Συντομογραφγίες: PGΕλληνική Πατρολογία, PL Λατινική Πατρολογία, ΕΠΕ Έλληνες Πατέρες Εκκλησία, ΒΕΠΕΣ εκδ. Αποστολ. Διακονίας)
(αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας)
α ) ερώ εμόν ουδέν (άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός)
β ) θα χαρακτηρίζονταν σήμερα οι Άγιοι: ακραίοι, χριστιανοταλιμπάν, κολλημμένοι, στενοκέφαλοι, αγύριστα κεφάλια, φανατικοί, σκληροπυρηνικοί, εριστικοί, άνθρωποι του μίσους με ρητορική μίσους, μισαλλόδοξοι, ρατσιστές κλπ..
γ ) Η σκληρή ορολογία απευθύνεται κυρίως σε: α) αιρεσιάρχες β) ακόλουθους αίρεσης που γνώρισαν την Ορθοδοξία και την απέρριψαν πεισματικά, γ) όχι κυρίως στον απλό λαό που έχει παχυλή άγνοια
ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ: Λύκοι βαρείς (=άγριοι) (Πραξ. 20,29), ΑΠ. ΙΩΑΝΝΗΣ: αντίχριστοι (Α Ιω. β 18,22)
ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
«και εκείνοι που νομίζουν ότι άκουσαν, παράκουσαν, και εγκατέλειψαν «τον ένα και μόνο αληθινό Θεό» αφού παρασύρθηκαν στις δεινές αιρέσεις» (ΕΠΕ 1, 67)
«Πριν από όλα να φυλάγεστε, επίσκοποι, από τις τρομερές και επικίνδυνες και αθέμιτες αιρέσεις, αποφεύγοντάς τις σαν φωτιά που καίει όσους τις πλησιάζουν. Να αποφεύγετε επίσης και τα σχίσματα. Καθόσον δεν είναι θεμιτό ούτε ο νους να παρεκκλίνει σε ανόσιες αιρέσεις, ούτε από τους ομόφρονες να χωρίζεστε εξαιτίας φιλαρχίας» (ΕΠΕ 1,275 (1-5)
«Να φυλάγονται οι πόρτες του χώρου στον οποίο τελείται η σύναξη, για να μην μπει μέσα κανένας άπιστος ή αβάπτιστος. Και αν έλθει κάποιος αδελφός ή αδελφή από άλλη περιοχή έχοντας συστατικά γράμματα, ο διάκονος να τους ανακρίνει εξετάζοντας αν είναι πιστοί, αν είναι άνθρωποι συνδεδεμένοι με την Εκκλησία, μήπως είναι μολυσμένοι από καμμιά αίρεση» (ΒΕΠΕΣ 2,54(16-22)
«Όλοι αυτοί (οι αιρετικοί) είναι όργανα του διαβόλου και «υιοί της οργής»(Εφεσ.2,3)» (ΕΠΕ 1, 289)
«Να αρκείστε σε ένα μόνο βάπτισμα… όχι εκείνο που κάνουν οι μισητοί αιρετικοί… Όσοι δέχονται από ασεβείς το μόλυσμα (το δικό τους βάπτισμα δηλ.), αυτοί γίνονται οπαδοί της διδασκαλίας τους. Γιατί εκείνοι δεν είναι ιερείς… ούτε φυσικά όσοι βαπτίζονται από αυτούς έχουν μυηθεί, αλλά είναι μολυσμένοι, επειδή δεν παίρνουν άφεση των αμαρτιών τους, αλλά δεσμό ασέβειας» (ΕΠΕ 1, 301)
«Τους άθεους αιρετικούς που μένουν αμετανόητοι, αφού τους ξεχωρίσετε να τους αφορίζετε από τους πιστούς και να τους αποπέμπετε από την Εκκλησία του Θεού και να συνιστάτε στους πιστούς να μένουν με κάθε τρόπο μακριά από αυτούς και ούτε να συνομιλούν ούτε να προσεύχονται μαζί τους. Γιατί αυτοί είναι αντίδικοι και εχθροί της Εκκλησίας, που διαφθείρουν το ποίμνιο και μολύνουν τους κληρονόμους, είναι δοκησίσοφοι και παμπόνηροι… είναι πιο ασεβείς από τους Ιουδαίους και πιο άθεοι από τους Έλληνες» (ΕΠΕ 1, 303)
«ας αποφύγουμε τους πολύθεους και χριστοκτόνους και καταραμένους και άθεους αιρετικούς» (ΕΠΕ 1, 321)
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
«Επίσκοπος ή πρεσβύτερος, που θα δεχτούν βάπτισμα αιρετικών ή θυσία (Θ.Ευχαριστία), προστάζουμε να καθαιρούνται. Διότι ποια συμφωνία υπάρχει ανάμεσα στο Χριστό με τον Βελίαρ; Ή ποια μερίδα του πιστού με τον άπιστο;» (Κανών ΜΣΤ)
«Επίσκοπος ή πρεσβύτερος που θα ξαναβαφτίσει αυτόν που έχει αληθινό βάπτισμα ή αν δεν βαπτίσει αυτόν που έχει μολυνθεί από τους ασεβείς, να καθαιρείται, γιατί περιπαίζει το σταυρό και τον θάνατο του Κυρίου και επειδή δεν ξεχωρίζει τους ιερείς από τους ψευδοϊερείς» (ΜΖ)
«Αν κάποιος δεχτεί από κάποιον δεύτερη χειροτονία, να καθαιρείται…αν βέβαια δεν συμβαίνει να έχει την πρώτη χειροτονία από αιρετικούς. Γιατί όσοι βαπτίστηκαν ή χειροτονήθηκαν από τέτοιους δεν είναι δυνατόν να είναι ούτε πιστοί ούτε κληρικοί» (ΞΗ)
ΚΛΗΜΗΣ ΡΩΜΗΣ (92-101 μ.Χ.)
«Κάθε ανταρσία και κάθε σχίσμα ήταν μισητό σε σας… .
… το σχίσμα σας διέστρεψε πολλούς, πολλούς τους έβαλε σε στενοχώρια, πολλούς σε δισταγμό, όλους μας σε λύπη» (Α προς Κορινθίους ΒΕΠΕΣ 1,14,2 & 1,32,3-5)
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΒΑΡΝΑΒΑ (σύνταξη έργου 100-130 μ.Χ.)
«Να μην κάνεις σχίσμα, αλλά να μονοιάζεις αυτούς που μάχονται συγκεντρώνοντάς τους» (ΕΠΕ,Αποστ.Πατερ. τομος 4,71)
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ (+156)
«Όποιος δεν ομολογεί το μαρτύριο του σταυρού, προέρχεται από τον διάβολο, ενώ όποιος προσαρμόζει τα λόγια του Κυρίου στις δικές του επιθυμίες και λέει, ότι ούτε ανάσταση ούτε κρίση υπάρχει, αυτός είναι πρωτότοκος του Σατανά. Για αυτό εγκαταλείποντας τη ματαιότητα των πολλών και τις ψευδοδιδασκαλίες, ας επιστρέψουμε στο λόγο που από την αρχή μας παραδόθηκε» (προς Φιληππησίους 7,ΕΠΕ 347-349)
ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΘΕΟΦΟΡΟΣ (+ 110)
«Ο Ονήσιμος επαινεί με το παραπάνω την πειθαρχία σας στον Θεό, ότι όλοι ζείτε σύμφωνα με την αλήθεια και ότι μεταξύ σας δεν υπάρχει καμία αίρεση»(Προς Εφεσ. 6,ΕΠΕ 4,81)
«Αποφεύγετε λοιπόν τις άθεες αιρέσεις, διότι είναι εφευρέσεις του διαβόλου, του πρώτου κακού φιδιού» (Προς Τραλλιανούς 10,ΕΠΕ 4,211)
«Υπάρχουν ορισμένοι όχι Χριστιανοί, αλλά Χριστέμποροι, οι οποίοι για εξαπάτηση φέρουν το όνομα του Χριστού και «νοθεύουν το κήρυγμα» του Ευαγγελίου και περιπλέκουν το δηλητήριο της απάτης με το γλυκό όνομα (του Χριστιανού), αναμιγνύοντάς το σαν κώνειο με οινόμελο» (Τραλλιανους, εκτενής, 6, ΕΠΕ 201)
«Αυτοί που φαίνονται ότι είναι αξιόπιστοι και διδάσκουν διαφορετικά πράγματα να μην σε εκπλήσσουν. Στάσου σταθερός σαν αμόνι που χτυπιέται. Είναι γνώρισμα μεγάλου αθλητή το να χτυπιέται και να νικά» (Προς Πολύκαρπον 3, ΕΠΕ σελ. 145)
«Καθένας που λέει διαφορετικά πράγματα από αυτά που είναι καθορισμένα, έστω και αν είναι αξιόπιστος, και αν νηστεύει και αν μένει παρθένος και αν κάνει θαύματα και αν προφητεύει, να σου φαίνεται λύκος με προβιά προβάτου που δουλεύει για την καταστροφή των προβάτων. Εάν κάποιος αρνείται τον σταυρό και ντρέπεται το πάθος, να θεωρείται από σένα ως ο ίδιος ο σατανάς· «και εάν μοιράσει τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, και αν μετακινεί βουνά και αν παραδώσει το σώμα του να καεί», να είναι για σένα μισητός» (προς Ήρωνα, ΕΠΕ,τομ. 4, σελ. 305)
«Παιδιά λοιπόν του φωτός της αλήθειας, να αποφεύγετε τη διαίρεση και τις κακές διδασκαλίες… Διότι πολλοί λύκοι, που εμπνέουν εμπιστοσύνη με την κακή ηδονή, αιχμαλωτίζουν εκείνους που ακολουθούν το δρόμο του Θεού· όταν όμως είστε ενωμένοι, δεν έχουν θέση ανάμεσά σας. Αποφεύγετε τα κακά ζιζάνια… Μη πλανάσθε, αδελφοί μου· όποιος ακολουθεί αυτόν που προκαλεί σχίσμα, «δεν κληρονομεί τη βασιλεία του Θεού»»» (προς Φιλαδελφείς ΕΠΕ 4,125)
«…όχι όπως λένε μερικοί άπιστοι, ότι φαινομενικά ο Χριστός έπαθε, ενώ αυτοί είναι φαινομενικοί, και όπως πιστεύουν, θα τους συμβεί, επειδή είναι ασώματοι και δαιμονικοί… Σας προφυλάσσω όμως από τα ανθρωπόμορφα θηρία, τους οποίους όχι μόνο δεν πρέπει εσείς να τους παραδέχεστε, αλλά αν είναι δυνατόν ούτε να τους συναντάτε, πράγμα δύσκολο… Αυτός που τον αρνούνται μερικοί αγνοώντας τον, ή καλύτερα αρνήθηκαν από αυτόν, επειδή είναι συνήγοροι του θανάτου μάλλον παρά της αλήθειας… Τι με ωφελεί κάποιος εάν επαινεί εμένα και βλασφημεί τον Κύριό μου, μη ομολογώντας ότι έφερε σάρκα; Εκείνος που δεν ομολογεί αυτό, τον έχει αρνηθεί τελείως, όντας νεκροφόρος… Αυτός που κάνει κάτι κρυφά από τον επίσκοπο, λατρεύει τον διάβολο» (προς Σμυρναίους, ΕΠΕ 4 135-139)
«Μη πλανάσθε, αδελφοί μου. Αυτοί που καταστρέφουν σπίτια, «δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού»(Α Κορ.6,10). Εφόσον λοιπόν πεθαίνουν εκείνοι που τα κάνουν αυτά σαρκικά, πόσο μάλλον όταν κανείς καταστρέφει με την κακή διδασκαλία την πίστη του Θεού, για την οποία σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός; Αυτός, αφού έγινε βρωμερός, θα οδηγηθεί στη φωτιά που δεν σβήνει, όπως το ίδιο και εκείνος που τον ακούει» (προς Εφεσίους,ΕΠΕ 4,87)
«Σας παρακαλώ λοιπόν… να χρησιμοποιείτε μόνο τη χριστιανική τροφή, και να αποφεύγετε τα ξένα βότανα, το οποίο είναι η αίρεση, οι οποίοι εμπλέκουν στους εαυτούς τους τον Ιησού Χριστό, πιστεύοντας ότι είναι καταξιωμένοι, σαν να δίνουν θανάσιμο δηλητήριο μαζί με μίγμα κρασιού και μελιού, το οποίο παίρνει ευχαρίστως όποιος το αγνοεί, παίρνοντας έτσι με την κακή ηδονή τον θάνατο. Να φυλάγεστε λοιπόν από αυτούς»(προς Τραλλιανούς ΕΠΕ 4,107)
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ (+ περί το 165)
«Με κανέναν από αυτούς δεν κοινωνούμε εμείς, οι οποίοι θεωρούμε ότι αυτοί είναι άθεοι και ασεβείς… και αντί να σέβονται τον Ιησού ομολογούν αυτόν μόνο κατ’ όνομα. Και λένε τους εαυτούς τους Χριστιανούς…» (Διάλογος 35,5-6,ΕΠΕ Απολογηταί τόμος 1, σελ.357)
«Και τον Μαρκίωνα από τον Πόντο, τον προέβαλαν οι κακοί δαίμονες, ο οποίος διδάσκει και τώρα… Πολλοί, αφού πείστηκαν σε αυτόν… μας περιγελούν… αρπαγμένοι χωρίς λογική σαν αρνιά από λύκο γίνονται βορά άθεων δογμάτων και των δαιμόνων» (Απολογία Α, ΕΠΕ,σελ. 177)
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (160-180)
«Ακόμα ο ίδιος, ο Διονύσιος επίσκοπος Κορίνθου (160-180 μ.Χ.) γράφει για νόθευση των επιστολών του αυτά: «Πράγματι έγραψα επιστολές κατόπιν αξίωσης των αδελφών να γράψω. Αυτές όμως οι απόστολοι του διαβόλου τις έχουν γεμίσει με ζιζάνια, άλλα μεν αφαιρώντας, αλλά δε προσθέτοντας· αυτούς αναμένει του «ουαί» (αλίμονο). Δεν είναι λοιπόν θαυμαστό το ότι μερικοί έχουν επιχειρήσει να νοθεύσουν και τις γραφές του Κυρίου, αφού και της κατώτερης στάθμης έχουν επιβουλευτεί».(Εκκλησιαστική Ιστορία ΕΠΕ 2,85)
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ (+ 192 μ.Χ)
«Υπάρχουν μερικοί που περιφρονούν την αλήθεια και προσθέτουν λόγους ψευδείς… Επιπλέον δε, με την αληθοφάνεια, που χαλκεύουν με δολιότητα, παρασύρουν τη σκέψη των απειροτέρων και τους αιχμαλωτίζουν διαστρέφοντας τα λόγια του Κυρίου και γίνονται κακοί εξηγητές των καλών λόγων. Καταστρέφουν πολλούς ανθρώπους και με την πρόφαση της «γνώσεως», τους απομακρύνουν από το Θεό… Με την πειστικότητα και τα τεχνάσματα του λόγου παρασύρουν τους ανθρώπους στο δικό τους τρόπο αναζήτησης αλλά με άχαρο τρόπο τελικά τους καταστρέφουν, επειδή τους κάνουν τέτοιους που να εκφράζουν βλάσφημη και ασεβή άποψη για το Δημιουργό τους και να μην μπορούν να διακρίνουν το ψέμα από την αλήθεια. Βεβαίως, η ίδια η πλάνη από μόνη της δεν φανερώνεται, για να μην απογυμνωθεί και γίνει ολοφάνερη. Στολίζεται πονηρά με το περίβλημα της αληθοφάνειας, ώστε με την εξωτερική της εμφάνιση να φαίνεται στους απειρότερους πιο αληθινή από την αλήθεια… Αντί για το σμαράγδι, που είναι πολύτιμος λίθος και μερικοί το ακριβοπληρώνουν, μάς εξαπατά το γυαλί, το οποίο επεξεργαζόμενο μοιάζει με το σμαράγδι, όταν δεν υπάρχει ο έμπειρος που μπορεί να το δοκιμάσει και με την τέχνη να αποκαλύψει την πονηριά που έγινε. Ή, όταν ο χαλκός ανακατευτεί με τον άργυρο, ποιος άπειρος άνθρωπος θα μπορέσει εύκολα να εξακριβώσει τη γνησιότητά του; Στόχος μας, λοιπόν, ήταν να μην αρπάζονται από δική μας αμέλεια μερικοί σαν πρόβατα από λύκους, τους οποίους αγνοούν, επειδή ύπουλα έχουν από έξω δέρμα προβάτου και από τους οποίους παράγγειλε ο Κύριος να φυλαγόμαστε, διότι λέγουν μεν τα ίδια, αλλά φρονούν διαφορετικά» (Κατά αιρέσεων 1,Προοίμιο σελ. 43 εκδ. Ostracon)
«Εσύ καθώς θα τα διηγείσαι αυτά, γνωρίζω καλά ότι θα γελάσεις πολύ για την τόσο μεγάλη ανοησία τους την οποία θεωρούν σοφία. Είναι άξιοι πένθους αυτοί που τόσο ψυχρά και βεβιασμένα με το α΄ και το β΄ και με αριθμούς, περιπαίζουν τόσο μεγάλη θεοσέβεια και το μέγεθος της όντως αρρήτου δυνάμεως και την τόσο μεγάλη οικονομία του Θεού. Όσοι απομακρύνονται από την Εκκλησία και πείθονται από αυτούς τους «γραώδεις μύθους» στα αλήθεια είναι αυτοκατάκριτοι…. Είναι ασεβείς και έχουν ξεπεράσει κάθε ασέβεια αυτοί που λένε ότι… Την άποψη αυτή πρέπει να την καταφρονήσουμε και να την αναθεματίσουμε, να φύγουμε δε μακριά από αυτούς· και όσο περισσότερο επιμένουν και χαίρονται για τα επινοήματά τους, τόσο περισσότερο πρέπει να γνωρίζουμε ότι βρίσκονται υπό την επήρεια της ογδοάδος των πονηρών πνευμάτων…. Διότι το ακάθαρτο πνεύμα της άγνοιας …παρέλαβε μαζί του αλλά επτά πνεύματα πιο πονηρά από αυτό, αποχαύνωσε το φρόνημά τους, ότι τάχα μπορούν να συλλάβουν όσα βρίσκονται επάνω από τον Θεό, και το κατέστησε κατάλληλο για πλήρη εξαπάτηση· και έτσι φύτεψε μέσα τους την ογδοάδα της ανοησίας των πονηρών πνευμάτων» (Κατά αιρέσεων 1,16 σελ. 81 εκδ. Ostracon)
«Και το ότι αυτό το είδος των ανθρώπων είναι υποβολιμαίο από τον σατανά, για να αρνηθούμε το βάπτισμα και να απορρίψουμε την κατά Θεόν αναγέννηση και όλη την πίστη, θα το αποδείξουμε» (Κατά αιρέσεων 1,21 σελ. 87 εκδ. Ostracon)
«Όλοι όσοι με οποιοδήποτε τρόπο διαφθείρουν την αλήθεια και λυμαίνονται το κήρυγμα της Εκκλησίας είναι μαθητές και διάδοχοι του Σίμωνα του μάγου από τη Σαμάρεια. Μολονότι δεν ομολογούν το όνομα του διδασκάλου τους, για να εξαπατούν τους άλλους, διδάσκουν εν τούτοις την άποψή του. Το όνομα του Ιησού Χριστού το προφέρουν ως δόλωμα, αλλά ποικιλοτρόπως εισάγουν την ασέβεια του Σίμωνα και θανατώνουν πολλούς. Με το «καλόν όνομα» διαφθείρουν τη σκέψη των ανθρώπων και μετά γλυκόλογα και τις ωραιοποιημένες λέξεις χύνουν σε αυτούς το πικρό και επιβλαβές δηλητήριο του όφεως, του αρχηγού της αποστασίας… Ο Τατιανός ήταν ακροατής του Ιουστίνου· και όσο καιρό ήταν μαζί του, δεν έδειξε τίποτα τέτοιο. Αλλά μετά το μαρτύριο εκείνου έφυγε από την Εκκλησία, υπερηφανεύτηκε και αλαζονεύθηκε με την έπαρση του διδασκάλου, ότι τάχα υπερέχει των άλλων, και διαμόρφωσε δικό του θεολογικό σύστημα» (Κατά αιρέσεων 1,27 σελ. 99 εκδ. Ostracon)
«Τα λέω εναντίον όλων των αιρετικών. Αυτούς μεν, που είναι πραότεροι και επιεικέστεροι, θα τους μεταστρέψεις και θα τους μεταπείσεις, ώστε να μη βλασφημούν το Δημιουργό… Τους αυθάδεις, όμως, τους φρικτούς και παράλογους θα τους διώχνεις μακριά σου, για να μην υφίστασαι περισσότερο τις πολυλογίες τους» (Κατά αιρέσεων 2,31 σελ. 180 εκδ. Ostracon)
«Επειδή τους εγκατέλειψε η πατρική αγάπη και ο σατανάς τους εμφύσησε την υπεροψία, μεταστράφηκαν στη διδασκαλία του Σίμωνος Μάγου και με τις ιδέες τους απομακρύνθηκαν από το Θεό. Νομίζουν, μάλιστα, πως, επειδή βρήκαν άλλο Θεό, βρήκαν αυτοί περισσότερα από ότι οι απόστολοι. Και οι απόστολοι, λένε, κήρυξαν το Ευαγγέλιο φρονούντες τα των Ιουδαίων. Ενώ οι ίδιοι είναι πιο ειλικρινείς και πιο συνετοί από τους Αποστόλους! Για αυτό ο Μαρκίων και οι οπαδοί του στράφηκαν στο να περικόπτουν τη Γραφή. Μερικά βιβλία της δεν το αναγνωρίζουν καθόλου. Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο και τις επιστολές του Παύλου τις κολοβώνουν» (Κατά αιρέσεων 3,12 σελ.222 εκδ. Ostracon)
«Το κήρυγμα της Εκκλησίας από παντού ομολογείται και εξ ίσου παραμένει σταθερό. Έχει τη μαρτυρία των προφητών και των αποστολών και όλων των μαθητών …Αυτή την πίστη, που δέχτηκε η Εκκλησία, τη φυλάγουμε· αυτήν που πάντα μένει νέα από το Πνεύμα το Άγιο, ως μία εξαίρετη παρακαταθήκη… Αυτό το δώρο εμπιστεύτηκε ο Θεός στην Εκκλησία, όπως έδωσε την πνοή της ζωής στο πλάσμα του, ώστε όλα τα μέλη της που θα το λάβουν, να ζήσουν. …και όλη την άλλη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, στο οποίο δεν συμμετέχουν όλοι όσοι δεν συναθροίζονται στην Εκκλησία. Αυτοί στερούνται της ζωής με τις αιρετικές απόψεις και τα κακά έργα τους. Όπου είναι η Εκκλησία, εκεί και το Πνεύμα του Θεού· και όπου είναι το Πνεύμα του Θεού, εκεί και η Εκκλησία και όλη η χάρις. Το δε Πνεύμα είναι η αλήθεια. Για αυτόν το λόγο όσοι δεν παίρνουν το Άγιο Πνεύμα, ούτε ανατρέφονται στη ζωή από τους μαστούς της μητέρας, ούτε απολαμβάνουν την πλουσιότατη πηγή που προέρχεται από το σώμα του Χριστού. Αλλά σκάβουν για τον εαυτό τους «λάκκους συντετριμμένους» από γήινα ορύγματα και από τη λάσπη πίνουν νερό που προκαλεί την αηδία. Αποφεύγουν την πίστη της Εκκλησίας, για να μην ελεγχθούν, και απορρίπτουν το Πνεύμα, για να μη διδαχτούν. Είναι αποξενωμένοι από την αλήθεια και, όπως τους αξίζει, κυλιούνται μέσα σε κάθε πλάνη που τους σαλεύει, διότι πρεσβεύουν διαφορετικά κατά καιρούς για τα ίδια πράγματα και δεν έχουν ποτέ σταθερή γνώμη. Μάλλον θέλουν να είναι σοφιστές λόγων, παρά μαθητές της αλήθειας. Δεν θεμελιώθηκαν πάνω στη μοναδική πέτρα αλλά πάνω στην άμμο …ποτέ δεν μπορούν να βρουν την αλήθεια διότι είναι τυφλωμένοι» (Κατά αιρέσεων 3,24 σελ. 258-259 εκδ. Ostracon)
«Για αυτόν το λόγο πρέπει να υπακούμε στους πρεσβυτέρους, που είναι στην Εκκλησία και έχουν τη διαδοχή των αποστόλων. Αυτοί μαζί με τη διαδοχή του επισκοπικού αξιώματος πήραν βέβαιο το χάρισμα της αλήθειας σύμφωνα με την ευδοκία του Πατρός. Τους υπόλοιπους, οι οποίοι απομακρύνονται από την πρωταρχική διαδοχή και συναθροίζονται σε οποιοδήποτε τόπο, πρέπει να τους υποπτευόμαστε είτε ως αιρετικούς και κακόδοξους, είτε ως σχισματικούς και υπερήφανους και αυτάρεσκους, ή πάλι, ως υποκριτές που το κάνουν αυτό από φιλοχρηματία και κενοδοξία. Όλοι αυτοί ξέπεσαν από την αλήθεια. Και οι αιρετικοί, βεβαίως, οι οποίοι προσφέρουν «αλλότριον πυρ» στο θυσιαστήριο του Θεού, δηλαδή, διαφορετικές διδασκαλίες, θα κατακαούν από το πυρ του ουρανού, όπως ο Ναδάβ και ο Αβιούδ. Όσοι, πάλι, εξανίστανται κατά της αληθείας και προτρέπουν τους άλλους κατά της Εκκλησίας του Θεού, παραμένουν στον Άδη, διότι ανοίγει η γη και τους καταπίνει, όπως κατάπιε τους περί τον Κορέ, το Δαθάν και των Αβειρών. Όσοι, πάλι, σχίζουν και διασπούν την ενότητα της Εκκλησίας, αυτοί θα τιμωρηθούν από το Θεό με την ίδια ποινή που τιμωρήθηκε ο Ιεροβοάμ» (Κατά αιρέσεων 4,26 σελ. 316-317 εκδ. Ostracon)
«Ήδη δεν χρειάζονται πολλοί λόγοι για να ανατραπεί η διδασκαλία τους, εφ’ όσον έγινε σε όλους γνωστή. Αυτό είναι σαν κάποιο θηρίο να είναι κρυμμένο στο δάσος και από εκεί να ορμά και να κατασπαράσσει πολλούς ανθρώπους· όσοι ξεχωρίσουν αυτό το δάσος και το αποψιλώσουν, ώστε να δουν οι άνθρωποι το θηρίο, δεν θα κουραστούν, ασφαλώς, να το συλλάβουν, εφ’ όσον βλέπουν το ίδιο το θηρίο. Μπορούν να το βλέπουν και να φυλάγονται από τις επιθέσεις του και από παντού να ρίχνουν ακόντια και να τραυματίζουν και να φονεύουν αυτό το θηρίο που κατασπαράσσει τους ανθρώπους. Έτσι και εμείς εφ’ όσον φανερώσαμε τα απόκρυφα και σε σεσιγημένα κατ’ αυτούς μυστήριά τους, δεν θα είναι πλέον απαραίτητο να ανατρέπουμε τις ιδέες τους δια πολλών. Και εσύ και όλοι όσοι είναι μαζί σου μπορείτε να εξασκείσθε με όσα είπα πρωτύτερα, να αναιρείτε τις φαύλες και ασυνάρτητες διδασκαλίες τους και να παρουσιάζετε διδασκαλίες σύμφωνες με την αλήθεια» (Κατά αιρέσεων 1,31 σελ. 107-108 εκδ. Ostracon)
«Αφού, λοιπόν, υπάρχουν τόσες αποδείξεις, δεν πρέπει να αναζητούμε στους άλλους την αλήθεια, την οποία είναι εύκολο να λάβουμε από την Εκκλησία. Διότι, όπως ο πλούσιος συσσωρεύει στην αποθήκη, έτσι οι απόστολοι συγκέντρωσαν στην Εκκλησία όλη την αλήθεια, ώστε όποιος θέλει να παίρνει από αυτήν το ύδωρ της ζωής. Αυτή είναι η θύρα της ζωής, ενώ όλοι οι άλλοι είναι κλέφτες και ληστές. Για αυτόν το λόγο πρέπει οπωσδήποτε να τους αποφεύγουμε. Ό,τι όμως είναι της Εκκλησίας πρέπει να το ασπαζόμαστε με μεγάλη ακρίβεια και να κατανοούμε την παράδοση της αλήθειας. Και αν, λοιπόν, δημιουργούνταν αμφιβολία για κάποιο μικρό ζήτημα, δεν θα έπρεπε να ανατρέξουμε στις αρχαίες Εκκλησίες, στις οποίες έζησαν οι Απόστολοι, και από αυτές να πάρουμε για το παρόν ζήτημα, ό,τι είναι βέβαιο και σαφές; Αν, όμως, οι απόστολοι δεν μας άφηναν τη Γραφή, τότε δεν θα έπρεπε να ακολουθήσουμε την τάξη της Παραδόσεως, την οποία παρέδωσαν σε όσους εμπιστεύτηκαν τις εκκλησίες;» (Κατά αιρέσεων 3,4 σελ. 193-194 εκδ. Ostracon)
«Θα κρίνει ο Θεός και όσους δημιουργούν τα σχίσματα, διότι δεν έχουν την αγάπη του Θεού, αλλά κοιτάζουν το δικό τους συμφέρον και όχι την ενότητα της Εκκλησίας. Για ασήμαντους και τυχαίους λόγους κόβουν και διαιρούν το μεγάλο και ένδοξο σώμα του Χριστού, και, όσο εξαρτάται από αυτούς, το φονεύουν. Επίσης θα κρίνει όσους μιλούν για ειρήνη και κάνουν πόλεμο, διϋλίζοντας πραγματικά το κουνούπι και καταπίνοντας την καμήλα. Δεν μπορούν να κατορθώσουν τίποτα τόσο σπουδαίο, όσο μεγάλη είναι η ζημιά του σχίσματος» (Έλεγχος 4,33,7)
«Ένας επιδέξιος καλλιτέχνης ζωγράφισε μια ωραία εικόνα βασιλέως αποτελουμένη από πολλούς πολύτιμους λίθους. Κάποιος άλλος διαλύει αυτό το μωσαϊκό και συνθέτει με τους λίθους διαφορετικό σχέδιο, που αναπαριστά την εικόνα ενός σκύλου ή μιας αλώπεκος. Εν συνεχεία ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν η αρχική εικών, του πρώτου καλλιτέχνη, με το πρόσχημα ότι οι ψηφίδες ήταν αυθεντικές. Το αρχικό όμως σχέδιο είχε καταστραφεί. Αυτό ακριβώς κάνουν οι αιρετικοί με την Αγία Γραφή. Αγνοούν και διασπούν τη «σειράν και τον σύνδεσμον» της Αγ. Γραφής, «λύοντες (=χαλώντας) τα μέλη της αληθείας». «Ρήματα, λέξεις, παραβολαί» είναι πράγματι γνήσια, αλλά η «υπόθεσις» είναι αυθαίρετη και ψευδής. (Κατά Αιρέσ. 1.8.1)»
«Αυτά τα διδάγματα, Φλωρίνε, για να μιλήσω με μετριοπάθεια, δεν προέρχονται από υγιή γνώμη· αυτά τα διδάγματα είναι ασύμφωνα με την Εκκλησία διότι ρίχνουν αυτούς που πείθονται σε αυτά στη μέγιστη ασέβεια, αυτά τα διδάγματα δεν τόλμησαν να τα διατυπώσουν ποτέ ούτε οι έξω από την εκκλησία αιρετικοί· αυτά τα διδάγματα δεν σου τα παρέδωσαν οι πριν από εμάς πρεσβύτεροι, που συναναστράφηκαν με τους Αποστόλους. Διότι σε είδα όταν ήμουν ακόμα παιδί στην Κάτω Ασία κοντά στον Πολύκαρπο να διαπρέπεις στη βασιλική αυλή και να επιχειρείς ναι ευδοκίμησης κοντά του. Πράγματι θυμάμαι περισσότερο τα τότε επεισόδια από αυτά που πρόσφατα συνέβησαν… ώστε να μπορώ να πω και τον τόπο στον οποίο καθόταν και μιλούσε ο μακάριος Πολύκαρπος, … και την συναναστροφή του μαζί με τον Ιωάννη (τον ευαγγελιστή) όπως την διηγούνταν και τη συναναστροφή με τους άλλους οι οποίοι είχαν δει τον Κύριο και πως θυμούνταν τα λόγια του (του Ιωάννη) και τι άκουγε από εκείνους για τον Κύριο και για τα θαύματά του και για τη διδασκαλία όπως τα διηγούνταν ο Πολύκαρπος, που τα παρέλαβε από τους αυτόπτες της ζωής του Λόγου, όλα σύμφωνα με τις γραφές. Αυτά άκουγα και τότε με προσοχή… καταγράφοντας αυτά όχι σε χαρτί αλλά στην καρδιά μου… και μπορώ να μαρτυρήσω μπροστά στο Θεό, ότι αν είχε ακούσει κάτι τέτοιο (τις διδασκαλίες του Φλωρίνου) ο μακάριος και αποστολικός εκείνος πρεσβύτερος, αφού θα κραύγαζε, θα έφραζε τα αυτιά του και θα έλεγε κατά την συνήθειά του «ω καλέ Θεέ, σε ποιους καιρούς με διατήρησες, ώστε να υποφέρω αυτά τα πράγματα», θα έφευγε και από τον τόπο όπου καθισμένος ή όρθιος θα άκουγε τέτοιους λόγους» Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία (ΕΠΕ 2 191-193)
«Αυτές είναι οι φωνές της Εκκλησίας, από την οποία έλαβε αρχή κάθε εκκλησία. Τότε δεν υπήρχε εκεί ο Ουαλεντίνος ούτε ο Μαρκίων ούτε οι υπόλοιποι καταστροφείς του εαυτού τους και όσων πείθονται σε αυτούς» (Κατά αιρέσεων 3,12,5, σελ. 217 εκδ. Ostracon)
ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣ (150-225/240) (δεν είναι άγιος αλλά απηχεί την εκκλ. Παράδοση της εποχής του)
«Οι αιρετικοί δεν γίνεται να συμμετέχουν στον κανόνα της πίστης μας. Η απαγόρευση της κοινωνίας μαζί τους, αποδεικνύει ότι είναι ξένοι προς εμάς…. Ο δικός τους Θεός δεν είναι και δικός μας ούτε έχουμε έναν (τον ίδιο) Χριστό… Εφόσον δεν τελούν τη Βάπτιση όπως πρέπει, είναι σαν να μην την έχουν καθόλου –και αυτό που δεν έχουν, δεν μετράει» (Περί Βαπτίσματος PL 1,1216,μεταφρ.εκδ. ΟΡΟΣ σελ.86-87)
«Όσοι είναι αιρετικοί, δεν είναι δυνατόν να είναι Χριστιανοί» (PL 2,51)
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ ΡΩΜΗΣ (+ 235)
«αφού αποβλήθηκαν από εμάς από την εκκλησία, αφού προσχώρησαν σε αυτούς, πλήθυναν το διδασκαλείο του (του αιρετικού Καλλίστου)» (PG 15,3386)
«Επιχειρούν να αποκαλούν τους εαυτούς τους, αυτοί που δεν κοκκινίζουν από ντροπή, καθολική εκκλησία» (PG 15,3387A)
ΚΛΗΜΗΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΕΥΣ (+ 220/230)
«Αυτός που κλώτσησε (απέρριψε) την εκκλησιαστική παράδοση και αποσκίρτησε στις δοξασίες των ανθρώπινων αιρέσεων, έχασε την δωρεά να είναι άνθρωπος του Θεού» (Παιδαγωγός Ζ,16, ΕΠΕ 4,461)
«Οι αιρετικοί έκαναν τις ανθρώπινες συνελεύσεις τους μεταγενέστερες της καθολικής εκκλησίας… Της προγενέστατης και αληθέστατης Εκκλησίας, νεόκοπες παραχαράξεις αποτελούν οι μεταγενέστερες αυτές αιρέσεις και οι νεώτερες από αυτές… μία είναι η αληθινή Εκκλησία, η πραγματικά αρχαία… Αφού ο Θεός είναι ένας και ο Κύριος ένας, για αυτό και το απόλυτα σεβαστό επαινείται στη μοναξιά, επειδή είναι η μίμηση της μίας αρχής. Είναι λοιπόν συνδεδεμένη με την φύση του ενός η μία Εκκλησία την οποία βιάζονται να την κομματιάσουν σε πολλές αιρέσεις» (Παιδαγωγός Ζ,17, ΕΠΕ 4,477-479)
«Εγκατέλειψε τους δρόμους του αμπελώνα του και πλανήθηκε στα δρομάκια του χωραφιού τους (Παροιμ. 9,12). Αυτές είναι οι αιρέσεις που εγκαταλείπουν την εξαρχής Εκκλησία. Όποιος δηλαδή παρασύρθηκε στην αίρεση «περνά μέσα από άνυδρη έρημο», εγκαταλείποντας τον πραγματικό Θεό,, έρημος από Θεό, ζητώντας ανύπαρκτο νερό… «Έτσι θα περάσεις το ξένο νερό», και εννοεί το αιρετικό βάπτισμα, όχι το οικείο και γνήσιο» (Στρωματείς Α 19,ΕΠΕ 3,117-119)
«(οι μάρτυρες των αιρετικών) βγάζουν τους εαυτούς τους από τη ζωή χωρίς να είναι μάρτυρες, έστω και αν τιμωρούνται δημόσια. Γιατί δεν διασώζουν τον χαρακτήρα του μαρτυρίου του πιστού, αφού δεν γνώρισαν τον αληθινό Θεό. Και αποδίδουν τον εαυτό τους σε θάνατο κενό, όπως και οι γυμνοί σοφιστές των Ινδών σε μάταιη φωτιά» (Στρωματείς Δ 4,ΕΠΕ 3,461)
«Είναι ανάγκη… να μαθαίνουμε με αποδείξεις από τις ίδιες τις Γραφές, πώς παρεξέκλιναν οι αιρέσεις και πώς η ακριβέστατη γνώση και η πραγματικά άριστη αίρεση (εκλογή) βρίσκεται μόνο στην αλήθεια και στην αρχαία Εκκλησία» (Στρωματείς Ζ 15,ΕΠΕ 4,457)
ΩΡΙΓΕΝΗΣ (+251)(όχι άγιος, αλλά εκφράζει τη συνείδηση της Εκκλησίας στην εποχή του)
«έξω από τον οίκο αυτόν, δηλαδή έξω από την Εκκλησία, κανείς δεν σώζεται» (PG 12,841B)
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΡΧΗΔΟΝΟΣ (+258)
«Όποιος χωρίζεται από την Εκκλησία συνδέεται με μοιχαλίδα, αποξενώνεται από τις υποσχέσεις της Εκκλησίας. Ούτε μπορεί να πετύχει το βραβείο από το Χριστό αυτός που εγκαταλείπει την Εκκλησία. Αυτός είναι ξένος, είναι βέβηλος, εχθρός. Αυτός που δεν έχει την Εκκλησία ως Μητέρα του, ούτε τον Θεό μπορεί να έχει ως Πατέρα του. Όσο μπόρεσε να σωθεί από τον κατακλυσμό όποιος ήταν έξω από την κιβωτό, άλλο τόσο μπορεί να σωθεί όποιος είναι έξω από την Εκκλησία… Αυτός που διασπά την εν Χριστώ ειρήνη και ομόνοια, ενεργεί εναντίον του Χριστού. Αυτός που μετέχει σε συνάξεις σε ξένους τόπους και όχι στην Εκκλησία, διασπά την Εκκλησία του Χριστού… Αυτός που δεν τηρεί αυτήν την ενότητα… δεν κατέχει την ζωή και τη σωτηρία» (Περί της ενότητος,κεφ. 6)
«Αυτοί οι οποίοι προσλαμβάνουν το όνομα του Επισκόπου παρόλο που κανείς δεν έδωσε σε αυτούς το Επισκοπικό αξίωμα. Αυτούς το Άγιο Πνεύμα χαρακτηρίζει ως μάστιγες και κηλίδες της πίστης, ως ανθρώπους που εξαπατούν με το στόμα του φιδιού και ως επιτήδειους στο να φθείρουν την αλήθεια, που ξερνούν θανατηφόρα δηλητήρια από τις ολέθριες γλώσσες τους και των οποίων ο λόγος έρπει σαν καρκίνος και η μαζί με τους οποίους συνομιλία ενσταλάζει δηλητήριο στην καρδιά και στο στήθος καθενός» (ο.π. παραγρ. 10, σελ. 38-39)
«Οι άνθρωποι δεν λούονται από αυτούς, αλλά μάλλον μολύνονται· ούτε οι αμαρτίες καθαρίζονται αλλά πληθύνονται. Με μία τέτοια γέννηση δεν γεννιούνται υιού του Θεού αλλά του διαβόλου. Αυτοί γεννιούνται με ψεύδος και δεν λαμβάνουν τις επαγγελίες της αλήθειας» (0,π. παρ. 11, σελ. 39-40)
«Δεν έχουμε εμείς αποκοπεί από αυτούς, αλλά αυτοί από εμάς, και εφόσον επομένως οι αιρέσεις και τα σχίσματα έχουν προέλθει από την ίδρυση ξεχωριστών τόπων λατρείας, έχουν εγκαταλείψει την Κεφαλή και την Πηγή της αλήθειας» (ο.π. 12, σελ. 41)
«Ποιες θυσίες νομίζουν, ότι τελούν εκείνοι, οι οποίοι είναι εχθροί των ιερέων; Νομίζουν, ότι είναι ο Χριστός μαζί τους, στις συνάξεις τους εκείνοι, οι οποίοι συναθροίζονται εκτός της Εκκλησίας του Χριστού; Και αν υποστούν και μαρτυρικό θάνατο αυτοί οι άνθρωποι για την ομολογία του ονόματος του Χριστού, όμως η κηλίδα αυτή (αίρεση, σχίσμα) ούτε με το αίμα δεν εξαλείφεται. Ασυγχώρητη και βαρειά είναι η ενοχή της διαίρεσης, και ούτε με το μαρτύριο δεν εξαγνίζεται. Δεν μπορεί να είναι μάρτυρας εκείνος, ο οποίος δεν βρίσκεται εντός της Εκκλησίας. Δεν θα μπει στη Βασιλεία, αυτός που εγκαταλείπει εκείνην, η οποία θα βασιλεύει εκεί… Δεν μπορούν να είναι μαζί με το Θεό, όσοι δεν επιθυμούν να μένουν με ομόνοια στην Εκκλησία του Θεού. Και αν θανατωθούν με φωτιά και ριχτούν στις φλόγες ή στα άγρια θηρία, όλα αυτά δεν θα είναι για αυτούς ο στέφανος της πίστης, αλλά η τιμωρία της απιστίας τους, ούτε θα είναι αυτά το ένδοξο τέλος της θρησκευτικής τους ανδρείας, αλλά ο εξαιτίας της απιστίας τους όλεθρος. Αυτού του είδους ο άνθρωπος είναι δυνατόν να σφαγιαστεί, δεν μπορεί όμως να στεφανωθεί. Ομολογεί, ότι είναι χριστιανός, με τον ίδιο τρόπο που και ο Διάβολος συχνά προσποιείται, ότι είναι ο Χριστός» (κεφ 13-14, σελ. 42-43)
«Όποιος χωρίζεται από την Εκκλησία πρέπει να διώχνεται και να αποφεύγεται. Αυτός είναι διεστραμμένος και αμαρτάνει και αυτοκαταδικάζεται. Νομίζει, ότι βρίσκεται σε κοινωνία με το Χριστό εκείνος, ο οποίος ενεργεί εναντίον των Ιερέων του Χριστού, και ο οποίος χωρίζει τον εαυτό του από την ομήγυρη του κλήρου και του λαού; Αυτός επιτίθεται κατά της Εκκλησίας… Εχθρός του Θυσιαστηρίου, επαναστάτης εναντίον της θυσίας του Χριστού, άπιστος ως προς την πίστη, βέβηλος…, απειθής δούλος… που περιφρονεί τους Επισκόπους και εγκαταλείπει τους ιερείς του Θεού, αυτός τολμά να ιδρύει άλλο βωμό, προσφέρει άλλες ευχές με μη καθαγιασμένα λόγια, βεβηλώνει την αλήθεια της θυσίας του Κυρίου με ψευδείς θυσίες» (ο.π. 17, σελ. 46-47)
«Ο ένας (ο πεπτωκώς, που έπεσε στην άρνηση κατά τους διωγμούς) αισθάνεται, ότι έχει αμαρτήσει… Ο άλλος (σχισματικός) φουσκωμένος με υπερηφάνεια από τον πονηρό στην καρδιά του και χαίροντας για τα πλημμελήματά του χωρίζει τα τέκνα από τη μητέρα τους, απομακρύνει τα πρόβατα από τον ποιμένα τους, καταλύει τα μυστήρια του Θεού. Και ενώ ο πεπτωκώς έχει αμαρτήσει μία φορά, αυτός αμαρτάνει κάθε μέρα. Τέλος, ο πεπτωκώς, ο οποίος έχει στη συνέχεια υποστεί μαρτύριο, είναι δυνατόν να λάβει τις υποσχέσεις της βασιλείας, ενώ ο άλλος, και αν υποστεί μαρτυρικό θάνατο εκτός όμως της Εκκλησίας, δεν θα επιτύχει τα βραβεία της Εκκλησίας»(ο.π. 19, σελ. 48)
«Η Εκκλησία δεν χωρίζεται από τον Χριστό. Αυτοί είναι η Εκκλησία, όσοι αποτελούν ένα λαό ενωμένο με τον Ιερέα, και μία ποίμνη που ακολουθεί τον Ποιμένα της. Γι’ αυτό πρέπει να γνωρίζεις ότι ο Επίσκοπος υπάρχει στην Εκκλησία και η Εκκλησία στον Επίσκοπο. Και αν κάποιος δεν τελεί σε κοινωνία με τον Επίσκοπο, αυτός δεν βρίσκεται στην Εκκλησία» (Επιστολή 66,8 σελ. 90)
«Ο Νοβατιανός (σχισματικός), όπως και οι πίθηκοι, οι οποίοι παρόλο που δεν είναι άνθρωποι, όμως μιμούνται τις ανθρώπινες πράξεις, επιθυμεί να αξιώνει για τον εαυτό του την αυθεντία και την αλήθεια της Καθολικής Εκκλησίας… Αυτός αγέρωχος απαιτεί για τον εαυτό του αυτό το ένα (το ένα βάπτισμα) έτσι, για να μπορεί να λέει, ότι η Εκκλησία είναι μαζί του και θεωρεί εμάς αιρετικούς. Αλλά εμείς, οι οποίοι κρατούμε την Κεφαλή και την ρίζα της μίας Εκκλησίας, γνωρίζουμε και είμαστε πεπεισμένοι, ότι τίποτα νόμιμο δεν υπάρχει εκτός της Εκκλησίας και ότι το βάπτισμα, το οποίο είναι ένα, υπάρχει σε μας» (Επιστολή 73,2, σελ. 60)
«Γιατί θεωρούμε ως επιτρεπόμενη μία μοιχαλίδα και ξένη Εκκλησία, ένα εχθρό της θείας ενότητας, εφόσον γνωρίζουμε μόνο Ένα Χριστό και τη Μία Εκκλησία Του;» (Επιστολή 73,10 σελ. 66)
«Επομένως, εάν εγκαταλείποντας τις πλάνες ανθρώπινων φιλονεικιών, επιστρέψουμε… στην αποστολική παράδοση, θα αντιληφθούμε, ότι τίποτα δεν μπορούν να πράξουν (για χορήγηση) της Εκκλησιαστικής και σωστικής χάρης εκείνοι, οι οποίοι διαιρώντας και πολεμώντας την Εκκλησία του Χριστού, ονομάζονται από τον Χριστό εχθροί, από δε τους Αποστόλους Του Αντίχριστοι» (ο.π. 73,15, σελ. 71
«Αλλά εάν ούτε το Βάπτισμα της δημόσιας ομολογίας και αίματος μπορεί να ωφελήσει κάποιον αιρετικό (παρέχοντας σε αυτόν) την σωτηρία, επειδή ουδεμία σωτηρία υπάρχει εκτός της Εκκλησίας, πόσο λιγότερο θα ωφεληθεί αυτός, εάν σε κρυψώνα και σε σπήλαιο ληστών αφού κηλιδώθηκε από το μίασμα του ανίερου νερού, όχι μόνο δεν απέθεσε τις παλιές του αμαρτίες, αλλά μάλλον έχει επισωρεύσει και νεότερες και μεγαλύτερες τέτοιες; (επιστολή 73,21 σελ. 76)
«Ούτε θα υπάρξει λόγος να έλθουν αυτοί σε εμάς, όταν, έχοντας το βάπτισμα, θεωρούνται, ότι έχουν και τα υπόλοιπα αγαθά. Αλλά, περαιτέρω, όταν γνωρίζουν, ότι κανένα βάπτισμα δεν υπάρχει εκτός της Εκκλησίας και ότι καμία άφεση αμαρτιών δεν είναι δυνατόν να παρέχεται εκτός της Εκκλησίας, αυτοί με μεγαλύτερη επιθυμία και προθυμία θα σπεύδουν προς εμάς και θα ικετεύουν (να λάβουν) τις δωρεές και τα αγαθά της Εκκλησίας, της Μητέρας μας, βεβαιούμενοι, ότι με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να πετύχουν τις επαγγελίες της Θείας Χάριτος, παρά εάν προσέλθουν στην αλήθεια της Εκκλησίας» (επιστολή 73,24 σελ. 79)
«Από πού έχουν προέλθει και ακόμη προέρχονται τα σχίσματα και οι αιρέσεις; Επειδή ο Επίσκοπος, ο οποίος είναι ένας και κυβερνά την Εκκλησία περιφρονείται από την αυθάδη αλαζονεία κάποιων, και ο άνθρωπος, ο οποίος τιμάται με θείο αξίωμα, κρίνεται ανάξιος από ανθρώπους» (Επιστολή 66,3 σελ. 87)
«Αλλά εάν παντού οι αιρετικοί ονομάζονται τίποτα άλλο παρά εχθροί και αντίχριστοι, εάν αυτοί χαρακτηρίζονται ως άνθρωποι τους οποίους οφείλει κάποιος να αποφεύγει, και ως διεστραμμένοι και αυτοκατάκριτοι, πώς είναι δυνατόν να μην θεωρούνται και από μας αξιοκατάκριτοι, εφόσον είναι προφανές από την Αποστολική μαρτυρία, ότι αυτοί είναι αυτοκατάκριτοι; Ώστε κανείς δεν επιτρέπεται να δυσφημεί τους Αποστόλους, σαν αυτοί να επιδοκίμαζαν το βάπτισμα των αιρετικών ή σαν να βρίσκονταν σε κοινωνία μαζί τους χωρίς το βάπτισμα της Εκκλησίας, εφόσον εκείνοι οι Απόστολοι έγραψαν τέτοια κατά των αιρετικών. Και αυτά, σε χρόνο που οι δριμύτεροι λοιμοί των αιρέσεων δεν είχαν ακόμη ενσκήψει» (Επιστολή 74,2 σελ. 96-97)
«Αν υπάρχει μόνο ένα βάπτισμα, το οποίο υφίσταται σε εμάς και μέσα σε μας και το οποίο κατά θεία συγκατάβαση έχει δοθεί σε μόνη την Εκκλησία, τι πείσμα είναι αυτό ή ποια αλαζονεία να προτιμά κάποιος την ανθρώπινη παράδοση από τη Θεία διάταξη» (Επιστολή 74,3 σελ.97).
