεν επιστρέφω πάλι από εκεί έως ότου ζω, αλλά θα συναποθάνω μαζί με την εντολή του Χριστού μου, χωρίς να τον αθετήσω, και γνωρίζω καλά ότι δεν θα εκπέσω των θεοπνεύστων μακαρισμών του. Διότι είπε 'θα είσθε μακάριοι, όταν σας ονειδίσουν και διώξουν και είπουν εξ αιτίας μου κάθε κακό λόγο εναντίον σας ψευδόμενοι». Καθώς λοιπόν ο πατριάρχης άκουσε αυτά, που δεν τα περίμενε, είπε· «αληθινά είσαι φιλοπατερικός Στουδίτης, κύρ Συμεών, και διαθέτεις την επιμονή εκείνων, που είναι ίσως αξιέπαινη και νόμιμη»(19Α,221-225)
«Ο Κύριος δεν μακαρίζει τους απλώς διδάσκοντας αλλά εκείνους που προηγουμένως αξιώθηκαν δια της εκτελέσεως των εντολών και είδαν μέσα τους το λαμπρό φως του Πνεύματος ν’ αστράπτη και δι’ αυτού με αληθινή όρασι και γνώσι και ενέργεια τούτου έμαθαν όσα πρέπει να πουν και να διδάξουν άλλους. Όπως λοιπόν είπαμε, οι επιχειρoύvτεc να διδάσκουν πρέπει να ανυψωθούν με αυτόν τον τρόπο, για να μη πλανήσουν και απολέσουν και όσους πείθονται σ’ αυτούς και τους εαυτούς των, ομιλώντας για πράγματα που αγνοούν» (19Α,393-5)
«Πολλοί αναγινώσκουν τις θείες Γραφές, άλλοι τις ακούουν ν’ αναγινώσκωνται, ολίγοι όμως είναι αυτοί που μπορούν να συλλάβουν ορθώς την σημασία και την έννοια των αναγινωσκομένων. Οι πολλοί άλλοτε μεν αποφαίνονται ότι είναι αδύνατα τα λεγόμενα στις θείες Γραφές, άλλοτε δε τα θεωρούν εντελώς απίστευτα ή και τα αλληγορούν (ερμηνεύουν αλληγορικά) κακώς, και κρίνουν ότι τα μεν λεγάμενα κατά τον ενεστώτα χρόνο πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, τα δε αναφερόμενα για τα μέλλοντα εκλαμβάνουν ως γενόμενα ήδη και γινόμενα καθημερινώς. Και έτσι δεν παρουσιάζουν ορθή κρίσι ούτε αληθινή διάγνωσι σε θεία και ανθρώπινα πράγματα»(19Α, 469)
«Οι άγιοι που έρχονται δια της τηρήσεως των εντολών μετά τους προηγουμένους αγίους από γενεά σε γενεά, προσκολλώμενοι σ’ αυτούς, ελλάμπονται παρομοίως μ’ εκείνους και παίρνουν κατά μέθεξη την χάρι του Θεού και γίνονται σαν χρυσή αλυσίδα· ο καθένας τους είναι κρίκος που συνδέεται προς τον προηγούμενο με την πίστη και τα έργα και την αγάπη, ώστε να γίνονται και όλοι μαζί να είναι μία σειρά στον ένα Θεό που δεν μπορεί να διαρραγή εύκολα» (19Α, 477)
«Παρ’ όλο που τα θεία και τα περί των θείων ευρίσκονται γραμμένα και διαβάζονται από όλους και για όλα, όμως αποκαλύπτονται μόνο σ’ εκείνους που μετανόησαν θερμώς και με την ειλικρινή μετάνοια καθαρίσθηκαν καλώς, και μάλιστα τόσο, όση είναι η αναλογία και το μέτρο της μετάνοιας τους μαζί με της καθάρσεως. Σ’ αυτούς φανερώνονται και τα βάθη του Πνεύματος και από αυτά πηγάζει ο λόγος της σοφίας του Θεού και της γνώσεως, ως ποταμός πολύρρους που κατακλύζει τα εμπόδια των εναντίων. Για όλους τους άλλους όμως παραμένουν άγνωστα και κρυμμένα και δεν ξετυλίγονται καθόλου από εκείνον (το Θεό) που διανοίγει τον νου των πιστών για να κατανοούν τις Γραφές. Και εύλογα «διότι το μυστήριό μου», λέγει, «είναι για μένα και για τους δικούς μου». Έτσι λοιπόν αυτοί νομίζουν ότι βλέπουν χωρίς να βλέπουν, ότι ακούν χωρίς να ακούν, ότι καταλαβαίνουν όντας ασύνετοι, χωρίς να μπορούν να λάβουν την αίσθηση των αναγινωσκομένων» (19Β 47)
