«Ξαναέρριψα πάλι τον εαυτό μου ο άθλιος σε λάκκο και σε λάσπη βόθρου αισχρών εννοιών και πράξεων· και αφού κατέβηκα εκεί, περιέπεσα στους κρυμμένους στο σκότος, από τους οποίους όχι εγώ μόνος μου, αλλ’ ούτε ολόκληρος ο κόσμος συναθροισμένος σ’ ένα δεν θα μπορούσε να με απαλλάξει ανεβάζοντάς με από εκεί και αποσπώντας με από τα χέρια τους. Όμως, ενώ κρατιόμουν εκεί ελεεινώς και αθλίως περισυρόμενος και συμπνιγόμενος και περιπαιζόμενος από αυτούς, εσύ ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν με παρείδες, δεν εμνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου, δεν με άφησες επί πολύ να τυραννούμαι εθελουσίως από τους ληστάς»(19Α,571)
«Πληγή που οδηγεί στο θάνατο είναι κάθε αμετανόητη και ανεξομολόγητη αμαρτία και το να πέσει κανείς μέσα στην απόγνωση, πράγμα το οποίο είναι της δικής μας εκλογής και θελήσεως. Διότι εάν εμείς δεν παραδώσουμε τον εαυτό μας στον βόθρο της αμελείας και της απογνώσεως, καμία απολύτως δύναμη δεν έχουν πάνω μας οι δαίμονες. Αλλά και μετά τον τραυματισμό μας, αν θέλουμε, γινόμαστε με τη θερμή μετάνοια πιο ανδρείοι και πιο έμπειροι. Διότι μετά τον τραυματισμό και τον θάνατο, το να σηκώνεται πάλι και να πολεμάει κανείς είναι γνώρισμα των πάρα πολύ γενναίων και υπερβολικά ανδρείων, πράγμα βέβαια που αξίζει πολύ και είναι άξιο μεγάλου θαυμασμού. Διότι το να διατηρούμαστε ατραυμάτιστοι δεν είναι κάτι από αυτά που τα μπορούμε, το να είμαστε όμως αθάνατοι ή θνητοί είναι απ’ αυτά που τα μπορούμε. Διότι, αν δεν απελπισθούμε, δεν θα πεθάνουμε, ο θάνατος δεν θα μας κυριεύσει, αλλά θα είμαστε πάντοτε δυνατοί, προσφεύγοντας με την μετάνοια στον παντοδύναμο και φιλάνθρωπο Θεό» (τ. 19Β, σ. 363).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)