«Εάν η Εκκλησία δεν είναι με τους αιρετικούς, κατά συνέπεια, επειδή είναι μία, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθεί. Και έτσι, εάν το Άγιο Πνεύμα δεν υπάρχει εκεί (σε αυτούς), επειδή είναι Ένα, δεν μπορεί να υπάρχει στους βέβηλους και σε εκείνους, οι οποίοι βρίσκονται εκτός της Εκκλησίας. Βεβαίως επίσης το βάπτισμα, το οποίο υφίσταται στην ίδια ενότητα, δεν μπορεί να υπάρχει στους αιρετικούς, επειδή αυτό δεν είναι δυνατόν να χωριστεί από την Εκκλησία ούτε από το Άγιο Πνεύμα» (Επιστολή 74,4 σελ.98-99).
«Πού και από ποιον και για ποιον γεννιέται (στο βάπτισμα) αυτός, εάν δεν είναι υιός της Εκκλησίας, σαν να μπορεί αυτός να έχει το Θεό ως Πατέρα του πριν να έχει την Εκκλησία ως Μητέρα του; Αλλά εφόσον καμία αίρεση και κανένα σχίσμα, επειδή αυτά είναι εκτός της Εκκλησίας, δεν είναι δυνατόν να έχουν τον αγιασμό του σωτηρίου βαπτίσματος…» (ο.π. 74,7, σελ. 101)
«Προσφέρει δόξα στο Θεό εκείνος, ο οποίος ισχυρίζεται, ότι υιοί του Θεού γεννιούνται εκτός της Εκκλησίας από κάποια μοιχαλίδα και πόρνη;»(ο.π. 102)
«Επομένως δικαιολογημένα τα σχίσματα και οι αιρέσεις προχωρούν κάθε μέρα και συχνότερα και αφθονότερα αναπτύσσονται και με τα πλοκάμια των φιδιών εξακοντίζουν και βγάζουν τον δηλητηριώδη ιό τους με μεγαλύτερη δύναμη εναντίον της Εκκλησίας του Θεού, όταν με τη μεσολάβηση κάποιων παρέχεται σε αυτούς αυθεντία και υποστήριξη, όταν το βάπτισμά τους υποστηρίζεται, όταν η πίστη και η αλήθεια προδίδονται, όταν καθετί που γίνεται εκτός της Εκκλησίας και εναντίον της Εκκλησίας, υποστηρίζεται σε αυτήν την ίδια την Εκκλησία» (Επιστολή 74,8 σελ.102-103).
«Άφεση αμαρτιών δεν παρέχεται παρά μόνο στην Εκκλησία και στους αιρετικούς, στους οποίους δεν υπάρχει Εκκλησία, η εξάλειψη των αμαρτιών καθίσταται αδύνατη… Ο αγιασμός του Ελαίου είναι αδύνατος σε εκείνον, ο οποίος ούτε Θυσιαστήριο ούτε Εκκλησία έχει. Επομένως ομοίως ούτε πνευματική χάρη στους αιρετικούς υπάρχει, εφόσον είναι βέβαιο, ότι καθόλου δεν είναι δυνατός ο αγιασμός του Ελαίου, ούτε η τελείωση της Ευχαριστίας σε αυτούς… Ποιος λοιπόν μπορεί να παράσχει εκείνο, το οποίο ο ίδιος δεν έχει; Ή πώς μπορεί να καθιστά τέλεια πνευματικά έργα εκείνος, ο οποίος έχει χάσει το άγιο Πνεύμα; Εκείνος ο οποίος έχει παρασυρθεί στην πλάνη και έχει βραχεί εκτός της Εκκλησίας… ο προσερχόμενος στο Θεό, ενώ αναζητά τον αληθινό ιερέα να μην περιπέσει από πλάνη και απάτη σε κάποιον άλλον βέβηλο…Δεν είναι δυνατόν ένα μέρος από αυτά που τελούνται από εκείνους να είναι άκυρο και το άλλο μέρος έγκυρο. Εάν κάποιος μπορεί να βαπτίζει, αυτός μπορεί επίσης να παρέχει και το Άγιο Πνεύμα. Αλλά εάν αυτός δεν μπορεί να παρέχει το Άγιο Πνεύμα, επειδή, αφού χειροτονήθηκε εκτός της Εκκλησίας, δεν είναι μαζί με το Άγιο Πνεύμα, ούτε να βαπτίζει αυτός μπορεί… Εφόσον όλα σε αυτούς είναι κενά και εσφαλμένα, τίποτα από όσα τελούνται από αυτούς δεν πρέπει να επιδοκιμαστεί από εμάς»(Συνοδική Επιστολή Α΄εν Καρχηδόνι Συνόδου (256 μ.Χ.) παραγρ.3, σελ. 115-116)
«(ο διάβολος) μηχανεύεται νέα απάτη, ώστε κάτω από τον τίτλο αυτού του ίδιου του Χριστιανικού ονόματος εξαπατά εκείνους, οι οποίοι δεν προσέχουν. Αυτός έχει επινοήσει τις αιρέσεις και τα σχίσματα, ώστε μέσω αυτών να ανατρέπει την πίστη, να φθείρει την αλήθεια, διασπά την ενότητα… ενώ αυτοί δεν εμμένουν σταθεροί στο Ευαγγέλιο του Χριστού… ονομάζουν τους εαυτούς τους Χριστιανούς. Και ενώ βρίσκονται στο σκοτάδι, νομίζουν ότι κατέχουν το φως… Αυτοί κατέχουν τη νύχτα αντί για την ημέρα, το θάνατο αντί για τη σωτηρία, την απελπισία υπό το πρόσχημα της ελπίδας, την απιστία με το πρόσχημα της πίστης, τον αντίχριστο κάτω από το όνομα του Χριστού, ώστε λέγοντας ευλογοφανή ψεύδη επιβουλεύονται την αλήθεια» (Περι της ενότητος…3 στο Δρατσέλλα… σελ. 30)
ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΡΧΗΔΟΝΟΣ (251 μ.Χ.)
«Πώς μπορεί να καθαρίσει και να αγιάσει νερό αυτός που ο ίδιος είναι ακάθαρτος και στον οποίο δεν υπάρχει Πνεύμα Άγιο;… Πώς βαπτίζοντας μπορεί να δώσει σε άλλον άφεση αμαρτιών αυτός που δεν μπορεί να αποβάλλει τις δικές του αμαρτίες έξω από την εκκλησία;… Πώς πάλι θα προσευχηθεί για αυτόν που βαπτίστηκε, όχι ιερέας αλλά ιερόσυλος και αμαρτωλός… καθολικήν Εκκλησίαν, ήτις εστί μία... Παρά δε τοις αιρετικοίς, όπου Εκκλησία ουκ έστιν, αδύνατον αμαρτημάτων άφεσιν λαβείν... Αγιάσαι δε έλαιον ου δύναται ο αιρετικός, ο μήτε θυσιαστήριον έχων, μήτε εκκλησίαν» (Κανών α΄, P.G. 137, 1100)
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (248-265 μ.Χ.)
«Ο Διονύσιος [επίσκοπος Αλεξανδρείας] προς τον αδελφό Noβατιανό [τον αίτιο σχίσματος] χαίρε. Εάν ακούσια, όπως λες, οδηγήθηκες στο σχίσμα, θα το δείξεις αναχωρώντας από αυτό εκούσια. Πράγματι, έπρεπε μεν να πάθει κάνεις οτιδήποτε για να μην σχίσει την Εκκλησία του Θεού και το μαρτύριο για να μην γίνει σχίσμα, δεν θα ήταν λιγότερο ένδοξο από το μαρτύριο που θα συνέβαινε για να μην γίνει κάποιος ειδωλολάτρης, για μένα μάλιστα, θα ήταν και ανώτερο. Διότι εκεί μεν μαρτυρεί κάποιος για μία μόνο ψυχή, την δική του, ενώ εδώ για όλη την Εκκλησία. Και τώρα λοιπόν εάν πείσεις ή πιέσεις τους αδελφούς να έρθουν σε ομόνοια, το κατόρθωμα θα είναι μεγαλύτερο από το σφάλμα σου, και αυτό μεν δεν θα υπολογιστεί, ενώ εκείνο θα επαινεθεί. Εάν όμως αδυνατίσεις να πράξεις αυτό λόγω ανυπακοής τους, σώσε τουλάχιστον την ψυχή σου».(Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΕΠΕ 2,333)
«[Γράφει ο Διονύσιος Αλεξανδρείας] Όταν λοιπόν έφτασα στο νομό Αρσινόης όπου η αίρεση (του αιρετικού Νέπωτος επισκόπου Αρσινόης) αυτή έχει διαδοθεί πριν πολύ χρόνο, ώστε να συμβούν και σχίσματα και αποστασίες ολόκληρων Εκκλησιών, αφού συγκάλεσα τους πρεσβυτέρους και διδασκάλους των αδελφών στις κωμοπόλεις, πρότεινα να εξετάσουμε το θέμα δημόσια και αφού μου έφεραν το βιβλίο αυτό (του Νέπωτος) ως ακαταμάχητο όπλο και τείχος, κάθισα μαζί με αυτούς για τρεις συνεχόμενες ημέρες από το πρωί ως το βράδυ και προσπάθησα να διορθώσω τα γραμμένα. Τότε θαύμασα την σταθερότητα, την φιλαλήθεια, την οξύνοια, την σύνεση των αδελφών, ώστε προτείναμε τις ερωτήσεις, τις απορίες και τις συμφωνίες με τάξη και μετριοπάθεια. Αποφασίσαμε με κάθε τρόπο και επιμονή να μην επανερχόμαστε σε όσα έγιναν μία φορά δεκτά, ακόμα και αν φαίνονταν ότι δεν είναι σωστά. Δεν φοβόμασταν τις αντιλογίες αλλά προσπαθούσαμε να συλλάβουμε τα θέματα και να τα κατοχυρώσουμε, ούτε διστάζαμε, αν το απαιτούσε ο λόγος, να μεταπειστούμε και να αναγνωρίσουμε τις προτάσεις των αντίθετων, αλλά παραδεχόμασταν ευσυνείδητα, ανυπόκριτα και με τις καρδιές απλωμένες προς τον Θεό όσα βασίζονταν στις αποδείξεις και διδασκαλίες των Αγίων Γραφών.
Στο τέλος ο αρχηγός και εισηγητής αυτής της διδασκαλίας, που ονομαζόταν Κορακιών, εις επήκοον όλων των παρόντων αδελφών ομολόγησε και μας διαβεβαίωσε ότι δεν θα ακολουθεί πλέον το δόγμα αυτό ούτε θα μιλάει για αυτό ούτε θα το θυμάται ούτε θα το διδάσκει, διότι αρκετά ανασκευάστηκε από τα αντίθετα επιχειρήματα· από τους υπόλοιπους λοιπόν αδελφούς άλλοι μεν χαίρονταν για τη συνδιάσκεψη και την συγκατάβαση και συμφωνία προς όλους» (Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΕΠΕ 3, 65-67)
ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (+373)
«Επειδή όμως το τέλος του Αρείου δεν ήρθε τόσο απλά, για αυτό είναι άξιο να το διηγηθούμε. Όταν η ομάδα του Ευσέβιου απειλούσε να τον δεχτεί στην Εκκλησία, ο μεν επίσκοπος της Κωνσταντινούπολης Αλέξανδρος δεν συμφωνούσε ο δε Άρειος στηριζόταν στη βία και τις απειλές του Ευσέβιου, διότι ήταν Σάββατο και περίμενε ότι την επομένη θα συμφιλιωθεί. Έγινε λοιπόν μεγάλη μάχη, όταν εκείνοι μεν απειλούσαν, ο δε Αλέξανδρος προσευχόταν. Αλλά ο Κύριος ο οποίος στάθηκε δίκαιος κριτής αποφάσισε εναντίον των αδίκων. Διότι πριν ακόμα δύσει ο ήλιος, όταν υποχρεώθηκε από σωματική ανάγκη να βρεθεί στο ουρητήριο, εκεί έπεσε κάτω, και έτσι έχασε αμέσως και τα δύο, και την κοινωνία και την ζωή. Και ο μεν μακαρίτης Κωνσταντίνος μόλις πληροφορήθηκε αυτό θαύμασε, διότι είδε πώς αυτός αποδείχθηκε επίορκος σε όλους δε έγινε πλέον φανερό ότι οι μεν απειλές των φίλων του Ευσέβιου εξασθένησαν, η δε ελπίδα του Αρείου υπήρξε μάταιη. Αποδείχτηκε λοιπόν για άλλη μία φορά ότι η αρειανική αίρεση κατέστη υπό του Σωτήρος ακοινώνητη και εδώ και στην εν ουρανοις πρωτότοκο εκκλησία».(προς επισκόπους Αιγύπτου, ΕΠΕ 10,71-73)
«Να, εμείς μεν αποδεικνύουμε ότι η άποψη αυτή πέρασε από τη μία γενιά των Πατέρων στην άλλη. Eσείς όμως νέοι Ιουδαίοι και μαθητές του Καϊάφα, ποιους άραγε έχετε να δείξετε πατέρες των λόγων σας; Κανέναν από τους σοφούς και συνετούς δεν μπορείτε να αναφέρετε, διότι όλοι σας αποστρέφονται εκτός από μόνον τον διάβολο. Πράγματι, μόνος αυτός είναι ο πατέρας της αποστασίας σας, αυτός έσπειρε ευθύς εξ’ αρχής την ασέβεια αυτή μέσα σας και σας πείθει τώρα να βρίζετε την Οικουμενική Σύνοδο» (απευθύνεται στους Αρειανούς, ΕΠΕ 9, 107)
«Ω, καινοφανής αίρεση, η οποία ντύθηκε όλο τον διάβολο στην ασέβεια και στην πράξη» (ΕΠΕ 9,341)
«Όσαι εκ των αιρέσεων απεμακρύνθησαν από την αλήθειαν και επενόησαν δια αυτάς τας ιδίας την παραφροσύνην είναι φανεραί, και η ασέβειά των ολοφάνερη εις όλους από παλαιά. Διότι το ότι απεμακρύνθησαν από μας αυτοί που εφεύρον αυτάς τας πλάνας είναι δυνατόν να αποδειχθή, όπως έγραψεν ο μακάριος Ιωάννης ότι το φρόνημα αυτών ούτε ποτέ υπήρξεν ούτε τώρα είναι σύμφωνον με το ιδικόν μας. Δια τούτο και, όπως είπεν ο Σωτήρ, αφού δεν συναθροίζουν μαζί με μας, σκορπίζουν με τον διάβολον, με το να παρακολουθούν αυτούς που κοιμούνται, ώστε αφού ενσπείρουν το καταστρεπτικόν των δηλητήριον, να έχουν εξασφαλίσει δια λογαριασμόν των αυτούς που θα αποθάνουν μαζί των.
Επειδή δε μία από τας αιρέσεις, η τελευταία, η οποία ενεφανίσθη τώρα ως πρόδρομος του αντίχριστου, η ονομαζόμενη αρειανή, καθώς είναι ύπουλη και παμπόνηρη, παρετήρησεν ότι αι παλαιότεραι εκ των αδελφών της αιρέσεις κατεδικάσθησαν φανερά, υποκρίνεται, όπως ο πατήρ της ο διάβολος, και ενδύεται με αγιογραφικά ρητά και προσπαθεί πάλιν να εισέλθη εις τον παράδεισον της Εκκλησίας, δια να εμφανισθή ως δήθεν Χριστιανή και να εξαπατήση έτσι μερικούς, ώστε να σκέπτωνται εναντίον του Χριστού, βασιζομένη εις τους υποθετικούς παραλογισμούς της διότι τίποτε εύλογον δεν υπάρχει εις αυτήν. Και ήδη βεβαίως παρέσυρε μερικούς ανοήτους, οι όποιοι όχι μόνον ημάρτησαν με την ακοήν, αλλά και, όπως η Εύα, έλαβαν και εγεύθησαν, ώστε πλέον με την άγνοιάν των να θεωρούν το πικρόν γλυκύ, και την αποτροπαίαν αίρεσιν να ονομάζουν καλήν. Δια τούτο εθεώρησα αναγκαίον, επειδή και σείς με παρεκαλέσατε, να διαλύσω τον ισχυρόν θώρακα της βρωμεράς αυτής αιρέσεως και να φανερώσω την δυσωδίαν της μωρίας της. Έτσι, όσοι είναι ακόμη έξω απ’ αυτήν να την αποφύγουν ακόμη περισσότερον, όσοι δε εξηπατήθησαν υπ’ αυτής να μετανοήσουν, και με ανοικτά τα μάτια της καρδίας των να καταλάβουν ότι, όπως το σκοτάδι δεν είναι φως ή το ψεύδος αλήθεια, έτσι ούτε η αρειανική αίρεσις είναι καλή. Αλλά και όσοι τους ονομάζουν Χριστιανούς σφάλλουν πολύ, διότι αυτοί ούτε τας Γραφάς έχουν μελετήσει, ούτε τον Χριστιανισμόν και την πίστιν του γνωρίζουν καθόλου. Τι είδαν λοιπόν εις την αίρεσιν αυτήν, το οποίον ομοιάζει προς την αληθινήν πίστιν και επιμένουν ότι εκείνοι δεν διδάσκουν κανένα κακόν; Εις την πραγματικότητα τούτο είναι ωσάν να ονομάζουν Χριστιανόν και τον Καϊάφαν, και να συγκαταλέγουν ακόμη μεταξύ των αποστόλων τον προδότην Ιούδαν, και να λέγουν, ότι εκείνοι που εζήτησαν την απελευθέρωσιν του Βαραββά αντί του Σωτήρος δεν έκαναν κανένα κακόν
… Οι μακάριοι λοιπόν απόστολοι υπήρξαν διδάσκαλοι μας και εκήρυξαν το Ευαγγέλιον του Σωτήρος, δεν ελάβαμεν όμως το ονομά των, αλλ’ εκ του ονόματος του Χρίστου και είμεθα και ονομαζόμεθα Χριστιανοί. Όσοι δε ανάγουν εις άλλους την αρχήν της πίστεως, την όποιαν θεωρούν ορθήν, λαμβάνουν, ως είναι φυσικόν, εξ αυτών και την ονομασίαν, εφ΄ όσον έχουν γίνει πλέον ιδικοί των. Ούτως, επειδή όλοι ημείς εκ του Χριστού είμεθα και ονομαζόμεθα Χριστιανοί, εξεδιώχθη κάποτε ο Μαρκίων, διότι επενόησεν αίρεσιν. Και όσοι μεν παρέμειναν με αυτόν που τον απέβαλεν από την Εκκλησίαν έμειναν Χριστιανοί, όσοι όμως ηκολούθησαν τον Μαρκίωνα δεν ωνομάσθησαν πλέον Χριστιανοί, αλλά Μαρκιωνισταί» (Κατά Αρειανών Α,2, ΕΠΕ 2,29-33)
«Αυτά είναι κομμάτια από τα παραμυθάκια που ευρίσκονται εις το γελοίον σύγγραμμα του Αρείου. Ποιος λοιπόν δεν θα εμισούσε δικαίως τον Άρειον ως παίζοντα θέατρον εις την σκηνήν, δι’αυτά τα θέματα, εάν ήκουεν αυτά τα λόγια και τας μελωδίας της Θαλίας. Ποιος δεν τον θεωρεί ωσάν τον όφιν που συνεβούλευε την γυναίκα, επειδή εμφανίζεται να ονομάζη Θεόν και να ομιλή περί Θεού; Ποιος δε, όταν διαβάζη τα παρακάτω, δεν βλέπει την ασέβειαν του, όπως και την μετά ταύτα πλάνην του όφεως, εις την οποίαν παρέσυρε με δόλον την γυναίκα; Ποιος δεν εξανίσταται δι’ αύτού του είδους τας βλασφημίας; Ο ουρανός λοιπόν εξεπλάγη, όπως λέγει ο προφήτης, και η γη έφριξεν, ένεκα της παραβάσεως του νόμου, ο δε ήλιος ηγανάκτησε περισσότερον, και, επειδή δεν υπέφερε τότε τους κατά του κοινού Δεσπότου όλων ημών προκληθέντας σωματικούς εξευτελισμούς, τους οποίους ο ίδιος υπέστη με την θέλησίν του, έστρεψεν εις άλλην κατεύθυνσιν το πρόσωπόν του και απετράβηξε τας ακτίνας του, έτσι ώστε άφησεν εκείνην την ημέραν χωρίς ήλιον. Πώς λοιπόν προκειμένου περί των βλασφημιών του Αρείου δεν θα καταληφθή σύμπασα η ανθρωπότης από αφασίαν και δεν θα κλείση τα αυτιά και τα μάτια, δια να μη ημπορέση ούτε να ακούση αυτού του είδους τας βλασφημίας, ούτε να ιδή αυτόν ο οποίος τας έγραψε;… Δια τον λόγον λοιπόν αυτόν και η οικουμενική σύνοδος εξεδίωξεν από την Εκκλησίαν τον Άρειον, ο οποίος εδίδασκεν αυτά, και τον ανεθεμάτισε, διότι δεν ημπορούσε να ανεχθή την ασέβειαν. Έτσι πλέον εχαρακτηρίσθη αίρεσις η κακοδοξία του Αρείου και επειδή έχει και κάτι περισσότερον από τας άλλας αιρέσεις, ωνομάσθη και χριστομάχος και εθεωρήθη πρόδρομος του Αντίχριστου…. ας μάθουν από τας Γραφάς, ότι και ο διάβολος, ο οποίος εσοφίσθη τας αιρέσεις, λόγω της δυσωδίας που έχει η κακία του, δανείζεται τας λέξεις των Γραφών, ώστε έχων αυτάς ως επικάλυμμα να σπείρη πάλιν υπούλως το δηλητήριον του και να εξαπατά έτσι τους απονηρεύτους. Έτσι εξηπάτησε την Εύαν. Έτσι εξύφανε και τας άλλας αιρέσεις. Έτσι και τώρα έπεισε τον Άρειον να ομιλήση και να αντιταχθή δήθεν κατά των αιρέσεων, δια να επιβάλη έτσι λαθραίως την ιδικήν του αίρεσιν.» (Κατά Αρειανών Α,2, ΕΠΕ 2,43-47)
«δια να μη προσέχουν την βρωμιάν της αιρέσεως, όσοι προσηλυτίζονται απ’ αυτούς εξαπατώμενοι από την υποκρισίαν και τας υποσχέσεις. Πώς λοιπόν δεν είναι και κατά τούτο πάλιν άξια μίσους η αίρεσις, αφού και από τους ίδιους τους οπαδούς της κρύπτεται, καθώς δεν έχει θάρρος να εμφανισθή δημοσίως, και περιθάλπεται όπως ο όφις…. το μόνον που απομένει να λεχθή ακόμη είναι ότι τα παρέλαβαν από του διαβόλου και δια τούτο έχουν τόσην μανίαν (διότι μόνος αυτός είναι που σπέρνει αυτά), εμπρός να αντικρούσωμεν αυτόν. Διότι μέσω αυτών των αιρετικών αγωνιζόμεθα εναντίον εκείνου, ώστε με την βοήθειαν του Κυρίου και με την δια των ελέγχων, ως συνήθως, κατανικήσω αυτού, να εντραπούν καθώς θα βλέπουν πλέον χωρίς δύναμιν αυτόν που ενέσπειρεν εις αυτούς τήν αίρεσιν, και δια να πληροφορηθούν, έστω και αργά, ότι, εφ΄ όσον είναι Αρειανοί, δεν είναι Χριστιανοί. (Κατά Αρειανών Α, ΕΠΕ 2,55-57)
«Τα ίδια λοιπόν έπαθαν οι χριστομάχοι και δια τούτο έχουν περιπέσει εις αποκρουστικήν αίρεσιν. Διότι εάν είχαν κατανοήσει ορθώς και το πρόσωπον και το πράγμα και τον χρόνον του αποστολικού ρητού, δεν θα ασεβούσαν τόσο πολύ αναφέροντες τα ανθρώπινα εις την θεότητα, οι ανόητοι» (Κατά Αρειανών Α, ΕΠΕ 2,185)
«Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να επινοή κανείς πράγματα απέχοντα από την αλήθειαν, ούτε ότι οφείλει, επειδή εις την αναζήτησιν προκύπτουν απορίαι, να μη πιστεύη εις όσα είναι γραμμένα. Διότι είναι καλύτερον να έχωμεν απορίας και παρά ταύτα να σιωπώμεν και να πιστεύωμεν, παρά να μη πιστεύωμεν, επειδή εχομεν απορίας. Διότι εκείνος που απορεί, ημπορεί κατά κάποιον τρόπον και να συγχωρηθή, καθόσον ηρεμεί τελείως αφού ερευνήση. Εκείνος όμως ο οποίος, επειδή απορεί, επινοεί δια τον εαυτόν του αυτά που δεν πρέπει, και ισχυρίζεται περί του Θεού όσα είναι ανάξια αυτού, θα έχη ασυγχώρητον την καταδίκην δια την τόλμην του. Ημπορεί δηλαδή και δι’ αυτάς τας απορίας να εύρη κάποιαν ανακούφισιν από τας θείας γραφάς, ώστε να εκλαμβάνη μεν ορθώς αυτά που είναι γραμμένα» (Κατά Αρειανών Β, ΕΠΕ 2,317)
«Και άλλων λοιπόν αιρέσεων, αι οποίαι αναφέρουν μόνον τα ονόματα, αλλά δεν πιστεύουν ορθώς, όπως έχει λεχθή, και ούτε έχουν σταθεράν πίστιν, το βάπτισμα που χορηγούν είναι ανώφελον, καθ’ όσον υστερεί εις ευσέβειαν, εις τρόπον ώστε αυτός που ραντίζεται απ’ αυτούς ρυπαίνεται μάλλον με ασέβειαν παρά λυτρώνεται. Έτσι και οι ειδωλολάτραι, αν και ομολογούν με το στόμα τον Θεόν, όμως υπόκεινται εις την κατηγορίαν της αθεΐας, διότι δεν γνωρίζουν τον πραγματικώς υπάρχοντα και αληθινόν Θεόν, τον Πατέρα δηλαδή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Το ίδιο και οι Μανιχαίοι και οι Φρύγες, και οι μαθηταί του Σαμοσατέως, αν και χρησιμοποιούν τα ονόματα (της Τριάδος), δεν είναι ολιγώτερον αιρετικοί» (Κατά Αρειανών Β, ΕΠΕ 2,335)
«ως ζιζάνιον γέγονε η κακούργος αίρεσις των χριστομάχων» (Κατά Αρειανών Β, ΕΠΕ 2,312)
«Διότι αυτό ρώτησε εξ’ αρχής και ο πατέρας της αρειανικής αίρεσης· «αν είσαι γιος του Θεού…»(Κατά Αρειανών Β, ΕΠΕ 2,421)
«Επειδή λοιπόν είναι τελείως μισητός ο εφευρέτης της κακίας, και επειδή ο διάβολος είναι μεγάλος δαίμονας, και ή μπορεί να κτυπιέται από όλους μόνον όταν φαίνεται, όπως ο όφις, όπως ο δράκος, όπως το λιοντάρι που ζητά να αρπάση και να καταπιή μερικούς, δια τούτο αυτός σκεπάζει και αποκρύπτει αυτό που είναι εις την πραγματικότητα, οικειοποιείται δε με υποκρισίαν και πονηρίαν το όνομα που ποθούν όλοι, δια να εξαπάτηση αυτούς με την φαντασίαν, και να εμπλέξη έτσι τους παραπλανηθέντας εις τα δεσμά του. Και όπως ακριβώς, αν θέλη κανείς να απαγάγη ξένα παιδιά, όταν απουσιάζουν οι γονείς των, υποκρίνεται τα πρόσωπά των, δια να εξαπάτηση τα παιδιά που τους νοσταλγούν, ώστε να τα παρασύρη μακρυά και να τα εξαφανίση, κατά τον ίδιον τρόπον και ο κακόβουλος και διεστραμμένος διάβολος, επειδή ο ίδιος δεν έχει θάρρος, και επειδή ξέρει τον έρωτα των ανθρώπων προς την αλήθειαν, υποκρίνεται μεν αυτήν εις την φαντασίαν, τοποθετεί δε το δηλητήριόν του εντός αυτών που τον ηκολούθησαν. Με τον τρόπον αυτόν εξηπάτησε και την Εύαν, με το να μη λέγη τα ιδικά του λόγια, αλλ’ υποκρινόμενος ότι έλεγε τα λόγια του Θεού, των οποίων παρεποίει την ορθήν έννοιαν. Έτσι υπεψιθύριζε και εις την γυναίκα του Ιώβ και την έπεισε να υποκρίνεται ότι αγαπά τον άνδρα της, ενώ εις την πραγματικότητα την εδίδασκε να βλάσφημη τον Θεόν. Έτσι πάλιν ο πανούργος περιπαίζει την φαντασίαν των ανθρώπων και εξαπατά και παρασύρει τον καθ’ ένα εις τον βόθρον της πονηρίας του…. Τέτοια είναι και τα επινοήματα των αιρέσεων. Επειδή δηλαδή η κάθε μία έχει ωσάν πατέρα της ιδικής της διδασκαλίας τον διάβολον, ο οποίος εξεστράτισεν εξ αρχής και κατήντησεν ανθρωποκτόνος και ψεύτης, και επειδή εντρέπεται να αναφέρη το μισητόν του όνομα, δια τούτο υποκρίνεται το όνομα του Σωτήρος, το καλόν και υπέρ παν όνομα, και τοποθετεί γύρω της τα λόγια των Γραφών. Και λέγει μεν τα λόγια, αποκρύπτει όμως την αληθινήν σημασίαν, ώστε πλέον και αυτή φονεύει τους ανθρώπους αυτούς που παραπλανά, διότι κρύβει την διδασκαλίαν που έπλασεν αυτή, ωσάν εις κάποιο δόλωμα…. προσποιούνται ότι μελετούν και χρησιμοποιούν τα λόγια των Γραφών, όπως κάνει ο πατέρας των ο διάβολος, δια να φανούν με τα λόγια αυτά ότι έχουν ορθόδοξον πίστιν, και έτσι να πείσουν τους ταλαίπωρους ανθρώπους να πιστεύουν πράγματα έξω από τας Γραφάς.
Λοιπόν εις κάθε αίρεσιν, αφού μετεμορφώθη ο διάβολος με τέτοιον τρόπον, υπεψιθύρισε λόγια γεμάτα πονηρίαν…. Λοιπόν ήλθεν ο διάβολος ο οποίος δια μέσου κάθε αιρέσεως λέγει ‘ Εγώ είμαι ο Χριστός, και η αλήθεια ευρίσκεται εις εμέ ’, και έκαμεν ο συκοφάντης την κάθε μίαν απ’ αυτάς, αλλά και όλας μαζί, να ψεύδωνται. Και το πιο παράδοξον, ένω μάχονται μεταξύ των δια τα κακά που εφεύρε κάθε μία, συνεφώνησαν μεταξύ των μόνον εις το να ψεύδωνται, διότι όλαι έχουν ένα πατέρα, αυτόν που έβαλε μέσα εις όλας το ψεύδος… όπως ενέπνευσε αυτούς ο διάβολος,,,τι άλλο θα μπορούσα να είναι παρά… φίλοι του διαβόλου και των δαιμόνων εκείνου;» (ΕΠΕ 10,23-33,33-35)
«Αλλ’ ημάς τίποτε δεν θα μας πείσει απ’ αυτά, τίποτε δεν θα μας χωρίσει από την αγάπην του Χριστού, και αν ακόμη οι αιρετικοί μας απειλούν με θάνατον. Διότι είμεθα Χριστιανοί και όχι Αρειανοί. Ναι, αδελφοί, τοιαύτη παρρησία χρειάζεται τώρα, διότι δεν ελάβομεν Πνεύμα δουλείας δια να φοβούμεθα πάλιν , αλλ’ ο Θεός μας έχει καλέσει να είμεθα ελεύθεροι και αληθώς είναι αισχρόν και πολύ αισχρόν εάν, την πίστιν την οποίαν ελάβομεν παρά του Σωτήρος και των αποστόλων, την χάσωμεν εξ αιτίας του Αρείου ή αυτών που φρονούν και πρεσβεύουν τα του Αρείου…. Δια τούτο, παρακαλώ, έχοντες εις τας χείρας σας την πίστιν των πατέρων την διατυπωθείσαν εις την σύνοδον της Νίκαιας υπ’ αυτών, και υπερασπίζοντες αυτήν με πολλήν προθυμίαν και πίστιν εις τον Κύριον, να γίνεσθε υπόδειγμα εις όλους, δεικνύοντες ότι τώρα υφίσταται αγών κατά της αιρέσεως και υπέρ της αληθείας και ότι είναι ποικίλα τα τεχνάσματα του εχθρού. Διότι όχι μόνον κάμνει μάρτυρας το να μη προσφέρη κανείς λίβανον εις τον βωμόν, αλλά και το να μη απαρνηθή την πίστιν κανείς κάμνει το μαρτύριον της συνειδήσεως λαμπρόν. Και δεν κατεκρίσθησαν μόνον ως ξένοι αυτοί που εθυσίασαν εις είδωλα, αλλά και αυτοί που επρόδωσαν την αλήθειαν…. Λοιπόν και ημείς, επειδή η μάχη που ευρίσκεται εμπρός μας είναι δια το παν, και επειδή το ζήτημα μας τώρα είναι ή να αρνηθώμεν ή να τηρήσωμεν την πίστιν, έχομεν αυτήν την φροντίδα και πρόθεσιν, εκείνα μεν που παρελάβαμεν να φυλάξωμεν, ενθυμούμενοι συνεχώς την πίστιν, η οποία διετυπώθη εις την Νίκαιαν, να αποστρεφώμεθα δε τας καινοτομίας, και να διδάξωμεν τους λαϊκούς να μη προσέχουν εις τα πνεύματα της πλάνης, αλλά να ξεφύγουν τελείως από την ασέβειαν των αρειομανιτών» (ΕΠΕ 10.77-79)
«Εμείς οπλισμένοι με τα λόγια των θείων Γραφών ας αντισταθούμε στους αιρετικούς, σαν προς αποστάτες που θέλουν να καταφυτεύσουν μανία εις τον οίκο του Κυρίου, και ούτε να φοβηθούμε τον σωματικό θάνατον, αλλά περισσότερο από όλα να προτιμάται ο λόγος της αληθείας. Διότι και ημείς όταν μας ζητήθηκε ή να παραδεχθούμε μαζί με αυτούς την ασέβεια ή να περιμένουμε την επιβουλή τους, δεν θελήσαμε να συνθηκολογήσουμε με αυτούς αλλ’ προτιμήσαμε καλύτερα να διωκόμαστε από αυτούς, παρά να μιμηθούμε τον τρόπον του Ιούδα. Ζητούν να μας φονεύσουν. Διότι αυτό διψούν, και μέχρι σήμερον τουλάχιστον δεν σταμάτησαν να θέλουν να χύσουν το αίμα μας. Αλλά δι’ αυτά δεν με ενδιαφέρει καθόλου, διότι γνωρίζω και είμαι πεπεισμένος ότι δια τους υπομένοντας θα υπάρξει μισθός από τον Σωτήρα, και ότι σεις επειδή υπομείνατε, όπως οι Πατέρες, και εγίνατε έτσι παραδείγματα εις τους λαούς, και επειδή ανασκευάζετε την παράξενον αυτήν και ξένην επινόησιν των ασεβών, θα έχετε την καύχησιν σας και θα λέγετε «Την πίστιν ετηρήσαμεν » θα απολάβετε δε τον στέφανον της ζωής, τον όποιον υπεσχέθη ο Θεός δι’ εκείνους που τον αγαπούν. Ας αξιωθώ δε και εγώ να κληρονομήσω μαζί σας τας επαγγελίας» (ΕΠΕ 10, 83-85)
«Σας παρέδωσα σύμφωνα με την αποστολική πίστη που μας παραδόθηκε από τους Πατέρες, χωρίς να επινοήσω τίποτα από έξω, αλλά αυτό ακριβώς που έμαθα το χάραξα μέσα σας σύμφωνα με τις Άγιες Γραφές» (ΒΕΠΕΣ,33,120(28-30)
«Αυτήν την εξ’ αρχής παράδοση και διδασκαλία και πίστη της καθολικής Εκκλησίας, την οποία, ο μεν Κύριος έδωσε, οι δε απόστολοι κήρυξαν και οι πατέρες φύλαξαν. Διότι σε αυτήν έχει θεμελιωθεί η Εκκλησία, και αυτός που εκπίπτει από αυτήν ούτε μπορεί να είναι, αλλά ούτε και να λέγεται Χριστιανός» (ΕΠΕ,4,165)
««Προσκυνήστε τον Κύριο στην άγια αυλή του». Με αυτά με σαφήνεια μας προστάζει ότι δεν πρέπει να προσκυνούμε το Θεό έξω από την Εκκλησία. Λέει βεβαίως αυτό για τις συναθροίσεις των ετεροδόξων. Η λατρεία του Θεού δεν πρέπει να τελείται εκτός της Εκκλησίας, αλλά σε αυτήν την αυλή του Θεού. Μην επινοείτε, λέει, δικές σας αυλές και συναγωγές διότι μία είναι η άγια αυλή του Θεού»(εις Ψαλμόν 28, ΕΠΕ 5,231)
«μία και μόνη εν κόσμω αψευδής υπάρχει πίστις, ην η αγία και μόνη κρατεί καθολική και αποστολική Εκκλησία» (Προς Αντίοχον, ερώτησις ριβ΄, P.G.28, 665D)
«Πώς της καθολικής εκκλησίας εισίν οι την αποστολικήν αποτιναξάμενοι πίστιν, και καινών κακών εφευρεταί γενόμενοι;» (Κατά Αρειανών, λόγος α΄, κεφ. Δ΄, P.G.26, 20Α)
«αναθεματίζειν μεν την Αρειανήν αίρεσιν, ομολογείν δε την παρά των αγίων Πατέρων ομολογηθείσαν εν Νικαία πίστιν» (Ο προς τους Αντιοχείς τόμος, κεφ. θ΄, P.G.26, 797D -800Α)
Α ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ (325)
«Σχετικά με τους Καθαρούς αποφασίστηκε να χειροθετούνται (=ξαναχειροτονούνται) αυτοί και να παραμένουν έτσι στον κλήρο» (κανών Η΄)
Β΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ (381)
«Τους… (ομάδες αιρετικών) τους δεχόμαστε όταν κάνουν έγγραφες αποκηρύξεις (Λίβελλος) και αναθεματίζουν κάθε αίρεση… και όταν «σφραγίζονται», δηλαδή χρίονται πρώτα πρώτα με το Άγιο Μύρο… Τους Ευνομιανούς (και άλλους αιρετικούς με μία κατάδυση στο δικό τους βάπτισμα) όμως… τους δεχόμαστε ως Έλληνες (ειδωλολάτρες)… και τότε τους βαπτίζουμε» (κανών Ζ΄)
ΣΥΝΟΔΟΣ ΛΑΟΔΙΚΕΙΑΣ (360)
«Δεν πρέπει κανένας Χριστιανός να εγκαταλείπει τους μάρτυρες του Χριστού και να πηγαίνει στους τάφους των ψευδομαρτύρων, δηλαδή των μαρτύρων των αιρετικών… γιατί αυτοί είναι ξένοι με το Θεό. Να αναθεματίζονται λοιπόν όσοι πηγαίνουν σε αυτούς» (Κανών 34)
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ (+390)
«(οι άγιοι) δεν συντάχτηκαν με την ασέβεια ούτε μιάνθηκαν μέσω της επικοινωνίας με αυτήν, την οποία αποφεύγουμε ως δηλητήριο φιδιού, όχι διότι βλάπτει το σώμα αλλά διότι μαυρίζει τα βάθη της ψυχής» (Γρηγόριος Θεολόγος, προς Αρειανούς και εις εαυτόν, ΕΠΕ 2,97)
«Δεν ζητούμε να νικήσουμε (τους αιρετικούς), αλλά να τους δεχτούμε κοντά μας ως αδελφούς, για τον χωρισμό των οποίων σπαράζει η καρδιά μας» (Λόγος ΜΑ,8, ΕΠΕ 5,131)
«Και ας ομολογούμε μέχρι την τελευταία μας αναπνοή την καλή κληρονομιά των αγίων Πατέρων, που βρίσκονταν πλησιέστερα προς τον Χριστό και την αρχική πίστη, την ομολογία που μας έχει συνοδεύσει από την παιδική μας ηλικία και την οποία είπαμε για πρώτη φορά και με την οποία θα αναχωρήσουμε μαζί από την ζωή αυτή, αντλώντας από αυτήν, αν όχι τίποτα άλλο, τουλάχιστον την ευσέβεια» (Λόγος ΙΑ,ΕΠΕ 1,296)
«Εκείνους οι οποίοι φρονούν τα αντίθετα, ως διαφθορείς της αλήθειας, όσο μεν είναι δυνατόν, ας τους δεχόμαστε μαζί μας και ας τους θεραπεύουμε. Εκείνους όμως οι οποίοι είναι ανίατα ασθενείς, ας τους αποφεύγουμε για να μην μεταδοθεί ενδεχομένως και σε μας η ασθένειά τους προτού τους μεταδώσουμε την υγεία μας» (ΕΠΕ 1, 269-271)
«Εγώ φοβάμαι τους άγριους λύκους μήπως… σπαράξουν το ποίμνιο με λόγους σπαρακτικούς και βίαιους… Φοβούμαι τους ληστές και τους κλέπτες… μήπως ληστέψουν με αναίδεια… ώστε να θυσιάσουν, να σκοτώσουν και να καταστρέψουν, αρπάζοντας λεία, κατατρώγοντας ψυχές» (ΕΠΕ 2, 156)
«Είναι καλύτερος ο επαινετός πόλεμος από ειρήνη που χωρίζει από το Θεό. Και για αυτό το Πνεύμα οπλίζει τον πράο μαχητή ώστε να μπορεί να πολεμάει όπως πρέπει» (ΕΠΕ 1,176)
«Είναι καλύτερη από εμπαθή ομόνοια, η διάσταση χάριν της ευσέβειας» (PG 35,488C,736AB)
«Ούτε είμαστε ειρηνικοί εναντίον του λόγου της αλήθειας, παραλείποντας κάτι για να μας δοξάσουν ως επιεικείς, διότι δεν κυνηγάμε με κακό τρόπο το καλό και ειρηνεύουμε μαχόμενοι νόμιμα και εντός των δικών μας όρων και των κανόνων του Πνεύματος» (ΕΠΕ 2,265, Λόγος ΜΒ,PG 36,473)
«Με κανέναν τρόπο δεν ανεχόμαστε να σαλευτεί από κάποιον η πίστη που ορίστηκε, δηλαδή το Σύμβολο της πίστης, ούτε έστω και μία συλλαβή να παραβεί κάποιος, ενθυμούμενοι αυτού που λέει «μη μετακινείς όρια αιώνια τα οποία τοποθέτησαν οι πατέρες σου»» (στον Κύριλλο Αλεξανδρείας, PG 77,180D)
«Προηγουμένως, όταν στασίαζαν εναντίον μας τα μέλη και κοβόταν και διαχειριζόταν σε κομμάτια το σώμα του Χριστού με τέτοιο τρόπο ώστε να διασκορπίζονται σχεδόν τα οστά μας κοντά στον Άδη… και όταν ο πονηρός διάβολος είχε κάνει όλον δικό του τον αδιαίρετο και αχώριστο και εξ’ ολοκλήρου υφαντό χιτώνα, αφού είχε κατορθώσει αυτό, το οποίο δεν είχε κατορθώσει να πετύχει με εκείνους οι οποίοι σταύρωσαν τον Χριστό, με την βοήθεια τη δική μας…» (ΕΠΕ 1,227)
«Δεν επαινέσαμε την έχθρα, αλλά αποδεχτήκαμε τον ζήλο τους. Διότι η διαφορά και η διάσπαση χάριν της ευσεβείας, είναι καλύτερη από ομόνοια γεμάτη με πάθη» (ΕΠΕ 1,247)
«Και ας μη νομίσει κάνεις ότι λέω ότι πρέπει να αγαπάει κανείς την κάθε είδους ειρήνη (διότι όπως γνωρίζω ανταρσίες πολύ καλές, έτσι γνωρίζω και πολύ βλαβερή ομόνοια)· εννοώ μόνο την καλή ομόνοια η οποία συνδέει με το Θεό… εκεί μεν όπου είναι φανερά τα σημάδια της ασέβειας, είναι προτιμότερο να παραδώσει κάνεις τον εαυτό του στη φωτιά, στο μαχαίρι, σε φοβερές περιστάσεις και σε τυράννους, ή και σε όλα αυτά μαζί, παρά να γίνει συμμέτοχος στην πονηριά και να κατακρημνιστεί μαζί με εκείνους οι οποίοι ζουν στην κακιά. Και δεν πρέπει να φοβάται κανείς τίποτα από όλα περισσότερο από το να φοβηθεί κάτι άλλο πριν από το Θεό και να προδώσει εξαιτίας του τα λόγια της πίστης του και τα λόγια της αλήθειας, τα οποία υπηρετούν πράγματι την αλήθεια. Όπου όμως το αίτιον τής λύπης είναι υποψία ή φόβος του οποίου το βάσιμο ή όχι δεν έχει εξεταστεί με προσοχή, είναι προτιμότερη από την βιασύνη η υπομονή και η συγκαταβατικότητα από την θρασύτητα, και πολύ καλύτερο και επωφελές να παραμένει κανείς ενωμένος με το κοινόν σώμα και να κάνη καλύτερο ο ένας τον άλλον ως μέλος ο ένας του άλλου, παρά να είναι κανείς προκατειλημμένος εξ’ αίτιας της απομακρύνσεώς του από τον συνάνθρωπό του και, αφού διαλύσει με τον χωρισμό του αυτόν την αξιοπιστία του, να προσπαθεί κατόπιν με διαταγές, όπως κάνουν οι τύραννοι και όχι οι αδελφοί, να επιβάλει την διόρθωση» (ΕΠΕ, 1,265-267)
«Έχουν ούτοι (οι αιρετικοί) τους οίκους, ημείς τον ένοικον˙ ούτοι τους ναούς, ημείς τον Θεόν˙ έχομεν μάλιστα το ότι είμεθα ναοί του ζώντος Θεού και ζώντες, έμψυχα σφάγια, ολοκαυτώματα λογικά, τέλεια θύματα, θεοί δια Τριάδος προσκυνουμένης. Ούτοι έχουν λαόν, ημείς αγγέλους˙ ούτοι θράσος, ημείς πίστιν˙ ούτοι την απειλήν, ημείς την προσευχήν˙ ούτοι να κτυπούν, ημείς να υποφέρωμεν˙ ούτοι χρυσόν και άργυρον, ημείς καθαρόν λόγον. Κατεσκεύασες εις εαυτόν διώροφα και τριώροφα (γνώρισε τα λόγια της Γραφής) , οίκον με υπερώα, στολισμένον με παράθυρα; Αλλ’ αυτά δεν είναι υψηλοτέρα της πίστεώς μου και των ουρανών προς τους οποίους μεταφέρομαι. Είναι μικρόν το ποίμνιόν μου; Αλλά δεν οδηγείται εις τους κρημνούς. Είναι στενή η μάνδρα; Όμως είναι απλησίαστος από λύκους, απείρακτος από ληστήν, άβατος από κλέπτας και ξένους. Θα την ίδω και πλατυτέραν, είμαι βέβαιος. Πολλούς από τους σημερινούς λύκους πρέπει να τους συναριθμήσω με πρόβατα, ίσως και με ποιμένας. Τούτο μου ευαγγελίζεται ο ποιμήν ο καλός, δια τον οποίον εγώ δίδω την ψυχήν μου υπέρ των προβάτων. Δεν φοβούμαι το μικρόν ποίμνιον, διότι επιτηρείται ευκόλως˙ διότι γνωρίζω τα ιδικά μου και γνωρίζομαι από τα ιδικά μου. Τοιαύτα είναι τα γνωρίζοντα τον Θεόν και γνωριζόμενα από τον Θεόν. Τα ιδικά μου πρόβατα ακούουν την φωνήν μου, την οποίαν ήκουσα από τα θεία λόγια, εδιδάχθην από τους αγίους πατέρας, την οποίαν εδίδαξα όλον τον καιρόν ομοίως, μη συμμορφούμενος με τους καιρούς, και δεν θα παύσω να διδάσκω, με την οποίαν συνεγεννήθην και συναπέρχομαι. Τα πρόβατα καλώ με το όνομά των… και με ακολουθούν, διότι τα εκτρέφω εις πηγάς δροσιστικού ύδατος . Ακολουθούν δε πάντα τοιούτον ποιμένα, του οποίου βλέπετε πόσον ευχαρίστως ήκουσαν την φωνήν˙ ξένον όμως δεν θα ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυτόν, διότι ήδη έχουν διαγνωστικήν ικανότητα οικείας και ξένης φωνής». (ΕΠΕ 2, 117-119)
«Δεν θα σε αρνηθώ, Πάτερ άναρχε˙ δεν θα σε αρνηθώ, μονογενές Λόγε˙ δεν θα σε αρνηθώ, άγιον Πνεύμα. Γνωρίζω εις ποιον ομολόγησα πίστιν˙ ποιον απεκήρυξα και εις ποιον συνετάχθην. Δεν δέχομαι να έχω διδαχθή τους λόγους του πιστού, και να μάθω τους του απίστου˙ να έχω ομολογήσει την αλήθειαν, και να προσεταιρισθώ το ψεύδος˙ να έχω κατέλθει δια να τελειωθώ, και να ανέλθω ατελέστερος˙ να έχω βαπτισθή δια να ζήσω, και να νεκρωθώ εις το ύδωρ, όπως τα έμβρυα τα αποθανόντα κατά τας ωδίνας και λαβόντα μαζί με την γέννησιν σύντροφον τον θάνατον. Τι με καθιστάς μακάριον και συγχρόνως άθλιον, νεοφώτιστον και αφώτιστον, θείον και άθεον, δια να χάσω εις το ναυάγιον και την ελπίδα της αναπλάσεως; Ο λόγος είναι βραχύς˙ να ενθυμήσαι την ομολογίαν» (ΕΠΕ 2, 121-123)
«Να θεωρείς ως συντρόφους σου αυτούς που έχουν αυτές τις γνώμες και διδάσκουν έτσι˙ έτσι τους θεωρούμε κι εμείς. Όποιους όμως πιστεύουν διαφορετικά να τους αποστρέφεσαι και να τους θεωρείς ξένους κι από το Θεό κι από την καθολική Εκκλησία… Κι αν κάποιος δε συμφωνεί μ’ αυτά ή τώρα ή ύστερα, αυτός θα δώσει λόγο στο Θεό κατά την ημέρα της κρίσεως»(ΕΠΕ 7,197)
«Όταν μεν πολεμιόμασταν είχαμε γίνει ισχυρότεροι από τους διωγμούς και είχαμε ομονοήσει, μετά όμως από τη συγκέντρωσή μας έχουμε χωριστεί. Ποιος σωστά σκεπτόμενος δεν θα θρηνούσε για την παρούσα κατάσταση; Ποιος θα μπορούσε να βρει λόγια ικανά να περιγράψουν το μέγεθος της συμφοράς; Να ειρηνεύουν μεν οι ληστές, τους οποίους έχει συνδέσει η κακιά… και εμείς να είμαστε ανίκανοι να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον και να ομονοήσουμε και να μην μπορούμε να συμφωνήσουμε, ούτε να βρεθεί κάποιος λόγος ο οποίος να μπορεί να θεραπεύσει αυτήν την ασθένεια, αλλά σαν διδάσκαλοι και οπαδοί της κακιάς και όχι της αρετής, να βρίσκουμε μεν πολλές αφορμές για πρόκληση διάσπασης και συγκρούσεων και να φροντίζουμε ελάχιστα ή και καθόλου για την ομόνοια. … Και ποια είναι η αιτία; Ορισμένες φορές η αγάπη για την εξουσία, ή ο φθόνος, ή το μίσος, ή η υπερηφάνεια, ή κάτι από εκείνα τα οποία δεν βλέπουμε να παθαίνουν ούτε και αυτοί ακόμα οι άθεοι» (ΕΠΕ 1,335-337)
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ (+394)
«Σε αυτήν την πίστη που ο Θεός παρέδωσε στους αποστόλους, δεν κάνουμε ούτε αφαίρεση, ούτε παραλλαγή, ούτε προσθήκη. Γνωρίζουμε με ακρίβεια ότι όποιος τολμά να μεταβάλλει τους θείους λόγους με σοφιστικούς δόλους, αυτός έρχεται από τον πατέρα του τον διάβολο…Γιατί ό,τι λέγεται αντίθετα στην αλήθεια είναι ψεύδος και οπωσδήποτε όχι αλήθεια» (ΕΠΕ 3,487).
ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ (+339) (δεν είναι άγιος αλλά κορυφαίος εκκλ. ιστορικός)
«Θα υπενθυμίσω λοιπόν σε πολλούς αδελφούς κάτι το οποίο έγινε στην εποχή μας… υπήρχε κάποιος Νατάλιος ομολογητής ο οποίος… παραπλανήθηκε κάποτε από τον Ασκληπιόδοτο και από έναν άλλον Θεόδοτο τον τραπεζίτη· ήταν και οι δύο μαθητές του (αιρετικού) Θεοδότου του Σκυτέως του πρώτου που αφορίστηκε από την κοινωνία από τότε επίσκοπο Βίκτορα… Πείστηκε λοιπόν από αυτούς ο Ναταλίος να ονομαστεί επίσκοπος της αίρεσης αυτής με μισθό, παίρνοντας από αυτούς μηνιαίως 150 δηνάρια. Αφού προσχώρησε λοιπόν σε αυτούς, νουθετούνταν πολλές φορές από τον Κύριο με οράματα· διότι ο εύσπλαχνος Θεός και Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν ήθελε να χαθεί ένας μάρτυρας των παθών του, με το να βγει έξω από την Εκκλησία. Επειδή λοιπόν αποδεικνυόταν απρόσεκτος στα οράματα, δελεαζόμενος από την πρωτοκαθεδρία σε αυτούς και από την αισχροκέρδεια, στο τέλος μαστιγώθηκε από Αγίους αγγέλους όλη τη νύχτα και κακοποιήθηκε σοβαρά, ώστε να σηκωθεί την αυγή, και αφού ντύθηκε σάκκο και σκεπάστηκε με στάχτη, να γονατίσει με βιασύνη και δάκρυα μπροστά στον επίσκοπο Ζεφυρίνο, κυλιόμενος κάτω από τα πόδια, όχι μόνο των κληρικών αλλά και των λαϊκών και να συγκινήσει με τα δάκρυα την εύσπλαχνη Εκκλησία του ελεήμονος Χριστού και, αφού χρησιμοποίησε πολλές παρακλήσεις και έδειξε τα τραύματα από τα χτυπήματα τα οποία έλαβε, μόλις έγινε δεκτός εις κοινωνίαν» (Γαΐου ρωμαίου πρεσβυτέρου στο Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΕΠΕ 2 213-215).
«Έχουν διαφθείρει άφοβα τις θείες Γραφές και έχουν αθετήσει τον κανόνα της αρχαίας πίστης, έχουν αγνοήσει το Χριστό, μη ζητώντας τι λένε οι θείες Γραφές, αλλά καταβάλλουν φιλόπονη προσπάθεια πώς να βρουν κατάλληλο σχήμα συλλογισμού για στήριξη της αθεότητάς τους… Για αυτό άφοβα άπλωσαν τα χέρια τους πάνω στις θείες Γραφές, λέγοντας ότι τις διορθώνουν… Πόση τόλμη προϋποθέτει αυτό το αμάρτημα, είναι λογικό να μην αγνοούν και εκείνοι. Πράγματι ή δεν πιστεύουν ότι οι θείες Γραφές είναι εμπνευσμένες από το άγιο Πνεύμα, και είναι άπιστοι, ή νομίζουν ότι οι ίδιοι είναι σοφότεροι από το άγιο Πνεύμα, και αυτό τι άλλο σημαίνει παρά ότι δαιμονίζονται;» (Γαΐου ρωμαίου πρεσβυτέρου στο Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΕΠΕ 2 215-217).
«Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι άκουσαν αυτόν (τον Πολύκαρπο Σμύρνης) να λέει ότι ο Ιωάννης, ο μαθητής του Κυρίου, όταν πήγε στην Έφεσο να λουστεί και αφού είδε μέσα τον Κήρινθο (αιρεσιάρχη), βγήκε από τα λουτρά χωρίς να λουστεί, λέγοντας επ' ευκαιρία: ας φύγουμε, μήπως καταπέσει και το λουτρό, αφού είναι μέσα ο Κήρινθος, ο εχθρός της αλήθειας. Ο Πολύκαρπος προσωπικά όταν είδε κάποτε τον Μαρκίωνα να έρχεται προς αυτόν και να λέει, «αναγνώρισέ μας», απάντησε, «αναγνωρίζω, αναγνωρίζω τον πρωτότοκο του Σατανά». Τόση προσοχή έδειχναν οι απόστολοι και οι μαθητές τους στο να μην επικοινωνούν με κάποιον από αυτούς που παραχάρασσαν την αλήθεια ούτε απλώς με λόγο...» (Εκκλησιαστική Ιστορία Δ 14,6-7)
«Για τον λόγο αυτόν, όταν αυτοί που κλήθηκαν στο μαρτύριο της αληθινής πίστης από τους κόλπους της Εκκλησίας συμβεί να βρεθούν μαζί με μερικούς λεγομένους μάρτυρες από τους κύκλους της αίρεσης των Φρυγών (Μοντανισμός), διαχωρίζονται από αυτούς και πεθαίνουν χωρίς να έλθουν σε επαφή με αυτούς, διότι δεν θέλουν να δώσουν την συγκατάθεσή τους στο πνεύμα του Μοντανού» (Εκκλ. Ιστ. Ε 16,21 ΕΠΕ 2,177-179)
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (+378)
«Η αρχή του χωρισμού έγινε με σχίσμα· αυτοί όμως που αποστάτησαν από την εκκλησία δεν είχαν πια τη χάρη του αγίου Πνεύματος επάνω τους· γιατί σταμάτησε η μετάδοση, επειδή διακόπηκε η συνέχεια [της αποστολικής διαδοχής με τη χειροτονία]. Αυτοί που πρώτοι έφυγαν είχαν χειροτονηθεί από τους Πατέρες και δέχτηκαν το πνευματικό χάρισμα με την επίθεση των χεριών εκείνων· εκείνοι όμως που αποσχίστηκαν, έγιναν λαϊκοί και δεν είχαν εξουσία ούτε να βαφτίζουν ούτε να χειροτονούν ούτε μπορούσαν να δίνουν στους άλλους τη χάρη του αγίου πνεύματος, την οποία οι ίδιοι είχαν χάσει· γι' αυτό, επειδή βαφτίζονται από λαϊκούς όσοι βαφτίζονται απ' αυτούς, όρισαν να έρχονται στην εκκλησία και να εξαγνίζονται πάλι με το αληθινό βάφτισμα της εκκλησίας. Επειδή όμως αποφάσισαν ομόφωνα κάποιοι από την Ασία για τακτοποίηση των πολλών, να δεχτούν το βάφτισμά τους, ας γίνει δεκτό» (Κανών 1ος) Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, "Κώδικας Ιερών Κανόνων", έκδ. Γ΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 450-455.
«Μόδεστος (στάλθηκε από τον αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη να απειλήσει τον Μ. Βασίλειο): Κανεὶς μέχρι τώρα δὲ μίλησε μὲ τόσο θάρρος στὸ Μόδεστο, κανεὶς δὲν εἶχε μπροστά μου τόση παρρησία.
Ἦρθε καὶ ἡ ὥρα τοῦ κεραυνοῦ. Ὁ Βασίλειος δὲν κρατήθηκε. Οἱ ὧρες εἶναι μεγάλες, κρίσιμες, ἱστορικές. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κατηγορήσει κανεὶς ἐγωϊστή!
Βασίλειος: Γιατί δὲ συνάντησες ποτέ σου ἀληθινὸ ἐπίσκοπο. Ἀλλοιῶς θὰ σοῦ μιλοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀφοῦ θ’ ἀγωνιζόταν γιὰ τόσο ὑψηλὰ πράγματα. (Ὁ Βασίλειος εἶδε τώρα τὸ συντριμμένο ἔπαρχο, μέτρησε καὶ τὸ βαρὺ λόγο ποὺ ξεστόμησε καὶ θέλησε νὰ μαλακώσει τὴν ἀτμόσφαιρα). Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, ἔπαρχε, εἴμαστε καλοὶ καὶ ταπεινοὶ ὅσο κανεὶς ἄλλος. Ὄχι μόνο στὸ βασιλιὰ δὲ φερόμαστε ὑπεροπτικά, μὰ οὔτε καὶ στὸν πιὸ μικρὸ ἄνθρωπο. Ἂν ὅμως τύχει νὰ κινδυνεύει ἡ πίστη στὸ Θεό, τότε περιφρονοῦμε τὰ πάντα καὶ ἀγκαλιάζουμε αὐτήν. Τότε ἡ φωτιά, τὸ ξίφος τοῦ δήμιου, τὰ θηρία καὶ τὸ ξέσκισμα τῆς σάρκας μας μὲ τὰ νύχια τῶν βασανιστῶν φέρνει σὲ μᾶς περισσότερο εὐχαρίστηση παρὰ φόβο. Γι’ αὐτὸ κάνε ὅ,τι θέλεις, ὅ,τι ἔχεις δικαιοδοσία. Βρίσε με, ἀπείλησέ με ὅσο θέλεις. Ἂς τὸ ἀκούσει ὅμως κι ὁ βασιλιάς, δὲν θὰ μὲ καταφέρεις νὰ δεχθῶ τὴν κακοδοξία, ἔστω κι ἂν ἀπειλήσεις χειρότερα. (Ἀπό τό βιβλίο: Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας, Στυλιανού Παπαδοπούλου, Ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας)
«Αιρέσεις ονόμασαν αυτούς που είχαν αποσχιστεί τελείως και είχαν αποξενωθεί από την ίδια την πίστη» (Κανών 1, Προς Αμφιλόχιον Α΄Κανονική)
«Ο Ιούδας που προτίμησε τον θάνατο με την αγχόνη από το να ζει στην ντροπή, αποδείχτηκε προτιμότερος από αυτούς που τώρα έχασαν τη ντροπή… Μόνο να μην εξαπατηθείτε από τις ψευδολογίες τους όταν επαγγέλονται την ορθότητα πίστεως. Τέτοιοι άνθρωποι είναι χριστέμποροι και όχι Χριστιανοί καθόσον προτιμούν πάντοτε εκείνο που τους ωφελεί στον παρόντα βίο από τη ζωή της αλήθειας… Δεν αναγνωρίζω ως επίσκοπο ούτε θα συγκαταριθμήσω μεταξύ των ιερέων του Χριστού αυτόν που προβλήθηκε στην αρχή (=χειροτονήθηκε) από τα βέβηλα χέρια (αιρετικού αρχιερέα) για κατάλυση της πίστης» (ΕΠΕ, τόμος 3,225-227)
«Μου έρχεται να πω τα λόγια του Διομήδη: “Μακάρι να μην είχες ικετεύσει διότι ο άνδρας είναι πολύ υπερήφανος”. Πράγματι οι υπερήφανοι χαρακτήρες όταν κολακεύονται είναι φυσικό να γίνονται πιο υπερόπτες από όσο είναι. Εξάλλου εάν ο Κύριος μας σπλαχνιστεί ποια άλλη βοήθεια χρειαζόμαστε; Εάν όμως συνεχιστεί η εναντίον μας οργή του Θεού ποια βοήθεια μπορεί να μας προσφέρει το δυτικό φρύδι; Αυτοί ούτε γνωρίζουν την αλήθεια ούτε ανέχονται να την μάθουν… Εγώ μάλιστα σκέπτομαι να γράψω προς τον κορυφαίο από αυτούς (τον επίσκοπο Ρώμης Δάμασο) έξω από τους συμβατισμούς του πρωτοκόλλου… για να υπαινιχθώ το ότι ούτε γνωρίζουν την αλήθεια για την κατάσταση που επικρατεί εδώ, ούτε καταδέχονται να ακολουθήσουν την οδό με την οποία θα μπορούσαν να την μάθουν. Να του γράψω δηλαδή ότι δεν πρέπει… να θεωρούν ως αρετή την υπερηφάνεια, η οποία είναι αμάρτημα αρκετό να δημιουργήσει, μόνο του αυτό, έχθρα προς τον Θεό» (Επιστολή 239, ΕΠΕ 1,305)
«Πιστεύω ότι η συνάντηση με άνδρα καλόγνωμο θα προκαλούσε τον σεβασμό προς αυτόν και θα ήταν πολύ καρποφόρα. Αν όμως η συζήτηση είναι με άνδρα υπερόπτη και επηρμένο που κάθεται σε θρόνο υψηλό και για αυτό δεν μπορεί να ακούει εκείνους που του εκθέτουν από χαμηλά την αλήθεια, ποιο όφελος θα απέρρεε για τα κοινά από τις διαπραγματεύσεις;» (Επιστολή 215, ΕΠΕ 1,335)
«Είναι φανερή έκπτωση από την πίστη και απόδειξη υπερηφάνειας το να αθετεί κάποιος κάτι από όσα έχουν γραφτεί ή να προσθέτει σε αυτά κάτι από εκείνα που δεν έχουν γραφτεί, διότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είπε «τα δικά μου πρόβατα ακούνε τη φωνή μου»»(Περί Πίστεως PG 31,680AB)
«Εμείς ούτε παραδεχόμαστε νεώτερη πίστη που γράφτηκε από άλλους για μας, ούτε οι ίδιοι τολμούμε να σας παραδώσουμε αυτά που γεννά η δική μας διάνοια, για να μην κάνουμε ανθρώπινα τα λόγια της ευσεβείας· αλλά αυτά ακριβώς που διδαχτήκαμε από τους αγίους Πατέρες, αυτά εξαγγέλλουμε σε όσους μας ρωτούν» (PG 32,588C)
«(ο μοναχός) πρέπει να ειρηνεύει με όσους έχουν την ίδια πίστη και να αποστρέφεται τους αιρετικούς» (Περί ασκήσεως, ΕΠΕ 8, 159(7-8)
«Εκείνοι που δεν βαπτίστηκαν στα παραδεδομένα σε μας ονόματα, στην πραγματικότητα δεν βαπτίστηκαν… Δεν έχουμε χρέος να κάνουμε χάρη σε αυτούς (τους αιρετικούς), αλλά να υπηρετούμε την ακρίβεια των κανόνων» (ΕΠΕ 1,σελ. 187,189)
«Τους αιρετικούς που μετανοούν κατά την ώρα του θανάτου πρέπει να τους δεχόμαστε, φυσικά να τους δεχόμαστε όχι άκριτα, αλλά εξετάζοντας αν δείχνουν αληθινή μετάνοια και αν έχουν καρπούς που μαρτυρούν το ζήλο τους για την σωτηρία» (ο.π. 193)
«Τώρα που η κατάσταση είναι δυσκολότερη και σκοτεινότερη [σε σχέση με την εισβολή Σκυθών], χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη φροντίδα. Διότι τώρα (με την αίρεση) δεν κλαίμε καταστροφή γήινων οικοδομημάτων, αλλά άλωση Εκκλησιών (από τους αρειανούς)· ούτε δουλεία σωματική αλλά αιχμαλωσία ψυχών που βλέπουμε να ενεργείται καθημερινά από τους υπέρμαχους της αίρεσης» (ΕΠΕ 2, 17)
«Ένα είναι τώρα (στον διωγμό που κάνουν οι αρειανοί) το έγκλημα που τιμωρείται σκληρά, η ακριβής τήρηση των πατερικών παραδόσεων. Για αυτό οι ευσεβείς εξορίζονται… Παραδοθήκαμε πρώτοι να καταβροχθιστούμε με τα ωμοφάγα δόντια των εχθρών του Θεού… στεκόμαστε στο στάδιο αγωνιζόμενοι για το κοινό κτήμα, τον πατρικό θησαυρό της υγιούς πίστης» (ΕΠΕ 2,39)
«Μπορεί όλες οι άλλες ενέργειές μας να είναι αξιοθρήνητες, αλλά ως προς το συγκεκριμένο αυτό σημείο τολμώ να καυχιέμαι εν Κυρίω ότι δεν είχα ποτέ πλανημένες τις περί Θεού απόψεις ούτε είχα παλαιότερα διάφορα φρονήματα και τα μετέβαλα αργότερα» (ΕΠΕ 2, 75)
«Τόσο απέχουμε από το να εξημερώσουμε βαρβάρους με τη δύναμη του Πνεύματος και την ενέργεια των χαρισμάτων του, ώστε με το μέγα πλήθος των αμαρτιών μας να έχουμε κάνει αγρίους και τους ήμερους. Διότι την αιτία του ότι τόσο ευρέως έχει επεκταθεί η κυριαρχία των αιρετικών πρέπει να καταλογίσουμε στους εαυτούς μας και στις αμαρτίες μας. Πράγματι λοιπόν κανένα σχεδόν μέρος της οικουμένης δεν έχει διαφύγει τον εμπρησμό από την αίρεση» (ΕΠΕ 2, 165)
«Να είσαι βέβαιος ότι και εμείς με πόνο και άφθονο θρήνο υποφέρουμε τον χωρισμό από αυτούς που παρεκκλίνουν από την ορθή πίστη, αλλά τον υποφέρουμε. Διότι για τους εραστές της αλήθειας δεν είναι τίποτα προτιμότερο από τον Θεό» (ΕΠΕ 2, 297)
«Θα ήμασταν πράγματι οι πιο παράλογοι από όλους τους ανθρώπους, εάν ευχαριστιόμασταν στα σχίσματα και τις διασπάσεις των Εκκλησιών και δεν θεωρούσαμε την ένωση των μελών του σώματος του Χριστού ως το μέγιστο των αγαθών… Την φιλαυτία που ρίζωσε από μακρά συνήθεια στις ψυχές δεν μπορεί να αφαιρέσει ούτε ένας άνδρας ούτε μία επιστολή ούτε σύντομος χρόνος… Αλλά πάντως ζητούν και την δική μας ψυχή (ζωή) εκείνοι που επιβάλλουν χέρι σε όλους. Όμως δεν θα παραλείψουμε για τον λόγο αυτόν τον οφειλόμενο ζήλο στις Εκκλησίες του Θεού» (ΕΠΕ 3, 49)
«Εγώ κρίνω σκληρότερο τον πόλεμο εκ μέρους των ομοφύλων, διότι από μέν τους κηρυγμένους εχθρούς είναι εύκολο να φυλαχτεί κάνεις, ενώ μπροστά σε ανθρώπους αναμειγμένους με εμάς, αναγκαστικά είμαστε εκτεθειμένοι σε κάθε βλάβη. Αυτό έχετε πάθει και εσείς. Διώχτηκαν βέβαια και οι πατέρες μας, αλλά από τους ειδωλολάτρες· και αρπάχτηκε η περιουσία τους και ανατράπηκαν τα σπίτια και οι ίδιοι εξορίστηκαν από αυτούς που φανερά μας πολεμούσαν για το όνομα του Χριστού. Οι διώκτες όμως που φάνηκαν τώρα, μας μισούν όχι λιγότερο από εκείνους και για εξαπάτηση των πολλών προβάλλουν το όνομα του Χριστού, ώστε αυτοί που διώκονται να μην έχουν ούτε την παρηγοριά ότι είναι ομολογητές, διότι οι πολλοί και αφελέστεροι παραδέχονται μεν ότι αδικούμαστε, αλλά δεν θεωρούν ως μαρτύριο τον θανάτο υπέρ της αλήθειας. Για αυτό εγώ είμαι πεπεισμένος ότι περισσότερος μισθός απόκειται σε εμάς παρά στους τότε μάρτυρες από το δίκαιο Κριτή, εφόσον εκείνοι και την αποδοχή από τους ανθρώπους είχαν εξασφαλισμένη και τον μισθό από το Θεό περίμεναν, ενώ σε εμάς δεν αποδίδονται από τους λαούς ίσες τιμές με τα κατορθώματα· ώστε είναι εύλογο ότι για τους κόπους υπέρ της ευσεβείας απόκειται πολλαπλάσια ανταπόδοση στον μέλλοντα αιώνα» (ΕΠΕ 3, 57)
«Σκεφτήκαμε λοιπόν την τέχνη του διαβολικού πολέμου, πώς δηλαδή, επειδή ο διάβολος είδε ότι με τους διωγμούς εκ μέρους των εθνικών η εκκλησία αυξάνει σε πλήθος και ακμάζει περισσότερο, μετέτρεψε την βουλή του και δεν πολεμά πλέον φανερά, αλλά μάς τοποθετεί κρυφές παγίδες, καλύπτοντας τις κακές προθέσεις τους με το όνομα το οποίο περιφέρουν (οι αρειανοί το «Χριστιανός»), έτσι ώστε και τα ίδια με τους πατέρες μας να πάθουμε και να μη φανούμε ότι πάσχουμε υπέρ του Χριστού εφόσον και οι διώκτες έχουν το όνομα των χριστιανών» (ΕΠΕ 3,65)
«Της ευσεβείας τα δόγματα έχουν ανατραπεί, της Εκκλησίας οι θεσμοί έχουν πάθει σύγχυση… Έχει αμαυρωθεί η ακρίβεια των κανόνων, μεγάλη είναι η ελευθερία προς την αμαρτία… Εκείνοι που ομολογούν την αποστολική πίστη, να διαλύσουν τα σχίσματα που επινόησαν και στο εξής να υποταχτούν στην αυθεντία της Εκκλησίας… Έτσι… θα δούμε να απολαμβάνουν και οι δικές μας Εκκλησίες το αρχαίο καύχημα της Ορθοδοξίας… Είναι πράγματι άξιο του ανωτάτου μακαρισμού το χάρισμα που δόθηκε από τον Κύριο στη θεοσέβειά σας, το να διακρίνετε δηλαδή το κίβδηλο από το γνήσιο και καθαρό, την δε ομολογία πίστεως των πατέρων να κηρύσσετε χωρίς καμία υποχώρηση» (ΕΠΕ 3, 87-93)
«Αποφάσισα να σιωπήσω, όπως και έκανα. Πράγματι, είναι αυτό το τρίτο έτος κατά το οποίο ενώ χτυπιέμαι από τις συκοφαντίες, υποφέρω μαστιγώματα της κατηγορίας, αρκούμενος στο ότι έχω ως μάρτυρα της συκοφαντίας τον Κύριο, ο οποίος είναι γνώστης των κρυφών. Επειδή όμως βλέπω ότι ήδη πολλοί πήραν τη σιωπή μας ως επιβεβαίωση των συκοφαντιών και δεν νόμισαν ότι σιωπούμε από μακροθυμία αλλά για το ότι δεν μπορούμε να ανοίξουμε το στόμα προς την αλήθεια, για αυτό επιχείρησα να σας γράψω παρακαλώντας την εν Χριστώ αγάπη σας να μην παραδέχεστε με οποιοδήποτε τρόπο τις συκοφαντίες που προέρχονται από ένα μέρος ως αληθινές,… και αν εμείς σιωπούμε είναι δυνατόν να αντιληφθείτε τι συμβαίνει. Διότι οι κατήγοροί μας για κακοδοξία φάνηκαν τώρα ότι προσχωρούν ανοιχτά στην μερίδα των αιρετικών … Αυτές είναι οι απόψεις μας με όλη την αλήθεια· αυτός που μας κατηγορεί για αυτά, ας κατηγορεί· αυτός που μας διώκει, ας διώκει· αυτός που πιστεύει τις εναντίον μας συκοφαντίες ας ετοιμαστεί για την αντιδικία. Ο Κύριος είναι κοντά· Ας μη μεριμνούμε για τίποτα … Εμείς αποφεύγουμε ως ασεβείς και αναθεματίζουμε με όμοιο τρόπο και αυτούς που έχουν την ασθένεια του Σαβελλίου και αυτούς που υπερασπίζονται τα δόγματα του Αρείου» (ΕΠΕ, 3,101-111)
«Η ένωση είναι δυνατόν να επιτευχθεί, εάν δείξουμε επιείκεια προς τους ασθενέστερους, όταν μπορούμε να το πράξουμε χωρίς να βλάπτουμε τις ψυχές» (ΕΠΕ 3, 253)
«Να δέχεστε την ομολογία που συντάχθηκε από τους πατέρες μας που συνήλθαν στη Νίκαια και να μην αθετείτε καμία από τις εκεί χρησιμοποιούμενες λέξεις, αλλά να γνωρίζετε ότι τριακόσιοι δέκα οχτώ άνδρες, συνελθόντες χωρίς διχόνοιες δεν μίλησαν χωρίς την ενέργεια του αγίου Πνεύματος… και να μην κοινωνείτε με αυτούς…για να μείνει καθαρή η Εκκλησία του του Θεού χωρίς να έχει αναμιγμένο στις τάξεις της κανένα ζιζάνιο» (Επιστολή 114,ΕΠΕ 3,257)
«Πάνω από όλα παρακαλούμε να θυμάστε την πίστη των Πατέρων και να μην σαλεύεστε από αυτούς που επιχειρούν να σας περιφέρουν, διαταράσσοντας την ησυχία σας, γνωρίζοντας ότι ούτε η ακρίβεια του τρόπου ζωής είναι από μόνη της ωφέλιμη, εάν δεν φωτίζεται από την πίστη στο Χριστό, ούτε ορθή ομολογία μπορεί να μας φέρει μπροστά στο Θεό εάν είναι άμοιρη από αγαθά έργα, αλλά πρέπει να συνυπάρχουν και τα δύο για να είναι ολοκληρωμένος ο άνθρωπος του Θεού και να μην χωλαίνει η ζωή μας. Διότι κατά τον Απόστολο η πίστη μάς σώζει «ενεργουμένη δια της αγάπης»» (ΕΠΕ 3,325)
«Αυτά είναι, αδελφοί μου, τα μυστήρια της Εκκλησίας, αυτές είναι οι παραδόσεις των Πατέρων. Εξορκίζουμε κάθε άνθρωπο που φοβάται τον Κύριο και περιμένει την κρίση του Θεού να μην παρασύρεται από τις ποικιλώνυμες διδασκαλίες. Να προφυλάγεστε από άνθρωπο ο οποίος διδάσκει ξένα δόγματα και δεν έρχεται στα υγιή λόγια της πίστης, αλλά παραμερίζοντας τα λόγια του Πνεύματος, καθιστά τη δική του διδασκαλία προτιμότερη από τα ευαγγελικά διδάγματα» (ΕΠΕ 3, 519)
«Στους Ιουδαίους αρμόζει το σχίσμα. Η Εκκλησία όμως του Θεού η οποία δέχτηκε τον άρραφο χιτώνα, αυτόν που υφάνθηκε από τον ουρανό, που διαφυλάχτηκε άσχιστος από τους στρατιώτες, η Εκκλησία η οποία φόρεσε το Χριστό, ας μη σχίζει το ιμάτιο» (ΕΠΕ 7,285)
«Ήλθε στη σκέψη μου το βιβλίο των Κριτών που διηγείται ότι ο καθένας έκανε ό,τι του φαινόταν σωστό διότι τις ημέρες εκείνες δεν υπήρχε βασιλιάς του Ισραήλ. Αυτά λοιπόν ήρθαν στο νου μου και σκέφτηκα για την τωρινή κατάσταση εκείνο που είναι ίσως φοβερό και παράδοξο να πω, αλλά πάρα πολύ αληθινό για να το κατανοήσουμε· ότι μήπως και τώρα αυτή η τόσο μεγάλη διαφωνία και διαμάχη μεταξύ των χριστιανών γίνεται εξαιτίας της περιφρόνησης του ενός, μεγάλου, αληθινού και μοναδικού βασιλιά των πάντων και Θεού. Διότι ο καθένας απομακρύνεται από τη διδασκαλία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και διεκδικεί να επιβάλει συμπεράσματα και κανόνες δικούς του με τρόπο αυθεντικό και θέλει μάλλον να κυβερνά αντίθετα προς τον Κύριο παρά να εξουσιάζεται από αυτόν… Ιδιαίτερα όμως η μεταξύ των περισσότερων διαφωνία οφείλεται στο ότι γίναμε ανάξιοι της φροντίδας του Κυρίου» (ΕΠΕ 8,25-27)
«Αν όλοι όσοι ονομάζονται Χριστιανοί, ήθελαν να μη διαστρεβλώνουν σε τίποτα την αλήθεια του Ευαγγελίου, αλλά να εμμένουν στην παράδοση των αποστολών και στην απλότητα της πίστης, δεν θα αναγκαζόμουν καθόλου να εκφωνήσει το λόγο. Επειδή όμως ο εχθρός της αλήθειας, ο διάβολος… κοντά στα ζιζάνια που από την αρχή έσπειρε στην εκκλησία βρήκε και τώρα όργανα που δέχονται με προθυμία όλη την πανουργία του και υπό το πρόσχημα του χριστιανισμού εισάγει κρυφά την άρνηση της θεότητας του Χριστού…» (ΕΠΕ 10,29)
«Δεν είναι έξω από τον σκοπό η εξέταση των συλλαβών. Επομένως το ότι είναι μικρά τα ερωτήματα, όπως θα νομίσει κάποιος, δεν σημαίνει ότι αξίζει να τα παραβλέψουμε, αλλά επειδή η αλήθεια δύσκολα συλλαμβάνεται πρέπει από παντού να την εξιχνιάσουμε. Αν κάποιος παραβλέψει τα πρώτα στοιχεία ως μικρά, ποτέ δεν θα πετύχει την τελειότητα της σοφίας. Το «ναι» και το «όχι» είναι δύο συλλαβές αλλά όμως το ύψιστο από τα αγαθά δηλαδή η αλήθεια και το έσχατο όριο της πονηρίας, δηλαδή το ψέμα περιέχονται πολλές φορές στις μικρές αυτές λέξεις… αν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα ποια από τις λέξεις με θεολογικό περιεχόμενο είναι τόσο ασήμαντη ώστε… να μην έχει μεγάλη επίδραση είτε θετική είτε αρνητική; Διότι αν από τον ευαγγελικό νόμο δεν πρόκειται να χαθεί ούτε ένα γιώτα, ούτε ένα γράμμα, πώς θα ήταν ακίνδυνο για μας να προσπερνάμε και τα πιο μικρά; Αυτά λοιπόν… είναι συγχρόνως μικρά και μεγάλα· ως προς τη συντομία της προφοράς είναι μικρά και για αυτό το λόγο ίσως να είναι και ευκαταφρόνητα· ως προς τη δύναμη όμως της σημασίας τους είναι μεγάλα… Βρίσκομαι τόσο μακριά από το να ντρέπομαι για το ασήμαντο αυτών των λέξεων, ώστε αν κατόρθωνα να πετύχω ελάχιστο μέρος της αξίας τους, θα νόμιζα ότι πέτυχα για τον εαυτό μου μεγάλα πράγματα» (ΕΠΕ 10,281-283)
«Εκείνο που πολεμιέται είναι η πίστη και κοινός σκοπός όλων των εχθρών της ορθής διδασκαλίας είναι να διαταράξουν τη στερεότητα της πίστης στο Χριστό, να αφανίσουν την Αποστολική παράδοση αφού την ισοπεδώσουν… Εμείς όμως δεν θα παραδώσουμε την αλήθεια ούτε θα προδώσουμε από δειλία την συμμαχία με αυτήν… Είναι ίση η ζημιά και όταν πεθάνει κάνεις χωρίς να βαπτιστεί και όταν δεχτεί κάτι που απουσιάζει από την Παράδοση… και την ομολογία την οποία καταθέσαμε κατά την πρώτη είσοδό μας στην εκκλησία αν δεν την κρατά κάνεις σε κάθε καιρό και δεν την προσέχει σε όλη του τη ζωή ως ασφαλές φυλακτό, αποξενώνει τον εαυτό του από τις υποσχέσεις του Θεού» (ΕΠΕ 10,343-345)
«ειδότες, ότι το εν τούτοις αδιαφορείν την επί του Χριστού παρρησίαν ημών αφαιρείται» (επιστολή σξβ΄, κεφ. β΄, P.G.32, 976Α)
«αναθεματίσαντας εκείνην την αίρεσιν» (Επιστολή σξε΄, κεφ. γ΄, P.G.32, 989Α)
ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ (+356)
«Και στα θέματα της πίστης ήταν πολύ αξιοθαύμαστος και ευσεβής. Διότι ούτε με τους σχισματικούς Μελιτιανούς ήρθε ποτέ σε επικοινωνία, διότι γνώριζε την πονηρία και την αποστασία τους που έδειξαν από την αρχή, ούτε με τους Μανιχαίους ή με άλλους αιρετικούς μίλησε φιλικά παρά μόνο μέχρι τη συμβουλή να επιστρέψουν στην ευσέβεια, διότι πίστευε και συμβούλευε, ότι η φιλία και η συναναστροφή με αυτούς είναι καταστροφή και απώλεια της ψυχής. Έτσι ακριβώς σιχαινόταν και την αίρεση των αρειανών και παρήγγειλε σε όλους ούτε να τους πλησιάζουν ούτε να έχουν την κακοπιστία τους. Όταν κάποτε παρουσιάστηκαν σε αυτόν μερικοί φανατικοί αρειανοί, αφού τους ανέκρινε και αντιλήφθηκε ότι ήταν ασεβείς, τους έδιωξε από το όρος λέγοντας ότι τα λόγια τους ήταν χειρότερα από το δηλητήριο των φιδιών. Όταν επίσης κάποτε οι αρειανοί είχαν διαδώσει ψευδώς ότι ο Αντώνιος είχε την ίδια πίστη με αυτούς, αγανάκτησε και θύμωνε εναντίον τους Έπειτα επειδή τον παρακάλεσε και ο επίσκοπος και όλοι οι αδελφοί, κατέβηκε από το όρος. Όταν μπήκε στην Αλεξάνδρεια αποκήρυξε τους αρειανούς λέγοντας, ότι αυτή είναι η πιο φοβερή αίρεση και πρόδρομος του αντιχρίστου… για αυτό καμία απολύτως επικοινωνία να μην έχετε με τους ασεβέστατους αρειανούς…»(Μ. Αθανασίου, Βίος οσίου Αντωνίου, ΕΠΕ,τομ. 11, σελ 131-133)
«Καμία επικοινωνία να μην έχετε με τους σχισματικούς, ούτε και με τους Αρειανούς. Διότι γνωρίζετε πώς τους απέφευγα και εγώ λόγω της χριστομάχου και ετερόδοξης αίρεσής τους»(ο.π. σελ.163)
«Ενώ καθόταν και εργαζόταν, έπεσε σε ένα είδος έκστασης και αναστέναζε πολύ καθώς έβλεπε την οπτασία… και άρχισε να τρέμει και προσευχόταν και γονάτισε και έμεινε γονατιστός για πολύ. Όταν σηκώθηκε έκλαιγε ο γέρων… Αφού αναστέναξε και πάλι πολύ έλεγε· Παιδιά μου, καλύτερα να πεθάνω πριν να συμβούν αυτά που είδα στην οπτασία… αφού δάκρυσε είπε· Πρόκειται να καταλάβει την Εκκλησία οργή και να παραδοθεί σε ανθρώπους όμοιους με τα άλογα κτήνη. Διότι είδα την αγία Τράπεζα του Ναού και γύρω από αυτήν να στέκονται κυκλικά από παντού μουλάρια και να κλωτσούν μέσα έτσι… Άκουσα κάποια φωνή που έλεγε· Θα γίνει βδέλυγμα το θυσιαστήριό μου. Αυτά είπε ο γέρων και μετά από δύο έτη έγινε η τωρινή εκστρατεία των Αρειανών… (συνεχίζει ο Αντώνιος προς τους μοναχούς) Μόνο προσέχετε να μην μολύνετε τους εαυτούς σας ερχόμενοι σε επαφή με τους Αρειανούς. Διότι η διδασκαλία τους δεν είναι διδασκαλία των Αποστόλων, αλλά των δαιμόνων και τους πατέρα τους διαβόλου, ή καλύτερα είναι άκαρπη και ανόητη διδασκαλία και γέννημα όχι ισορροπημένης διάνοιας, όπως είναι η αλογία των μουλαριών» (ο.π. σε. 149-151)
ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ (306-373)
«Αλλοίμονο σε εκείνους που μολύνουν την αγία πίστη με αιρέσεις ή συγκαταβαίνουν στους αιρετικούς» (τόμος Δ, σελ. 26)
«Όπως είναι το κεφάλι προτιμότερο από όλα τα μέλη του σώματός σου, και αν κατευθυνθεί εναντίον σου πέτρα ή ρόπαλο ή ξίφος, προβάλλεις τα άλλα μέλη του σώματος, θέλοντας να αποφύγεις το χτύπημα στο κεφάλι επειδή γνωρίζεις ότι χωρίς αυτό δεν είναι δυνατό να ζήσεις σε αυτή τη ζωή, έτσι να είναι σε σένα προτιμότερη από όλα η πίστη της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος, διότι χωρίς αυτή είναι αδύνατο να ζήσει κανείς την πραγματική ζωή» (τόμος Γ σελ. 23)
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (+387)
«Η λέξη ὅμως ἐκκλησία ἔχει πολλές χρήσεις, ὅπως π.χ. ἔχει χρησιμοποιηθεῖ στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων, ὅπου ὁ συγγραφέας λέγοντας ἐκκλησία ἀναφέρεται στόν ὄχλο τῶν ᾿Εφεσίων, πού ἦταν συγκεντρωμένος στό θέατρο: «᾿Αφοῦ εἶπε αὐτά, ἀπέλυσε τήν ἐκκλησία» (Πράξ. 19, 41). Κατά κυριολεξία βέβαια θά μποροῦσε κανείς πραγματικά νά ὀνομάσει «ἐκκλησία πονηρευομένων» τίς συνάξεις τῶν αἱρετικῶν, ἐννοῶ τίς συγκεντρώσεις τῶν ὀπαδῶν τοῦ Μαρκίωνα, τοῦ Μάνη, καί ὅλων τῶν ἄλλων. Γι᾿ αὐτό καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, γιά νά εἶσαι σίγουρος ὅτι μιά ἀνθρώπινη συγκέντρωση εἶναι ἐκκλησία, σοῦ παρέδωσε κι αὐτό πού ἀναφέρει τό ἴδιο ἄρθρο στή συνέχεια, δηλαδή τό «εἰς Μίαν ῾Αγίαν, Καθολικήν ᾿Εκκλησίαν», ὥστε νά ἀποφεύγεις τίς μιαρές συγκεντρώσεις τῶν αἱρετικῶν καί νά παραμένεις ἰσόβια μέλος τῆς ῾Αγίας, Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, στούς κόλπους τῆς ὁποίας ἀναγεννήθηκες. Κι ἄν καμιά φορά βρεθεῖς σέ ξένη πόλη, ὅποια καί ἄν εἶναι, νά μή ρωτᾶς ἁπλῶς ποῦ εἶναι ὁ Ναός -γιατί καί οἱ ἄλλοι ἀσεβεῖς αἱρετικοί τολμοῦν νά ἀποκαλοῦν τίς σπηλιές τους Ναούς- οὔτε νά ρωτᾶς ἁπλῶς ποῦ εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία, ἀλλά νά ζητᾶς νά μάθεις «ποῦ βρίσκεται ἡ Καθολική ᾿Εκκλησία»18. Γιατί αὐτό εἶναι τό ἰδιαίτερο ὄνομα πού χαρακτηρίζει αὐτήν τήν ῾Αγία Μητέρα ὅλων μας» (Κυρίλλου Ιεροσολύμων Κατήχηση 18,26 μετάφρ. Εκδ. Ετοιμασία)
«Μόνο οι αιρετικοί ξαναβαπτίζονται, επειδή το πρώτο βάπτισμά τους δεν ήταν πραγματικό βάπτισμα» (Προκατήχηση κεφ.Ζ,ΕΠΕ σελ.21)
«Οι οπαδοί των αιρέσεων με την ηθικολογία και την ευγλωττία τους εξαπατούν τις καρδιές των απονήρευτων ανθρώπων, καλύπτοντας κάτω από το χριστιανικό τους όνομα, σαν κάτω από μέλι, τα δηλητηριώδη βέλη των ασεβών δογμάτων» (Κατηχ.Δ2,σελ.135)
«Να καταλάβεις αμέσως το δηλητήριο της αιρέσεως» (Κατηχ. Δ,ΕΠΕ 137)
«Για να μην πέσει κάποιος… στον βούρκο των αιρετικών…Διότι είναι καλύτερο να γνωρίζεις τον βούρκο και να τον μισείς, παρά να πέφτεις σε αυτόν από άγνοια. Είναι πολύπλοκος ο λόγος της αθεΐας των αιρέσεων. Διότι, όταν κανείς ξεφύγει από έναν δρόμο ίσιο, τότε πολλές φορές γκρεμίζεται σε βάραθρα»(Κατήχ.ΣΤ 13,σελ.221)
«Βλέπεις πλάνη ντυμένη με ένδυμα Χριστιανισμού;… Άκουσε τώρα τι λένε ότι είναι ο Ιησούς Χριστός, για να τους μισήσεις περισσότερο… Εγώ σου διηγούμαι την πλάνη τους, για να τους μισήσεις περισσότερο. Φεύγε λοιπόν την ασέβεια και να μην λες σε έναν τέτοιο ούτε χαίρε, για να μην έχεις κοινωνία με τα άκαρπα έργα του σκότους. Ούτε και να ασχολείσαι με αυτούς, ούτε και να θελήσεις να κάνεις συζήτηση μαζί τους» (σελ. 225,227)
«Και να μισείς όλους τους αιρετικούς, ιδιαίτερα όμως τον (Μάνη)…να μισήσεις τον εργάτη της κακίας, το δοχείο κάθε ακαθαρσίας, που δέχτηκε τον βούρκο κάθε αίρεσης… Να μη δίνεις σημασία στα καλά τους λόγια, ούτε στη φαινομενική ταπεινοφροσύνη τους, διότι είναι φίδια… μη δίνεις σημασία στα φιλήματα, αλλά να φυλάγεσαι από το δηλητήριο… Μείνε στο κοπάδι των προβάτων και απόφευγε τους λύκους. Μη φεύγεις από την Εκκλησία... Τώρα που έμαθες την πλάνη τους μίσησέ την. Διότι υπάρχει δρόμος σωτηρίας, αν βγάλεις από μέσα σου τον εμετό, αν τους μισήσεις μέσα από την καρδιά σου, αν απομακρυνθείς από αυτούς, όχι μόνο με τα λόγια, αλλά και με την ψυχή» (ο.π. 227-229,247)
«φεύγε πάσαν αίρεσιν» (Κατηχ. Η,8, σελ.280)
«Ιδιαίτερα όμως να μισείς τα συνέδρια των παρανόμων αιρετικών»(Δ,37, σελ.173)
«Φυλάγετε τις παραδόσεις με ευλάβεια, μήπως ο εχθρός τις αρπάξει από μερικούς αδρανείς από εσάς, μήπως κανένας αιρετικός διαστρέψει κάτι από αυτά που σας παραδίδουμε» (Ε 13, σελ. 195)
«αλλά και τώρα πολλοί από αυτούς που ψευδώς λέγονται χριστιανοί, που φέρουν κακώς το ευωδέστατο όνομα του Χριστού… εννοώ τους οπαδούς των αιρέσεων, τους κακόφημους και αθεότατους, οι οποίοι προσποιούνται τους φιλόχριστους,, αλλά είναι τελείως μισόχριστοι»(ΣΤ 12,σελ. 217)
ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ (310/320- 402)
«Όταν (μέσα στη φυλακή) είδε ο αρχιεπίσκοπος Πέτρος (ο Ορθόδοξος) ότι ο Μελήτιος (ο σχισματικός επίσκοπος) και οι οπαδοί του αντιστάθηκαν στην θέλησή του να υπάρξει φιλανθρωπία ανάμεσά τους, επειδή έδειχναν περισσότερο θεϊκό ζήλο, ο ίδιος ο Πέτρος έκανε παραπέτασμα (χώρισμα) στο μέσο της φυλακής, απλώνοντας ρούχο, κλινοσκέπασμα, δηλαδή ύφασμα και διακήρυξε μέσω διακόνου ότι, όσοι συμφωνούν με τη δική μου γνώμη ας έλθουν σε μένα και όσοι με του Μελητίου, ας πάνε με τον Μελήτιο. Και διαχωρίστηκε το μεν πλήθος, με τον Μελήτιο επίσκοποι και μοναχοί και πρεσβύτεροι και άλλα τάγματα και πολύ λίγοι με τον Πέτρο τον αρχιεπίσκοπο, επίσκοποι και άλλοι λίγοι. Και λοιπόν αυτοί προσεύχονταν μόνοι τους και οι άλλοι μόνοι τους και τις άλλες ιερουργίες επίσης ο καθένας τις τελούσε ξεχωριστά… Ούτε, μετά, στα καταναγκαστικά έργα των μεταλλείων είχαν κοινωνία μεταξύ τους, ούτε συμπροσεύχονταν» (Κατά αιρέσεων 2,2,3 PG 42, 188B,189AB)
ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ (373-397 επίσκοπος)
«Αρνείται τον Χριστό εκείνος, ο οποίος δεν ομολογεί όλα τα του Χριστού» (PL 15,1611)
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ (+430)
«Στους αιρετικούς εκείνους που αποκαλούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς, ο Χριστός είναι παρών με το όνομα μόνο, στην πραγματικότητα όμως και αληθινά δεν είναι ανάμεσά τους» (PL 40,233)
«Θα μπορούσε κάποιος να επιτελεί οποιοδήποτε λειτούργημα και να ενεργεί οποιοδήποτε διακόνημα, ουδέποτε όμως θα μπορούσε να τύχει της σωτηρίας, παρά μόνο εντός της καθολικής εκκλησίας. Δηλαδή εκτός της Εκκλησίας είναι δυνατόν να έχει τα πάντα πλην της σωτηρίας» (PL 43,695)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (350-407)
«Όταν δηλαδή χρειάζεται να ευεργετήσεις, ο κάθε άνθρωπος είναι πλησίον σου· όταν όμως προκύπτει θέμα σχετικό με την αλήθεια, ξεχώριζε τον δικό σου α-πό τον ξένο. Και αν ακόμα έχεις αδελφό από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα, και δεν συμφωνεί μαζί σου στο θέμα της αλήθειας, θεώρα αυτόν πιο βάρβαρο και από τον Σκύθη, αν όμως είναι Σκύθης ή Σαυρομάτης, αλλά γνωρίζει την ακρίβεια των δογμάτων και πιστεύει αυτό πού και συ ο ίδιος πιστεύεις, αυτός ας είναι πιο δικός σου και πιο πλησιέστερος από εκείνον· και τον βάρβαρο και τον μη βάρβαρο από εδώ να τον διακρίνουμε, όχι από τη γλώσσα, ούτε από το γένος, αλλ’ από τη γνώμη και την ψυχή του. Διότι αυτό προ πάντων είναι άνθρωπος, όταν φυλάσσει την ακρίβεια των δογμάτων και κάνει ευσεβή ζωή» (ΕΠΕ 7,401,Εις ΡΜΓ Ψαλμ.)