«Να μην πιστεύουμε κάθε άνθρωπο που λέγει ότι είναι πνευματικός· αλλά να βεβαιωνόμαστε πρώτα από τον βίο και τις πράξεις του, και μάλιστα αν συμφωνούν οι λόγοι και οι πράξεις του με τις διδασκαλίες του Κυρίου και των Αποστόλων και των άγιων Πατέρων, και τότε να δεχόμαστε και ν’ ακούμε τους λόγους του ως λόγους Χριστού. Αλλιώς και νεκρούς ακόμη αν ανασταίνει και μύρια αλλά θαύματα αν επιδεικνύει, να τον αποστρεφόμαστε και να τον μισούμε σαν δαίμονα, και μάλιστα όταν τον βλέπουμε νουθετούμενος να μη δέχεται να μεταβάλει το φρόνημά του, αλλ’ ακόμη να εμμένει στην πλανεμένη γνώση του και να νομίζει ότι έχει το πολίτευμά του και την διαγωγή του στους ουρανούς» (19Β, 55)
«Όχι μόνον οι τότε, αλλά και σήμερα οι περισσότεροι ή και όλοι σχεδόν το παθαίνομε από άγνοια, συγχέοντας τα πάντα, διαστρεβλώνοντας, δηλαδή παρερμηνεύοντας όλη την θεία Γραφή προς απώλειά μας, φροντίζοντας να έχουμε και να κάνομε τις θείες Γραφές συνηγόρους των δικών μας παθών, των επιθυμιών και της απώλειας μας» (19Β,135-7)
«Οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες μας και διδάσκαλοι, οι οποίοι με το θείο τούτο πυρ εξαφάνισαν τις αιρέσεις σαν αγκάθια» (19Γ,55)
«Πώς θα τον δουν οι αμαρτωλοί, οι άπιστοι, οι αιρετικοί και οι πνευματομάχοι, ενώ είναι τυφλοί στην ψυχή και έχουν τους οφθαλμούς της φραγμένους από τον βόρβορο της απιστίας και αμαρτίας;» (19Γ,123)
«(Ο όσιος λέει γιατί φοβάται να γίνει Επίσκοπος). Φοβάμαι… μήπως με πτοήσουν απειλές ανθρώπων και με καταστήσουν παραβάτη των εντολών σου· φοβάμαι μήπως οι παρακλήσεις των συνεπισκόπων και των φίλων με καταστήσουν συγκοινωνό της αδικίας ή με κάνουν να σιωπώ όταν αυτοί αδικούν, και να συνεργάζομαι όταν κακοπραγούν, αποφεύγοντας να τους ελέγχω με παρρησία και να επιδεικνύω την ένσταση υπέρ των εντολών σου» (19Γ, 201-3)
«Πόσοι ερμηνεύουν τις Γραφές κι αγνοούν τελείως εκείνον που λαλεί μέσα στις Γραφές;»(19Γ,293)
«Επί πλέον όμως μάς χρειάζονται πολλά δάκρυα, πολύς φόβος, πολλή υπομονή και επίμονη προσευχή, για να μας αποκαλυφθεί η δύναμη έστω και ενός δεσποτικού λόγου, με σκοπό να γνωρίσουμε το μέγα μυστήριο, που είναι κρυμμένο σε μικρές φράσεις, και να παραδώσομε μέχρι και σε θάνατο τις ζωές μας και για μια κεραία από τις εντολές του Θεού» (19Γ,359)
«Όλος ο έπαινος και ο μακαρισμός των άγιων συνίσταται από τα εξής δύο, από την ορθόδοξη δηλαδή πίστη και τον επαινετό βίο, και από τη δωρεά του αγίου Πνεύματος και τα χαρίσματά του. Σ’ αυτά τα δύο ακολουθεί το τρίτο. Διότι όταν βιώσει κανείς καλώς και θεοφιλώς με ορθόδοξο φρόνημα και χαριτωθεί από τον Θεό και δοξασθεί με τη δωρεά του Πνεύματος, τον ακολουθεί ο έπαινος και ο μακαρισμός από όλη την Εκκλησία των πιστών» (19Δ,65)
«Οι άνθρωποι λοιπόν αυτοί στρεβλώνουν όλη τη Γραφή σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και διαφθείρουν τους εαυτούς τους μέσα στα πάθη τους, αν και βέβαια δεν το πάσχει αυτό η θεία Γραφή, αλλά όσοι την παραχαράσσουν. Πες μου λοιπόν, εσύ που επιφέρεις σωστή κρίση των πραγμάτων, πώς θα αναγνώσουν ποτέ ορθώς από μόνοι τους οι τυφλοί τα νοήματα του φωτός, μη καταδεχόμενοι, εξ αιτίας της αλαζονείας τους, να διδαχθούν; Όποιος είναι τυφλός στα μάτια και δεν βλέπει το φως, πώς θα αναγνώσει τα γράμματα που είναι στο φως; Και όποιος είναι τυφλός στον νου και δεν έχει μέσα του τον νου του Χριστού, πώς μπορεί ν’ αναλογισθεί τα νοήματα που βρίσκονται στο φως του Χριστού; Και αν ακόμη μύριες φορές αναγνώσει με τους σωματικούς οφθαλμούς αυτά που είναι γραμμένα αισθητώς, νομίζω, ότι ποτέ δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος αυτός να δει τα πνευματικά και άυλα και φωτοειδή» (19Δ, 139)