«Γιατί δεν θα έχουμε κανένα κέρδος από τα ορθά δόγματα όταν η ζωή μας είναι διεφθαρμένη, όπως ακριβώς δεν υπάρχει κανένα όφελος από την άριστη συμπεριφορά όταν η πίστη μας δεν είναι υγιής. Για να έχουμε λοιπόν ολοκληρωμένη την ωφέλεια, ας ασφαλιζόμαστε και από το ένα και από το άλλο μέρος, φανερώνοντας και σε όλα τα άλλα καρπούς πλούσιους» (ΕΠΕ27,337,Στο Επειδή έχουμε το ίδιο πνεύμα (Β΄),PG 51,287)
«Ο Κύριος δεν απαγορεύει να εμποδίζονται οι αιρετικοί, να αποστομώνονται, να κόβεται η θρασύτητά τους και να διαλύονται τα συνέδριά τους και οι συγκεντρώσεις τους, αλλά απαγορεύει να φονεύονται» (ΕΠΕ 10,815)
«Να μη φροντίζουμε μόνο για τα δικά μας πράγματα, αλλά και να διορθώνουμε και να θεραπεύουμε τα αρρωστημένα μέλη μας· αυτό είναι μέγιστο δείγμα της πίστεώς μας. Διότι λέγει, «Από αυτό θα γνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη αναμεταξύ σας». Αγάπη δε γνήσια δείχνει όχι η συμμετοχή σε τράπεζα φαγητών, ούτε ο απλός χαιρετισμός, ούτε τα κολακευτικά λόγια, αλλά το να διορθώσουμε τον πλησίον και να φροντίσουμε για το συμφέρον του, το να ανορθώσουμε τον αμαρτωλό, το να βοηθήσουμε αυτόν που είναι πεσμένος» (ΕΠΕ 8,165.Εις Γένεσιν Θ΄,PG.54,623)
«Σε κανένα να μη δίνεις αφορμή αντιδικίας καί φιλονεικίας, ούτε στον Ιουδαίο, ούτε στον εθνικό· αλλ’ αν κάπου δεις ότι ζημειώνεται η ευσέβεια, να μην προτιμήσεις την ομόνοια από την αλήθεια, αλλά να σταθείς γενναία μέχρι θανάτου· και ούτε έτσι να πολεμάς με την ψυχή, ούτε να αποστρέφεσαι τη γνώμη, αλλά να μάχεσαι μόνο με τά πράγματα. Γιατί αυτό σημαίνει, «όσο εξαρτάται από σας, να έχετε ειρηνικές σχέσεις με όλους τους ανθρώπους». Και αν εκείνος δεν ειρηνεύει, εσύ να μη γεμίσεις την ψυχή σου με πάθος, αλλά να είσαι φίλος ως προς τη διάθεση, πράγμα που προανέφερα, χωρίς να προδίδεις πουθενά την αλήθεια» (ΕΠΕ 17,493P.G. 60,611 Εις Ρωμαίους 23,2)
««Δια να περισσεύη η αγάπη σας με πλήρη γνώσιν και με κάθε διάκρισιν». Δεν θαυμάζει απλώς ούτε την φιλίαν, ούτε την αγάπην, αλλά την αγάπην που προέρχεται από πλήρη γνώσιν· δηλαδή, να μη μεταχειρίζεσθε προς όλους την ίδια αγάπη, διότι αυτό είναι γνώρισμα όχι της αγάπης, αλλά της ψυχρής διαθέσεως. Τι σημαίνει, «με πλήρη γνώσιν;». Δηλαδή, με κρίση, με σκέψιν, με συναίσθησιν. Διότι υπάρχουν μερικοί που αγαπούν χωρίς περίσκεψιν, με επιπολαιότητα και κατά τύχην·… «Με πλήρη γνώσιν», λέγει, «και με πάσαν διάκρισιν, ώστε να διακρίνετε τας διαφοράς επί των ηθικών ζητημάτων», αυτά, δηλαδή, που σας συμφέρουν. Δεν τα λέγω αυτά εξ’ αιτίας μου, λέγει, αλλά εξ’ αιτίας σας· διότι υπάρχει φόβος μήπως διαφθαρεί κανείς από την αγάπην των αιρετικών. Αυτό δηλαδή υπαινίσσεται… να είστε σεις ειλικρινείς, δια να μην παραδεχθείτε, δηλαδή, με το πρόσχημα της αγάπης κανένα νόθον δόγμα. Πώς λοιπόν λέγει· «Να έχετε ειρηνικές σχέσεις με όλους, αν είναι δυνατόν, τους ανθρώπους»; Να έχετε ειρηνικές σχέσεις, είπε, και όχι να αγαπάτε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βλάπτεσθε από την φιλία. «Εάν λοιπόν το δεξιόν σου μάτι σε σκανδαλίζει», λέγει, «βγάλε αυτό και πέταξέ το μακρυά»» (ΕΠΕ 21,391-393 Εις Φιλιπ.Ομιλ.Γ,PG 62,191)
«Ας αποστρεφόμαστε τις συνάξεις των αιρετικών, ας ακολουθούμε παντοτινά την ορθή πίστη και ας επιδείξουμε βίο ακριβή και συμπεριφορά σύμφωνη με τα δόγματα» (ΕΠΕ 27,605, PG 56,256 Ουδέποτε αφ’ εαυτού ποιεί ο Υιός)
«…τώρα [αφού ο επίσκοπος ξεχώρισε τα λείψανα] που βρίσκονται μόνα τους τα μαργαριτάρια (λείψανα ορθοδόξων μαρτύρων), που ξέφυγαν τα πρόβατα από τους λύκους (λείψανα αιρετικών μαρτύρων που ήταν θαμμένα μαζί), που απομακρύνθηκαν οι ζωντανοί από τους νεκρούς. Γιατί ούτε προηγουμένως έγινε σε αυτούς κάποιο κακό από το ότι ήταν μαζί θαμμένοι… ο λαός μας όμως υπέφερε πολύ από τους τόπους, όταν έτρεχε προς τα λείψανα των μαρτύρων και προσευχόταν με αμφιβολία και αβεβαιότητα, επειδή δεν γνώριζε τους τάφους των αγίων και που ήταν θαμμένοι οι αληθινοί θησαυροί. Και γινόταν το ίδιο όπως αν ένα κοπάδι πρόβατα, ενώ έτρεχε να απολαύσει καθαρά νερά, πλησίαζε μεν στις καθαρές πηγές, γύριζε όμως πάλι πίσω επειδή αναδυόταν από κάπου εκεί κοντά βρώμα και δυσοσμία. Έτσι συνέβαινε και στην περίπτωση αυτού του ποιμνίου. Βάδιζε ο λαός προς τις καθαρές πηγές των μαρτύρων, όταν όμως αισθανόταν την αιρετική δυσοσμία που αναδυόταν από εκεί κοντά γύριζε πάλι πίσω… Και (ο επίσκοπος) για τους μάρτυρες έδειξε τιμή, επειδή τους απάλλαξε από τους κακούς γείτονες» (ΕΠΕ 36,203)
«Αλλά δεν πιστεύει στην Αγία Γραφή. Να αποστραφείς στη συνέχεια αυτον ως παράφρονα και ανόητο. Διότι εκείνος που δεν πιστεύει στο δημιουργό των όλων, επειδή αποδίδει με ψέμα την αλήθεια, ποιας συγγνώμης θα είναι δυνατον να τύχει ποτέ; Εκείνοι έχουν προσποιητό χρώμα, και υποδυόμενοι πρόσωπο επιείκειας, κρύβουν μέσα στο δέρμα του προβάτου τον λύκο. Αλλά εσύ να μην εξαπατηθείς, αλλά για αυτό ακριβώς να μισήσεις υπερβολικά αυτον, διότι σε σένα μεν τον συνανθρωπο υποκρίνεται επιείκεια, στο Θεό όμως, τον Δεσπότη των όλων, ήγειρε πόλεμο και βαδίζοντας εναντίον της δικής του σωτηρίας, δεν αισθάνεται» (2,41)
«Πρέπει να προσέχετε με ακρίβεια σ’ αύτα πού λέγονται. Υπάρχει γκρεμός και χαράδρα βαθειά και από τις δύο πλευρές, αν δεν διαβάσουμε το ρητό προσεκτικά…. Γιατί δεν πρέπει να εξετασουμε μόνο το «δεν είναι ο άνθρωπος κύριος των πράξεών του», αλλά και όλη τη συνέχεια, και για ποιούς ειπώθηκε και από ποιόν και για ποιόν και γιατί, και πότε και με ποιό τρόπο. Γιατί δεν αρκεί να λέμε, ότι στις Γραφές είναι γραμμένο, ούτε γενικά αποσπώντας λόγια και μαδώντας τα μέλη του σώματος των θεόπνευστων Γραφών, και παίρνοντας τα έρημα και ξένα προς τη συναφειά τους, να τα παραποιούμε όπως εμείς θέλουμε και χωρίς φόβο. Γιατί έτσι πολλές διδασκαλίες μπήκαν στη ζωή μας παραποιημένες, με το να πείθει ο διάβολος τους πιο ράθυμους να απαγγέλλουν παραποιημένα τα κείμενα των Γραφών, ή προσθέτοντας ή αφαιρώντας να επισκοτίζουν την αλήθεια. Δεν αρκεί λοιπόν να πούμε, ότι είναι γραμμένο στη Γραφή, αλλά πρέπει να διαβάσουμε και όλη τη συνέχεια· γιατί, αν διακόπτουμε τη μεταξύ τους συνέχεια και συνάφεια, θα προκύψουν με τον τρόπο αυτό πολλές πονηρές διδασκαλίες… Και όχι μόνο δεν πρέπει να τα αποκόπτουμε από τη συνάφειά τους, αλλά και να τα προφέρουμε σωστα, και να μην προσθέτουμε τίποτα. Πολλοί λοιπόν περιφέρουν και άλλα χωρία των Γραφών, απαγγέλλοντας τα παραποιημένα… Περιφέρουν επίσης και άλλο ρητό, χωρίς να διαστρέφουν το νόημά του, αλλά προσθέτοντας και άλλο που δεν είναι γραμμένο. Γιατί τέτοια είναι η πανουργία του διαβόλου να εισάγει τα ολέθρια διδάγματα του ή με πρόσθεση ή με αφαίρεση ή με διαστροφή ή με παραποίηση των κειμένων…. Δεν πρέπει τα χωρία της Γραφής να τα λέμε έτσι αόριστα, ούτε να τα αποκόπτουμε από τη συνάφειά τους, ούτε να τα αποσπούμε από την ενότητά τους, ούτε να τα παίρνουμε απομονώνοντάς τα και απογυμνώνοντάς τα από τη βοήθεια των επομένων και των προηγουμένων, και να συκοφαντούμε αόριστα και να επιδρούμε δυσμενώς. Γιατί δεν είναι άτοπο, όταν δικαζόμαστε στο δικαστήριο για βιοτικά πράγματα, να διεκδικούμε όλα τα δικαιώματά μας, και τόπους και καιρούς και αιτίες και πρόσωπα, και να προσκομίζουμε μύρια άλλα στοιχεία, ενώ όταν έχουμε αγώνες για την αιώνια ζωή, να αναφέρουμε έτσι γενικά και τυχαία τα χωρία των Γραφών; Και ένα νόμο βασιλικό δεν τον αναφέρει κανείς γενικά και αόριστα, και αν δεν πει και τον χρόνο και δε δείξει και αυτόν που τον εξέδωσε και δεν τον παρουσιάσει σωστό και ολόκληρο, δικάζεται και τιμωρείται με την έσχατη ποινή, ενώ εμείς αναφέροντας, όχι νόμο ανθρώπινον, αλλά αυτόν που ήρθε από πάνω, από τον ουρανό, τον χρησιμοποιούμε με τόσο μεγάλη επιπολαιότητα, ώστε να αποσπούμε τμήματα ή μέρη του; Και που αυτά είναι άξια δικαιολογίας και συγγνώμης;» (8Α,479-485)
«Δεν ήλθα να φέρω ειρήνη στη γη»(Ματθ. 10,34). Μα τότε πώς τους παρήγγειλε να αποδίδουν χαιρετισμό ειρήνης σε κάθε σπίτι που θα πήγαιναν (Ματθ. 10,12); Πώς τότε και οι άγγελοι έψαλλαν «Δοξασμένος ας είναι ο ύψιστος Θεός και σε όλη τη γη ας βασιλεύσει η ειρήνη»; Πώς επίσης και οι προφήτες ευαγγελίζονταν την ειρήνη; Διότι αυτό κατεξοχήν είναι η ειρήνη, όταν δηλαδή αποκόπτεται αυτό που έχει ασθενήσει, όταν αποχωρίζεται αυτός που στασιάζει. Διότι μόνο έτσι είναι δυνατόν να ενωθεί ο ουρανός με τη γη. Διότι και ο γιατρός έτσι διασώζει το υπόλοιπο σώμα, όταν αποκόψει δηλαδή το μέλος εκείνο που δεν είναι δυνατόν να θεραπευτεί. Ομοίως και ο στρατηγός όταν οδηγήσει σε διαχωρισμό αυτούς που ομονοούν κακά. Ακριβώς το ίδιο συνέβη και στον πύργο εκείνο (της Βαβέλ)· διότι την κακή ειρήνη την διέλυσε η καλή διαφωνία και έφερε την ειρήνη (Γένεση 18,1). Αλλά και ο Παύλος έτσι απέσχισε εκείνους που συμφωνούσαν εναντίον του (Πράξ. 23,6-7). Και στον πόλεμο του Ναβουθέ η συμφωνία εκείνη ήταν χειρότερη από κάθε άλλο (Γ΄Βασ. 20,1). Διότι δεν είναι παντού καλό η ομόνοια, διότι και οι ληστές συμφωνούν μεταξύ τους. Επομένως ο πόλεμος δεν είναι έργο της πρόθεσης του Κυρίου, αλλά προέρχεται από τη γνώμη των ανθρώπων. Διότι ο Κύριος ήθελε όλοι οι άνθρωποι να συμφωνούν ως προς την ευσέβεια. Επειδή όμως εκείνη στασιάζουν, γίνεται πόλεμος»(ΕΠΕ τομος 10 σελ. 492-494)
«Αλλά ούτε έτσι μπορούμεν να πανηγυρίζωμεν πλήρως δια την νίκην, εξ’ αιτίας της ολιγωρίας των πολλών. Διότι και μυρίας φοράς αν τους νικήσωμεν με τα δόγματα, θα μας κατηγορήσουν τον βίον των πολλών οι οποίοι συγκεντρώνονται με το μέρος μας, τα τραύματα και τα ψυχικά νοσήματα. Πώς λοιπόν να τολμήσωμεν να σας εμφανίσωμεν εις την παράταξιν, την στιγμήν κατα την οποίαν και εμάς μας επηρεάζετε, βαλλόμενοι ευθέως και διακωμωδούμενοι από τους αντιπάλους;… Όταν δε κάποτε ανανήψετε και γίνετε ικανοί να καταβάλετε και άλλους, τότε θα σας διδάξω και αυτήν την τακτικήν και θα σας εκπαιδεύσω πώς να μεταχειρίζεσθε αυτά τα όπλα· μάλλον και αυτά τα έργα θα σας είναι όπλα και αμέσως όλοι θα υποκύψουν, εάν είσθε ελεήμονες, εάν είσθε επιεικείς, εάν γίνετε ήμεροι και ανεξίκακοι, εάν επιδείξετε όλας τας άλλας αρετάς.Εάν δε μερικοί έχουν αντίρρησιν, τότε θα προσθέσωμεν και τα δικά μας, εκθέτοντες τα δικά σας, αφού τώρα τουλάχιστον εμποδιζώμεθα, από ιδικής σας πλευράς, εις τον δρόμον αυτόν. Κύτταξε όμως. Λέγομεν ότι ο Χριστός έκαμε μεγάλα έργα, μεταμορφώσας τους ανθρώπους εις αγγέλους. Όταν όμως μας ζητούν συγκεκριμένα στοιχεία και προκαλούμεθα να παρουσιάσωμεν από το πλήθος αυτό αποδείξεις, αποστομωνόμεθα. Φοβούμαι μάλιστα μήπως αντί αγγέλων βγάλω, ωσάν από κανένα χοιροστάσιον, χοίρους και θηλυμανείς ίππους» (12,359-363)
«Και έγινε σχίσμα (=διχασμός) μεταξύ τους»(Iω. 9,16). Αυτός ο διχασμός άρχισε πρώτα να γίνεται στο λαό και μετα και μεταξύ των αρχόντων. «Και οι μεν έλεγαν ότι είναι αγαθός, άλλοι όμως· δεν είναι αλλά εξαπατά το πλήθος» (Ιω. 7,12). Βλέπεις πώς έλειπε περισσότερο η σύνεση από τους άρχοντες με αποτέλεσμα να διχαστούν αργότερα; Αλλά μετά τον διχασμό δεν επέδειξαν και πάλι τίποτα το γενναίο, βλέποντας μπροστά τους τους Φαρισαίους. Διότι, εάν είχαν αποσχιστεί πλήρως, γρήγορα θα γνώριζαν την αλήθεια· διότι είναι δυνατον να υπάρχει καλό σχίσμα. Για αυτό και αυτός έλεγε· «Δεν ήλθα να βάλω ειρήνη στη γη αλλά μαχαίρι» (Ματθ. 10,34). Υπάρχει βεβαίως και κακή ομόνοια και υπάρχει και καλή διαφωνία· διότι αυτοί που έχτιζαν τον πύργο (της Βαβέλ) είχαν ομόνοια μεταξύ τους για κακό του εαυτου τους, και αυτοί οι ίδιοι πάλι διχάστηκαν χωρίς να το θέλουν μεν, αλλά όμως προς το συμφέρον τους. Και οι γύρω από τον Κορέ ομονόησαν κακά, για αυτό καλά διχάστηκαν· και ο Ιούδας ομονόησε με τους Ιουδαίους κακά. Υπάρχει λοιπόν και καλό σχίσμα και υπάρχει και κακή ομόνοια. Για αυτό λέει «Εάν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλε το· εάν το πόδι σου, κόψε το» (Ματθ. 5,29 και 8,9). Εάν όμως είναι ανάγκη να αποσχιζόμαστε από ένα μέλος μας που είναι με κακό τρόπο ενωμένο με μας, δεν είναι πολύ περισσότερο ανάγκη και από φίλους, που είναι με κακό τρόπο ενωμένοι με μας; Επομένως δεν είναι πάντοτε η ομόνοια καλή, όπως ακριβώς λοιπόν ούτε ο διχασμός είναι κακός πάντοτε. Αυτά τα λέω για να αποφεύγουμε τους πονηρούς και να αναζητουμε τους αγαθούς· διότι εάν από τα μέλη αποκόπτουμε εκείνο που είναι σάπιο και αθεράπευτο, φοβούμενοι μήπως και το υπόλοιπο σώμα υποστεί την ίδια βλάβη, και το κάνουμε αυτό, όχι επειδή περιφρονούμε εκείνο, αλλά θέλοντας να διαφυλάξουμε το υπόλοιπο σώμα, πόσο μάλλον είναι αναγκη να το κάνουμε αυτό για εκείνους που είναι μαζί μας για κακό; Βέβαια εάν μπορούσαμε και εκείνους να διορθώσουμε και οι ίδιοι να μην βλαφτούμε, όλα πρέπει να τα κάνουμε, εάν όμως και εκείνοι παραμένουν αδιόρθωτοι και εμας βλάπτουν, είναι αναγκη να τους αποκόπτουμε και να τους απορρίπτουμε· διότι πολλές φορές έτσι θα έχουν μεγαλύτερο κέρδος. Για αυτό και ο Παύλος έτσι συμβούλευε, λέγοντας· «Διώξτε το πονηρό από αναμεσά σας» (Α΄ Κορ. 5,13) και «Για να εκλείψει από αναμεσά σας εκείνος που έκανε αυτό το έργο» (Α΄Κορ. 5,2). Διότι είναι κακό, μεγάλο κακό η συναναστροφή με πονηρούς. Δεν προσβάλλει με τόση ταχύτητα η αρρώστια και ούτε η ψώρα καταστρέφει αυτους που μολύνθηκαν και πάσχουν από τη νόσο, όσο η κακία των πονηρών ανδρών» (14, 57-61)
«Ας μη σκανδαλιζόμαστε από τα όσα λένε οι αιρετικοί· διότι πρόσεχε στην αρχή του κηρύγματος πόσα σκάνδαλα υπήρχαν. Δεν εννοώ εκείνα πού προέρχονταν από τους μη Χριστιανούς (διότι αυτά δεν ήταν τίποτε), αλλ’ εκείνα που προέρχονταν μέσα από την Εκκλησία… Ο μεν ένας, που δεν έχει κανένα να τον οδηγήσει στην πλάνη, κρατώντας σταθερά την αλήθεια, δεν θα μπορούσε να γίνει μεγάλος εραστής της αλήθειας, ενώ εκείνος που έχει πολλούς που τον αποσπούν απ’ αυτήν, αυτός ευδοκιμεί στην αρετή…. Έρχεται ο Έλληνας και λέγει 'Θέλω να γίνω Χριστιανός, αλλά δεν ξέρω σε ποιόν να προσκολληθώ, διότι υπάρχει σε σας πολλή διαμάχη και διαφωνία, πολύς θόρυβος· ποιο δόγμα να προτιμήσω; ποιο να διαλέξω; Ο καθένας λέγει ότι εγώ έχω την αλήθεια· σε ποιόν να πιστέψω, τη στιγμή που δεν γνωρίζω τίποτε από τις Γραφές;’. Και εκείνοι προβάλλουν αυτό· αυτό είναι πάρα πολύ προς όφελός μας· διότι, εάν μεν λέγαμε να πιστέψεις στις σκέψεις μας, πολύ σωστά θ’ ανησυχούσες, εάν όμως λέμε να πιστεύεις στις Γραφές, αυτές όμως είναι απλές και αληθινές, εύκολο σου είναι να κρίνεις που υπάρχει η αλήθεια. Εάν κάποιος συμφωνεί με εκείνες, αυτός είναι Χριστιανός, εάν κάποιος μάχεται εκείνες, αυτός βρίσκεται πολύ μακριά από τον κανόνα αυτό. Τι λοιπόν, αν εκείνος έλθει και σου πει, αυτό λέγεται στη Γραφή, ενώ συ άλλο λες, και ερμηνεύετε διαφορετικά τις Γραφές, παρασύροντας τις σκέψεις αυτών; Συ, λοιπόν, πες μου, δεν έχεις νου ούτε κρίση; Και πώς, λέγει, θα μπορούσα, τη στιγμή που δεν γνωρίζω να κρίνω τα δικά σας; εγώ θέλω να γίνω μαθητης, ενώ συ με κάμνεις από τώρα δάσκαλο. Αν λέγει αυτά τι απάντηση, λέγει, να του δώσουμε; πώς θα τον πείσουμε; Ας τον ρωτήσουμε, εάν αυτά δεν είναι δικαιολογία και πρόφαση· ας τον ρωτήσουμε, αν περιφρόνησε τους Έλληνες. Οπωσδήποτε κάτι θα πει διότι βέβαια δεν θα έλθει προς τα δικά μας αν δεν περιφρόνησε αυτούς. Ας τον ρωτήσουμε για τις αιτίες για τις οποίες τους περιφρόνησε· διότι βέβαια δεν τους περιφρόνησε έτσι τυχαία. Είναι ολοφάνερο ότι θα πει τους περιφρόνησε επειδή είναι κτίσματα οι θεοί τους και δεν είναι άκτιστος ο Θεός τους. Πολύ καλά· Αν λοιπόν αυτά μεν τα βρει στις άλλες αιρέσεις, τα δε αντίθετα σ’ εμάς, τι πρέπει να του πούμε; Όλοι ομολογούμε ότι ο Χριστός είναι Θεός. Ας δούμε όμως ποιοι τον πολεμούν και ποιοι δεν τον πολεμούν. Εμείς, λέγοντας Θεό, λέμε και πράγματα άξια για το Θεό, ότι δηλαδή έχει εξουσία, ότι δεν είναι δούλος, ότι είναι ελεύθερος, ότι από μόνος του τα κάμνει όλα, ενώ εκείνος που τον μάχεται λέγει το αντίθετο. Πάλι κάμνω την ερώτηση, εάν πρόκειται να σπουδάσεις γιατρός, πες μου, άραγε αποδέχεσαι τα λεγόμενα έτσι στην τύχη και χωρίς να τα εξετάσεις; αν και βέβαια υπάρχουν πολλά δόγματα σ’ εκείνους. Εάν λοιπόν αποδέχεσαι έτσι στην τύχη εκείνα που θ’ ακούσεις, δεν είναι αυτό γνώρισμα ανδρός, εάν όμως έχεις κρίση και νου, οπωσδήποτε θ’ αντιληφθείς το σωστό. Εμείς λέμε Υιό και επαληθεύουμε αυτό πού λέμε, ενώ εκείνοι λένε μεν, δεν το ομολογούν όμως. Και για να μιλήσω σαφέστερα, εκείνοι έχουν ορισμένους, από τους οποίους ονομάζονται, το όνομα δηλαδή του ίδιου του αιρεσιάρχη, και το ίδιο συμβαίνει με κάθε αίρεση· σ’ εμάς όμως κανένας άνδρας δεν μας έδωσε το όνομα, άλλ’ η ίδια ή πίστη μας. Αλλ’ αυτό είναι δικαιολογία και πρόφαση. Διότι πες μου, γιατί, αν μεν πρόκειται ν’ αγοράσεις ένδυμα, αν και βέβαια είσαι άπειρος της υφαντικής τέχνης, δεν λέγεις αυτά τα λόγια, ότι δηλαδή «Δεν γνωρίζω ν’ αγοράσω, με εμπαίζουν», αλλά κάνεις τα πάντα για να μάθεις; Και αν ακόμα θελήσεις ν' αγοράσεις ο,τιδήποτε, κάνεις τα πάντα εξετάζοντάς τα με λεπτομέρεια, ενώ εδώ λες αυτά. Ώστε, λοιπόν, σύμφωνα με τα λόγια σου αυτά τίποτε γενικά δεν θ’ αποδεχθείς. Διότι ας υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιος, που δεν έχει καθόλου δόγμα, αν και εκείνος λέγει, αυτό που λες συ για τους Χριστιανούς. Υπάρχει τόσο πλήθος ανθρώπων και έχουν δόγματα διάφορα· ο μεν ένας είναι Έλληνας, ο άλλος Ιουδαίος και ο άλλος Χριστιανός, πρέπει κατ’ ανάγκη να μην αποδεχθώ κανένα δόγμα (διότι πολεμούν ο ένας τον άλλο), ενώ εγώ είμαι μαθητής και δεν θέλω να γίνω κριτής, ούτε να κατηγορώ έξω κάποιο από τα δόγματα αυτά, οπωσδήποτε αυτή η πρόφασή σου δεν ευσταθεί καθόλου· διότι όπως ακριβώς κατόρθωσες να απορρίψεις το νόθο, έτσι θα μπορέσεις και εδώ να εξετάσεις και να βρεις το ωφέλιμο· διότι, εκείνος μεν που δεν κατηγόρησε γενικά κανένα δόγμα, εύκολα θα τα πει αυτα, ενώ εκείνος που κατηγόρησε, και αν ακόμα δεν έχει αποδεχθεί κανένα, προχωρώντας σιγά-σιγά θα μπορέσει ν’ αντιληφθεί το σωστό. Ας μην προβάλλουμε, λοιπόν, δικαιολογίες, ούτε και προφάσεις διότι όλα είναι εύκολα. Θέλεις να σου δείξω ότι αυτά είναι πρόφαση; Γνωρίζεις εκείνα που πρέπει να πράττεις και εκείνα που δεν πρέπει να πράττεις; Γιατί λοιπόν δεν πράττεις εκείνα που πρέπει να πράττεις, αλλά πράττεις εκείνα που δεν πρέπει; Πράξε εκείνα και με ορθή σκέψη ζήτησε από το Θεό, και αυτός οπωσδήποτε θα σου αποκαλύψει εκείνο που πρέπει. «Ο Θεός», λέγει, «δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά σε κάθε έθνος εκείνος που τον φοβάται και εκτελεί το ορθό είναι δεκτός απ’ αυτόν». Δεν είναι δυνατό να μην πεισθεί εκείνος που ακούει χωρίς προκαταληψη. Διότι, όπως ακριβώς, εάν υπήρχε κάποιος κανόνας, προς τον οποίο έπρεπε ο καθένας να συμμορφώνεται, δεν χρειαζόταν και πολλή σκέψη, αλλά θα ήταν εύκολο ν’ αντιληφθεί κανείς εκείνον που τον παραβαίνει, έτσι και τώρα. Πώς λοιπόν δεν αντιλαμβάνονται το ορθό; Πολλά τα κάνει και η προκατάληψη και οι ανθρώπινες αιτίες. Αυτό, λέγει, και εκείνοι λένε για εμάς. Πώς; Μήπως δηλαδή αποσχισθήκαμε από την Εκκλησία; μήπως έχουμε αιρεσιάρχες; μήπως έχουμε το όνομά μας από ανθρώπους; μήπως υπάρχει κάποιος από εμάς που προέχει, όπως ακριβώς σ’ άλλους μεν είναι ο Μαρκίων, σ’ άλλους ο Μανιχαϊος, σ’ άλλους δε ο Άρειος, και σ’ άλλους κάποιος άλλος αρχηγός αιρέσεως; Εάν, βεβαίως, και εμείς φέρουμε το όνομα κάποιου, όμως όχι εκείνων πού έγιναν αρχή της αιρέσεως, αλλ’ εκείνων πού υπήρξαν προϊστάμενοί μας και κυβέρνησαν την Εκκλησία. Δεν έχουμε δασκάλους πάνω στη γη, μη γένοιτο! έναν δάσκαλο έχουμε, εκείνον που βρίσκεται στους ουρανούς. Και εκείνοι, λέγει, τα ίδια προβάλλουν. Αλλ’ όμως υπάρχει το όνομα που κατηγορεί αυτούς και κλείνει τα στόματά τους. Πολλοί Έλληνες έγιναν Χριστιανοί και κανένας δεν ρώτησε αυτά, αλλά και στους φιλοσόφους υπήρχαν αυτά και κανένας δεν εμποδίσθηκε από εκείνους που μπορούσαν να κάνουν ορθή εκλογή. Γιατί δεν είπαν, όταν συζητούσαν αυτά, ότι και αυτοί και εκείνοι Ιουδαίοι είναι, σε ποιόν πρέπει εμείς να πιστέψουμε; Αλλά πίστεψαν, όπως έπρεπε» (16Α,287-297)
«Και πρόσεχε, δεν είπε απλώς, «Λύκοι», αλλά πρόσθεσε «φοβεροί», υπονοώντας την αγριότητα αυτών και την θρασύτητα· και το πιο φοβερό είναι, ότι λέγει πως από αυτούς τους ίδιους θα ξεπηδήσουν αυτοί, πράγμα που είναι και πάρα πολύ φοβερό, όταν ο πόλεμος είναι και εμφύλιος. Και πολύ καλά είπε, «Προσέχετε», για να δείξει ότι το πράγμα είναι πάρα πολύ σοβαρό (διότι ή Εκκλησία είναι), και ότι είναι μεγάλος ο κίνδυνος (διότι με το αίμα του ο Κύριος τη λύτρωσε), και ότι είναι μεγάλος ο πόλεμος και διπλός» (16Α,607)
«Έπειτα λέγεται και η αιτία της εξεγέρσεως· «Για να παρασύρουν τους μαθητές». Ώστε για τίποτε άλλο δεν δημιουργούνται οι αιρέσεις, παρά γι’ αυτό. Έπειτα ακολουθεί και η παρηγοριά· «Την οποία απέκτησε», λέγει, «με το δικό του αίμα». Εάν λοιπόν την απέκτησε με το δικό του αίμα, οπωσδήποτε θα την προστατεύσει» (16Α, 611)
«Αλλ’ αποδείχθηκε ακόμη λαμπρότερη η αλήθεια, χωρίς να έπαθε καμιά βλάβη από τις μηχανορραφίες του διαβόλου, αλλά και έλαμψε περισσότερο διότι, εάν δεν υπήρχαν αγύρτες, και υπερίσχυαν τότε αυτοί, ίσως θα μπορούσε κάποιος να τους κατηγορήσει, τη στιγμή όμως που ενώ παρουσιάσθηκαν αγύρτες, αυτοί υπερίσχυσαν, αυτό είναι το άξιο θαυμασμού. Γι’ αυτό και δεν εμποδίζονται να εμφανισθούν οι απατεώνες, ώστε με τον τρόπο αυτόν να λάμψουν περισσότερο… Ας μη στενοχωρούμαστε λοιπόν για το ότι υπάρχουν αιρέσεις, τη στιγμή που και ψευδόχριστοι θέλησαν να παρουσιασθούν με τρόπο απατηλό φέροντας το όνομα του Χριστού και πριν απ' αυτό και μετά απ’ αυτό, για να τον επισκιάσουν. Αλλ’ η αλήθεια λάμπει και είναι παντού ολοφάνερη. Το ίδιο συνέβηκε και με τους προφήτες· παρουσιάσθηκαν ψευδοπροφήτες και συγκρινόμενοι μ’ αυτούς έλαμψαν περιοσότερο οι αληθινοί προφήτες. Καθόσον η ασθένεια καθιστά φανερή την υγεία, το σκοτάδι το φως, και η κακοκαιρία τη γαλήνη. Δεν μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες ήταν πλάνοι και αγύρτες· διότι εκείνοι ελέγχθηκαν. Το ίδιο συνέβηκε και στην περίπτωση του Μωϋσή· επέτρεψε ο Θεός τους μάγους, για να μη θεωρηθεί μάγος ο Μωϋσής· άφησε αυτούς να διδάξουν όλους μέχρι σε ποιό σημείο μπορεί να καυχιέται η μαγεία· η απάτη τους δεν κράτησε περισσότερο, αλλ’ οι ίδιοι ομολόγησαν την ήττα τους. Σε τίποτε δεν μας βλάπτουν οι απατεώνες, ή καλύτερα μας κάνουν και καλύτερους, αν κανείς θέλει να είναι προσεκτικός. Τι λοιπόν, λέγει, θα κάνουμε, όταν υπάρχει για μας η ίδια γνώμη που υπάρχει γι’ αυτούς; Αυτή η γνώμη δεν προέρχεται από εμάς, αλλά από εκείνους πού δεν κρίνουν ορθά» (16Β,47-49)
«Θέλεις να μάθεις πόση είναι η λαμπρότητα του ενάρετου τρόπου ζωής, πόση δύναμη έχει να πείθει; Πολλοί από τους αιρετικούς με τον τρόπο αυτόν υπερίσχυσαν, αν και οι διδασκαλίες τους είναι λανθασμένες, οι πολλοί από τους ανθρώπους από σεβασμό προς τον ενάρετο τρόπο ζωής αυτών δεν έλαβαν υπ' όψη καθόλου τη διδασκαλία τους, άλλοι πάλι αν και τους κατηγορούν για τη διδασκαλία τους, όμως τους συμπάθησαν εξ’ αιτίας του τρόπου ζωής τους· όχι βέβαια ορθά, πλήν όμως αυτό έπαθαν. Αυτό διέφθειρε τα σεμνα της πίστεώς μας, αυτό ανέτρεψε τα πάντα, το να μη γίνεται για κανένα κανένας λόγος για ενάρετη ζωή, αυτό καταστρέφει την πίστη. Λέμε ότι ο Χριστός είναι Θεός, και αμέτρητα άλλα προβάλλουμε, μαζί με τα άλλα δε και αυτό, το ότι δηλαδή έπεισε όλους να ζουν ορθά· αλλ’ αυτό συμβαίνει σέ λίγους. Ο φαύλος τρόπος ζωής καταστρέφει το δόγμα της αθανασίας της ψυχής, το δόγμα της κρίσεως» (16Β,75-77)
««Να λέγετε όλοι την ιδίαν ομολογίαν και να μην υπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα». Η έμφασις του σχίσματος και η λέξις και μόνον έθετεν είς κατηγορίας. Διότι με το σχίσμα δεν παράγονται πολλά ολόκληρα μέρη, αλλά χάνεται και το αρχικόν εν. Διότι, εάν μεν υπήρχον εκκλησίαι ολόκληροι, πολλά θα ήσαν τα συστήματα· εάν όμως υπάρχουν σχίσματα, αφανίζεται και το αρχικόν εν. Διότι το ολόκληρον, όταν διαιρεθή είς πολλά, όχι μόνο δεν γίνεται πολλά, αλλά καταστρέφεται και το Εν. Τέτοια είναι η φύσις των σχισιμάτων. Κατόπιν, επειδή τους κατηγόρησεν εντονως με το να χρησιμοποιήσει την λέξιν «σχίσμα», πάλιν μετριάζει και πραΰνει τον λόγον του, λέγων «να είσθε δε ενωμένοι με το ίδιον πνεύμα και την ιδίαν γνώμην». Επειδή δηλαδή είπεν «ίνα το αυτό λέγητε», να μη νομίσητε —λέγει— ότι είπα πως η ομόνοια ευρίσκεται μόνον εις τους λόγους· διότι επιζητώ την συμφωνίαν που ευρίσκεται εις την σκέψιν. Αλλά, επειδή είναι δυνατον να υπάρχη συμφωνία είς την σκέψιν, αλλά όχι εις όλα τα θέματα, δια τούτο προσέθεσε και το «να είσθε δε ενωμένοι». Διότι εκείνος πού εις ένα θέμα είναι ηνωμένος, ενώ εις άλλο σκέπτεται διαφορετικώς, δεν έχει ακόμη ενωθή, ούτε έχει τελειοποιηθή εις ομοφροσύνην. Είναι δυνατόν να συμφωνεί κάποιος με την σκέψιν του, αλλά να μη συμφωνεί καθόλου με την εσωτερικήν του διάθεσιν, όπως π.χ. όταν, ενώ έχουμεν την ιδίαν πίστιν, δεν είμεθα ενωμένοι κατα την αγάπην· έτσι δηλαδή ενωνόμεθα μεν ως προς τον νούν —διότι έχομεν τας αυτάς σκέψεις— όχι όμως ακόμη ως προς την εσωτερικήν διάθεσιν. Τουτο ακριβώς συνέβη και τότε, διότι άλλος επροτίμα τον τάδε, ενώ άλλος τον τάδε. Δια τούτο λέγει ότι πρέπει να συμφωνούμεν και κατά την σκέψιν και κατα την εσωτερικήν διάθεσιν. Διότι τα σχίσματα δεν συνέβησαν λόγω των διαιρέσεων κατα την πίστιν, αλλά λόγω των διαιρέσεων κατα την ψυχικήν διάθεσιν εξ’ αιτίας της τάσεως του ανθρώπου πρός έριδας» (18,57-59)
««Ο υπερήφανος όμως και καταφρονητης και αλαζονικός άνθρωπος τίποτε δεν μπορεί να επιτύχει». Ας ακούσουν οι αιρετικοί την πνευματική φωνή. Γιατί τέτοια είναι η φύση των λογισμών. Μοιάζει με κάποιο λαβύρινθο και με γρίφους, χωρίς να έχει πουθενά κανένα τέλος, ούτε ν' αφήσει το λογισμό να σταθεί πάνω στην πέτρα και ξεκινάει από την αλαζονεία. Γιατί, επειδή αισθάνονται ντροπή για την παραδοχή της πίστης και νομίζουν πως αγνοούν τα ουράνια, ρίχνουν τον εαυτό τους σε κονιορτό αναρίθμητων λογισμών. Έπειτα, άθλιε και ταλαίπωρε και άξιε για πάρα πολλά δάκρυα, αν κάποιος σε ρωτήσει, πώς έγινε ο ουρανός και πώς η γη· και γιατί λέγω τον ουρανό και τη γη; πώς γεννήθηκες εσύ ο ίδιος, πώς τράφηκες και μεγάλωσες, δεν ντρέπεσαι για την άγνοια; Εάν όμως γίνεται κάποιος λόγος για τό Μονογενή Υιό, εξ’ αιτίας της ντροπής ρίχνεις τον εαυτό σου στο γκρεμό της καταστροφής, νομίζοντας πως είναι ανάξιο για σένα το να μη γνωρίζεις τα πάντα; Αλλ’ όμως ανάξιο πράγμα είναι η φιλονικεία και η άκαιρη πολυπραγμοσύνη» (16Β,377)
«Από εδώ αντιλαμβανόμεθα ότι δικαίως ο Χριστός έλεγεν, ότι εκείνος που κάνει φαύλα έργα δεν έρχεται, προς το φως, και ότι βίος ακάθαρτος είναι εμπόδιον δια τα υψηλά δόγματα, διότι δεν αφήνει να φανεί η διορατική δύναμις της διάνοιας. Όπως λοιπόν δεν είναι ποτέ δυνατόν ένας, που ευρίσκεται εις πλάνην και ζει ορθώς, να μείνει εις την πλάνην, έτσι δεν είναι εύκολον ένας, που ζει με την πονηρίαν, αίφνης να κοιτάξει προς το ύψος των δογμάτων μας, αλλά, εκείνος που πρόκειται να επιζητή την αλήθειαν, πρέπει προηγουμένως να καθαρισθή από όλα τα πάθη· διότι εκείνος που έχει απαλλαγεί από αυτά, θα απαλλαγεί και από την πλάνην και θα εύρη την αλήθειαν. Μη νομίζης δηλαδή, σε παρακαλώ, ότι δι’ αυτήν σου είναι αρκετόν το ότι δεν έχεις πλεονεξίαν και ότι δεν πορνεύεις, αλλά πρέπει να έχει όλας τας αρετάς εκείνος ο οποίος ζητεί την αλήθειαν. Διά τουτο ο Πέτρος λέγει «Πιστεύω πράγματι ότι ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, αλλά εις κάθε έθνος όποιος τον φοβείται και πράττει το δίκαιον είναι δεκτός από αυτόν» δηλαδή καλεί και ελκύει αυτόν προς την αλήθειαν. Δεν βλέπεις τον Παύλον, ότι ήτο εξ’ όλων ο φοβερότερος πολέμιος και διώκτης; Αλλ’ όμως, επειδή είχεν ανεπίληπτον βίον και δεν έπραττεν αυτά από ανθρώπινον πάθος, και δεκτός έγινε και όλους τους υπερέβαλεν. Εάν δε κάποιος ήθελεν ειπεί· 'Πώς ο τάδε εθνικός, ενώ είναι καλός και αγαθός και φιλάνθρωπος, μένει εις την πλάνην;’, θα του έλεγον τούτο, ότι δηλαδή έχει άλλο πάθος, κενοδοξίαν ή ραθυμίαν ψυχής ή άδιαφορίαν δια την σωτηρίαν του, και νομίζει ότι θα του έλθουν όλα καλά από την τύχην. …Πώς λοιπόν, θα έλεγε κάποιος, άνθρωποι ακάθαρτοι κατηξιώθησαν του κηρύγματος; Επειδή θέλησαν και επεθύμησαν. Δηλαδή τους μεν πλανεμένους τους έλκει εάν είναι καθαροί από πάθη, εκείνους όμως που προσέρχονται από δικήν των πρωτοβουλίαν δεν τους απωθεί· πολλοί τέλος εδέχθησαν την ευσέβειαν από τους προγόνους των» (18,223-225)
«Είναι όμως, λέει, δείγμα διαστροφής το ότι του κάνουν επίθεση όλοι εκείνοι που έχουν φοβερές αντιθέσεις μεταξύ τους. Οπωσδήποτε δείγμα διαστροφής, όχι όμως του Παύλου, αλλά των αντιπάλων του. Γιατί δεν ήταν σκοτεινός, αλλ’ απλός και σαφής. Εκείνοι παραποίησαν τα λόγια του, ο καθένας ανάλογα μέ τις σκέψεις του. Γιατί, θα πει κάποιος, τα είπε έτσι και έδωσε λαβή στους καλοθελητές; Δεν έδωσε εκείνος λαβή, αλλ’ ή παραφροσύνη τους. Γιατί δεν τα αντιμετώπισαν τίμια. Γιατί κι όλος αυτός ο κόσμος, ο θαυμαστός και μεγάλος, και που είναι τρανή απόδειξη της σοφίας του Θεού, …αλλ’ όμως πολλοί σκόνταψαν επάνω του και ενάντια ο ένας στον άλλο. Και άλλοι τον θαύμασαν τόσο πιο πολύ από την αξία του, ώστε πίστεψαν πως είναι θεός, άλλοι πάλι περιφρόνησαν τόσο πολύ τις αρετές του, ώστε τους φάνηκε πως είναι ανάξιος να δημιουργήθηκε από το Θεό, και απέδωσαν την κάποια ανωτερότητά του σε κάποιο πονηρό αίτιο. Και όλα αυτά, αν και ο Θεός θέλησε να τους προφυλάξει και τους δύο, αφού τον δημιούργησε εξαιρετικό και σπουδαίο, για να μην τον νομίσει κανείς αμέτοχο της σοφίας του, και τον δημιούργησε επίσης φτωχό και με ανθρώπινες ανάγκες, για να μη φαντασθεί κανείς πως είναι Θεός. Αυτοί όμως έγιναν εξαιτίας της δικής τους λογικής πνευματικά ανάπηροι, κατέληξαν σε αντίθετες παραδοχές, ελέγχουν και κατηγορούν ο ένας τον άλλο και γίνονται απολογίες της σοφίας του Θεού και των συλλογισμών που οι ίδιοι κάνουν με πολλή πλάνη. Και γιατί ν’ αναφέρω τον ήλιο και τον ουρανό; Οι Ιουδαίοι είδαν να γίνονται μπροστά στα μάτια τους πολύ μεγάλα θαύματα κι εκείνοι ύστερα από λίγη ώρα προσκύνησαν το μοσχάρι. Είδαν επίσης το Χριστό να διώχνει τα δαιμόνια και τον ονόμασαν δαιμονισμένο. Αυτό όμως δεν αποτελεί κατηγορία εναντίον εκείνου που διώχνει τα δαιμόνια, αλλά κατηγορία εναντίον της ανάπηρης σκέψης τους. Μην κατακρίνεις λοιπόν τον Παύλο επειδή αυτοί δεν κατάλαβαν καλά την σκέψη του» (19,549-551)
«Τι λες (Παύλε); Οι άνθρωποι που κηρύσσουν το Χριστό, που δεν παίρνουν χρήματα, που δεν διδάσκουν διαφορετικό Ευαγγέλιο είναι ψευδαπόστολοι; Ναι, λέγει. Και προπάντων γι’ αυτό ακριβώς, επειδή υποκρίνονται όλα αυτά για να εξαπατήσουν. «Δόλιοι εργάτες», γιατί εργάζονται, αλλά ξεριζώνουν τα φυτευμένα. Επειδή δηλαδή γνωρίζουν ότι δεν είναι δυνατό να τους καλοδεχθούν, φορούν το προσωπείο της αλήθειας και παίζουν παραπλανητικό θέατρο. Δεν παίρνουν όμως, λέει, χρήματα. Για να πάρουν περισσότερα, για να καταστρέψουν ψυχές. Ή, καλύτερα, κι αυτό δεν είναι αλήθεια. Και έπαιρναν και το έκρυβαν ότι παίρνουν. Αυτό το δείχνει στη συνέχεια. Και ήδη βέβαια το υπαινίχθηκε, λέγοντας· «για να φανούν ότι είναι σαν εμάς στο έργο, για το οποίο καυχώνται», πλην όμως πιο κάτω το υπαινίχθηκε πιο καθαρά, λέγοντας, «ανεχόσαστε ανθρώπους που σας καταβροχθίζουν ή σας εκμεταλλεύονται ή σας συμπεριφέρονται εγωιστικά». Τώρα τους κατηγορεί με άλλον τρόπο, λέγοντας, «γιατί μεταμφιέζονται». Εξωτερικά μόνο παρουσιάζονται με την προβιά του προβάτου. «Και δεν είναι καθόλου περίεργο. Αφού ο ίδιος ο σατανάς μεταμορφώνεται σε φωτεινό άγγελο, πώς είναι μεγάλο πράγμα αν οι υπηρέτες του μεταμορφώνονται σε υπηρέτες δικαιοσύνης;». Ώστε, αν πρέπει να θαυμάζουμε, γι’ αυτό πρέπει να θαυμάζουμε, γι’ αυτούς όμως καθόλου. Γιατί, αφού ο δάσκαλός τους έχει την τόλμη να κάνει τα πάντα, δεν είναι καθόλου παράξενο που τον ακολουθούν οι μαθητές του. …Και πολλούς ο διάβολος εξαπάτησε με αυτόν τον τρόπο, μεταμφιεζόμενος δηλαδή, χωρίς όμως να γίνεται άγγελος φωτός. Έτσι κι αυτοί παρουσιάζουν στους πιστούς μορφή αποστόλου, όχι δύναμη αποστολική, γιατί δεν έχουν. Τίποτα όμως δεν είναι τόσο διαβολικό, όσο το να κάνεις κάτι για επίδειξη. Αλλά τι σημαίνει, «υπηρέτες δικαιοσύνης»; Αυτό που είμαστε εμείς, που σας κηρύσσουμε το Ευαγγέλιο της δικαιοσύνης. Ή αυτό εννοεί ή ότι ντύνουν τους εαυτούς τους με δόξα δικαίων ανδρών. Πώς θα τους αναγνωρίσουμε όμως; Από τα έργα τους, όπως είπε ο Χριστός. Γι’ αυτό αναγκάζεται να αναφέρει συγκρίνοντας τα δικά του κατορθώματα και τον δικό τους κακό χαρακτήρα, ώστε από την σύγκριση να φανεί ποιοί είναι ψεύτικοι» (19,615-617)
«Κακός [ο ιερέας], πώς το εννοείς; εάν είναι τέτοιος εξ αίτιας της πίστεως, απόφευγέ τον και απομακρύνσου απ’ αυτόν, όχι μόνο αν είναι άνθρωπος, αλλά κι αν ακόμη είναι άγγελος που κατέβηκε από τον ουρανό. Εάν όμως είναι κακός ως προς την ιδιωτική του ζωή, μην ασχολήσαι μ’ αυτήν...Βλέπεις ότι ο λόγος δεν γίνεται για δόγματα, αλλά για τρόπο ζωής και πράξεως;» (ΕΠΕ,τομος 25,σελ.373)
«Είπε ότι διαστρέφεται το ευαγγέλιον, δεικνύων ότι και αν ακόμη παραποιηθεί λίγο, βλάπτεται ολόκληρο. Όπως ακριβώς στα βασιλικά νομίσματα αυτός που έκοψε έστω και λίγο από ό,τι είναι χαραγμένο πάνω, κατέστησε όλο το νόμισμα κίβδηλο· έτσι και αυτός που ανέτρεψε και το μικρότερο από την υγιή πίστη, καταστρέφει το παν, προχωρώντας από την αρχή στα χειρότερα. Πού είναι λοιπόν αυτοί που μας κατηγορούν ότι είμαστε φιλόνικοι λόγω της διάστασης με τους αιρετικούς; Που είναι τώρα αυτοί που λένε ότι δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σε μας και σε εκείνους, αλλά ότι η διαφορά έγινε από την φιλαρχία; Ας ακούουν τι λέει ο Παύλος, ότι διέστρεφαν το ευαγγέλιον και κατ’ ελάχιστον μόνον καινοτομούντες …Αλλά το αίτιο όλων των κακών είναι αυτό ακριβώς, το ότι δεν αγανακτούμε για αυτά τα μικρά. Δια τούτο έχουν υπεισέλθει τα μεγαλύτερα αμαρτήματα, διότι τα μικρότερα δεν τυγχάνουν της πρεπούσης διορθώσεως…. εάν, όσοι επιχειρούν να παρεκτρέπωνται και να διαστρέφουν κατ’ ελάχιστον τους θείους θεσμούς, εδέχοντο από την αρχήν την πρέπουσαν επιτίμησιν, δεν θα είχε γεννηθεί η παρούσα επιδημία και δεν θα επεκράτει τόση ταραχή εις την εκκλησίαν….«Αλλά και αν ακόμη εγώ ο ίδιος ή κάποιος άγγελος από τον ουρανόν σας κηρύξη διαφορετικόν ευαγγέλιον από εκείνο το οποίον σας κήρυξα, αυτός ας είναι ανάθεμα»… Και δεν είπε, εάν κηρύττουν αντίθετα ή ανατρέπουν το παν, αλλά και αν κάτι ελάχιστον ευαγγελίζονται διάφορον από ό,τι σας κήρυξα, και αν ακόμη κάτι ασήμαντον παρασαλεύσουν, ας είναι ανάθεμα…. Θέλει να δείξει ότι δεν υπολογίζει αξίωμα προσώπων όταν ο λόγος είναι δια την αλήθειαν» (20,195-203)
«Όταν όλοι πιστεύουμε όμοια, τότε υπάρχει ενότητα… Διότι αυτό είναι ενότητα, όταν όλοι είμαστε ένα… όταν αποδειχτούμε όλοι ότι έχουμε μία πίστη» (ΕΠΕ 20,699,PG 62,83. Εις Εφεσιους Ομ.11,3))
«Δύο τρόποι αποκοπής από το σώμα της Εκκλησίας υπάρχουν· ο ένας, όταν ψυχράνωμεν την αγάπην, ο δεύτερος δε, όταν τολμήσωμεν πράγματα που είναι ανάξια να γίνωνται εις εκείνο το σώμα· διότι και με τους δύο αυτούς τρόπους χωρίζουμε τους εαυτούς μας από τό πλήρωμα της Εκκλησίας. Εάν όμως εμείς (οι κληρικοί), που έχομεν ταχθή να οικοδομώμεν και άλλους εις αυτό, πρώτοι γινώμεθα εμείς αίτιοι δια ν’ αποσχίζωνται από αυτήν, τι δεν θα πάθωμεν; Τίποτε δεν θα ημπορέση να διαιρέση τόσον εύκολα την Εκκλησίαν, όσον η φιλαρχία˙ τίποτε δεν παροξύνει τόσον τον Θεόν, όσον το να διαιρεθή η Εκκλησία. Και αν ακόμη έχωμεν πράξει άπειρα καλά, δεν θα καταδικασθώμεν ολιγώτερον από αυτους οι οποίοι διεμέλισαν το σώμα του, εμείς οι οποίοι διαιρούμεν το εκκλησιαστικόν πλήρωμα…. Κάποιος δε άγιος άνδρας είπε κάτι το οποίον φαίνεται ότι είναι τολμηρόν, πλην όμως το είπε. Ποιο είναι δε αυτό; Ούτε το αίμα του μαρτυρίου ημπορεί να εξαλείψη αυτην την αμαρτίαν. Διότι, ειπέ μου, διατί μαρτυρείς; δεν το κάνεις αυτό διά την δόξαν του Χριστου; Συ λοιπόν ο οποίος θυσιάζεις την ζωήν σου υπέρ του Χριστου, πώς εξολοθρεύεις την Εκκλησίαν, υπέρ της οποίας πρώτος εθυσιάσθη ο Χριστος;… η νόσος προέρχεται από φιλαρχίαν. Δεν γνωρίζετε τί έπαθον οι περί τους Κορέ και Δαθάν και Αβειρών; και μήπως μόνον αυτοί και όχι και οι μετα από αυτους; Τί λέγεις; Η ιδία πίστις είναι, ορθόδοξοι είναι και εκείνοι. Διατί λοιπόν δεν είναι μαζί με εμας;… Εάν δε αυτα που κάνουν αυτοί είναι ορθά, τότε τα ιδικά μας είναι λανθασμένα˙ εάν δε τα ιδικά μας είναι ορθά, τότε τα ιδικά των είναι λανθασμένα. … Ειπέ μου, νομίζεις ότι αρκεί αυτό, το να λέγης δηλαδή ότι είναι ορθόδοξοι; τα δε της χειροτονίας έφυγαν και εχάθησαν; Και ποιον το όφελος εάν αυτή δεν έγινε κατα τρόπον κανονικόν; Όπως ακριβώς λοιπόν διά την πίστιν, έτσι πρέπει να αγωνιζώμεθα και δι’ αυτην. Διότι, εάν εις τον καθένα είναι δυνατον να χειροτονή, όπως οι παλαιοί, και έτσι να γίνωνται ιερείς, ας γνωρίζουν όλοι, ότι εις μάτην έχει οικοδομηθή αυτό το θυσιαστήριον, εις μάτην το πλήρωμα της Εκκλησίας και το πλήθος των ιερέων˙ ας τα καταργήσωμεν αυτα και ας τα καταστρέψωμεν…. Εάν η αυτή πίστις υπάρχη παντου, εάν τα ίδια μυστήρια, διατί να επιπηδά εις άλλην Εκκλησίαν κάποιος άλλος επίσκοπος; Βλέπετε, λέγει, ότι όλα τα των Χριστιανών έχουν γεμίσει από κενοδοξίαν; Και ότι υπάρχει εις αυτους φιλαρχία και απάτη;… το να δημιουργήση κανείς σχίσμα εις την Εκκλησίαν δεν είναι μικρότερον κακόν από το να πέση εις αίρεσιν….εκείνος ο οποίος σφάζει και διαμελίζει τον Χριστον, ποίας κολάσεως δεν θα είναι άξιος;… δι’ εκείνους οι οποίοι αποσκιρτουν. Μοιχεία είναι αυτό το πράγμα. Εάν δε δεν ανέχεσαι να ακούς αυτα δι’ εκείνους, λοιπόν να μη ανέχεσαι ούτε δι’ εμας˙ διότι το ένα από τα δύο κατ’ αναγκην γίνεται παρανόμως. Αν μεν λοιπόν υποπτεύεσθε αυτα δι’ εμέ, είμαι έτοιμος να παραχωρήσω το αξίωμα εις όποιον θέλετε˙ μόνον η εκκλησία να είναι μία˙ εάν δε εγώ έγινα νομίμως, πείθετε εκείνους οι οποίοι έχουν αναβή παρανόμως εις τον θρόνον να αποθέσουν ό,τι δεν τους ανήκει». (Χρυσόστομος, εκδόσεις ΕΠΕ, τόμος 20, σελ. 705-715)
«Τίποτε δεν βλάπτει τόσο τους ανθρώπους, όσο το να καταφρονεί κανείς την αγάπη και να μη φροντίζει με πολλή προθυμία να την καλλιεργεί, όπως πάλι βέβαια τίποτε δεν εξυψώνει τους ανθρώπους τόσο, όσο το να επιδιώκουν την αγάπη με όλη τη δύναμή τους. Κι αυτό δηλώνοντας ο Χριστός λέγει, «εάν δύο συμφωνήσουν στο ίδιο θέμα, κάθε τι που θα ζητήσουν θα το λάβουν». Και πάλι «όταν θα πληθυνθεί η ανομία, θα ψυχρανθεί η αγάπη». Αυτό γέννησε όλες τις αιρέσεις. Επειδή δεν αγαπούσαν τους αδελφούς τους, φθονούσαν εκείνους που ευδοκιμούσαν, από το φθόνο πάλι γεννιόνταν η φιλαρχία, και από τη φιλαρχία γεννήθηκαν οι αιρέσεις. Γι αυτό και ο Παύλος, αφού είπε, «να παραγγείλεις σε μερικούς να μη διδάσκουν ξένες διδασκαλίες», υποδεικνύει και τον τρόπο με τον οποίο είναι δυνατό να γίνει αυτό. Ποιός λοιπόν είναι αυτός; Η αγάπη. Όπως λοιπόν όταν λέγει, «τέλος του νόμου είναι ο Χριστός», δηλαδή συμπλήρωμα, κι αυτό ακολουθεί εκείνα, έτσι αυτή η παραγγελία εμπεριέχεται στην αγάπη. Σκοπός της ιατρικής είναι η υγεία· ώστε, όταν υπάρχει υγεία, δε χρειάζεται πολλή φροντίδα· κι όταν υπάρχει αγάπη, δε χρειάζονται πολλές παραγγελίες. Και ποιαν αγάπη εννοεί; Την ειλικρινή, όχι εκείνην που φθάνει μόνο ως τα λόγια, αλλ’ εκείνην που πηγάζει από διάθεση και γνώμη αγαθή και συμπόνια. «Από καθαρή», λέγει, «καρδιά»· ή ομιλεί για σωστό τρόπο ζωής ή για γνήσια αγάπη. Γιατί κι ο ακάθαρτος βίος δημιουργεί σχίσματα. «Καθένας που πράττει φαύλα, μισεί το φως». Γιατί υπάρχει και αγάπη και μεταξύ των φαύλων, όπως και οι ληστές αγαπούν τους ληστές, και οι φονιάδες τους φονιάδες αλλ’ αυτή η αγάπη δεν προέρχεται από αγαθή συνείδηση, αλλά από φαύλη, ούτε από καθαρή καρδιά, αλλά από ακάθαρτη, ούτε από πίστη ειλικρινή, αλλά ψευδή και υποκριτική. Γιατί η πίστη δείχνει την αλήθεια, και από την ειλικρινή πίστη γεννιέται η αγάπη· αυτός που πραγματικά πιστεύει στο Θεό, δεν ανέχεται ποτέ να εγκαταλείψει την αγάπη. «Από τις οποίες», λέγει, «μερικοί αστόχησαν, και γι’ αυτό στράφηκαν σε μάταιες συζητήσεις». Ορθώς είπε, «αστόχησαν»· γιατί χρειάζεται τέχνη, ώστε να ρίξεις κατ’ ευθείαν, κι όχι έξω από το σκοπό, ώστε να κατευθύνεσαι από το άγιο Πνεύμα· γιατί πολλά είναι εκείνα που σε εκτρέπουν από τον ευθύ δρόμο, και πρέπει να κυττάζεις προς ένα σκοπό. «Αυτοί που θέλουν», λέγει, «να είναι νομοδιδάσκαλοι». Βλέπεις και άλλη αιτία, την αιτία της φιλαρχίας; Γι αυτό και ο Χριστός έλεγε, «σεις όμως κανένα μην ονομάσετε, δάσκαλε» και πάλι ο απόστολος· «ούτε αυτοί οι ίδιοι δεν φυλάσσουν το νόμο, αλλά για να καυχηθούν με την περιτομή στη δική σας σάρκα». Το αξίωμα, λέγει, επιθυμούν και γι’ αυτό δε βλέπουν προς την αλήθεια. «Δεν καταλαβαίνουν», λέγει, «ούτε αυτά που λέγουν, ούτε όσα διαβεβαιώνουν». …Πώς λοιπόν, αν είναι από άγνοια, το ονομάζεις αυτό αμάρτημα; Γιατί αυτό το έπαθαν, όχι μόνο επειδή θέλουν να είναι νομοδιδάσκαλοι, αλλά κι επειδή δεν έχουν την αγάπη· άλλωστε και η άγνοια από αυτά γεννήθηκε. Γιατί, όταν η ψυχή παραδοθεί σε σαρκικά πράγματα, τυφλώνεται η ικανότητά της να διαβλέπει, και όταν εκπέσει η αγάπη, πέφτει στη φιλονεικία και τυφλώνεται το μάτι της διάνοιας. Γιατι εκείνος που κατέχεται από κάποια επιθυμία γι’ αυτά τα πρόσκαιρα πράγματα, μεθυσμένος από το πάθος δεν μπορεί να γίνει δίκαιος κριτής της αλήθειας» (23,141-145)
«Φιλονεικίες εννοεί αυτές με τους αιρετικούς, για να μην κουραζόμαστε στα χαμένα, όταν δεν υπάρχει κανένα κέρδος, αφού το τέλος τους είναι το τίποτε. Γιατί, όταν κάποιος είναι διεστραμμένος και προδιατεθειμένος, να μην αλλάξει καθόλου τη γνώμη του, ό,τι και αν γίνει, για ποιο λόγο κουράζεσαι άσκοπα σπέρνοντας επάνω σε πέτρες, ενώ έπρεπε να διαθέτεις τον καλό αυτόν κόπο στους δικούς σου, μιλώντας σ’ αυτούς για την ελεημοσύνη και τις άλλες αρετές; Πώς λοιπόν λέγει αλλού, «μήπως τους δώσει κάποτε ο Θεός μετάνοια», και εδώ, «τον αιρετικό άνθρωπο μετά την πρώτη και τη δεύτερη νουθεσία άφηνέ τον, γνωρίζοντας ότι έχει διαστραφεί αυτός και αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του»; Εκεί μιλάει γι’ αυτούς που έχουν κάποια ελπίδα για διόρθωση και γι’ αυτούς που απλώς έχουν αντίθετη γνώμη. Όταν όμως είναι φανερός και γνωστός σε όλους, για ποιο λόγο αγωνίζεσαι άδικα; γιατί χτυπάς τον αέρα; Τι σημαίνει, «καταδικάζοντας ο ίδιος τον εαυτό του»; Δεν μπορεί δηλαδή να πει, «κανείς δε μου μίλησε, κανείς δε με συμβούλευσε». Όταν λοιπόν μετα τή συμβουλή ο ίδιος επιμένει, τότε καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του» (24,121)
«Οι αιρετικοί που ζουν παρθενικά, έχουν γίνει υπεύθυνοι για την τιμωρία που αρμόζει στους πόρνους» (ΕΠΕ 21,405)
«Το καλό της παρθενίας… το ποθεί με ζήλον και το ασκεί μόνη η εκκλησία του Θεού. Διότι τας παρθένους των αιρετικών δεν θα μπορούσα ποτέ να τας ονομάσω παρθένους· πρώτον μεν, διότι δεν είναι αγναί, καθ’ όσον δεν είναι υπανδρευμέναι μέ ένα άνδρα, έτσι όπως θέλει ο μακάριος νυμφαγωγός του Χριστού, λέγων· «Σας αρραβώνιασα με έναν άνδρα, δια να σας παρουσιάσω ωσάν παρθένον αγνήν εις τον Χριστόν»… διότι οι γυναίκες που δεν αρκούνται εις τον ένα άνδρα, αλλ’ εισάγουν άλλον κοντά εις αυτόν, πού δεν είναι Θεός, πώς θα μπορούσαν να είναι αγναί; Κατα πρώτον λοιπόν εξ’ αιτίας αυτού του πράγματος δεν θα μπορούσαν να είναι παρθένοι… Ας παύσουν οι αιρετικοί να κοπιάζουν άδικα, διότι δεν θα λάβουν κανένα μισθό. Όχι επειδή ο Κύριος είναι άδικος, μακριά κάτι τέτοιον, αλλ’ επειδή αυτοί είναι αχάριστοι και πονηροί….Μέχρι πότε λοιπόν δεν θα παύσετε να τρέχετε εις το κενόν και να κοπιάζετε άδικα και εις τα χαμένα ν’ αγωνίζεσθε και τον αέρα να δέρετε; Και μακάρι να το εκάματε αυτό άσκοπα. Αν και βέβαια αυτό δεν είναι μικρά τιμωρία, το να τοποθετηθούν δηλαδή κατα τον καιρόν της απονομής της τιμής μεταξύ των ατίμων αυτοί που εκοπίασαν πάρα πολύ και περίμεναν να λάβουν μεγαλύτερα έπαθλα από τους κόπους των. Και τώρα λοιπόν δεν είναι μόνον αυτό το κακόν, ούτε φθάνει η ζημία μέχρις εις το να μη κερδίσουν τίποτε, αλλά τους επιφυλάσσονται άλλα πολύ φοβερώτερα από αυτά· το πυρ το άσβεστον, ο σκώληξ ο αιώνιος, το σκότος το εξώτερον, η θλίψις, η στενοχώρια…. Αλλ’ ούτε ο Μαρκίων ούτε ο Ουαλεντίνος ούτε ο Μάνης τήρησαν αυτό το μέτρον. Διότι δεν είχον μέσα των τον Χριστόν να ομιλή,… αλλά τον ανθρωποκτόνον, τον πατέρα του ψεύδους. Δια τούτο λοιπόν και οδήγησαν εις την απώλειαν όλους εκείνους που επίστευσαν εις αυτούς, φορτώνοντες αυτούς εις μεν την εδώ ζωήν με ανωφελείς και αφορήτους κόπους, εις δε την άλλην ζωήν συμπαρασύραντες τους εαυτούς των εις το πυρ το ητοιμασμένον δι εκείνους…. Εσείς όμως δι εκείνα που περιμένατε να λάβετε επαίνους, δι’ αυτά θα υποστήτε την πιο φοβεράν τιμωρίαν και θ’ ακούσετε μαζί με τους άλλους· «Φύγετε από κοντά μου και πηγαίνετε εις το πυρ που έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους αγγέλους του», διότι νηστεύσατε, διότι ησκήσατε την παρθενίαν… Αυτός όμως που υπέστη την πτωχείαν με την θέλησίν του δια να γίνη εκεί πλούσιος, και υπέφερε τους κόπους της παρθενίας δια να λάβη μέρος εις την χορείαν των αγγέλων, έπειτα τελείως ξαφνικά και παρά πάσαν προσδοκίαν να τιμωρήται δι αυτά δια τα οποία ήλπισε ν’ απολαύση αμέτρητα αγαθά, …Πράγματι λοιπόν η σωφροσύνη των αιρετικών είναι χειροτέρα από όλην την ασέλγειαν. Διότι εκείνη μεν επεκτείνει την αδικίαν μεταξύ των ανθρώπων, ενώ αυτή μάχεται τον Θεόν και υβρίζει την άπειρον σοφίαν. Τέτοιου είδους παγίδας στήνει ο διάβολος εις αυτούς που τον υπηρετούν…. Λοιπόν η παρθενία των αιρετικών είναι πράγματι εφεύρημα της πονηριάς του διαβόλου…Πώς λοιπόν να είναι παρθένος αυτή που απεμακρύνθη από την πίστιν, που προσέχει εις τα λόγια των πλάνων και πιστεύει εις τους δαίμονας και τιμά το ψεύδος; Πώς, να είναι παρθένος αυτή που έχει στιγματισμένην την συνείδησίν της; Διότι η παρθένος δεν πρέπει μόνον εις το σώμα να είναι καθαρά, αλλά και εις την ψυχήν, εάν βέβαια έχει σκοπό να υποδεχθή τον άγιον νυμφίον. Αυτή όμως με τόσα στίγματα εις την ψυχήν πώς θα μπορούσε να είναι καθαρά; …πώς θα μπορέση να διασωθή το κάλλος της παρθενίας, την στιγμήν που το ασεβές φρόνημα στριφογυρίζει μέσα της;… Διότι και αν ακόμη ήθελε μείνει άθικτον το σώμα της, αλλ’ όμως έχει διαφθαρεί το πολυτιμότερον, τα φρονήματα της ψυχής. Ποιον το όφελος λοιπόν την στιγμήν που κατεστράφη ο ναός να μένουν όρθιοι οι περίβολοί του; ή ποιον το κέρδος του θρόνου την στιγμήν πού έχει μολυνθή ο θρόνος να μένη καθαρός ο τόπος του θρόνου; προς μεν τους ανθρώπους επιδεικνύει πολλήν επιείκειαν, προς δε τον Θεόν που την έπλασε φέρεται με πολλήν μανίαν, και αυτή που δεν ανέχεται να σηκώση το βλέμμα της πάνω εις άνδρα -εάν φυσικά υπάρχουν μερικαί τέτοιοι μεταξύ των-, βλέπει προς τον Κύριον των ανθρώπων με αναίσχυντα μάτια και λέγει βδελυρά λόγια προς τό ύψος αυτού. Το πρόσωπόν των είναι ωχρόν και μοιάζει με νεκρόν (από την άσκηση). Δια τούτο είναι άξιαι πολλών δακρύων και θρήνων, διότι υπεβλήθησαν εις τόσην ταλαιπωρίαν όχι μόνον εις τα χαμένα, αλλά και προς καταστροφήν και της κεφαλής των»(29,449-465)
«Είδες ομολογία πλήρη και ακριβή; είδες διδασκαλία χωρίς να έχει καμμιά αμφιβολία; Ας μη σε ταράσσει πλέον κανείς, προσθέτοντας στα δόγματα της Εκκλησίας τις έρευνες των λογισμών του και θέλοντας να θολώσει τα ορθά και υγιή δόγματα. Αλλά φεύγε τις συναναστροφές αυτών όπως τα δηλητήρια των φαρμάκων. Καθόσον αυτοί είναι πιο φοβεροί από εκείνα· γιατί εκείνα περιορίζουν τη βλάβη μόνο στο σώμα, ενώ αυτοί καταστρέφουν την ίδια τη σωτηρία της ψυχής. Γι’ αυτό πρέπει από την αρχή και από την πρώτη στιγμή ν’ αποφεύγετε τις ομιλίες αυτών και μάλιστα μέχρι που να μπορέσετε, με το πέρασμα του χρόνου, οπλισμένοι καλά, σαν με κάποια όπλα πνευματικά, με τις μαρτυρίες της αγίας Γραφής, να αποστομώνετε την αδιάντροπη γλώσσα αυτών. Και όσο για τα δόγματα της Εκκλησίας θέλω τόση προσοχή να δείχνετε και να τα έχετε σταθερά ριζωμένα στη σκέψη σας» (30,341)
«Τι είναι λοιπόν αυτό που ονομάζεις ανάθεμα, μήπως το ότι πρέπει να αφιερωθή αυτός εις τον διάβολον και να μην έχη πλέον ελπίδα σωτηρίας και να απομακρυνθή από τον Χριστόν; Και ποιος είσαι συ ο οποίος έχεις τόσον μεγάλην εξουσίαν και δύναμιν; …Διατί λοιπόν επιζητείς τόσο μεγάλην αξίαν, την οποίαν ηξιώθη να λάβη μόνον ο όμιλος των αποστόλων και οι κατ’ απόλυτον ακρίβειαν γενόμενοι διάδοχοι αυτών, οι οποίοι είναι πλήρεις χάριτος και δυνάμεως; Και πράγματι εκείνοι φυλάξαντες την εντολήν επακριβώς, ωσάν να έβγαζαν τον δεξιόν οφθαλμόν, έτσι ακριβώς εξεδίωξαν από την Εκκλησίαν τους αιρετικούς· πράγμα που αποτελεί και απόδειξιν της μεγάλης αυτών συμπάθειας και θλίψεως, διότι απεκόπη αξιόλογον μέρος της Εκκλησίας. Δια τούτο ονόμασεν ο Θεός αυτόν δεξιόν οφθαλμόν δια να δείξη την μεγάλην συμπάθειαν αυτών που τους απέκοψαν από την εκκλησίαν. Όθεν και εις αυτό καθώς και είς όλα εφαρμόζοντες με απόλυτον ακρίβειαν τα όσα έλαβον, τας μεν αιρέσεις τας ήλεγχον και τας απέβαλλον από την εκκλησίαν, εις κανένα δε από τους αιρετικούς δεν απέδιδον αυτήν την επιτίμησιν (το ανάθεμα). Και ο απόστολος λοιπόν εις δύο μόνον περιπτώσεις φαίνεται να είπε τον λόγον αυτόν εξ’ ανόγκης και δεν απέδωσεν αυτήν την λέξιν εις ορισμένον πρόσωπον… Τι λοιπόν; εκείνο που δεν έκαμε κανείς από αυτούς που έλαβαν την εξουσίαν ή δεν τόλμησε να ομιλήση κατα τοιούτον τρόπον, τολμάς συ να κάμης αυτά, ενεργών αντίθετα από τον σκοπόν της σταυρικής θυσίας, και προλαμβάνεις την κρίσιν του βασιλέως Χριστού;… Άρα το θεωρείτε ασήμαντον αυτό, το να καταδικάση κανείς κάποιον ακαίρως και χωρίς να είναι κριτής με τέτοιαν απόφασιν; Διότι το ανάθεμα αποκόπτει τελείως από τον Χριστόν… Άπλωσε τα δίκτυα της αγάπης, δια να μη λοξοδρομήση ο ατελής πνευματικά, μάλλον δε να θεραπευθή· δείξε ότι από μεγάλην διάθεσιν θέλεις να κάμης κοινόν το αγαθόν που έχεις συ· ρίψε το γλυκύ άγκιστρον της συμπάθειας και κατ’ αυτόν τον τρόπον αφού ερευνήσης τα κεκρυμμένα εκρίζωσε από το βάθος της απωλείας αυτόν που συσκοτίζει τον νουν. Εκείνο που εθεωρήθη ότι είναι καλόν είτε εκ προλήψεως είτε εξ’ αγνοίας, δίδαξε ότι είναι ξένον προς την αποστολικήν παράδοσιν, και αν μεν θελήση να δεχθή τούτο ο άνθρωπος που εδέχθη την πλάνην, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτου, εκείνος θα ζήση εις την ζωήν και συ θα σώσης την ψυχήν σου, εάν όμως δεν θέλη να το παραδεχθή, αλλά επιμένει να φιλονεικεί, δια να μη γίνης υπεύθυνος, να διαμαρτυρηθής μόνον με μακροθυμίαν και επίείκειαν, δια να μη ζητήσει ο κριτής την ψυχήν του από τα δικά σου χέρια· να διαμαρτυρηθής προς αυτόν χωρίς να εκδηλώσης το μίσος, την αποστροφήν, χωρίς να τον καταδιώξης, αλλά να κάμης τούτο δεικνύων πρός αυτόν την αληθή και ειλικρινή αγάπην. Αυτήν να κερδήσης και αν τίποτε άλλο ακόμα δεν ωφελήσης, αυτή είναι μεγάλη ωφέλεια, τούτο είναι μεγάλο κέρδος, το να αγαπήσης και να διδάξης την διδασκαλίαν του Χριστού. Διότι λέγει· «Με αυτό θα μάθουν και θα πεισθούν ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχετε αγάπην μεταξύ σας», και αν αυτή δεν είναι παρούσα απέδειξεν ο απόστολος ότι ούτε η γνώσις των μυστηρίων, ούτε η πίστις, ούτε το χάρισμα της προφητείας, ούτε η ακτημοσύνη, ούτε η υπέρ του Χριστού μαρτυρία ωφελούν… Πώς πράττεις συ τα αντίθετα και έρχεσαι και εις την εκκλησίαν και πραγματοποιείς και την θυσίαν του Υιού του Θεού; Δεν γνωρίζετε ότι αυτός δεν συνέτριψε την λυγισμένην κάλαμον και στυππείον που ετρεμόσβηνε και εκάπνιζε δεν το έσβησε; Ποία δε είναι η δύναμις αυτού; Άκουσε, ότι τον Ιούδαν και τους κατα τον ίδιον τρόπον με αυτόν παρεκτραπέντας δεν τους εξεδίωξεν, μέχρις ότου κάθε ένας μόνος του έσυρε τον εαυτόν του και τον παρέδωσεν εις την πλάνην. Δεν προσφέρομεν τας ικεσίας υπέρ των αμαρτημάτων του λαού; Δεν έχομεν εντολήν να προσευχώμεθα… υπέρ των εχθρών μας, υπέρ εκείνων που μας μισούν και μας διώκουν; Ιδού εκπληρούμεν την υπηρεσίαν που μας ανετέθη, ιδού σας παρακαλούμεν· η χειροτονία δεν φέρει κάποιον εις την εξουσίαν, δεν τον κάνει αλαζόνα, δεν του δίδει εξουσίαν κυρίου επί δούλων· διότι όλοι ελάβομεν το ίδιον άγιον Πνεύμα, όλοι εκλήθημεν να γίνωμεν υιοί· αλλ’ όμως εκείνους που ο Πατήρ δοκίμασε και έκρινεν ως άξιους, εις αυτούς έκαμε την τιμήν και τους έδωσε την εξουσίαν να υπηρετούν τους αδελφούς των. Εκπληρούντες λοιπόν αυτήν την υπηρεσίαν σας παρακαλούμεν και ζητούμεν από σας, με επιμονήν να απομακρυνθήτε από το κακόν αυτού του είδους. Διότι ή ζει και είναι παρών εις την θνητήν αυτήν ζωήν, ή έχει αποθάνει, αυτός τον οποίον θέλεις να αναθεματίσης. Εάν μεν λοιπόν ζει ακόμη, ασεβείς, διότι απομακρύνεις από την εκκλησίαν αυτόν εις τον οποίον υπάρχει η δυνατότης να μεταβληθή και ημπορεί να μετατεθή από το κακόν εις το αγαθόν· εάν όμως έχη αποθάνει πολύ περισσότερον ασεβείς. Διατί; Διότι αυτός πλέον ευρίσκεται πλησίον του Κυρίου ή μακράν αυτού και δεν ευρίσκεται πλέον υπό ανθρωπίνην εξουσίαν· και αυτό που έχει κρυβή δια τον κριτήν των αιώνων, είναι επικίνδυνον εις ημάς να αποφαινώμεθα δια αυτό καθ’ ότι εκείνος μόνον γνωρίζει και μέτρα γνώσεως και ποσότητα πίστεως. Διότι, ειπέ μου, σε παρακαλώ, από που γνωρίζομεν τους λόγους με τους οποίους θά κατηγορήση τον εαυτόν του ή και θα απολογηθή κατα την ημέραν εκείνην που πρόκειται ο Θεός να κρίνη τα κρυπτά των ανθρώπων;… Τας μεν λοιπόν αιρετικάς διδασκαλίας, τας οποίας παρελάβομεν από μερικούς, πρέπει να τας αναθεματίζωμεν και να ελέγχωμεν τας ασεβείς διδασκαλίας, να επιδεικνύωμεν όμως κάθε ευσπλαγχνίαν δια τους ανθρώπους και να ευχώμεθα υπέρ της σωτηρίας αυτών» (31,449-455,459-63)
«Γι αυτό λοιπόν σας παρακαλώ όλους να προσπαθείτε όσο μπορείτε να τους θεραπεύετε, συζητώντας μαζί τους με καλωσύνη και επιείκεια, όπως ακριβώς κάμνομε με εκείνους που προσβλήθηκαν από διανοητική ασθένεια και παραφέρονται, καθόσον αυτοί από παραφροσύνη γέννησαν τη θεωρία αυτή και από υπερβολική ανοησία· τα φλογισμένα όμως τραύματα δεν ανέχονται ούτε χέρι να τα αγγίξει, ούτε υποφέρουν τη δυνατή πίεση. Γι αυτά οι σοφοί γιατροί χρησιμοποιούν μαλακό σφουγγάρι για το πλύσιμο των πληγών αυτού του είδους. Επειδή λοιπόν και στην ψυχή αυτών υπάρχει φλογισμένη πληγή, όπως ακριβώς, χρησιμοποιώντας μαλακό σφουγγάρι, καθαρίζουμε την πληγή με καθαρό και πόσιμο νερό, έτσι ας προσπαθούμε να περιορίσομε την αλαζονεία αυτών και να καθαρίζομε τον όγκο τους, χρησιμοποιώντας με καλωσύνη όλα εκείνα που είπαμε μέχρι τώρα. Και είτε σε βρίζουν, είτε σε κλωτσούν, είτε σε φτύνουν, είτε σου κάμνουν ο,τιδήποτε παρόμοιο, να μη εγκαταλείπεις, αγαπητέ, τη θεραπεία. Διότι εκείνοι που θεραπεύουν άνθρωπο παράφρονα είναι αναγκασμένοι να υπομένουν πολλά παρόμοια· παρ’ όλα αυτά όμως δεν πρέπει να παραιτούνται από την προσπάθειά τους, αλλ’ ακριβώς γι’ αυτά πρέπει βέβαια να τους κακοτυχίζουμε και να δακρύζουμε γι’ αυτούς, διότι είναι τέτοιο το είδος της ασθένειας από το οποίο προσβλήθηκαν. Αυτά τα λέγω για τους ισχυρότερους και ανεπηρέαστους, και που μπορούν να μην υποστούν καμία βλάβη από τη συναναστροφή τους μαζί τους, διότι, εάν κάποιος είναι ασθενέστερος ως προς την πίστη, ας αποφεύγει τις συναστροφές μ’ αυτούς, ας απομακρύνεται από τις συγκεντρώσεις τους, ώστε να μη γίνει η αιτία της φιλίας, αφορμή ασέβειας. Το ίδιο κάμνει και ο Παύλος· ο ίδιος συναναστρέφεται τους ασθενείς και λέγει, «Έγινα στους Ιουδαίους σαν Ιουδαίος, και σ’ εκείνους που βρίσκονταν έξω από το νόμο σαν να ήμουν και εγώ έξω από το νόμο», ενώ τους μαθητές που ήταν ασθενέστεροι ως πρός την πίστη τούς αποτρέπει από τις τέτοιου είδους σαναναστροφές. συμβουλεύοντας αυτούς και διδάσκοντάς τους τα εξής· «Οι κακές συναναστροφές καταστρέφουν τα καλά ήθη»”' και πάλι· «Φύγετε ανάμεσα απ’ αυτούς και απομακρυνθείτε, λέγει ο Κύριος»”. Διότι ο μεν γιατρός, αν έρθει προς τον ασθενή, πολλές φορές ωφελεί και εκείνον και τον εαυτό του, ενώ ο ασθενέστερος, συναναστρεφόμενος με τους ασθενείς, και τον εαυτό του βλάπτει και τον ασθενή· διότι και εκείνον δεν μπορεί να τον ωφελήσει καθόλου, και ο ίδιος αποκομίζει μεγάλη βλάβη από την ασθένεια. Και εκείνο ακριβώς που παθαίνουν εκείνοι που κοιτάζουν όσους πάσχουν από ασθένεια των ματιών, παίρνοντας κάτι από την ασθένεια αυτή, αυτό παθαίνουν και εκείνοι που συναναστρέφονται αυτούς τους βλάσφημους, αν είναι ασθενέστεροι, παίρνουν μεγάλο μέρος της ασέβειάς τους. Για να μην προξενήσουμε λοιπόν μεγάλη βλάβη στον εαυτό μας, ας αποφεύγουμε τις παρέες αυτών, και μόνο ας προσευχόμαστε και ας παρακαλούμε τον φιλάνθρωπο Θεό, ο οποίος θέλει όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να γνωρίσουν την αλήθεια, να τους απαλλάξει από την πλάνη και την παγίδα του διαβόλου, και να τους επαναφέρει στο φως της γνώσεως» (35,75-77)