«(μιλά σε Ηγούμενο) Μην αδιαφορήσεις λοιπόν και για ασήμαντο πράγμα, που έγινε παρά την εντολή του Θεού προς καταστροφή των αποστολικών κανόνων και διατάξεων και ύβρη του ευαγγελικού βίου και της τάξεως των μοναχών, με πρόφαση πραότητας και με σκοπό τον έπαινο μόνο από τους ανθρώπους, αλλά μιμούμενος τον δικό σου Ιησού και Θεό, επιτιμώντας με αυστηρότητα και εκταράσσοντας τον εαυτό σου χωρίς πάθος, κάνε εκδίκηση των εντολών του Θεού και των θεσμοθετημένων κανόνων υπό των αποστόλων του» (19Δ, 201-203)
«Θεώρησε ως σκύλους τους πλάνους και ψευδοδιδασκάλους ανθρώπους, οι όποιοι όντας πονηροί δεν προσπαθούν να διορθώσουν τους εαυτούς τους, αλλά να διδάσκουν άλλους, τους όποιους πρέπει να τους θεωρούμε ως σκύλους που γαυγίζουν και να τους αποφεύγομε, επειδή με τους λόγους δαγκάνουν και κατασπαράσσουν τα πρόβατα του Χριστού» (19Δ,337-9)
«Εκείνος που ανέχεται με μακροθυμία εκείνον που βλασφημεί προς το Θεό, αμαρτάνει μαζί με τον βλάσφημο σαν να συνευχαριστιέται και να συναποδέχεται αυτόν με τη νομιζόμενη μακροθυμία» (19Δ,349)
«Στους χρόνους των πατέρων μας υπήρχαν πολλές αιρέσεις, πολλοί ψευδόχριστοι, πολλοί χριστοκάπηλοι, πολλοί ψευδαπόστολοι, πολλοί ήταν οι ψευτοδιδάσκαλοι, που περιφέρονταν και έσπερναν με παρρησία τα ζιζάνια του πονηρού και που με τα λόγια τους παρέσυραν πολλούς, τους εξαπάτησαν και έστειλαν τις ψυχές τους στην απώλεια. … και τώρα ο βίος έχει πολλούς αιρετικούς, πολλούς λύκους, ασπίδες και φίδια που μας συναναστρέφονται, χωρίς όμως να έχουν κάποια εξουσία επάνω μας, αλλ’ είναι σα να βρίσκονται κάτω από τη νύχτα της πονηριάς τους. Έτσι όσους έρχονται κάτω από το σκοτάδι μαζί τους, τους αρπάζουν και τους τρώνε, ενώ όσους περπατούν μέσα στο φως των θείων Γραφών και πορεύονται στην οδό των εντολών του Θεού δεν τολμούν να τους συναντήσουν, αλλά κι όταν τους δουν να περνούν από μπροστά τους τους αποφεύγουν σαν φωτιά… Για κανέναν από αυτούς τους ασεβείς και άθεους δεν σου λέγω, ούτε για κάποια από τις άλλες αιρέσεις, που εμφανίσθηκαν βέβαια ως σκότος, αλλά εξαφανίσθηκαν από τους αγίους πατέρες που έλαμψαν τότε. Διότι τόσο πολύ έλαμψε μέσω αυτών η χάρη του παναγίου Πνεύματος και έδιωξε το σκότος των αιρέσεων που αναφέρθηκαν, που και μέχρι σήμερα τα θεόπνευστα συγγράμματά τους λάμπουν περισσότερο από τις αυγές του ήλιου, ώστε να μη τολμά κάνεις να προβάλει κάποια αντίρρηση σ’ αυτούς» (19Δ,395,397,399)
«Αίρεση είναι το να παρεκκλίνουμε σε κάποιο από τα δόγματα που υπάρχουν σχετικά με την ορθή μας πίστη» (19Δ,453)
«Κι όμοια καθώς οι αιρετικοί πολλά που έχουνε μάθει, πίστευαν πως σε γνώριζαν, πίστευαν πως σε ξέρουν, πίστευαν οι πανάθλιοι, Θεέ μου, και πως σε βλέπουν» (19Ε, 385-7)
(επιλογή κειμένων από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)