«Να ευχόμαστε ν’ αποκτήσουν κάποτε την υγεία τους όσοι υποφέρουν από τέτοια νοσήματα (αιρέσεις). Διότι, εάν παραγγελλόμαστε να παρακαλάμε το Θεό για τους ασθενείς, για εκείνους που εργάζονται στα μεταλλεία, για εκείνους που βρίσκονται σε σκληρή δουλεία, και για τους δαιμονιζόμενους, πολύ περισσότερο πρέπει να τον παρακαλάμε γι’ αυτούς. Καθόσον η ασέβεια είναι φοβερότερη από την ασθένεια των δαιμονιζομένων· διότι εκείνη η μανία έχει συγχώρεση, ενώ η ασθένεια αυτή έχει στερηθεί κάθε απολογίας» (35,101-3)
«Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τη φιλονεικία και τη διαμάχη και από την διάσπαση της Εκκλησίας, και τον χιτώνα, που δεν τόλμησαν ούτε και οι ληστές να τον διαρρήξουν, αυτόν να τον κομματιάζουμε σε πολλά μέρη. Δεν μας αρκούν οι άλλες αιρέσεις, αλλά και εμείς οί ίδιοι κατακομματιάζουμε τους εαυτούς μας; Δεν ακούς τον Παύλο που λέγει, «αν δαγκώνετε και κατατρώγετε ο ένας τον άλλο, προσέχετε μήπως καταφαγωθήτε αναμεταξύ σας»; Πες μου λοιπόν, βαδίζεις έξω από την ποίμνη και δεν φοβάσαι το λιοντάρι, που τριγυρίζει γύρω απ’ αυτήν; Γιατί λέγει, «ο εχθρός σας σαν λιονταρι ωρυόμενο γυρίζει γύρω σας, ζητώντας ποιον να αρπάξη». Πρόσεχε σοφία ποιμένα. Δεν το άφησε να μένη ούτε μέσα στα πρόβατα, για να μη κατασπαράξη την ποίμνη, ούτε και το απομάκρυνε απ’ έξω, για να συγκεντρώση με τον φόβο του θηρίου όλους μέσα. Δεν σέβεσαι τον Πατέρα; Φοβήσου τον έχθρό· αν απομακρύνης τον εαυτό σου από την ποίμνη, εκείνος οπωσδήποτε θα σε δεχθή. Βέβαια μπορούσε ο Χριστός να διώξη μακριά από την ποίμνη τον εχθρό, αλλά τον άφησε να βρυχάται απ’ έξω για να σε προετοιμάση να είσαι ξύπνιος, γεμάτος αγωνία και να καταφεύγης συνεχώς κοντα στή μητέρα σου, ώστε και εκείνοι που βρίσκονται μέσα, ακούοντας τον βρυχηθμό του, να συνδέωνται πιο στενά και να καταφεύγουν ο ένας στον άλλο. Το ίδιο κάνουν και οι φιλόστοργες μητέρες. Όταν τα παιδιά τους κλαίνε, τα απειλούν πολλές φορές να τα ρίξουν στα στόματα των λύκων, όχι για να τα ρίξουν, αλλά για να σταματήσουν να κλαίνε. Γι’ αυτό και ο Χριστός έκαμε το παν, ώστε να έχουμε αναμεταξύ μας ειρήνη και να είμαστε συνδεδεμένοι ο ένας με τον άλλο…Ενώ λοιπόν είχε (ο Παύλος) τόσα να τους κατηγορήση, όμως πριν από εκείνο δεν τους μίλησε για τίποτε άλλο, παρά για τη διχόνοια και τις έριδες. Αρχίζοντας την επιστολή του λέγει ευθύς αμέσως· «σας παρακαλώ , αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να διδάσκετε όλοι το ίδιο και να μην υπάρχουν μεταξύ σας διαιρέσεις». Γιατί γνώριζε, γνώριζε πολύ καλά, ότι αυτό ήταν πριν από όλα το κατεπείγον. Εκείνος που πορνεύει, αν εισέρχεται συνεχώς στην Εκκλησία καθώς και ο υπερήφανος και εκείνος που έχει οποιοδήποτε ελάττωμα, θα το αποβάλη πολύ γρήγορα και θα επανεύρη την υγεία του, αν απολαμβάνη συνεχή διδασκαλία. Εκείνος όμως που απέκοψε τον εαυτό του από τη σύναξη αυτή και απομακρύνθηκε από τη διδασκαλία των πατέρων και απέφυγε το ιατρείο και αν ακόμη νομίζη ότι είναι υγιής, πολύ σύντομα θ’ αρρωστήσει. Και όπως ακριβώς ο άριστος ιατρός θεραπεύει τις πληγές και τα κατάγματα, αφού πρώτα σταματήσει τον πυρετό, το ίδιο έκαμε και ο Παύλος· αφού πρώτα ξερρίζωσε τη διάσταση, τότε θεράπευσε τα τραύματα του κάθε μέλους. Γι’ αυτό και ομιλεί πριν απ’ όλα γι’ αυτό, να μη διαφωνούν δηλαδή αναμεταξύ τους, ούτε ν’ ανακηρύσσουν δικούς τους αρχηγούς, ούτε και να διαιρούν το σώμα του Χριστού… Και γιατί να μιλώ για τον εαυτό μου; Τριακόσιοι και πλέον πατέρες, αφού συγκεντρώθηκαν στην πόλη των Βιθυνών, νομοθέτησαν αυτά, και συ όλους αυτούς τους περιφρονείς; Γιατί ένα από τα δύο συμβαίνει. Ή τους κατηγορείς για μωρία όλους αυτούς, σαν να μην είχαν ακριβή γνώση, ή για δειλία, ότι δηλαδή τα γνώριζαν βέβαια, αλλ’ υποκρίθηκαν και πρόδοσαν την αλήθεια. Γιατί, όταν δεν εμμένης σ’ αυτά πού εκείνοι νομοθέτησαν, αυτές οι σκέψεις κατ’ ανάγκη ακολουθούν. Το ότι οι πατέρες επέδειξαν τότε και πολλή σοφία και ανδρεία, το αποδεικνύουν όλα εκείνα που συνέβηκαν. Και τη σοφία τους βέβαια την δείχνει η διατυπωθείσα απ’ αυτούς τότε πίστη, η οποία έκλεισε των αιρετικών τα στόματα και απέκρουσε σαν τείχος αδιάρρηκτο όλες τις επιβουλές τους, ενώ την ανδρεία τους την δείχνει ο διωγμός που μόλις πρόσφατα κατέπαυσε και ο πόλεμος των Εκκλησιών. Γιατί, σαν ακριβώς γενναία παλληκάρια, αφού έστησαν αναρίθμητα τρόπαια νίκης και δέχθηκαν πολλά τραύματα, έτσι επέστρεψαν τότε από παντου οι προστάται των Εκκλησιών, φέροντας στα σώματά τους τα στίγματα του Χριστού και απαριθμώντας πλείστες όσες τιμωρίες, που τις υπέμειναν για την ομολογία της πίστεως. Γιατί άλλοι μπορούσαν να μιλήσουν για τα μεταλλεία και τα βασανιστήρια πού υπέστησαν σ’ αυτά, άλλοι για τις δημεύσεις όλης της περιουσίας τους, άλλοι για την πείνα και άλλοι για τις αδιάκοπες πληγές. Και άλλοι είχαν να επιδείξουν τα καταπληγωμένα πλευρά τους, άλλοι τα σπασμένα νώτα τους, άλλοι τα βγαλμένα μάτια τους, άλλοι άλλο μέρος του σώματός τους, πού τους τα είχαν αφαιρέσει εξ’ αιτίας της πίστεώς τους στον Χριστό. Και από όλους αυτούς τους αθλητές συγκροτήθηκε τότε η σύνοδος εκείνη, και μαζί με την διατύπωση της πίστεως νομοθέτησαν και αυτό, τον από κοινού δηλαδή εορτασμό του Πάσχα. Εκείνοι λοιπόν, που, σε καιρούς τόσο δύσκολους, δεν πρόδωσαν την πίστη, ήταν δυνατόν άραγε να ενεργήσουν υποκριτικά ως προς τον προσδιορισμό των ημερών; Πρόσεχε τι κάνεις κατακρίνοντας τόσους πατέρες, τόσο ανδρείους και σοφούς. …ποιά συγγνώμη θα λάβης εσύ και ποια απολογία θα δώσης, όταν καταφέρεσαι, και μάλιστα άδικα και με πολλή απεριρκεψία, εναντίον τόσων διδασκάλων, που είναι φίλοι του Θεού; Δεν άκουσες τον ίδιο τον Χριστό πού λέγει, «όπου είναι δύο ή τρεις συγκεντρωμένοι στο όνομά μου, εκεί άναμεσά τους είμαι και εγώ»; Και αν εκεί όπου υπάρχουν δύο ή τρεις βρίσκεται ο Χριστός άναμεσά τους, εκεί που συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι και πλέον, ήταν ασφαλώς και αυτός παρών, κατευθύνοντας και νομοθετώντας τα πάντα. Συ όμως δεν καταφέρεσαι μόνο εναντίον εκείνων, αλλά και εναντίον ολοκλήρου της οικουμένης, που και επήνεσε τις αποφάσεις τους. Ή μήπως θεωρείς τους Ιουδαίους σοφώτερους από τους πατέρες όλης της γης… Στην περίπτωση των Ιουδαίων καταργείται η φύλαξη του χρόνου, ώστε το Πάσχα να εορτάζεται στα Ιεροσόλυμα, και συ δεν προτιμάς τη συμφωνία του χρόνου της Εκκλησίας, αλλά για να φανεί ότι εφαρμόζεις ορισμένες ημέρες, προσβάλλεις την κοινή μας μητέρα και διχάζεις την αγία σύνοδο; Και πώς θα ήταν δυνατό να αξιωθής συγγνώμης, όταν προτιμάς να αμαρτάνης για τέτοια ασήμαντα πράγματα;… Ας μη φιλονεικούμε λοιπόν, ούτε και να λέμε εκείνο, ότι δηλαδή, τόσα χρόνια νήστευα έτσι και τώρα θα αλλάξω; Άλλαξε ακριβώς γι αυτό και μόνο· επειδή για τόσο μεγάλο χρόνο αποκόπηκες από την Εκκλησία, γύρισε τώρα πίσω στην μητέρα. Κανείς δεν λέγει, επειδή για τόσο χρόνο παρέμεινα στην έχθρα, ντρέπομαι τώρα να συμφιλιωθώ. Γιατί ντροπή είναι όχι η προς το καλύτερο μεταβολή, αλλ’ η παραμονή στην άκαιρη φιλονεικία… Τώρα που η Εκκλησία ολόκληρη και τόσοι πατέρες είναι εναντίον σου, τολμάς και επιμένεις να προσέρχεσαι στα ιερά μυστήρια, χωρίς προηγουμένως να τερματίσης την παράκαιρη εκείνη έχθρα; Και πώς θα μπορούσες, βρισκόμενος σε τέτοια κατάσταση, να εορτάσης το Πάσχα; Κι αυτά δεν τα λέγω μόνο προς εκείνους, αλλά και προς εσάς τους υγιείς, ώστε να επαναφέρετε στη μητέρα Εκκλησία όσους δείτε τέτοιους, αφού τους περισυλλέξετε με πολλή προσοχή και καλοσύνη. Κι αν αυτοί αντιδρούν, κι αν δυστροπούν, κι αν ο,τιδήποτε άλλο κάμνουν, ας μην αποκάμουμε, μέχρι που να τους πείσουμε. Γιατί τίποτε δεν μπορεί να εξισωθή με την ειρήνη και την ομόνοια…. Ως ειρήνη εννοώ όχι εκείνην του απλού χαιρετισμού, ούτε εκείνην των συμποσίων, αλλά την κατα Θεόν ειρήνη, την ειρήνη της πνευματικής ομόνοιας, την οποία τώρα πολλοί διασπούν, ζημιώνοντας τα δικά μας πράγματα με συζητήσεις άκαιρες και βλαβερές και αυξάνοντας τα ιουδαϊκά, θεωρώντας πιο αξιόπιστους διδασκάλους εκείνους, παρά τους πατέρες τους δικούς μας… Ούτε να φυλάσσουμε ακόμη ημέρες και εποχές και έτη, αλλά παντου ας ακολουθούμε με κάθε ακρίβεια την Εκκλησία, προτιμώντας πάνω απ’ όλα την αγάπη και την ειρήνη. Γιατί, κι αν ακόμη η Εκκλησία διέπραττε σφάλμα, δεν θα ήταν το κατόρθωμα από την ακριβή τήρηση των χρόνων τόσο μεγάλο, όσο είναι το έγκλημα που προέρχεται από τη διαίρεση και το σχίσμα. Τώρα δεν έχει για μένα καμμιά σημασία η τήρηση του καιρού, αφού, όπως αποδείξαμε, δεν έχει ούτε και για τον Θεό σημασία….Αλλά ένα μόνο πράγμα ζητώ· το να κάνουμε τα πάντα με ειρήνη και ομόνοια… Ούτε και η Εκκλησία ανεγνώριζε την υποχρεωτική και ακριβή τήρηση των καιρών. Αλλ’ επειδή από την αρχή φάνηκε καλό στους πατέρες, που ήταν διασκορπισμένοι παντού, να συνέλθουν και να ορίσουν την ημέρα αυτή, η Εκκλησία, τιμώντας πάντοτε τη συμφωνία και αγαπώντας την ομόνοια, αποδέχθηκε την απόφαση… Ας μη σκιαμαχούμε λοιπόν κι ας μη βλάπτουμε τους εαυτούς μας στα μεγάλα πράγματα, φιλονεικώντας για τα ανάξια λόγου. Γιατί δεν αποτελεί έγκλημα το να νηστεύουμε αυτή ή την άλλη περίοδο, αλλ’ έγκλημα, και μάλιστα ασυγχώρητο και άξιο καταδίκης και πρόξενο μεγάλης τιμωρίας, είναι η διαίρεση της Εκκλησίας, ο διαπληκτισμός, η σπορά της διχόνοιας, και η συνεχής αποστέρηση του εαυτού μας από τις συνάξεις των πιστών» (34,165,167-9,171-3,183-191)
«Ο Θεός σε πολλές περιπτώσεις επιτρέπει να πολεμείται η αληθής και αποστολική πίστη προς αυτόν, ενώ τις αιρέσεις και την ειδωλολατρία την αφήνει ν’ απολαμβάνει άνεση. Για ποιό λόγο άραγε; Για να μάθεις από το ένα μέρος την αδυναμία εκείνων που, αν και δεν ενοχλούνται, όμως αυτομάτως εξαφανίζονται, και από το άλλο να γνωρίσεις τη δύναμη της πίστεως που, αν και πολεμείται, αυξάνεται μέσω εκείνων που την καταδιώκουν… «σου είναι αρκετή», λέγει, «η χάρη μου· διότι η δύναμή μου αποδεικνύεται τέλεια εκεί όπου υπάρχει αδυναμία». Βλέπεις ότι γι’ αυτό επιτρέπει ο Θεός τους αγγέλους του Σατανά να καταθλίβουν τους δούλους του και να τους προξενούν άπειρα κακά πράγματα, για να γίνεται φανερή η δύναμη αυτού; Διότι πράγματι είτε συζητάμε με τους Εθνικούς, είτε με τους άθλιους Ιουδαίους, μας είναι αρκετό αυτό προς απόδειξη της θείας δυνάμεως, το ότι μπόρεσε η πίστη να επικρατήσει παρά τους άπειρους πολέμους που δεχόταν, και ενώ όλη η οικουμένη εναντιωνόταν και με μεγάλη σφοδρότητα όλοι καταδίωκαν τους δώδεκα εκείνους ανθρώπους, εννοώ τους Αποστόλους, μπόρεσε σε σύντομο χρόνο, αν και μαστιγώνονταν, καταδιώκονταν και πάθαιναν άπειρα δεινά, να υπερισχύσει κατα τρόπο υπερβολικό εκείνων που της προξενούσαν αυτά» (31,141-145)
«Ο ψαλμός σήμερα μας οδηγεί σε σύγκρουση με τους αιρετικούς, όχι για να τους πολεμήσουμε παραμένοντας αυτοί αδρανείς, αλλά για να τους σηκώσουμε από την πτώση στην οποία βρίσκονται. Διότι τέτοιος είναι ο δικός μας πόλεμος, δεν καθιστά τους ζωντανούς νεκρούς, αλλά τους νεκρούς τους οδηγεί στη ζωή, γεμάτος από ημερότητα και πολλή επιείκεια. Διότι δεν πολεμώ με υλικά όπλα, αλλά με τον λόγο καταδιώκω, όχι τον αιρετικό, αλλά την αίρεση. Δεν αποστρέφομαι τον άνθρωπο, αλλά μισώ την πλάνη και θέλω να τον αποσπάσω από αυτήν. Δεν κάνω πόλεμο με ουσία (διότι η ουσία είναι έργο του Θεού) αλλά θέλω να διορθώσω τη γνώμη, που τη διέφθειρε ο διάβολος... και εγώ λοιπόν εάν πολεμήσω τους αιρετικούς, δεν πολεμώ τους ίδιους τους ανθρώπους, αλλά θέλω να απομακρύνω την πλάνη και να καθαρίσω τη σαπίλα. Δική μου συνήθεια είναι να καταδιώκομαι και όχι να καταδιώκω, να πολεμούμαι και να μην πολεμώ»(37,297)
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ (+435)
«Και κανένας να μην αποδεχόταν, πρέπει να προτιμάται η αλήθεια» (ΕΠΕ τόμος 3,439)
«Ο διάβολος γέννησε πολλές αιρέσεις και στους Έλληνες… και στους Iουδαίους... Εάν όμως γέννησε και στους Χριστιανούς πολύ περισσότερες, κανένας να μην απορεί. Γιατί πριν από την ένσαρκη παρουσία του Χριστού, βλέποντάς τους όλους να μεθούν από την κακία και κανένας, όπως θα μπορούσα να πω, να μην είναι καθαρά νηφάλιος έσπειρε λίγα σπέρματα φιλονικίας, όταν όμως ήρθε από τον ουρανό ο σωτήριος Λόγος, φέρνοντας σε μας διδασκαλίες της ουράνιας πολιτείας και προμηνύοντας στον διάβολο, με αυτά που απειλούσε εκείνους που αμάρταναν, την καταδίκη που τον περιμένει, (γιατί έλεγε, «πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους αγγέλους του») τότε λοιπόν ο κοινός εχθρός όλων, βλέποντας και το δικό μας γένος σιγά-σιγά και λίγο-λίγο να αποβάλλει την κακιά και να πλησιάζει την αρετή, να εξοστρακίζει την ασέβεια και να ασπάζεται την ευσέβεια και μάλιστα ακούγοντας και τον όρο της εναντίον του απόφασης, κυριεύτηκε από μεγαλύτερη μανία εναντίον μας και γέννησε τις αιρέσεις. Επειδή δηλαδή δεν μπορούσε πια να αντισταθεί στην ευσέβεια, προσπαθούσε να χειραγωγήσει πολλούς με το όνομά της και με πρόσχημα την ευλάβεια επιχειρούσε να ανατρέψει την αλήθεια, και αυτούς που με τον άριστο βίο τους πολλές φορές έλαμπαν, τους έκανε να εκτραπούν με διεφθαρμένες διδασκαλίες. Γιατί ένα είναι το έργο και η μεγάλη φροντίδα του, να καταποντίσει όλους μαζί και μαζί με τον εαυτό του, είτε με τη βία, είτε με νόθες διδασκαλίες, στο πέλαγος της απώλειας. Σκεπτόμενοι λοιπόν αυτά, ας πάψουν οι αρχηγοί των αιρέσεων να σπέρνουν σπόρους εναντίον της αλήθειας, αναλογιζόμενοι ότι αυτοί περισσότερο από όλους σαλεύονται μέσα σε πολύ μεγάλο κίνδυνο. Ας πάψουν επίσης και οι ακροατές τους, οι οποίοι μόνο από προκατάληψη ενεργούν και αυθαδιάζουν εναντίον της αλήθειας, για να μην αδρανοποιήσουν, όσο εξαρτάται από αυτούς, το κατόρθωμα του Σωτήρα… (ΕΠΕ 2,129-131)
«Όλων βέβαια των ανθρώπινων αγαθών προϋπόθεση και βάση είναι η ομόνοια και πρέπει σε κανέναν να μη δίνεις αφορμή για πόλεμο και φιλονικία. Εάν όμως κάποτε βλέπεις την ευσέβεια να βλάπτεται ή τους αδύνατους να αδικούνται, να μην προτιμάς την ειρήνη αντί της αλήθειας, αλλά να στέκεσαι γενναία αγωνιζόμενος προς την αμαρτία μέχρις αίματος. Γιατί για αυτό ειπώθηκε από τον Απόστολο αυτό που θέλησες να μάθεις «Εάν είναι δυνατόν όσο εξαρτάται από σας να έχετε ειρήνη με όλους τους ανθρώπους». Γιατί υπάρχει περίπτωση όπου δεν είναι αυτό δυνατόν, όπως όταν ο αγώνας γίνεται για την πίστη, ή όταν ο αγώνας γίνεται για αυτούς που αδικούνται».( Ισίδωρος Πηλουσιώτης,ΕΠΕ 3,337)
«Νομίζω ότι οι αιρέσεις έχουν γεννηθεί ή από φιλαρχία ή από προκατάληψη, τα δύο αυτά δυσκολοπολέμητα κακά. Άλλοι δηλαδή επειδή δεν καταδέχτηκαν να παραμείνουν στην τάξη των πιστών, και άλλοι επειδή μετά την αποδοχή τους δεν καταδέχτηκαν να διδαχτούν, έσπειραν σπέρματα νεώτερης διδασκαλίας, απαξιώνοντας να παραμείνουν στα καθιερωμένα» (ΕΠΕ 5,217)
«Όταν ο χορός (όμιλος) των αρετών δεν καθοδηγείται από την ορθή πίστη, είναι τυφλός, αλλά και η ορθή πίστη, εάν λείπει ο χορός των αρετών, είναι ανενεργή. Όταν όμως η ορθή πίστη ως κορυφαία σύρει τον χορό και οι αρετές ακολουθούν, τότε οπωσδήποτε ο χορός των αρετών θα στεφανωθεί, επειδή αγωνίστηκε νόμιμα» (ΕΠΕ 5,219) )
[η Εκκλησία του Χριστού ορίζεται ως] «το άθροισμα των αγίων το εξ ορθής πίστεως και πολιτείας αρίστης συγκεκροτημένον» (Προς Αντίοχον, ερώτησις ριβ΄, P.G.28, 665D)
Γ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ (431)
«[ο αιρετικός κληρικός] πάσης εκκλησιαστικής κοινωνίας εντεύθεν ήδη υπό της Συνόδου εκβεβλημένος, και ανενέργητος υπάρχων» (Κανών α΄P.G.137, 349B)
«Όρισε η αγία Σύνοδος άλλη πίστη να μην επιτρέπεται σε κανέναν να διδάσκει ή να διατυπώνει ή να προσθέτει, αντίθετη με εκείνη που καθορίστηκε από τους αγίους Πατέρες που συνάχθηκαν εν Αγίω Πνεύματι στην πόλη της Νίκαιας. Εκείνους δε που τολμούν είτε να προσθέσουν διαφορετική πίστη, είτε να εκθέσουν είτε να αποτρέψουν αυτούς που θέλουν να επιστρέψουν στην επίγνωση της αλήθειας… αυτούς, αν μεν είναι επίσκοποι ή κληρικοί, οι μεν επίσκοποι να αποξενώνονται από την επισκοπή και οι κληρικοί από την ενορία· αν πάλι είναι λαϊκοί, να αναθεματίζονται» (Ζ κανών Γ Οικουμενικής)
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (412-444 επίσκοπος)
«Αυτοί που συνδέονται με τους ασεβείς αιρετικούς και συμμετέχουν στα θυσιαστήριά τους… πολλαπλασιάστηκαν λοιπόν σε αυτούς τα θυσιαστήρια που ωθούν στην αμαρτία, θυσιάζοντας τον αμνό έξω από την θεία και ιερή αυλή, δηλαδή την Εκκλησία» (ΕΠΕ 21,339)
«Για τα δόγματα του Απολιναρίου δεν θα κάνω καθόλου λόγο. Διότι αυτούς που μία φορά καταδικάστηκαν, επειδή παραχαράσσουν την αλήθεια, πρέπει να τους αποστρεφόμαστε» (PG 76,332C)
«(O Κύριλλος γράφει στον αιρετικό πατριάρχη Κων/πόλεως Νεστόριο) Δεν θα είναι αρκετό όμως για την ευλάβειά σου να ομολογήσει μαζί μας το Σύμβολο της πίστης, που εκτέθηκε κατά καιρούς μέσω του Αγίου Πνεύματος… στην πόλη της Νίκαιας… Αλλά έπεται ότι εγγράφως και ενόρκως θα ομολογήσεις και ότι αναθεματίζεις από τη μία τα βρωμερά σου και βέβηλα δόγματα, θα φρονήσεις και θα διδάξεις από την άλλη όσα και όλοι εμείς οι επίσκοποι και διδάσκαλοι και αρχηγοί σε Δύση και Ανατολή» (PG 77,108CD)
«Παντού λοιπόν ακολουθούμε τις ομολογίες των αγίων Πατέρων, οι οποίες έχουν γίνει αφού μιλά μέσα τους το Άγιο Πνεύμα, και ιχνηλατούμε τον σκοπό των δικών τους σκέψεων» (PG 77,109B)
« «Τρώγλες» νομίζω και «φωλιές ασπίδων» ονομάζει ή τα πονηρά στίφη των δαιμόνων, ή των ασεβών αιρετικών τα σπίτια κατά κάποιο τρόπο και τις κρυψώνες, για να μην λέμε εκκλησίες» (Εις Ησαΐαν Βιβλιο Β λόγος Α, ΕΠΕ 17, 43-45)
ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΗΣ 423-529 μ.Χ.
Επιστολή Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου προς τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α το 511 μ.Χ.
Βασιλιά μου, μπροστά μας υπάρχουν δύο περιπτώσεις και πρέπει να επιλέξουμε τη μία από τις δύο: δηλαδή ή να ζούμε αισχρά και ανελεύθερα συμφωνώντας και ενωνόμένοι με τους Ακέφαλους (Μονοφυσίτες), ή να πεθάνουμε έντιμα ακολουθώντας τα ορθά δόγματα των Αγίων Πατέρων. Ε, μάθε, εμείς προτιμάμε να πεθάνουμε. Διότι τόσο πολύ απέχουμε από το να ακολουθούμε τα καινοφανή και κακόδοξα δόγματα, ώστε όχι μόνο θα μένουμε αμετακίνητοι στη θέση μας, ακολουθώντας με απόλυτη ακρίβεια τους προηγούμενους νόμους (δόγματα) που θέσπισαν οι άγιοι πατέρες, αλλά και εκείνους που τυχόν θα παρασυρθούν και θα παρεκκλίνουν από την ορθή πίστη, ευσεβώς θα τους αποκηρύξουμε και θα τους υποβάλλουμε σε ανάθεμα. Και όχι μόνο τούτο· αλλά και αν χειροτονήσετε κάποιον από τους Ακέφαλους, εμείς δεν πρόκειται να τον δεχτούμε με καμία βία. Μακάρι όμως, βασιλεύ Ιησού Χριστέ, να μη γίνει ποτέ τέτοιο πράγμα.
Αν βέβαια συμβεί κάτι τέτοιο, αφού επικαλεστούμε ως μάρτυρα της αλήθειας τον Θεό, ή, να πούμε καλύτερα, Εκείνον, τον Ιησού, που τώρα βλασφημείται από αυτούς, τους Ακέφαλους, θα προβάλλουμε αντίσταση μέχρις αίματος. Και όπως για την πατρίδα, έτσι και περισσότερο για την ορθή πίστη θα προσφέρουμε ευχάριστα τις ψυχές μας, έστω και αν δούμε και αυτούς τους Αγίους Τόπους παραδομένος στο πυρ. Γιατί άλλωστε, και ποιο είναι το όφελος μόνο του ονόματος, όταν επιτέλους αυτά τα ιερά πράγματα καθυβρίζονται και προπηλακίζονται;
Λοιπόν, βασιλιά μου, εμείς δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να φρονήσουμε, ούτε να πούμε καθόλου, ούτε να παραδεχτούμε κάτι που δεν συμφωνεί με τα θεσπισθέντα από τις τέσσερις άγιες και οικουμενικές Συνοδούς …
Σχετικώς λοιπόν με αυτά, και πυρ να ανάβει εναντίον μας, και ξίφος να ακονίζεται, και ο πικρός θάνατος να επιφέρεται καταπάνω μας, μάλλον δε αντί ενός, αν είναι δυνατόν, και μύριοι θάνατοι, εμείς δεν θα προδώσουμε ποτέ την ορθή πίστη και ούτε θα αθετήσουμε και θα ατιμάσουμε εκείνα που ορθώς δογμάτισαν οι θεοφόροι Πατέρες. Ας είναι δε μάρτυρες τούτου οι ιδρώτες τους για την ορθόδοξη Πίστη και τα πολλά τους αγωνίσματα. Και τα δόγματά τους θα μένουν οπωσδήποτε στερεά και αμετάβλητα…»(Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 90-92)
«Αφού ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α το 511 μ.Χ. επανήλθε στην αρχική του (αιρετική) στάση, όλοι βρίσκονταν σε αμηχανία και απορία τι να πράξουν. Έτσι άλλοι υποστήριζαν τη βλασφημία, ενώ άλλοι, από το άλλο μέρος, φοβούνταν και δεν προέβαλλαν ούτε τον παραμικρό αντίλογο· και τούτο, διότι ίσως και στην υπόθεση αυτή παραχωρούσαν την πρωτοβουλία και παρρησία στον κοινό Πατέρα (τον Θεοδόσιο) και περίμεναν από αυτόν, σαν από στρατηγό, το σύνθημα. Τότε λοιπόν, τότε έγινε φανερό πόσο πολύ και τα γηρατειά όταν ενισχύονται και ενδυναμώνονται από τον ζήλο, ενεργούν νεανικά και γενναία εναντίον εκείνων που αποτελούν κίνδυνο για το καλό και την αλήθεια. Δηλαδή ο όσιος δεν λογάριασε εκείνα τα αυτοκρατορικά γράμματα και θεσπίσματα, ούτε τις μύριες απειλές, ούτε τους όχλους που ευλαβούνταν τα θεσπίσματα του βασιλιά εξίσου προς τα θεία, ούτε τους στρατιώτες που περιφρουρούσαν εκείνους που είχαν μεταφέρει τα βασιλικά παραγγέλματα· όλα αυτά τα καταφρόνησε σαν να επρόκειτο για κακόγουστος ήχους, και είπε ότι τέτοιες βροντές τρομάζουν τα παιδιά και όχι τον ίδιο.
Έτσι λοιπόν όρμησε σαν λέοντας, μπήκε στον Ιερό Ναό, ανέβηκε στο βήμα, πάνω στο οποίο οι ιερείς διαβάζουν συνήθως τα αναγνώσματα, και, αφού έκανε νόημα με το χέρι του στο πλήθος να σταματήσει να μιλάει, ύψωσε τη φωνή του και είπε: «Αν κάποιος απορρίπτει τις τέσσερις άγιες Συνόδους και δεν τις θεωρεί σαν τα τέσσερα Ευαγγέλια, να είναι ανάθεμα, δηλαδή καταραμένος και αφορισμένος». Αυτά μόνο είπε, και κατέπληξε το πλήθος σαν άγγελος και με το μέγεθος της θαυμαστής του ενέργειας, τους άφησε όλους άφωνους. Ακολούθως εξήλθε από τον Ιερό Ναό προχωρώντας ανάμεσά τους αμίλητος. Αλλά και εκείνοι σιωπούσαν και κατά κάποιο τρόπο κοιμούνταν και νόμιζαν πως έβλεπαν όνειρο, σαν να μην ήταν πραγματικό εκείνο που έγινε. Και βέβαια υπήρξε τέτοιο το στρατήγημα εκείνο του ανδρός, που νόμισαν πως από αυτό κατέταξαν στα ιερά δίπτυχα τις άγιες Συνόδους.
Μετά από αυτά ο Όσιος Θεοδόσιος χωρίς καμία χρονοτριβή και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, περιερχόταν τις πόλεις που ήταν ολόγυρα, τους μαθητές και άλλους ζηλωτές από την ερημιά και τους καθοδηγούσε, επιβάλλοντας τη γνώμη του σαν άλλος στρατηγός· Ο πρώτος στην πολιά (στις άσπρες τρίχες, στη γεροντική ηλικία) δείχνοντας και πρώτος στην προθυμία. Τριγύρισε σε όλους και έγινε στους πάντες τα πάντα· πληροφορούσε και ενημέρωνε εκείνους που είχαν αμφιβολίες· στήριζε ακόμη περισσότερο τους ευσταθείς, ξεσήκωνε τους νωθρούς και ράθυμους, επέτεινε την επιμέλεια των προθύμων, ενθάρρυνε και ενίσχυε εκείνους που δείλιαζαν, παραινούσε τους αγωνιζόμενους, κατατρόμαζε τους αντιπάλους με την εξαιρετική του γενναιότητα, προλάμβανε κάθε αιρετική νόσο με την ταχύτητα της ιατρείας» (Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 94-95)
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΣΙΝΑΙΤΗΣ
«Η ωραιότητα της σύμφωνης με την αρετή τέλειας ζωής ενισχύεται με την ευσεβή πίστη και την τήρηση των θεϊκών εντολών. Γιατί ούτε το σώμα χωρίς ψυχή έχει μόνο του ζωή, ούτε όμως και η τήρηση των εντολών χωρίς ορθοδοξία ωφελεί καθόλου τον άνθρωπο. Γιατί ό,τι είναι για το σώμα ή ψυχή, αυτό είναι για το πνεύμα η ορθοδοξία. Ας προσέξουμε λοιπόν, αν νομίζουμε ότι πρέπει, πριν από όλα να μάθουμε και να διαφυλάξουμε αβλαβή τη διδασκαλία για τον Θεό και τα θεία πράγματα, ώστε, αφού τεθεί από την αρχή το θεμέλιο καθαρό και αμετακίνητο, ο ακρογωνιαίος λίθος Χριστός, δοξαζόμενος από μας με ευσέβεια, να μάς συνενώσει άψογους σ’ ολόκληρο το οικοδόμημα, το όποιο έτσι παραμένει ασάλευτο και από όλες τις βολές και επιθέσεις τής αιρετικής απάτης» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ 13,37)
ΟΣΙΟΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ (+543)
775.Ερώτηση. Εάν Ιουδαίος ή Εθνικός με καλέσει στη γιορτή του για γεύμα ή και μου στείλει δώρα, να τα δεχθώ ή όχι;
Απόκριση: Να μη τα δεχθείς, διότι είναι αντίθετα με τους κανόνες της αγίας Εκκλησίας, και δεν πρέπει να τα πάρεις».
776.Ερώτηση. Τι πρέπει να γίνει όμως, όταν ο άνθρωπος είναι σπουδαίος και φίλος μου και λυπάται αν δεν τα δεχθώ; Τι να του πώ;
Απόκριση: Πες του: ‘Η αγάπη σου γνωρίζει, ότι όλα όσα έχουν παραγγελθεί από τον ίδιο τον Θεό, πρέπει να τα φυλάγουν εκείνοι που τον φοβούνται και είναι δυνατό να το βεβαιωθείς αυτό από όσα κάνετε και εσείς, διότι και συ ποτέ δεν θα δεχθείς να παραβείς την εντολή της δικής σου παραδόσεως εξαιτίας της αγάπης σου προς εμένα, και δεν θα σκεφθώ από αυτό ότι παραβλέπεις την αγάπη σου προς εμένα. Και εμείς λοιπόν έχομε παράδοση από τον Θεό, μέσω των αγίων πατέρων μας και διδασκάλων, να μη παίρνομε απολύτως τίποτε κατά τη γιορτή κάποιου από τους αλλοεθνείς. Με αυτό λοιπόν δεν λύπησα την αγάπη μου πρός εσένα’. (ΕΠΕ, Φιλοκαλία, τομ. 18Γ, σελ. 393-395)
«Ερώτηση: κάποιο αγαπητό μου πρόσωπο διαπιστώθηκε ότι είναι αιρετικός. Να τον νουθετήσω στην Ορθόδοξη πίστη;
Απάντηση: Νουθέτησέ τον, ώστε να έλθει σε επίγνωση της ορθής πίστης. Αλλά μη φιλονικήσεις μαζί του μήτε να θελήσεις να μάθεις τι φρονεί για να μην εισαγάγεις στον εαυτό σου το δηλητήριό του το πνευματικό, αλλά εάν θελήσει πραγματικά να ωφεληθεί και να ακούσει την αλήθεια της πίστης του Θεού, πήγαινέ τον σε Αγίους Πατέρες, σε αυτούς που μπορούν να τον ωφελήσουν κατά Χριστόν και έτσι θα βρεθείς να τον βοηθάς κατά Θεόν χωρίς βλάβη. Εάν όμως δεν αποδεχτεί την πνευματική του διόρθωση, μετά την πρώτη και την δεύτερη νομοθεσία παράτησέ τον, κατά την υπόδειξη του Αποστόλου Παύλου, διότι δεν θέλει ο Θεός να πράξει κάνεις κάτι περισσότερο από όσο μπορεί, καθώς λένε οι άγιοι πατέρες. Διότι, λένε, αν δεις κάποιον να πνίγεται στον ποταμό, μην του δώσεις το χέρι σου, για να μη σε συμπαρασύρει και πεθάνεις και εσύ μαζί του, αλλά δώσε του το ραβδί σου. Και αν μεν μπορέσεις να τον τραβήξεις, ιδού, καλώς έπραξες, εάν όχι, θα του αφήσεις το ραβδί σου και εσύ θα σωθείς»(ερώτηση 733,ΕΠΕ 10Γ,σελ. 347)
«Ο πιστός δηλαδή και αν ακόμη μιλήσει σε αιρετικούς ή απίστους ή αντιπαρατεθεί, δεν ταράζεται στον αιώνα, διότι έχει μέσα τον Ιησού, τον αρχηγό της ειρήνης και της γαλήνης. Και ο τέτοιος μπορεί αντιλέγοντας ειρηνικά, να οδηγήσει πολλούς αιρετικούς και απίστους σε επίγνωση του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού»»(ερώτηση 59,ΕΠΕ 10Α,σελ. 131)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ (+649)
«Είναι αδύνατον από το χιόνι να προέλθει φλόγα, ακόμα πιο αδύνατο όμως είναι να υπάρξει ταπεινοφροσύνη στους ετεροδόξους» (Κλίμαξ Λόγος ΚΕ,31)
«Ως ξένους και εχθρούς του Θεού θα εννοήσουμε εκείνους που βλέπουμε να είναι ή αβάπτιστοι ή να μην έχουν ορθή πίστη» (Κλίμαξ Λόγος Α,2).
«όποιος δεν έχει πίστη ορθή, αλλά πράττει ίσως κάποια καλά, μοιάζει με εκείνον που αντλεί νερό και το αδειάζει σε τρυπημένο πιθάρι» (Κλίμαξ Λόγος ΚΣΤ,Γ 43)
Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου
σε ευθεία αναφορά με τη στάση του Πάπα Βιγιλίου: Αφού μνημονεύει της Αποστολικής Συνόδου συνεχίζει λέγοντας: «Ωσαύτως και οι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι κατά διαφόρους εποχάς συνήλθον εις τας τέσσαρας αγίας Συνόδους, ακολουθούντες τα παλαιά πρότυπα διετύπωσαν από κοινού εις ένα σαφές θέσπισμά τους τα περί των αιρέσεων και των (θεολογικών) προβλημάτων. Και πράγματι. κατά τας κοινάς συνδιασκέψεις το φως της αληθείας διαλύει τα σκότη του ψεύδους, αφού εκεί τίθενται υπό κρίσιν τα εξ εκατέρου μέρους προτεινόμενα προς συζήτησιν. Διότι εις τα ζητήματα πίστεως κανείς δεν έχει το δικαίωμα να προδικάσει κάτι δια λογαρισμό του συνόλου της Εκκλησίας καθ’ όσον όλοι μας έχομεν την ανάγκη του πλησίον μας» (πράξη 8η §4, 3-5)(Μελετίου Νικοπόλεως 571-572
ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ (+662)
«[Αφηγείται ο ίδιος] Χτες δεκαοκτώ του μηνός, που ήταν της αγίας Πεντηκοστής, ο Πατριάρχης με ερώτησε και μου είπε·
«Ποιας Εκκλησίας είσαι; του Βυζαντίου; Της Ρώμης; Της Αντιόχειας; Της Αλεξάνδρειας; Των Ιεροσολύμων; Να, όλες ενώθηκαν μαζί με τις επαρχίες τους. Αν λοιπόν είσαι της καθολικής Εκκλησίας, να ενωθείς, μήπως, ανοίγοντας και βαδίζοντας ένα νέο και παράξενο δρόμο στη ζωή σου, πάθεις αυτό που δεν περιμένεις».
Σ’ αυτούς απάντησα· «Καθολική Εκκλησία αποφάνθηκε ο Θεός των όλων, ότι είναι η ορθή και σωτήρια ομολογία σ’ αυτόν, μακαρίζοντας τον Πέτρο για την καλή ομολογία που του έκανε. Ας μάθω όμως την ομολογία, με βάση την οποία έγινε η ένωση όλων των Εκκλησιών, και δεν χωρίζομαι από το καλό που έγινε».… «Άκουσε λοιπόν», είπαν· «ο δεσπότης και πατριάρχης έκρινε καλό με επιστολή του πάπα Ρώμης να αναθεματιστείς, αν δεν υπακούσεις, και να υποστείς τον θάνατο που θα σου ορίσουν». «Ό,τι όρισε ο Θεός για μένα πριν από τους αιώνες, αυτό ας εκπληρωθεί, απάντησα σ’ αυτούς όταν τους άκουσα»» (Φιλοκαλία ΕΠΕ τόμος 15Β,σελ.451-453)
«[Βίος Μαξίμου] - Eσύ σε ποιά εκκλησία ανήκεις;» (θα χρησιμοποιήσω τα ίδια τους τα λόγια), «του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας, των Ιεροσολύμων; Ορίστε, όλες αυτές και μαζί και οι επαρχίες τους ενώθηκαν. Αν είσαι λοιπόν και εσύ της Καθολικής Εκκλησίας, ενώσου, μήπως ανοίγοντας νέα, διαφορετική οδό στη ζωή, πάθεις εκείνα που δεν περιμένεις». Σ’ αυτούς ο μακάριος…επίκαιρα και συνετά αποκρίνεται·
«Καθολική Εκκλησία είπε ο Κύριος ότι είναι η ορθή και σωτήρια ομολογία της πίστεως, γι’ αυτό και μακάρισε τον Πέτρο που ομολόγησε καλά, πάνω στον οποίο διεκήρυξε ο Θεός των όλων ότι θα οικοδομήσει αυτή την Εκκλησία. Επιθυμώ ωστόσο να μάθω την ομολογία πάνω στην οποία έγινε η ένωση όλον των Εκκλησιών. Κι αν η ένωση έγινε ορθά, ούτε εγώ θα μείνω αμέτοχος»…. Δεν μπορώ λοιπόν αυτό να το λέγω [για μία θέληση του Χριστού] ούτε διδάχθηκα από τους αγίους Πατέρες να το ομολογώ. Στην εξουσία σας βρίσκεται και ό,τι λοιπόν νομίζετε κάνετε. … Αυτοί επειδή δεν είχαν τι να αντιτάξουν σε αυτά, αναφέρουν σ’ αυτόν την απόφαση των κρατούντων, λέγοντας, πώς αν δεν πειθόταν, θα υποβαλλόταν σε ανάθεμα και θα τον οδηγούσαν στο θάνατο που του είχε ορισθεί. Αυτός με πραότητα και πολύ ταπεινά λέγει· «Ό,τι έχει ορισθεί από το Θεό για μένα τώρα ας λάβει το τέλος του κι ας είναι για τη δόξα εκείνου, τη γνωστή πριν από τους αιώνες»» (15Γ,313-315)
« «Όλη πραγματικά η δύναμη των ουρανών δεν με πείθει να το δεχθώ αυτό. Γιατί τι θ’ απολογηθώ, δεν λέγω στο Θεό, αλλά στη συνείδησή μου, αφού για τη δόξα των ανθρώπων, που καθ’ εαυτήν δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης, αρνήθηκα την πίστη που σώζει εκείνους που τη δέχονται; [[[ άλλη διατύπωση:«Με δυνατή φωνή φώναξε αυτό· «Όλη η δύναμη των ουρανών δεν θα με πείσει να κάνω αυτό που μου προτείνετε. Τι δηλαδή θ’ απολογηθώ, δεν λέγω στον Θεό, αλλά στη δική μου συνείδηση, αν για τη δόξα των ανθρώπων, που δεν έχει καθόλου ύπαρξη, αρνηθώ τώρα την πίστη που με σώζει;»(Βίος, 15Γ,325) ]]] Με αυτόν το λόγο σηκώθηκαν, κι όλους αυτούς τους κυβερνούσε ο θυμός· του τραβούσαν τα μαλλιά, τον έσπρωχναν, τον χτυπούσαν, τον παρέλυσαν κυριολεκτικά και από την κορφή ως τα νύχια τον γέμισαν με φτυσίματα, που η βρομιά τους αναδινόταν από τα ρούχα που φορούσε μέχρι που πλύθηκαν.(15Γ,55)
«Όσο όμως οι πρόεδροι της Κωνσταντινούπολης υπερηφανεύονται για τα προσκόμματα που τοποθετηθήκαν και γι’ αυτούς που τα τοποθέτησαν, δεν υπάρχει λόγος ή τρόπος να με πείσει να κοινωνώ μαζί τους» (15Γ,19)
«Προσέξτε μήπως με την πρόφαση της ειρήνης βρεθούμε ότι έχουμε προσβληθεί από τη νόσο της αποστασίας και κηρύττομε εκείνον που είπε ο θείος Απόστολος, ότι θα είναι ο πρόδρομος της παρουσίας του Αντίχριστου. Αυτά σας τα είπα… χωρίς δισταγμό, για να λυπηθείτε τον εαυτό σας κι εμάς. Με προστάζετε να τα έχω αυτά γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς μου και να έρθω να κοινωνήσω με την Eκκλησία στην οποία κηρύττονται αυτά, και να γίνω κοινωνός μ’ εκείνους που αληθινά διώχνουν το Θεό, ενώ μαζί του διώχνουν τάχα τον διάβολο. Να μη μου δώσει κάτι τέτοιο ο Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία. Κι αφού γονάτισε είπε· Σας λέγω, αν προστάζετε κάτι στο δούλο σας, κάντε το· εγώ όμως ποτέ δεν θα γίνω συγκοινωνός με εκείνους που δέχονται αυτά τα πράγματα» (15Γ,27)
«Γιατί εγώ και μ’ αυτά που γίνονται δεν έρχομαι σε κοινωνία, ν’ αναφέρονται δηλαδή στην αγία αναφορά όσοι έχουν δεχθεί ανάθεμα· γιατί φοβάμαι την καταδίκη από το ανάθεμα» (15Γ,42)
«Ο ευσεβής κανόνας της Εκκλησίας αναγνωρίζει ως άγιες και έγκριτες εκείνες τις συνόδους, που τις χαρακτήρισε η ορθότητα των δογμάτων» (15Γ,29)
«Του λέει ο Έπαρχος: - Κοινωνείς με την Εκκλησία των εδώ ή δεν κοινωνείς; Αποκρίθηκε και είπε· - Δεν κοινωνώ. Του λέει εκείνος· - Γιατί; Αποκρίθηκε· - Επειδή απέρριψε τις συνόδους. Είπε εκείνος· - Αν απέρριψε τις συνόδους, πώς αναφέρονται στα δίπτυχα; Και λέγει αυτός· - Και ποια η ωφέλεια από τα ονόματα, αν απορριφθούν τα δόγματα;» (15Γ,105)
«Και σ’ έμενα ας μην επιτρέψει ο Θεός να καταδικάσω κάποιον ή να πω, ότι εγώ μόνο σώζομαι. Προτιμώ να πεθάνω, παρά να έχω ταραχή στη συνείδησή μου, ότι με οποιοδήποτε τρόπο πλανήθηκα στην πίστη μου προς τον Θεό» (15Γ,91-3)
« «Η φωνή μου είναι αδύνατη κι είμαι βραδύγλωσσος»[λόγια του Μωϋσή], και ο άλλος [Ιερεμίας] «Δέσποτα Κύριε, εσύ που υπάρχεις· δεν ξέρω να μιλήσω, επειδή είμαι νέος». Γιατί στ’ αλήθεια έχω αδύνατη φωνή και είμαι βραδύγλωσσος και μου λείπει η γνώση να λέγω τα σωστά. Ούτε ο νους μου μπορεί να συλλάβει τα θεία, ούτε ο προφορικός μου λόγος μπορεί να εξυπηρετήσει το μέγεθος αυτών που μου ζητήσατε. Είμαι ακόμη νέος στα πάθη και γίνεται σ’ εμένα επανάσταση της σάρκας ισχυρότερη από το νόμο του Πνεύματος, οπότε, και αν υποθέσουμε ότι δεν υστερώ καθόλου στα θέματα αυτά, ποιος είναι τόσο θρασύς και τολμηρός, ώστε να προσθέσει κάτι σε όσα θεσπίσθηκαν έτσι από τους ιεράρχες με θεία απόφαση;» (15Β,359)
«Αυτήν την πίστη έμαθα εγώ και διδάχθηκα τόσο από τους αγίους και μακάριους Πατέρες μας που έχουν ήδη κοιμηθεί, όσο και από αυτούς που τώρα ζούνε και τους έχουμε εμπιστευθεί τη διεύθυνση της καθολικής αγίας Εκκλησίας του Θεού, και που την κατευθύνουν ορθά προς το λιμάνι του θείου θελήματος, με την οποία πίστη και με τις δικές τους ικεσίες θα αναχωρήσω εγκαταλείποντας την παρούσα ζωή, προσφέροντας στον Θεό, αντί κάθε άλλου αξιώματος, αυτήν την ομολογία καθαρή και αμόλυντη και ανώτερη από κάθε ζάλη αιρετική. Γιατί δεν έχω να καυχηθώ για ζωή λαμπρυσμένη από έργα δικαιοσύνης, επειδή έγινα σε όλη την εδώ ζωή μου με δική μου γνώμη παραβάτης των θείων νόμων» (15Β,261)
"Πολλοί είμαστε εκείνοι που διδάσκουμε, αλλά λίγοι είμαστε εκείνοι που κάνουμε αυτό που διδάσκουμε. Όμως το λόγο του Θεού δεν πρέπει κανείς να τον νοθεύει εξ' αιτίας της αμέλειάς του, αλλά να ομολογεί την αδυναμία και να μην κρύβει την αλήθεια του Θεού, ώστε να μην είμαστε άξιοι κατηγορίας μαζί με την παράβαση των εντολών, και για την παρερμηνεία και νοθεία του λόγου του Θεού"(14,343-5)
«Οι εναντίον μου κατηγορίες είναι ψεύτικες και ανυπόστατες. Αν όμως ο ορισμός είναι να κάνετε κάτι, κάντε το. Αφού σέβομαι τον Θεό, δεν αδικούμαι» (15Γ,103)
«Θαυμάζω πώς, ενώ είστε πατριάρχες, λέτε ψέματα με τόσο θράσος» (15Γ,167)
«[Ρωτά ο Μάξιμος] - Και ποιος από τους διακεκριμένους διδασκάλους διδάσκει μία ενέργεια; Και τότε έφερε ο Θεοδόσιος ψευδή χωρία, που αυτοί περιφέρουν, των αγίων Ιουλίου Ρώμης και του Θαυματουργού Γρηγορίου και του Αθανασίου και τα διάβασε. - Ας φοβηθούμε βέβαια τον Θεό κι ας μη θελήσουμε να τον παροργίσομε με την περιφορά των αιρετικών χωρίων. Κανένας δεν αγνοεί, ότι είναι του ασεβούς Απολιναρίου. Αν έχεις άλλα χωρία, δείξε τα μας» (15Γ,31)
«Γι’ αυτό κι έτσι που προβάλλουν την επιστολή προς τον Μαρίνο, δηλαδή πλαστή και τάχα γραμμένη από μένα, ενώ είναι τελείως ξένη και όχι δική μου, εγώ ο ίδιος την απορρίπτω και παρακαλώ να την απορρίψουν όμοια μ’ εμένα όλοι όσοι ομολογούν μ’ ευσέβεια τον Κύριο, για ν’ αποκλείσουμε κάθε αφορμή από τους αντίθετους, που προβάλλουν προφάσεις εν αμαρτίαις, και χρησιμοποιούν ως συγκάλυμμα της αντιλογίας τους τη συκοφαντία που εκτοξεύουν εναντίον μας» (15 Α,173)
«[η τιμωρία που προτάθηκε να του επιβληθεί]…Να ξεριζώσουν τη βλάσφημη γλώσσα σας. Κι έπειτα και το δεξί σας χέρι το απαίσιο, που υπηρέτησε τον βλάσφημο λογισμό σας, να το κόψουν με το μαχαίρι και να περιφερθούν αυτά τα δύο σιχαμερά μέλη σας μόλις αφαιρεθούν τριγυρίζοντας τα δώδεκα τμήματα της ίδιας της Βασιλικής πόλης»(15Γ,67)
«Αν όποιος λέγει τα διδάγματα των αγίων Γραφών και των αγίων Πατέρων προκαλεί [δήθεν, όπως τον κατηγορούσαν οι εχθροί του] σχίσμα στην Εκκλησία, όποιος διαγράφει τα διδάγματα των Πατέρων τι θα φανεί πως προξενεί στην Εκκλησία, που χωρίς αυτά δεν μπορεί να σταθεί ούτε αυτό το ίδιο το όνομα της Εκκλησίας;» (15Γ,87)
«Αν όμως εννοούν τους Πατέρες της Εκκλησίας, δεν θα τους το επιτρέψουμε με κανένα τρόπο. Ας δείξουν έναν μονάχα από τους επιφανείς και γνωστούς σε όλους (Πατέρες), ώστε κι εμείς την ημέρα της διάγνωσης των πράξεών μας, όταν θα μας κατηγορεί ο Χριστός ο Θεός και θα μας λέγει, «Για ποιο λόγο δεχθήκατε λέξη που καταργεί όλο το μυστήριο της σάρκωσής μου», να έχουμε ως απολογία μας, ότι σεβαστήκαμε τη γνώμη σε όλα του (ιερού) πατέρα» (15Γ,151)
«Η άποψη αυτή είναι και αμάρτυρη από τους μάρτυρες της αληθείας, δηλαδή τους αγίους Πατέρες» (15 Α,153)
«Κάθε λέξη και λόγος που δεν έχει ειπωθεί από τους πατέρες, αποτελεί ολοφάνερα καινοτομία» (PG 91,216C)
«Με θάρρος ας διακηρύξομε ότι έχει δύο φυσικά θελήματα σύμφωνα με τους Πατέρες, εφόσον δεν είναι δίχως ψυχή και νου, κι ας μην τολμήσουμε να εκστομίσουμε καινούργια διατύπωση, για την οποία δεν θα μπορούμε να καταφύγομε στην πατρική αυθεντία» (15Α,41)
«(Οι αιρετικοί) ή παρουσιάζουν στο σημείο αυτό τους εαυτούς τους σοφότερους από τους αγίους Πατέρες που χρησιμοποίησαν τη διατύπωση αυτή [2 θελήσεις Χριστού] και δεν διανοήθηκαν καμμιά διαίρεση, παραπλανημένοι από την ιδέα ότι μπορούν να προσεγγίσουν τα θεία πνευματικότερα από αυτούς· ή, εξετάζοντας μόνοι με τον εαυτό τους τούς λόγους των όντων, φουσκωμένοι από την οίηση της γνώμης τους, δεν κατάλαβαν ότι τους ξέφυγε η αλήθεια» (15Β,177)
«Εγώ δική μου διδασκαλία δεν έχω, αλλά την κοινή της καθολικής Εκκλησίας. Δεν διατύπωσα οποιαδήποτε άποψη, για να μπορεί να λεχθεί δικό μου δόγμα» (15Γ,89)
«Δικό μου βέβαια τίποτε δεν θα πω, απλώς θα πω ό,τι διδάχθηκα από τους Πατέρες, χωρίς να παρακάμπτω καθόλου από τη σχετική μ’ αυτά διδασκαλία τους» (15Β,281)
«Δεν προφέρουμε απλώς λέξεις χωρίς σημασία, αλλά σηματοδοτούμε τις λέξεις με έννοιες. Γι’ αυτό το λόγο βρήκα πολλές φορές να παραχωρούν οι θεηγόροι Πατέρες λέξεις, καθόλου όμως έννοιες, γιατί το μυστήριο της σωτηρίας μας δεν υπάρχει σε λέξεις και συλλαβές, αλλά σε νοήματα και πράγματα. Το ένα το έκαναν φροντίζοντας την ειρήνη, ενώ το άλλο στηρίζοντας τις ψυχές με την αλήθεια» (15Β,359)
«Εξάλλου κι εσύ δεν μπορείς να διαπιστώσεις ακριβώς τις σκέψεις τους σε μια άλλη διατύπωση και γλώσσα, όπως στη δική σου γλώσσα που ανατράφηκες, όπως ακριβώς βέβαια και εμείς τη δική σας σκέψη στη δική σας διατύπωση και γλώσσα. Θα φροντίσουν όμως οπωσδήποτε αυτοί και γι’ αυτό όταν μάθουν τη βλάβη με την πείρα» (15 Α,183)
«(Απαντά στον Πύρρο, που έπεσε στην αίρεση) Επειδή, ο Θεός ακούει, κανένας τόσο πολύ, για να χρησιμοποιήσω τις λέξεις σου, δεν μ’ ετίμησε ούτε με σεβάστηκε, όσο εσείς. Αλλά αφού ασθενήσατε τώρα ως προς το Χριστιανικό δόγμα, θεώρησα φοβερό να προτιμήσω αντί της αλήθειας, τη χάρη που μου κάνατε» (15Γ,113-5)
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος [να λυθεί η θεολογική διαφωνία], παρά να παρασιωπηθούν τα πρόσωπα, και ν’ αναθεματισθούν αυτά τα δόγματα» (15Γ,199)
«Ας εξετάσουμε κι ένα άλλο. Ο Θεός εξέλεξε και ανέδειξε αποστόλους και προφήτες και διδασκάλους για τον καταρτισμό των πιστών, ο διάβολος όμως εξέλεξε και ανέδειξε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους κατά της ευσέβειας, ώστε κι ο παλαιός νόμος να καταπολεμηθεί και ο ευαγγελικός. Ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους θεωρώ μόνο τους αιρετικούς, των οποίων οι λόγοι και οι λογισμοί είναι διεστραμμένοι. Όπως λοιπόν αυτός που δέχεται τους πραγματικούς Αποστόλους και Προφήτες και Διδασκάλους δέχεται τον Θεό, έτσι κι οποίος δέχεται τους ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτες και ψευδοδιδασκάλους, δέχεται τον διάβολο» (15Γ,25)
«Καθαιρέθηκαν έπειτα από αυτά στη σύνοδο που έγινε στην όγδοη ινδικτιώνα, ποια μυσταγωγία μπορούν να τελέσουν; Ή ποιο Πνεύμα επιφοιτά σε όσα αυτοί επιτελούν;» (15Γ,91)
«Γιατί θυμάμαι, όταν ήμουν στο νησί της Κρήτης, μερικούς ψευτοεπισκόπους από τη μερίδα του Σεβήρου που ήρθαν σε διένεξη μ’ εμένα» (15Α,65)
«Με προσευχές και ειλικρινή ορθόδοξη πίστη. Γιατί προδοσία είναι η παραλλαγή της ιδέας γι’ αυτόν και τα σχετικά μ’ αυτόν, που με την πρόσληψη της ομολογίας και της διδασκαλίας των ετεροδόξων τον απαρνείται, με σκοπό την αναίρεση της πανάγιας σάρκας που έλαβε από εμάς, ή καλύτερα την ανατροπή της οικονομίας στο σύνολό της, και που είναι τόσο βαρύτερη προδοσία από την πρώτη που έγινε τις μέρες που ήταν μαζί μας ένσαρκος ο Λόγος, όσο τελειότερη έγινε σε όλους και η γνώση της θεότητάς του και η αλήθεια της ανθρώπινης διάστασής του, που έφτασε στα πέρατα της οικουμένης με το μεγαλόφωνο κήρυγμα των άγιων Πατέρων που την κήρυξαν» (15Α,97)
«[Απευθύνονται στον Μάξιμο] - Ο Τύπος [συμβιβαστικό έγγραφο του Βασιλιά] που τώρα εμείς προτείνουμε έγινε για λόγους οικονομίας και όχι για λόγους δογματικούς. Τότε ο άγιος απάντησε και είπε·
- Ούτε εύλογο είναι ούτε δίκαιο να ασχολείται κανείς με τέτοιους νεωτερισμούς, και ότι αυτό είναι έργο ψευδοδιδασκάλων και απατεώνων, τους οποίους ούτε ν’ ακούμε πρέπει, αλλά ν’ αλλάζουμε δρόμο όσο μπορούμε και ν’ απομακρυνόμαστε από αυτούς, για να μην νομιστεί ότι απολαμβάνουμε μ’ ευχαρίστηση τη συντροφιά τους» (15Γ,321)
«Δεν πρέπει λοιπόν να βοηθείς με οποιοδήποτε τρόπο τους αιρετικούς ως αιρετικούς, … και για τις αιτίες που αναφέραμε, για να μη μας διαφύγει ότι προσκρούουμε στο θέλημα του Θεού, και για το ότι δεν είναι καλό να τους δίνουμε την ευχέρεια να θριαμβολογούν για το ψεύδος τους και να κινητοποιούνται απειλητικά εναντίον της ευσέβειας, για να μην μπορέσουν, παρουσιασμένοι από εμάς, σαν το φίδι, με δάγκωμα απάτης να κλονίσουν μερικούς από τους αφελέστερους από την ασφαλισμένη βάση της πίστης, και να βρεθούμε και εμείς, πράγμα που δεν θέλουμε, να συμμετέχουμε στη δίκη που τους απειλεί γι’ αυτό. Γιατί και δεν τα γράφω αυτά, μη γένοιτο, επειδή θέλω οι αιρετικοί να θλίβονται και νιώθοντας χαρά για την κακοποίηση τους, αλλά πιο πολύ γιατί χαίρομαι κι αγάλλομαι μαζί τους για την επιστροφή τους. Γιατί τι είναι πιο ευχάριστο για τους πιστούς από το να βλέπουν τα σκορπισμένα παιδιά του Θεού να μαζεύονται όλα μαζί; Ούτε για να σας παρακινήσω να δείξετε τη σκληρότητα του φιλανθρώπου. Να μη συμβεί τέτοια τρέλα. Αλλά για να σας παρακαλέσω να εκτελείτε και να εφαρμόζετε με προσοχή και μετά από εξέταση τα καλά σε όλους τους ανθρώπους και να γίνεστε τα πάντα στους πάντες, σύμφωνα με το τι χρειάζεται ο καθένας από σας. Κι επιθυμώ και εύχομαι να είστε σκληροί απόλυτα κι αμείλικτοι μόνο στο να μη συμπράξετε με τους αιρετικούς στη συγκρότηση της φρενοβλαμμένης δοξασίας τους, γιατί εγώ ορίζω ως μισανθρωπία και χωρισμό από τη θεία αγάπη την προσπάθεια να ενισχυθεί η πλάνη για περισσότερη καταστροφή εκείνων που έχουν ήδη πέσει σ’ αυτήν» (15Β,161,165)
«Ας κατατροπώσουμε με σοφία εκείνους που είναι στο πνεύμα εξίσου αντίθετοι με τον εαυτό τους και μεταξύ τους και με την αλήθεια, κι ας τους απομακρύνομε αποφασιστικά από την αυλή μας, δηλαδή την καθολική και αποστολική Εκκλησία του Θεού, κι ας μη δώσουμε καθόλου οποιαδήποτε είσοδο για να στραφούν κατά της ορθόδοξης πίστης σε όσους μηχανεύονται τρόπους να μετακινήσουν ληστρικά πατρογονικά όρια με το να γκρεμίζουν» (15Α,117)
«Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος του εγκωμίου μου προς εκείνον, δηλαδή τον Πύρρο, να τον απομακρύνω δηλαδή ήρεμα από την αντίθετη γνώμη και να τον επαναφέρω στον ορθό λόγο της πίστης. Αν όμως κάποιος πλανάται στο σκοπό που επιδίωκα και δυσφορεί ακόμα για το εγκώμιο και δεν αποδέχεται καθόλου την οικονομία που εφάρμοσα στο πράγμα, ας την προσπεράσει κι ας απορριφθεί όπως νομίζει το εγκώμιο, το οποίο στο εξής δεν το αποδοκιμάζω ούτε εγώ, και μάλλον μου γίνεται δυσάρεστο μετά την τέλεια παρανόηση του ανθρώπου» (15 Α,175)
«Αν όμως για χάρη της οικονομίας αναιρείται μέσα στην κακοπιστία η σωτηρία πίστη, αυτό το είδος της λεγόμενης οικονομίας είναι πλήρης χωρισμός από τον Θεό και όχι ένωση. Γιατί μπορεί αύριο οι Εβραίοι οι ασεβέστατοι να πουν· Ας διευθετήσομε την ειρήνη μεταξύ μας κι ας ενωθούμε· ας αφαιρέσομε εμείς την περιτομή, εσείς το βάπτισμα, κι ας μην πολεμήσομε πια μεταξύ μας. Το πρότειναν κάποτε…» (15Γ,83)
«Έτσι προσπαθώντας ν’ ανατρέψει το μέγα μυστήριο της σχετικής μ’ εμάς οικονομίας ο αλιτήριος [ο μονοθελήτης Σεβήρος], χρησιμοποιεί με πονηριά τα ονόματα ως δεινός ρήτορας, κάνοντας δύσκολο να παρατηρηθεί η υποκλοπή των πραγμάτων και ερεθίζοντας κατά κάποιο τρόπο την αίσθηση στην παραδοχή της ασέβειας» (15 Α,335)
«Το πρωτάκουστο δόγμα περί αναστάσεως, που όλοι σχεδόν τώρα πρεσβεύουν, και μάλιστα οι επιφανείς τάχα μοναχοί, ώστε ούτε καν ιδέα να περνά ότι ακόμα προοδοποιείται η παρουσία του Αντίχριστου, αλλά μάλλον να πιστεύει και να διαβεβαιώνει όποιος έχει και στοιχειώδη σκέψη, ότι ο Αντίχριστος είναι ήδη παρών, έχοντας σαν μάρτυρα αυτού του κακού την ανεδαφικότητα των λόγων» (15Β,115)
«Πορεύομαι πενθώντας μέσα μου και σκυθρωπός, αναλογιζόμενος τα λόγια αυτά [των αιρετικών], όταν δεν προσέχονται, πετώντας παντού σαν σπίθες, πόσο θάνατο ψυχών θα προκαλέσουν, και κανένας δεν είναι σε θέση ή έχει τη θέληση να υπερασπιστεί το λόγο που κινδυνεύει εξαιτίας της κακίας των καιρών που επικρατεί. Γι’ αυτό κι αναστενάζω περισσότερο»(15Β,123)
«Στασιάζουν κατά της αγίας Εκκλησίας του Θεού κι αποκόπτονται αλόγιστα από το κοινό σώμα. Και δεν προκαλούν τόσο, αλλά πιο πολύ πάσχουν καθώς νεκρώνονται άθλια και καταστρέφονται με το χωρισμό και ετοιμάζουν την τιμωρία του εαυτού τους για την ασέβεια προς το σώμα του Χριστού» (15Β,191)
«Παρακαλώ να παρακολουθείτε προσεκτικότερα τους προμάχους των αιρέσεων, για να μην μπορέσει κάποιος από αυτούς, ξεγελώντας σας με την πειστικότητα του ψεύδους, να θολώσει το διαυγές και ζωτικό νάμα της πίστης σας με τους ίδιους τους ρύπους των άσεβών δογμάτων, πράγμα που εύχομαι να μη συμβεί. Γιατί είναι ξίφος δίστομο και ακονισμένο ξυράφι η γλώσσα τους, που σφάζει ψυχές και τις παραπέμπει στο λάκκο του Άδη και το βάραθρο του σκότους, αποστερώντας τες με την απατηλή ηθικολογία τους από τη ζωή του Χριστού» (15Β,227)
«[Σε μοναχές που επέστρεψαν πάλι στην αίρεση] Επειδή όμως για τις δικές μου αμαρτίες, ο πονηρός που παρέσυρε από την αρχή με απάτη σε όλεθρο και απώλεια το γένος των ανθρώπων, μπόρεσε να παραπείθει και σας να προτιμήσετε από την αλήθεια το ψεύδος, και περισσότερο από τον Θεό και από τα αγαθά τα ορισμένα για τους αγίους, εξαιτίας της κακής συνήθειας, να χαρισθείτε σε ανθρώπους απατεώνες, που έχουν μάθει μόνο να δελεάζουν προς το θάνατο, και μπόρεσε να σας στρέψει, για να μιλήσω σύμφωνα με τους προφήτες, σαν σκυλιά στον ίδιο σας τον εμετό, σας παραγγέλλω, αν είναι τόσο ανίατη η ασθένειά σας και βάλατε τελικό σκοπό σας ν’ αποστραφείτε τη χάρη του Θεού, να δώσετε στον Θεόπεμπτο τις δωρεές που έκανα σ’ εσάς» (15Β,349)
«Αν μόνον εσείς [γράφει σε μοναχές που επέστρεψαν πάλι στην αίρεση] συμφιλιωθείτε και πάλι με τον Χριστό τον Θεό και θεραπεύσετε τέλεια με την επιστροφή σας την αποκοπή και διαίρεση που τολμήσατε από το σώμα του» (15Β,351)
«[Επιστολή στον πρεσβύτερο Γεώργιο] Αυτόν το λόγο κηρύττοντάς τον ορθόδοξα, θα έχεις αυτόν που θ’ ανακηρύξει εσένα σύμφωνα με την υπόσχεσή του και θα σου δωρίσει την απόλαυση των αγαθών του» (15Α,81)
«Διδαχθήκαμε ότι έχουμε ανάγκη από άριστη πολιτεία καθόλου λιγότερο από την ορθή πίστη, για να επιτύχουμε την αιώνια ζωή, μην τυχόν, εποικοδομώντας με πονηρές πράξεις πάνω στο θεμέλιο της πίστης αυτά που δεν αρμόζουν, αντί της απόλαυσης της ατελεύτητης χαράς και δόξας, καταστήσομε τους εαυτούς μας, επειδή περιφρονήσαμε την κλήση και τη χάρη της υιοθεσίας, υπόδικους για την αιώνια φλόγα» (15Β,219)
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
«Τις τέσσερεις άγιες Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας τις δεχόμαστε σαν τα τέσσερα βιβλία των αγίων Ευαγγελίων» (Τρεμπέλα Δογματική 2,402)
ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ
«Τα δόγματα των αγίων Συνόδων που προαναφέρθηκαν τα δεχόμαστε όπως ακριβώς τις θείες Γραφές» (ο.π.)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ (+749)
«Αυτός που δεν πιστεύει σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, είναι άπιστος» (PG 94,1128A)
«Με όλη τη δύναμή μας ας προσέξουμε να μην παίρνουμε μετάληψη αιρετικών, ούτε να δίνουμε «Διότι μη δίνετε τα άγια στα σκυλιά» λέει ο Κύριος… για να μην γίνουμε συμμέτοχοι στην κακοδοξία τους και την καταδίκη τους» (Έκδοσις… ΕΠΕ, 1,475)
ΤΑΡΑΣΙΟΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ
«Το να σφάλει κάποιος σε δόγματα, είτε μικρά είτε μεγάλα, είναι το ίδιο· διότι και από τα δύο αθετείται ο νόμος του Θεού» (Ταράσιος Κων/πόλεως)
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ (+826)
«Ότι βέβαια η ειρήνη είναι καλή το αναγνωρίζω, γιατί την αγαπώ, έστω και αν είμαι αμαρτωλός, και πρέπει να κλίνουμε προς αυτήν. Όσο μας ήταν δυνατόν το έχουμε κάνει…όταν στην αρχή αθώωνα εκείνον που στεφάνωσε τον μοιχό… και σιωπήσαμε σύμφωνα με αυτά που μας συμβούλευσαν. Η σιωπή όμως αποτελεί ένας μέρος της συγκατάθεσης, την οποία και άρπαξαν οι αντίθετοι… Αλλά επειδή δεν είναι Εκκλησία του Θεού… στην πραγματικότητα αυτοί αποσχίζουν την Εκκλησία του Θεού» (18Β, 221,223 επιστολη 43)
«Διότι το να κοινωνάει κάποιος από αιρετικό… αποξενώνει από το Θεό και εξοικειώνει με τον Διάβολο» (ΕΠΕ18Γ,515,PG 99, c. 1668C)
«Παρακαλώ προφυλάξτε ακόμη τον εαυτό σας από την ψυχοφθόρο αίρεση, η συμμετοχή στην οποία είναι αποξένωση από το Χριστό» (επιστολή 60, ΕΠΕ 18Γ, σελ. 17)
«…Ερώτηση 3η. Για τις εκκλησίες που βεβηλώθηκαν από τους ιερείς που κοινώνησαν με την αίρεση και κατέχονται από αυτούς. Εάν πρέπει να μπαίνουμε σ’ αυτές για να προσευχηθούμε και να ψάλλουμε.
Απάντηση. Δεν πρέπει να μπαίνουμε καθόλου στις εκκλησίες αυτές με τους τρόπους που αναφέρθηκαν, γιατί είναι γραμμένο «Να, το σπίτι σας εγκαταλείπεται έρημο». Γιατί μόλις μπαίνει μέσα στις εκκλησίες αυτές η αίρεση, φεύγει ο άγγελος που εποπτεύει όλα όσα γίνονται εκεί, σύμφωνα με τα λόγια του μεγάλου Βασιλείου, και ο ναός αυτός γίνεται ένα απλό σπίτι. Γιατί λέγει «Δεν θα μπω μέσα σε εκκλησία πονηρών». Και ο Απόστολος «Ποιά συμφωνία υπάρχει ανάμεσα στον ναό του Θεού και στα είδωλα;»(Επιστολή215,ΕΠΕ18Γ,489)
«“Ὥς οὖν ὁ θεῖος ἄρτος ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων μετεχόμενος, πάντας τούς μετόχους ἕν σῶμα ἀποτελεῖ· οὕτω δή καί ὁ αἱρετικός κοινωνούς τούς οὕτω αὐτοῦ μετέχοντας ἀλλήλων ἀπεργαζόμενος, ἕν σῶμα ἀντίθετον Χριστῷ παρίστησι” (PG 99, c 1480CD).»
«ιοβόλος άρτος (η Θ.Κοιν αιρετικών)» (Επιστολή ρνδ΄,ΕΠΕ18Γ279 βιβλίο β΄, P.G.99, 1481B)
«…Η κοινωνία από τους αιρετικούς δεν είναι κοινός άρτος, αλλά δηλητήριο, που δεν βλάπτει το σώμα, αλλά αμαυρώνει και σκοτίζει την ψυχή…Και εάν οι ευχές της λειτουργίας είναι των ορθοδόξων, τί σημασία έχει αυτό, εάν γίνεται από αιρετικούς; Γιατί δεν πιστεύουν όπως πίστευε εκείνος που τις σύνταξε, ούτε και πιστεύουν σ’ αυτά που σημαίνουν οι λέξεις. Γιατί ολόκληρη η λειτουργία εξυμνεί την πίστη, ότι ο Χριστός έγινε αληθινός άνθρωπος, ενώ αυτοί το αρνούνται, αν και το λένε, επειδή φρονούν να μη ζωγραφίζεται αυτός. Είναι δηλαδή σαν να λέγει κάποιος, Πιστεύω σε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, αλλά φρονεί, ότι ο Πατέρας και ο Υιός και το άγιο Πνεύμα είναι μια υπόσταση με τρία ονόματα, πράγμα που είναι δόγμα του Σαβελλίου, ο οποίος πίστευε ανόητα. Τί λοιπόν, θα πούμε ότι αυτός πιστεύει σε Τριάδα; Καθόλου, έστω και αν το λέγει. Έτσι λοιπόν ούτε εδώ πιστεύει αυτά που λέγει, έστω και αν η λειτουργία είναι ορθόδοξη, αλλά αυτός φλυαρεί ανόητα, η μάλλον εξυβρίζει παίζοντας τη λειτουργία, γιατί και οι γόητες και οι επαοιδοί χρησιμοποιούν θεϊκές ωδές στις δαιμονικές τελετές τους» (Επιστολή24,ΕΠΕ18Β,387-9)
«Η αίρεση δηλαδή στο σύνολο της μοιάζει σαν μια αλυσίδα δαιμονόπλοκη, οπού η μια κρατιέται από την άλλη, και όλες είναι κρεμασμένες σαν από μια κορυφή της ασέβειας και της αθεΐας, αν και διαφέρουν και στη διαφορετική ονομασία και στον χρόνο και στον τόπο και στην ποσότητα και στην ποιότητα και στη δύναμη και στην ενέργεια» (3,207)
«… Η τέταρτη ερώτηση σου· Εάν υπάρχει εκκλησία στην οποία αυτός που λειτουργεί αναφέρει τον αιρετικό, και ο ορθόδοξος έχει θυσιαστήριο καθαγιασμένο σε σεντόνι η σανίδα, πρέπει να τεθεί αυτό σ’ αυτή την εκκλησία και να λειτουργήσει ο ορθόδοξος;
Δεν πρέπει, αλλά είναι καλύτερα να λειτουργήσει σε ένα συνηθισμένο σπίτι, σε κάποιον διαλεγμένο καθαρό τόπο….» (3,209)
«Γιατί από την εποχή των 'Αποστόλων και μετέπειτα, πολλές αιρέσεις με πολλούς τρόπους συγκρούστηκαν με την Εκκλησία, και παρουσιάστηκαν παράνομες και αντικανονικές ακαθαρσίες, όπως και τώρα. Αλλ’ όμως αυτή (η Εκκλησία) παρέμεινε με τον τρόπο που προειπώθηκε αδιάσπαστη και άσπιλη, και θα παραμείνει μέχρι το τέλος των αιώνων, με το να απομακρύνονται και να διώχνονται από αυτήν αυτοί που κακώς πίστεψαν και έπραξαν, όπως απομακρύνονται από τα παράλια βράχια τα κύματα που συγκρούονται με αυτά» (3,141)
«Έργο του μοναχού είναι να μην ανέχεται ούτε και στο πιο τυχαίο να καινοτομείται το Ευαγγέλιο, έτσι ώστε να μην δώσουν στους λαϊκούς παράδειγμα αίρεσης και αιρετικής επικοινωνίας και δώσουν λόγο για την απώλειά τους» (Επιστολή Θεοφίλω,1,39,PG 99,1049)
«Και όσον αφορά αυτά, ό,τι νομίζει η εξουσία σας, είναι έτοιμη η ταπεινότητά μας να το υποστεί μέχρι θανάτου, παρά να γίνουμε αρνητές αυτής της ειλικρινούς ομολογίας μας» (Στην εικονομαχική σύνοδο,2,1, PG 99,1120)
«Είναι ανώφελο να συζητούμε πάλι με αυτούς, που είναι ήδη καταδικασμένοι από την Εκκλησία, γιατί έχουν κλείσει τα αυτιά τους στην αποδοχή της αλήθειας και είναι σε όλα αθεράπευτοι» (PG 99,181-184)
«Το περισσότερο όμως από αυτό, δεν είναι, συγχώρεσέ με, θέμα οικονομίας, αλλά χρέος παρανομίας και παράβασης θείων κανόνων» (Επιστολή ΚΔ,ΕΠΕ Φιλικαλία 18Β, σελ.115)
«μηδέ γαρ τέλειον είναι ορθόδοξον, αλλ’ εξ ημισείας, τον την πίστιν ορθήν οιόμενον έχειν, τοις θείοις Κανόσι μη απευθυνόμενον» (PG 99, 989Α)
«μολυσμόν έχει η κοινωνία εκ μόνου του αναφέρειν (μνημόσυνο αιρετικού επισκόπου), ουκ αν ορθόδοξος είη ο αναφέρων» (ΕΠΕ18Γ,515.PG 99, 1669Α)
«Παραμένοντας στην αίρεση (ο επίσκοπος), με το να αναφέρει αιρετικό, έστω και αν λέει ότι έχει πίστη υγιή, δεν είναι δυνατόν αυτοί τους οποίους χειροτόνησε να είναι αληθινοί λειτουργοί του Θεού» (Επιστολή 40,ΕΠΕ 18Β,211)
Μ. Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (866):
«αυτούς τους απατεώνες και θεομάχους καταδικάσαμε με συνοδική και θεία ψήφο»
ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ
«(Μιλά σε Ηγούμενο) Να μη καταφρονήσεις ένα δήθεν μικρό πράγμα που έγινε προς εξύβριση του ευαγγελικού βίου και της μοναχικής καταστάσεως, με προσποίηση πραότητος για έπαινο των ανθρώπων, αλλά, μιμούμενος τον Χριστό και Θεό αγανακτώντας και ταρασσόμενος απαθώς, να εκδικείσαι τις εντολές του Θεού» (19Α, 141)
«(Μιλά σε μοναχούς για τον νέο Ηγούμενό τους) Να μη δυσαρεστήσθε με τα υπ’ αυτού λεγάμενα και πραττόμενα, αλλ’ ακόμη και αν είναι αντίθετα προς τις γνώμες των πατέρων, να υποκλίνετε σ’ αυτόν τις κεφαλές σας επί του παρόντος. Έπειτα, όσοι τυχόν από σας υπερτερούν των λοιπών σε χρόνια και βίο και λόγο, ας του γνωστοποιήσουν ιδιαιτέρως τον λόγο του κωλύματος προς εφαρμογή των, όπως διετύπωσε στους όρους ο Μέγας Βασίλειος. Χάριν του Κυρίου υπομείνατέ τον σε ώρες ερεθισμού και πικρίας, χωρίς ν’ αντιλέγετε ή ανθίστασθε σ’ αυτόν· διότι ο αντιλέγων ή ανθιστάμενος σ’ αυτόν ανθίσταται στην εξουσία του Θεού, όπως λέγει ο Παύλος. Πραγματικά σε θέματα που δεν σημειώνεται παράβασις εντολής Θεού ή αποστολικών κανόνων και διατάξεων, οφείλετε να υπακούετε καθ’ όλα και να πείθεσθε σ’ αυτόν ωσάν στον Κύριο. Σε όσα όμως κινδυνεύουν το ευαγγέλιο του Χριστού και οι νόμοι της Eκκλησίας του, όχι μόνο σ’ αυτόν δεν πρέπει να πείθεσθε όταν σας παραινεί και διατάσση, αλλ’ ούτε σε άγγελο που μόλις ήλθε από τον ουρανό και ευαγγελίζεται σε σας διαφορετικά από ό,τι ευαγγελίσθηκαν οι αυτόπτες του Λόγου» (19Α, 147)
«[ο Συμεών αναφέρει στον Πατριάρχη ότι δεν θα υποχωρήσει διότι για αυτόν ήταν θέμα πίστης η τιμή στον όσιο Συμεών τον Ευλαβή, τον Πνευματικό του] Θέλησε λοιπόν κατά το θείο λόγιο να διδάσκης, ακολουθώντας τους προγενεστέρους αγίους πατέρες, και θα σε δεχθούμε ως ομότροπο των αποστόλων και θα γίνουμε χώμα και στάκτη κάτω από τα αγία πόδια σου, και το να πατούμαστε από σε, όπως έγραψα προηγουμένως, θα το θεωρήσωμε αγιασμό. Όχι μόνο δε αυτό, αλλά θα φυλάξωμε και τις εντολές σου μέχρι θανάτου και συ θα μας υπεραγαπήσης ως δούλους και ευγνώμονες μαθητάς του Χριστού και θα μας υπερεπαινέσης ως λέγοντας καλά». «Εάν όμως δεν θέλης να διδάσκης έτσι, ώστε και να πειθαρχούμε, όπως είπαμε, στα προστάγματά σου, αλλά με υποσχέσεις ότι θα φανώ περίδοξος στην ζωή μεταξύ των ανθρώπων και θα γίνω σύνεδρός σου και όλων των αρχιερέων της Εκκλησίας, μας παρακινής ν’ άθετήσωμε τον πατέρα τον άγιο (τον Πνευματικό του), που μας φώτισε και τώρα πρεσβεύει υπέρ ημών και μας προστατεύει πάντοτε στις περιστάσεις του βίου ως φιλοστοργότατος πατήρ, και με αυτόν τον τρόπο φροντίζεις να προσκρούουμε στον Χριστό που είπε, όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα, τότε κι εμείς δεν θα πούμε τίποτε άλλο παρά πρέπει να πειθαρχούμε στον Θεό μάλλον παρά σε ανθρώπους’. Eάν πραγματικά, κάνοντας τούτο, έσπευδα να αρέσω στους ανθρώπους, δεν θα ήμουν δούλος του Χριστού. Διότι γνώριζε ότι εγώ από τώρα δεν προτιμώ μοναστήρι ή πλούτο ή δόξα ή κάτι άλλο από όσα επιδιώκουν στη ζωή οι άνθρωποι αντί της εξορίας που μου επιβλήθηκε για την δικαιοσύνη του Θεού. Τίποτε από αυτά, αλλά ούτε θάνατος ούτε ζωή δεν θα με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού μου και αυτού του πνευματικού μου πατρός… Και επειδή χάρι δικαιοσύνης και φυλάξεως της εντολής του ζώντος Θεού εξορίσθηκα από εκεί (τη μονή), δεν επιστρέφω πάλι από εκεί έως ότου ζω, αλλά θα συναποθάνω μαζί με την εντολή του Χριστού μου, χωρίς να τον αθετήσω, και γνωρίζω καλά ότι δεν θα εκπέσω των θεοπνεύστων μακαρισμών του. Διότι είπε 'θα είσθε μακάριοι, όταν σας ονειδίσουν και διώξουν και είπουν εξ αιτίας μου κάθε κακό λόγο εναντίον σας ψευδόμενοι». Καθώς λοιπόν ο πατριάρχης άκουσε αυτά, που δεν τα περίμενε, είπε· «αληθινά είσαι φιλοπατερικός Στουδίτης, κύρ Συμεών, και διαθέτεις την επιμονή εκείνων, που είναι ίσως αξιέπαινη και νόμιμη»(19Α,221-225)
«Ο Κύριος δεν μακαρίζει τους απλώς διδάσκοντας αλλά εκείνους που προηγουμένως αξιώθηκαν δια της εκτελέσεως των εντολών και είδαν μέσα τους το λαμπρό φως του Πνεύματος ν’ αστράπτη και δι’ αυτού με αληθινή όρασι και γνώσι και ενέργεια τούτου έμαθαν όσα πρέπει να πουν και να διδάξουν άλλους. Όπως λοιπόν είπαμε, οι επιχειρoύvτεc να διδάσκουν πρέπει να ανυψωθούν με αυτόν τον τρόπο, για να μη πλανήσουν και απολέσουν και όσους πείθονται σ’ αυτούς και τους εαυτούς των, ομιλώντας για πράγματα που αγνοούν» (19Α,393-5)
«Πολλοί αναγινώσκουν τις θείες Γραφές, άλλοι τις ακούουν ν’ αναγινώσκωνται, ολίγοι όμως είναι αυτοί που μπορούν να συλλάβουν ορθώς την σημασία και την έννοια των αναγινωσκομένων. Οι πολλοί άλλοτε μεν αποφαίνονται ότι είναι αδύνατα τα λεγόμενα στις θείες Γραφές, άλλοτε δε τα θεωρούν εντελώς απίστευτα ή και τα αλληγορούν (ερμηνεύουν αλληγορικά) κακώς, και κρίνουν ότι τα μεν λεγάμενα κατά τον ενεστώτα χρόνο πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, τα δε αναφερόμενα για τα μέλλοντα εκλαμβάνουν ως γενόμενα ήδη και γινόμενα καθημερινώς. Και έτσι δεν παρουσιάζουν ορθή κρίσι ούτε αληθινή διάγνωσι σε θεία και ανθρώπινα πράγματα»(19Α, 469)
«Οι άγιοι που έρχονται δια της τηρήσεως των εντολών μετά τους προηγουμένους αγίους από γενεά σε γενεά, προσκολλώμενοι σ’ αυτούς, ελλάμπονται παρομοίως μ’ εκείνους και παίρνουν κατά μέθεξη την χάρι του Θεού και γίνονται σαν χρυσή αλυσίδα· ο καθένας τους είναι κρίκος που συνδέεται προς τον προηγούμενο με την πίστη και τα έργα και την αγάπη, ώστε να γίνονται και όλοι μαζί να είναι μία σειρά στον ένα Θεό που δεν μπορεί να διαρραγή εύκολα» (19Α, 477)
«Παρ’ όλο που τα θεία και τα περί των θείων ευρίσκονται γραμμένα και διαβάζονται από όλους και για όλα, όμως αποκαλύπτονται μόνο σ’ εκείνους που μετανόησαν θερμώς και με την ειλικρινή μετάνοια καθαρίσθηκαν καλώς, και μάλιστα τόσο, όση είναι η αναλογία και το μέτρο της μετάνοιας τους μαζί με της καθάρσεως. Σ’ αυτούς φανερώνονται και τα βάθη του Πνεύματος και από αυτά πηγάζει ο λόγος της σοφίας του Θεού και της γνώσεως, ως ποταμός πολύρρους που κατακλύζει τα εμπόδια των εναντίων. Για όλους τους άλλους όμως παραμένουν άγνωστα και κρυμμένα και δεν ξετυλίγονται καθόλου από εκείνον (το Θεό) που διανοίγει τον νου των πιστών για να κατανοούν τις Γραφές. Και εύλογα «διότι το μυστήριό μου», λέγει, «είναι για μένα και για τους δικούς μου». Έτσι λοιπόν αυτοί νομίζουν ότι βλέπουν χωρίς να βλέπουν, ότι ακούν χωρίς να ακούν, ότι καταλαβαίνουν όντας ασύνετοι, χωρίς να μπορούν να λάβουν την αίσθηση των αναγινωσκομένων» (19Β 47)
«Να μην πιστεύουμε κάθε άνθρωπο που λέγει ότι είναι πνευματικός· αλλά να βεβαιωνόμαστε πρώτα από τον βίο και τις πράξεις του, και μάλιστα αν συμφωνούν οι λόγοι και οι πράξεις του με τις διδασκαλίες του Κυρίου και των Αποστόλων και των άγιων Πατέρων, και τότε να δεχόμαστε και ν’ ακούμε τους λόγους του ως λόγους Χριστού. Αλλιώς και νεκρούς ακόμη αν ανασταίνει και μύρια αλλά θαύματα αν επιδεικνύει, να τον αποστρεφόμαστε και να τον μισούμε σαν δαίμονα, και μάλιστα όταν τον βλέπουμε νουθετούμενος να μη δέχεται να μεταβάλει το φρόνημά του, αλλ’ ακόμη να εμμένει στην πλανεμένη γνώση του και να νομίζει ότι έχει το πολίτευμά του και την διαγωγή του στους ουρανούς» (19Β, 55)
«Όχι μόνον οι τότε, αλλά και σήμερα οι περισσότεροι ή και όλοι σχεδόν το παθαίνομε από άγνοια, συγχέοντας τα πάντα, διαστρεβλώνοντας, δηλαδή παρερμηνεύοντας όλη την θεία Γραφή προς απώλειά μας, φροντίζοντας να έχουμε και να κάνομε τις θείες Γραφές συνηγόρους των δικών μας παθών, των επιθυμιών και της απώλειας μας» (19Β,135-7)
«Οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες μας και διδάσκαλοι, οι οποίοι με το θείο τούτο πυρ εξαφάνισαν τις αιρέσεις σαν αγκάθια» (19Γ,55)
«Πώς θα τον δουν οι αμαρτωλοί, οι άπιστοι, οι αιρετικοί και οι πνευματομάχοι, ενώ είναι τυφλοί στην ψυχή και έχουν τους οφθαλμούς της φραγμένους από τον βόρβορο της απιστίας και αμαρτίας;» (19Γ,123)
«(Ο όσιος λέει γιατί φοβάται να γίνει Επίσκοπος). Φοβάμαι… μήπως με πτοήσουν απειλές ανθρώπων και με καταστήσουν παραβάτη των εντολών σου· φοβάμαι μήπως οι παρακλήσεις των συνεπισκόπων και των φίλων με καταστήσουν συγκοινωνό της αδικίας ή με κάνουν να σιωπώ όταν αυτοί αδικούν, και να συνεργάζομαι όταν κακοπραγούν, αποφεύγοντας να τους ελέγχω με παρρησία και να επιδεικνύω την ένσταση υπέρ των εντολών σου» (19Γ, 201-3)
«Πόσοι ερμηνεύουν τις Γραφές κι αγνοούν τελείως εκείνον που λαλεί μέσα στις Γραφές;»(19Γ,293)
«Επί πλέον όμως μάς χρειάζονται πολλά δάκρυα, πολύς φόβος, πολλή υπομονή και επίμονη προσευχή, για να μας αποκαλυφθεί η δύναμη έστω και ενός δεσποτικού λόγου, με σκοπό να γνωρίσουμε το μέγα μυστήριο, που είναι κρυμμένο σε μικρές φράσεις, και να παραδώσομε μέχρι και σε θάνατο τις ζωές μας και για μια κεραία από τις εντολές του Θεού» (19Γ,359)
«Όλος ο έπαινος και ο μακαρισμός των άγιων συνίσταται από τα εξής δύο, από την ορθόδοξη δηλαδή πίστη και τον επαινετό βίο, και από τη δωρεά του αγίου Πνεύματος και τα χαρίσματά του. Σ’ αυτά τα δύο ακολουθεί το τρίτο. Διότι όταν βιώσει κανείς καλώς και θεοφιλώς με ορθόδοξο φρόνημα και χαριτωθεί από τον Θεό και δοξασθεί με τη δωρεά του Πνεύματος, τον ακολουθεί ο έπαινος και ο μακαρισμός από όλη την Εκκλησία των πιστών» (19Δ,65)
«Οι άνθρωποι λοιπόν αυτοί στρεβλώνουν όλη τη Γραφή σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και διαφθείρουν τους εαυτούς τους μέσα στα πάθη τους, αν και βέβαια δεν το πάσχει αυτό η θεία Γραφή, αλλά όσοι την παραχαράσσουν. Πες μου λοιπόν, εσύ που επιφέρεις σωστή κρίση των πραγμάτων, πώς θα αναγνώσουν ποτέ ορθώς από μόνοι τους οι τυφλοί τα νοήματα του φωτός, μη καταδεχόμενοι, εξ αιτίας της αλαζονείας τους, να διδαχθούν; Όποιος είναι τυφλός στα μάτια και δεν βλέπει το φως, πώς θα αναγνώσει τα γράμματα που είναι στο φως; Και όποιος είναι τυφλός στον νου και δεν έχει μέσα του τον νου του Χριστού, πώς μπορεί ν’ αναλογισθεί τα νοήματα που βρίσκονται στο φως του Χριστού; Και αν ακόμη μύριες φορές αναγνώσει με τους σωματικούς οφθαλμούς αυτά που είναι γραμμένα αισθητώς, νομίζω, ότι ποτέ δεν θα μπορέσει ο άνθρωπος αυτός να δει τα πνευματικά και άυλα και φωτοειδή» (19Δ, 139)
«(μιλά σε Ηγούμενο) Μην αδιαφορήσεις λοιπόν και για ασήμαντο πράγμα, που έγινε παρά την εντολή του Θεού προς καταστροφή των αποστολικών κανόνων και διατάξεων και ύβρη του ευαγγελικού βίου και της τάξεως των μοναχών, με πρόφαση πραότητας και με σκοπό τον έπαινο μόνο από τους ανθρώπους, αλλά μιμούμενος τον δικό σου Ιησού και Θεό, επιτιμώντας με αυστηρότητα και εκταράσσοντας τον εαυτό σου χωρίς πάθος, κάνε εκδίκηση των εντολών του Θεού και των θεσμοθετημένων κανόνων υπό των αποστόλων του» (19Δ, 201-203)
«Θεώρησε ως σκύλους τους πλάνους και ψευδοδιδασκάλους ανθρώπους, οι όποιοι όντας πονηροί δεν προσπαθούν να διορθώσουν τους εαυτούς τους, αλλά να διδάσκουν άλλους, τους όποιους πρέπει να τους θεωρούμε ως σκύλους που γαυγίζουν και να τους αποφεύγομε, επειδή με τους λόγους δαγκάνουν και κατασπαράσσουν τα πρόβατα του Χριστού» (19Δ,337-9)
«Εκείνος που ανέχεται με μακροθυμία εκείνον που βλασφημεί προς το Θεό, αμαρτάνει μαζί με τον βλάσφημο σαν να συνευχαριστιέται και να συναποδέχεται αυτόν με τη νομιζόμενη μακροθυμία» (19Δ,349)
«Στους χρόνους των πατέρων μας υπήρχαν πολλές αιρέσεις, πολλοί ψευδόχριστοι, πολλοί χριστοκάπηλοι, πολλοί ψευδαπόστολοι, πολλοί ήταν οι ψευτοδιδάσκαλοι, που περιφέρονταν και έσπερναν με παρρησία τα ζιζάνια του πονηρού και που με τα λόγια τους παρέσυραν πολλούς, τους εξαπάτησαν και έστειλαν τις ψυχές τους στην απώλεια. … και τώρα ο βίος έχει πολλούς αιρετικούς, πολλούς λύκους, ασπίδες και φίδια που μας συναναστρέφονται, χωρίς όμως να έχουν κάποια εξουσία επάνω μας, αλλ’ είναι σα να βρίσκονται κάτω από τη νύχτα της πονηριάς τους. Έτσι όσους έρχονται κάτω από το σκοτάδι μαζί τους, τους αρπάζουν και τους τρώνε, ενώ όσους περπατούν μέσα στο φως των θείων Γραφών και πορεύονται στην οδό των εντολών του Θεού δεν τολμούν να τους συναντήσουν, αλλά κι όταν τους δουν να περνούν από μπροστά τους τους αποφεύγουν σαν φωτιά… Για κανέναν από αυτούς τους ασεβείς και άθεους δεν σου λέγω, ούτε για κάποια από τις άλλες αιρέσεις, που εμφανίσθηκαν βέβαια ως σκότος, αλλά εξαφανίσθηκαν από τους αγίους πατέρες που έλαμψαν τότε. Διότι τόσο πολύ έλαμψε μέσω αυτών η χάρη του παναγίου Πνεύματος και έδιωξε το σκότος των αιρέσεων που αναφέρθηκαν, που και μέχρι σήμερα τα θεόπνευστα συγγράμματά τους λάμπουν περισσότερο από τις αυγές του ήλιου, ώστε να μη τολμά κάνεις να προβάλει κάποια αντίρρηση σ’ αυτούς» (19Δ,395,397,399)
«Αίρεση είναι το να παρεκκλίνουμε σε κάποιο από τα δόγματα που υπάρχουν σχετικά με την ορθή μας πίστη» (19Δ,453)
«Κι όμοια καθώς οι αιρετικοί πολλά που έχουνε μάθει, πίστευαν πως σε γνώριζαν, πίστευαν πως σε ξέρουν, πίστευαν οι πανάθλιοι, Θεέ μου, και πως σε βλέπουν» (19Ε, 385-7)
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ +1359)
«Στα σχετικά με το Θεό δεν είναι μικρό το παραμικρό» (Α, σελ. 24)
Ο Όσιος Γρηγόριος (1296-1359) πολέμησε τον λατινόφρονα Βαρλαάμ. Γράφεται στο συναξάρι του κάτι πολύ χαρακτηριστικό:
«...Για να υποδείξουμε και μερικά από εκείνα που τον χαρακτήριζαν, αυτά ήταν τα κατεξοχήν ιδιαίτερά του γνωρίσματα·
το υπερβολικά πράο και ταπεινό του χαρακτήρα του, όπου δεν ήταν ο λόγος για το Θεό και τα θεία· διότι σε αυτού του είδους τα θέματα,
ήταν πάρα πολύ μαχητής...» (Συναξάριον Τριωδίου της Β΄Κυριακής Νηστειών)
«Πάλι ο πρωταίτιος του κακού όφις σηκώνει την κεφαλή εναντίον μας και σιγοψιθυρίζει τ’ αντίθετα στην αλήθεια. Ή μάλλον, αφού η δική του κεφαλή συντρίφτηκε με τον σταυρό του Χριστού, κεφαλή του κάνει τον καθένα από εκείνους που με το πέρασμα των γενεών πείθονται στις ολέθριες συστάσεις και έτσι, εμφανίζοντας σαν η ύδρα πολλές κεφάλες προς τα επάνω, δεν σταματά να διαλαλεί με αυτές στα ύψη την αδικία». (Περί εκπορεύσεως του Αγ. Πνεύματος, Α' ΕΠΕ 1,68. Ε X. 1,23)
«Τότε ο ηγεμών της απάτης ακολούθησε άλλο δρόμο. Υποκρίνεται ότι απορρίπτει την πολύθεη πλάνη και προσποιείται ότι οδηγεί όλους σε ένα Θεό με τις κατά καιρούς φωνές των κακοδόξων, αλλά με σκοπό πραγματικό να απομακρύνει από τον ένα Θεό. Πράγματι πείθει με τις σοφιστείες των αιρετικών ότι αυτός δεν είναι τρισυπόστατος και παντοδύναμος». (Αντιρρητικός Ζ΄13,44. ΕΠΕ6,307-399. ΕΧ. 3,420)
«Πράγματι, αν αυτός ο άρχοντας ενώ είναι ολοσχερώς σκοτάδι, υποκρίνεται, κατά τον απόστολο, «άγγελο φωτός», ποιο είναι το παράξενο, αν και αυτοί που παραπλανήθηκαν από τα σοφίσματα εκείνου και τον έβαλαν ολόκληρο μέσα τους και μιλούν δια μέσου αυτού, υποκρίνονται τις φωνές των διακόνων του αληθινού φωτός δηλαδή των φωτισμένων εν Θεώ, σαν να εκτελούν και αυτοί «τα έργα του Πατρός αυτών», εξαπατώντας τους πολλούς με την ευπρέπεια των λόγων; Διότι, λέγει, «και οι διάκονοι αυτού» υποκρίνονται «ως διάκονοι δικαιοσύνης». (Α' Προς Βαρλαάμ, ΕΠΕ 1,488. Ε X. 1,247)
«Κάθε ένας από όλους αυτούς δεν έχουν πιστέψει σε όλη την θεόπνευστη Γραφή, αλλά δεχόμενοι μερικά μόρια αυτής και προς τα αλλά έχοντας κατά κάποιον τρόπο κλεισμένα τα αυτιά τους βάδισαν σαν παράφρονες κατά της μιας ευσεβείας που την έχουν παραδεχθεί όλοι, φέροντας σε αντιπαράθεση μεταξύ τους τα λόγια των αγίων και του Πνεύματος αλλάζοντας το νόημα των αποσπασμάτων τους παρερμηνεύοντάς τα και προσφέροντάς τα εναντίον των ευσεβών».(Διάλογος Oρθοδόξου και Βαρλααμίτου, ΕΠΕ 3,322. ΕΧ. 2,196)
«Ας αποφύγουμε λοιπόν όσους δεν παραδέχονται τις πατερικές εξηγήσεις, αλλά προσπαθούν να εισαγάγουν τα αντίθετα μόνοι τους και τις μεν λέξεις του κειμένου προσποιούνται ότι μεταχειρίζονται, το δε ευσεβές νόημα απορρίπτουν Ας τους αποφύγουμε μάλιστα περισσότερο από όσο φεύγει κανείς από φίδι. Διότι το μεν φίδι, όταν δαγκώσει, θανατώνει πρόσκαιρα το σώμα, χωρίζοντάς το από την αθάνατη ψυχή• εκείνοι όμως πιάνοντας με τα δόντια την ίδια την ψυχή, την χωρίζουν από τον Θεό, που είναι αιώνιος θάνατος της αθάνατης ψυχής» (ΕΠΕ 10,356)
«Αυτός λοιπόν ο νοερός και γι’ αυτό περισσότερο καταραμένος όφις το πρώτο και μεσαίο και τελευταίο κακό,... ο σε κάθε ασεβή δοξασία σοφιστής καθόλου δεν έχει ξεχάσει την κακοτεχνία του. Τώρα λοιπόν εισάγει με τους Λατίνους που του κάνουν υπακοή απόλυτη νέους όρους για τον Θεό».(Α' Προς Βαρλαάμ, ΕΠΕ 1,68.ΕΧ. 1,23)
ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ
«Τότε ἡ ἀληθής ἑνότης τῆς πίστεως, ὅταν καί ἐν τοῖς δόγμασιν ὀρθοδοξῶμεν καί τῆς ἀγάπης σύνδεσμον συντηρῶμεν» (PG 124,1088Α)
ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (+1429)
«Ο διάβολος τους μεν αιρετικούς τους ωθεί στην προσευχή, επειδή ακριβώς η προσευχή τους είναι βλασφημία. Τους δε ορθοδόξους τους ρίχνει στην αμέλεια. Επειδή με την προσευχή τους ευαρεστείται ο Θεός» (Άπαντα σελ. 392)
ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ (+1444)
«Η σύνοδος της Φλωρεντίας είναι Καϊαφαϊκό συνέδριο, όσο η ένωση που έγινε από αυτούς σκοτεινιάζει την Εκκλησία»(Επιστολή προς Σχολάριον PG 160,1093C)
«Τους παρακαλούσαμε, και τι δεν λέγαμε ικανό να μαλακώσει και πέτρινες ψυχές, να επιστρέψουν σε εκείνην την καλή συμφωνία, την οποία είχαμε πριν και μεταξύ μας και με τους Πατέρες μας, όταν λέγαμε όλοι το ίδιο και δεν υπήρχε σε μας σχίσμα… Λέγοντας αυτά, μοιάζαμε να ψέλνουμε στο κενό ή να ψήνουμε πέτρα ή να σπέρνουμε σε πέτρες ή να γράφουμε στο νερό ή όσα άλλα λένε οι παροιμίες για τα αδύνατα» (Το Γραμμάτιον P.G. 159, 1037C 1040D)
«Απαγορεύουν οι θείοι Πατέρες την αλλαγή του Συμβόλου ακόμη και σε λέξη και σε συλλαβή και εκφωνούν φρικτές κατάρες εναντίον αυτών που θα τολμήσουν ποτέ αυτήν την αλλαγή» (Το Γραμμάτιον P.G. 159, 1033 C)
«Οι Λατίνοι δεν είναι μόνο σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί… Εμείς λοιπόν αποσχιστήκαμε από αυτούς όχι για κάτι άλλο, παρά για το ότι είναι αιρετικοί· για αυτό δεν πρέπει καθόλου να ενωθούμε με αυτούς, αν δεν βγάλουν την προσθήκη από το Σύμβολο και δεν ομολογήσουν το Σύμβολο όπως και εμείς» (Mansi,31A,885DE)
«Να τους αποφεύγετε αδελφοί και την κοινωνία μαζί τους· διότι οι τέτοιοι άνθρωποι είναι ψευδαπόστολοι, εργάτες δόλιοι, που μετασχηματίζονται σε αποστόλους Χριστού. Και δεν είναι θαυμαστό «διότι ο ίδιος ο Σατανάς μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός». Δεν είναι θαυμαστό λοιπόν, αν και οι διάκονοί του μετασχηματίζονται ως διάκονοι δικαιοσύνης, των οποίων το τέλος θα είναι σύμφωνα με τα έργα τους… Να στέκεστε κρατώντας τις παραδόσεις, τις οποίες παραλάβατε, και τις γραφτές και τις άγραφες, ώστε να μην ξεπέσετε από το στήριγμά σας παρασυρόμενοι από την πλάνη των παράνομων…» (ΔΣΜ Α, σ. 361,362)
«Αλλά θα πεις ίσως (γράφει στο Γ. Σχολάριο) ότι η μεταβολή δεν έγινε προς τα αντίθετα, αλλά αποβλέπουμε σε κάποια μεσότητα και συγκατάβαση. Ουδέποτε, άνθρωπε, διορθώθηκαν τα εκκλησιαστικά με μεσότητα· ενδιάμεσο αλήθειας και ψεύδους δεν υπάρχει κανένα· αλλά όπως ακριβώς αυτός που βγήκε έξω από το φως αναγκαστικά είναι στο σκοτάδι, έτσι αυτός που παρέκκλινε λίγο από την αλήθεια, υπόκειται λοιπόν στο ψεύδος θα λέγαμε αληθινά· παρόλο βεβαίως που ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι είναι δυνατόν να πούμε ότι υπάρχει μεσότητα, το ονομαζόμενο λυκαυγές ή λυκόφως, αλλά μεσότητα της αλήθειας και του ψεύδους δεν θα μπορούσε να επινοήσει κάποιος, έστω και αν κουραστεί πολύ… Μη λοιπόν μας εξαπατούν για μεσότητα…» (Επιστολή προς Γ. Σχολάριον P.G. 160 1093 BC,1096C)
«Στα της πίστης δεν χωράει συγκατάβαση· διότι η συγκατάβαση δημιουργεί ελάττωση της πίστης… Διότι σε αυτά δεν είναι μικρό και αυτό που φαίνεται μικρό» (Συροπούλου 8, κεφ. ΙΒ, σ. 234,235)
«Συ υπάρχεις κοπέλιν και εποίησας και ως κοπέλιν» (ο άγιος Μάρκος Ευγενικός στον μητροπολίτη Εφέσου που υπέγραψε στη Σύνοδο Φερράρας, Συροπούλου 9, κεφ. 11, σ. 446).
«Δεν θα το κάνω αυτό ποτέ, ό,τι και να γίνει» (η απάντησή του αρνούμενος να υπογράψει, ο.π. 10,9, σελ. 484)
«Διότι έχω πειστεί με ακρίβεια, ότι όσο απομακρύνομαι από αυτόν και τους ομοίους του, πλησιάζω το Θεό και όλους τους πιστούς και τους αγίου Πατέρες· και όπως ακριβώς χωρίζομαι από αυτούς, έτσι ενώνομαι με την αλήθεια και τους αγίους Πατέρες και θεολόγους της Εκκλησίας… Όπως ακριβώς σε όλη μου τη ζωή ήμουν χωρισμένος από αυτούς (Λατίνους), έτσι και στον καιρό της εξόδου μου, και ακόμη και μετά το θάνατό μου αποστρέφομαι την κοινωνία και ένωση με αυτούς, και εξορκίζοντας προστάζω, κανείς από αυτούς να μην πλησιάσει ή στην κηδεία μου ή στα μνημόσυνά μου… ώστε να επιχειρήσει να συλλειτουργήσει με τους δικούς μας· διότι αυτό σημαίνει το να αναμιγνύονται τα άμικτα. Πρέπει, λοιπόν, εκείνοι να είναι εντελώς χωρισμένοι από εμάς, μέχρις ότου δώσει ο Θεός την καλή διόρθωση και ειρήνη της Εκκλησίας του»» (Απολογία P.G. 160,536 CD)
«Γρηγορότερα θα έπεφτε από τη θέση του ο Όλυμπος, παρά να αφήσει κάτι από το φρόνημά του ο Μάρκος»(Γ.Σχολαρίου)
ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ (+1779)
«Όλες οι πίστες είναι ψεύτικες, κάλπικες, όλες του διαβόλου. Τούτο εκατάλαβα αληθινόν, θείον, ουράνιον, σωστόν τέλειον και δια λόγου μου και δια λόγου σας πως μόνη η πίστις των ευσεβών και Ορθοδόξων χριστιανών είναι καλή και αγία» (Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Α,1)
«Να κλαίτε για τους ασεβείς και αιρετικούς» (ο.π.)
ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (18ος αι.)
«Οι Λατίνοι είναι αιρετικοί» (σχόλια στον ΜΖ΄ Κανόνα των Αγ. Αποστόλων», Πηδάλιον, εκδ. Ρηγόπουλου, 1991, σελ. 55)
«Διότι καθώς όταν ένα μέλος κοπή από το σώμα, νεκρούται παρευθύς με το να μη μεταδίδεται πλέον εις αυτό ζωτική δύναμις· τοιουτοτρόπως και αυτοί αφ ου μίαν φοράν εσχίσθησαν από το σώμα της Εκκλησίας, ενεκρώθησαν παρευθύς» (Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Πηδάλιον, σημείωσις α΄ στον α΄ κανόνα του μεγάλου Βασιλείου, σελ. 589)
«οι αιρετικοί ιερωσύνην δεν έχουν, άρα και τα παρ αυτών ιερουργούμενα κοινά εισι και χάριτος και αγιασμού άμοιρα» (Πηδάλιον, σημείωσις β΄ στον ξη΄ αποστολικό κανόνα, σελ. 91)
Απάντηση των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής προς τον Πάπα Πίο Θ’ (1848) (Πηγή: Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Καρμίρη Ιωάννη, τ. Β' σελ. 902-925, Αθήνα 1953)
«Όλοι λοιπόν οι καινοτόμοι, είτε με αίρεση είτε με σχίσμα, ενδύθηκαν με τη θέλησή τους, σύμφωνα με τον ψαλμωδό, «κατάρα ως ρούχο», είτε έτυχε να είναι Πάπες είτε Πατριάρχες είτε Κληρικοί είτε Λαϊκοί· «κι αν κάποιος, ακόμα και άγγελος από τον ουρανό, σας κηρύσσει άλλο ευαγγέλιο από αυτό που έχετε παραλάβει, ας είναι ανάθεμα». Έτσι σκεπτόμενοι οι Πατέρες μας και υπακούοντας στους ψυχοσωτήριους λόγους του Παύλου, στάθηκαν σταθεροί και στέρεοι στην πίστη που τους παραδόθηκε από γενιά σε γενιά και την διέσωσαν αμετάβλητη και αμόλυντη στο μέσο τόσων αιρέσεων, και την παρέδωσαν σε μας αληθινή και ανόθευτη, όπως βγήκε αγνή από το στόμα των πρώτων υπηρετών του Λόγου· έτσι σκεπτόμενοι και εμείς, ανόθευτη όπως την παραλάβαμε θα την μεταδώσουμε στις επερχόμενες γενιές, χωρίς να μεταβάλλουμε τίποτα»
ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
«Οι δογματικές διαφορές επειδή ανάγονται σε μόνο το κεφάλαιο της πίστης, αφήνουν ελεύθερο και απρόσβλητο το της αγάπης κεφάλαιο· το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπη… Η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τινός διαφοράς είναι πρέπον να θυσιάζεται… Είναι πολύ πιθανό να ελκύσει προς τον εαυτό του [ο επίσκοπος που διαχειρίζεται τον διάλογο] και την ετερόδοξη εκκλησία που κρίνει από εσφαλμένη περιωπή κάποιο δογματικό ζήτημα» (Μάθημα Ποιμαντικής, αρχική έκδοση,σελ.192).
«Ήταν λοιπόν τα κλειδιά [που υποσχέθηκε ο Χριστός στον Πέτρο] όχι σύμβολο εξουσίας δικτατορικής όπως αποφαίνονται οι Δυτικοί θεολόγοι, αλλά χάριτος και δυνάμεως πνευματικής προς σωτηρίαν των ομολογούντων τον Ιησούν Υιόν Θεού… Η Εκκλησία ουδέποτε εξωλίσθησεν ουδέ εξέπεσεν σε τέτοια ανθρωπολατρεία» (Μάθημα Ποιμαντικής, 35).
«Οι λέγοντες "εγώ ειμί Κηφά" [είμαι του Πέτρου] και τούτον θεωρώ [άρα και τον Πάπα ως διάδοχό του]… τον μόνον επί γης του Ιησού Χριστού αντιπρόσωπον, οι τοιούτοι… μερίζουσιν τον Χριστόν και οικοδομούσι την Εκκλησίαν επί θεμελίων ανθρωπίνων, εγκαταλείποντες… τον Ιησούν Χριστόν» (Μάθημα... 41).
«Τι κοινό μπορεί να έχουν μαζί με αυτό τον μεγάλο Απόστολο της Εκκλησίας μας οι υπ’ αυτού θεωρούμενοι διάδοχοι; Πώς από αυτά τα θεία χαρίσματα ανεβλάστησε το σύστημα της ιεροκρατίας και κοσμοδεσποτείας; Πώς τα κλειδιά της Ουρανίου Βασιλείας ξεκλείδωσαν την θύρα της επιγείου βασιλείας; Πώς τα πνευματικά οδήγησαν στα υλικά; Πώς ο ποιμήν μετεβλήθη σε ηγεμόνα; Πώς τα κλειδιά μετεβλήθησαν σε ξίφος; Πώς η πέτρα της πίστεως έγινε πέτρα σκανδάλου; Και γιατί ένας προνομιούχος διάδοχος [ο επίσκοπος Ρώμης] και να μην έχουν όλοι ομοιογενή διαδοχή; Μήπως έναν μόνο διάδοχο έκανε δια του Ευαγγελίου ο Πέτρος; Μήπως μία Εκκλησία ίδρυσε; Μήπως έναν Επίσκοπο χειροτόνησε; Γιατί λοιπόν ένας αντιποιείται (=οικειοποιείται, σφετερίζεται) την διαδοχή του Πέτρου;» (Μάθημα… 44).
«Απεδείχθη ότι οι της Δυτικής Εκκλησίας θεολόγοι παρερμηνεύουν τα ιερά λόγια του Κυρίου… ότι πλανώνται θεωρούντες τον Απ. Πέτρο ως τον θεμέλιον λίθον της Εκκλησίας… Η θεωρία αυτή οδήγησε την Δυτικήν Εκκλησίαν εις τρίβους (δρόμους) επισφαλείς, αίτινες απεμάκρυναν αυτήν του γνησίου και αληθούς πνεύματος της Εκκλησίας» (Μάθημα… 45).
«Η Εκκλησία λοιπόν είναι η μόνη αναμάρτητος και αλάθητος, και αυτήν μόνην οι πάντες οφείλουσιν ως τέτοια να αναγνωρίζουν» (Αι Οικουμενικές Σύνοδοι, εκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 71).
«Μεγάλως ἥμαρτεν ὁ Μακαριώτατος Πάπας, κηρύξας ἑαυτὸν ἀλάθητον καὶ ἀναμάρτητον· διότι αφήρεσε τον ωραιότατον κόσμον (=στολισμό) της Εκκλησίας, την τιμιωτέραν αρετήν της Νύμφης του Χριστού. Δια της αποστερήσεως ταύτης ο Πάπας εξευτελίζει και ατιμάζει την του Χριστού Εκκλησίαν· διότι αποστερεί αυτής την χάριν του παναγίου Πνεύματος του φωτίζοντος αυτήν… Δεν δύναται δε να αρνηθεί την αντίφασιν ταύτην· διότι ελέγχεται υπ’αυτής, και διότι δεν είναι δυνατόν να υφίστανται δύο αλάθητα και αναμάρτητα και συγχρόνως διαφωνούντα προς άλληλα. Η εκκλησία η καθόλου (η όλη Εκκλησία) διαφωνεί προς τον Πάπαν. Επομένως το ένα από τα δύο αυτά απώλεσε το αλάθητον, τουτέστιν ή η Εκκλησία ή ο Πάπας. Και εάν η Εκκλησία, τότε ο Πάπας εστί το αλάθητον, το αψευδέστατον στόμα του Αγίου Πνεύματος… Άρα η πράξις αυτή ην αναξία τω μεγάλω της Δυτικής Εκκλησίας Ποντίφηκι, και υπέδειξεν ούτος δια τρανής μαρτυρίας το λαθητό και προς την αμαρτίαν επιρρεπές του ανθρώπου… Τὸ ἀλάθητον καταργεῖ τις Συνόδους, ἀφαιρεῖ ἀπ᾿ αὐτῶν τὴν σημασίαν, τὴν σπουδαιότητα, καὶ τὸ κῦρος, καὶ κηρύττει αὐτὰς ἀναρμοδίους, διασαλεῦον τὴν πρὸς αὐτὰς πεποίθησιν τῶν πιστῶν. Ἡ ἀνακήρυξις τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα διεσάλευσε τὰ θεμέλια τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας· διότι παρέσχε χώραν εἰς ὑπονοίας περὶ τῆς αὐθεντίας τῶν Συνόδων, καὶ δεύτερον ἐξήρτησε αὐτὴν ἐκ τῆς νοητικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναπτύξεως ἑνὸς προσώπου, τοῦ Πάπα» (Αι Οικουμενικαί... 70).
«Η από ενός προσώπου αποδοχή της αληθείας είναι λίαν κινδυνώδες· διότι εισάγει τον ιδιολογισμόν και δίνει χώραν εις την αμφιβολίαν περί του κύρους των προγενέστερων θεσπισμάτων. Ο ορθολογισμός γίνεται το μέτρον πάσης αποδεκτής αληθείας· δόγμα λοιπόν (γίνεται) ό,τι η φαεινή του ενός ανθρώπου διάνοια θα ήθελε να αποφανθεί ως ορθόν και λογικόν. Δια του τρόπου δε τούτου θα ελάλει εν ταις Εκκλησίαις ουχί πλέον το Πνεύμα το Άγιον, αλλά το πεπερασμένον του ανθρώπου πνεύμα… Η Δυτική Εκκλησία περιορίσασα το αλάθητον σε ένα πρόσωπο, τον Πάπα, προχώρησε περισσότερο σε μία στιγμή από όσον η των Διαμαρτυρομένων Εκκλησία για ολόκληρους αιώνες· και ο λόγος εστίν ο εξής: Η Δυτική Εκκλησία δια της αφαιρέσεως του αλαθήτου απώλεσε το κύρος και την ισχύν ή μάλλον, να πούμε, την φωνήν και την ζωήν και απέβη από στόματος φωνήεντος σώμα ιχθύος αφωνότερον και ώρισε μέλος τι ως κεφαλήν αυτής, ίνα φέρη την φωνήν και την ζωήν. Αλλ’ ένεκα τούτου δεν απέβη άτομο η Εκκλησία; Δεν ομιλεί πλέον εν αυτή το άτομον;» (Αι Οικουμενικαί... 72).
«Ἀφοῦ δὲ πᾶς Πάπας κρίνει περὶ τοῦ ὁρθοῦ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτῷ, καὶ ἑρμηνεύει τὴν Γραφήν ὡς βούλεται, καὶ ἀποφθεγματίζεται, ὡς θεωρεῖ ὁρθόν, κατὰ τί διαφέρει οὗτος τῶν παντοίων δογματιστῶν τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας;… Ἴσως ἐν μὲν τῇ τῶν Προτεσταντῶν ἕκαστον ἄτομον ἀποτελεῖ μίαν Ἐκκλησίαν, ἐν δὲ τῇ Δυτικῇ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἓν ἄτομον, οὐχὶ πάντοτε τὸ αὐτό, ἀλλ᾿ ἀείποτε (=πάντοτε) ἕτερον» (Αἱ Οἰκουμενικαὶ..., 73).
«Ενώ εν τη των Διαμαρτυρομένων ανεκηρύχθη σεβαστή η ελευθερία του ανθρωπίνου πνεύματος, εν τη Δυτική Εκκλησία υπεγράφη η δουλεία αυτού. Ενώ δηλαδή εν εκείνη ο άνθρωπος αφίεται ελεύθερος ν’ αποδέχεται ό,τι αυτός εννοεί (=καταλαβαίνει), εν ταύτη ο Δυτικός υποχρεούται ν’ ασπάζηται ό,τι δεν εννοεί, αλλ’ ό,τι του επιβάλλεται. Δια του δόγματος του αλαθήτου η Δυτική Εκκλησία απώλεσε την πνευματικήν της ελευθερίαν, τον στολισμόν της, εκλονίσθη εκ βάθρων, εστερήθη του πλούτου της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, της παρουσίας του Χριστού· και από πνεύματος και ψυχής κατέστη άναυδον σώμα! Πραγματικά από καρδίας θλιβόμεθα για την αδικία που έγινε στην Εκκλησία και από τα μύχια […] ευχόμεθα να φωτίσει το νουν και την καρδίαν του Μακαριωτάτου Ποντίφηκος το Άγιο Πνεύμα, ώστε να δώσει πίσω αυτός στη μια Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ό,τι από αυτήν αφαίρεσεν, ως μη ώφειλεν» (Αι Οικουμενικαί..., 73).
«Σχίσμα, θλιβερό άκουσμα, λέξις δηλούσαν αποδοκιμασία αδελφής Εκκλησίας, χωρισμόν αδελφών μίας Εκκλησίας και σειράν δυσαρέστων επακολούθων» (Μελέτη Ιστορική περί των αιτιών του Σχίσματος τόμος Α,εκδ. Παναγόπουλος, 1998, σελ. 27).
«Η δε ανατολική Εκκλησία φέρει ως σπουδαιότατα αίτια: α) Τις υπερφίαλες και αντικανονικές αξιώσεις περί του πρωτείου των Παπών της Ρήμης, τις αντιστρατευόμενες προς το πνεύμα της Μίας Αγίας καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, το διατετυπωμένον εν τη Αγία Γραφή και περιπεφρουρημένον υπό των Αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων» (Μελέτη... Α, 28).
«Οι όροι της ενώσεως είναι τοιούτοι, ώστε καθιστώσι την ζητουμένην ένωσιν αδύνατον· διότι δεν έχουσι ουδέν σημείον συναντήσεως, ζητούσι δε εκατέρα παρά της ετέρας, ούτε πλείον ούτε έλαττον, την άρνησιν εαυτής, άρνησιν των θεμελιωδών αρχών, εφ' ων εδράζεται όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας· διότι η μεν δυτική Εκκλησία εδράζεται επί των πρωτείων του Πάπα, κατά την εκδοχήν αυτών υπ’ αυτής η δε ανατολική Εκκλησία επί των οικουμενικών συνόδων. Κατά ταύτα οι προτεινόμενοι όροι ενώσεως υπ’ αμφοτέρων των μερών είναι αδύνατον να γίνωσιν αποδεκτοί, ως ανατρέποντες εκ θεμελίων τας εαυτών Εκκλησίας» (Μελέτη... Α, 28-29).
«Η Ρωμαϊκή Εκκλησία προδιέγραψε το πρόγραμμα, όπερ έμελλε να εφαρμόσει, και καθ’ ο όφειλε να βαδίσει καθ’ όλους τους αιώνας. Επί το πρόγραμμα εγράφη: «Ένας Θεός, μία πίστη, ένα βάπτισμα, μία Εκκλησία, η Εκκλησία της Ρώμης». Από δω αρχίζει η από της Μίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας απομάκρυνση της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, η οποία ευθύς εξ’ αρχής άνοιξε το χάσμα του χωρισμού, αντικαταστήσασα τον προσδιορισμό της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας· από δω αρχίζει ο χωρισμός των Εκκλησιών, όστις συνετελέσθη επί Φωτίου τα μάλα (=πάρα πολύ) καλώς, αφού η Εκκλησία διέτρεχε κίνδυνο να αποβεί από Μία, καθολική και Αποστολική Εκκλησία, Εκκλησία Ρωμαϊκή ή μάλλον παπική, κηρύττουσα όχι πλέον τα των Αγίων Αποστόλων, αλλά τα των παπών δόγματα» (Μελέτη Α..., 30).
«Η υπέροχος θέση του Πέτρου ως κορυφαίουτων αποστόλων εφιλοτίμησεν ου μόνον την ρωμαϊκήν Εκκλησίαν την φιλοδοξούσαν πρωτεία, ηγεμονία και μονοκρατορία…» (Μελέτη Α..., 32-33).
«Ο επίσκοπος Ρώμης ετιμάτο δια το είναι αυτόν επίσκοπον της πρωτευούσης του ρωμαϊκού κράτους. Ούτοι ήσαν οι λόγοι της τιμής των επισκόπων Ρώμης και των πρωτείων, συγχρόνως δε και τα αίτια τα υπερθερμάναντα την φιλοδοξίαν των Παπών και διεγείραντα την συμφυά ρωμαϊκή φιλαρχία, όπως ηγεμονεύσωσιν απάσης της Εκκλησίας» (Μελέτη Α..., 58).
«Η παπική όμως φιλαρχία με αλλοίωση του κειμένου του αγίου Κυπριανού εξήγαγεν ερμηνείας συμφώνους προς το φιλαρχικόν αυτής πνεύμα. Το extra Ecclesiam nulla salus [εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία] το παραχάραξε στο extra Ecclesiam Romanam salus nulla [εκτός Ρωμαϊκής Εκκλησίας…]» (Μελέτη Α..., 70).
«Έτερον τεκμήριον αρχαιότατον, μαρτυρούν τας τάσεις προς υποδούλωσιν της Εκκλησίας, είναι και ο εθνικός αρχιερατικός τίτλος, του Pontifex maximus, τον οποίο σαν διπλοΐδα βασιλικήν περιεβλήθησαν, όπως εμφανισθώσιν ως ηγεμόνες της Εκκλησίας, θέλοντες δι’ αυτού να αναδειχθώσιν οι άκροι Αρχιερείς οι την ανωτάτην έχοντες αρχιερωσύνην… Το αρχιερεύς μέγιστος εντεύθεν λαβόν την αρχήν, μετά ταύτα κατ’ απομίμησιν της εθνικής ιεραρχίας εθεωρήθη ως χαρακτηριστικός τίτλος του αξιώματος του επισκόπου Ρώμης, διότι δι αυτού περιεβάλλετο το μοναρχικόν αξίωμα εν τη Εκκλησία του Χριστού, του διδάξαντος το «όστις θέλει είναι πρώτος, έστω πάντων έσχατος και πάντων διάκονος» (Μάρκ.θ 35). Το pontifex maximus είναι αντιχριστιανικό κατά την εκδοχή της εννοίας αυτού υπό της δυτικής Εκκλησίας. Τούτο ην το πρώτο γενναίο βλάστημα των σπερμάτων του χωρισμού και του σχίσματος της Εκκλησίας, των σπαρέντων από του δευτέρου αιώνος. Ρontifex maximus εν τη χριστιανική Εκκλησία υπό εθνικήν σημασία, είναι κάτι τερατώδες, είναι κάτι ακατανόητον· ο pontifex maximus είναι κάτι ανώτερον του αρχιερέως κατ’ ουσίαν, είναι ανώτερος των λοιπων αρχιερέων κατά τα θεία χαρίσματα και κατά τας θείας δωρεάς, είναι το θείον, επί της γης αντιπροσωπευόμενον. Πώς ήδη να θαυμάζωμεν περί του σχίσματος και της διαιωνίσεως αυτού; Γιατί να εξιστάμεθα για όλες τις αυθαιρεσίες, για το αλάθητο και για τη λύτρωση των ψυχών εκ του άδου και δι όλα τα άλλα» (Μελέτη Α..., 79-80).
«Η ίδια φιλοδοξία ώθησε και τους επισκόπους της Ρώμης να μιμηθώσι τους της Ρώμης αυτοκράτορας, ους ηθέλησαν τινές να μιμηθώσι καθ’ όλα» (Μελέτη Α..., 81).
«Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία...υπήρξε αείποτε (πάντοτε) ελευθέρα και ανεξάρτητος, ουδέ υπετάγη ποτέ τω Πάπα Ρώμης, ουδέ ανεγνώρισε ποτέ αυτώ μείζονα ιεραρχίαν και πνευματικά χαρίσματα και πνευματικήν υπεροχήν, αλλ’ εθεώρησεν αυτόν επίσκοπο, ως πάντας τους επισκόπους, αφού και αυτός την αυτήν έλαβε χειροτονία, οίαν και οι λοιποί επίσκοποι παρά των αποστόλων, οίτινες δεν απεστάλησαν παρά του Σωτήρος επίσκοποι καθεδρών, αλλά απόστολοι του ιερού Αυτού Ευαγγελίου, φέροντες την δύναμιν του ιδρύειν εκκλησίας» (Μελέτη Α..., 82).
«Πώς ην δυνατόν να εξαρτώνται οι απόστολοι από του Πέτρου, όστις εξ’ ίσου προς τους άλλους απεστέλλετο εις το κήρυγμα… αφού έκαστος έμελλε να ενεργεί ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους; Αλλά τις η χρεία του πρωτείου του αποστόλου Πέτρου, αφού δεν ήταν δυνατόν να υπάρχουν δευτερεία, για την διασπορά των αποστόλων; Τις η χρεία της υπεροχής του Πέτρου, αφού έκαστος απόστολος ιδίαν είχεν αποστολήν; Τις η χρεία ιεραρχικής βαθμολογίας μεταξύ των αποστόλων, αφού εν τη διασπορά έμελλον να πεθάνουν μακριά ο ένας από τον άλλον;… Βεβαίως ουδεμία χρεία όλων τούτων των φανταστικών προσόντων του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος οπωσδήποτε θα διαμαρτύρεται κατά της τοιαύτης υπεροχής. Εάν τα προσόντα του Πέτρου (=το πρωτείο) ήταν αληθινά, το πνεύμα του Ευαγγελίου θα καθίστατο λίαν προβληματικό και αδιανόητο, διότι θα παρουσίαζε σύγχυση εννοιών και σύγκρουση αρχών· θα ήταν ακατανόητη η αρχή της ισότητας, και ισότητας μέχρι ταπεινώσεως και η αρχή της ανισότητας, μέχρι ηγεμονίας και υπεροψίας» (Μελέτη Α..., 83).
«Η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται και εδράζεται όχι στο ενιαίο πρόσωπο ενός από τους αποστόλους, αλλά στο πρόσωπο του Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας… Μέχρις ότου αφίκετο εις την τελείαν απόσχισιν, ένεκα της απαιτήσεως των Παπών της υποταγής της οικουμενικής Εκκλησίας… στην επισκοπή της Ρώμης. Εν τούτω δε κείται ο λόγος του Σχίσματος, όστις αληθώς είναι μέγιστος, διότι ανατρέπει το πνεύμα του Ευαγγελίου, και ο σπουδαιότερος δογματικός λόγος, διότι είναι άρνηση των αρχών του Ευαγγελίου. Οι υπόλοιποι δογματικοί λόγοι, καίτοι (=αν και) σπουδαιότατοι, δύνανται να θεωρηθώσιν ως δευτερεύοντες και απόρροια του πρώτου τούτου λόγου» (Μελέτη Α..., 84).
«Ένας άνθρωπος, ένας επίσκοπος Ρώμης, κατέχων την αρχήν και το κέντρον της ενότητας και θέλων άμα να είναι η κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας, ήθελε χαρακτηρισθή υπό του [αγίου] Κλήμεντος [επισκόπου Ρώμης] ως παράφρων» (Μελέτη Α...,92)
«Οι Οικουμενικές Σύνοδοι ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα[…] του πολιτεύματος της Εκκλησίας και του διαπνέοντος εν τη Εκκλησία πνεύματος και έκφραση της ισοτιμίας και ισοδυναμίας των Επισκόπων, και επιπλέον τρανή μαρτυρία της καθόλου (=της όλης) Εκκλησίας περί του αλαθήτου, ότι τούτο βρίσκεται μόνο στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία… Ἐκ τῆς συγκροτήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διαδασκόμεθα ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία οὐδένα ἕτερον ἀνεγνώριζεν ἀναμάρτητον καὶ ἀλάθητον παρά μόνην ἑαυτὴν ἐν τῷ συνόλῳ τῶν ἑαυτῆς ἐπισκόπων. Μάτην ἄρα ἀγωνίζονται οἱ περὶ τὸν Πάπαν Ρώμης νὰ ἀναδείξωσιν αὐτὸν ἀλάθητον ἢ μὴ σφαλλόμενον, δογματίζοντα ἀπὸ καθέδρας, διότι αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἵστανται στεντορείᾳ τῇ φωνῇ διαμαρτυρόμεναι κατὰ τοῦ τοιούτου ἀνοσίου σφετερισμοῦ τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης. Ἐκεῖνο δὲ, ὅπερ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἐπὶ δεκαεννέα ὅλους αἰῶνας ἐπίστευε καὶ ἐπρέσβευεν, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀθετήσῃ καὶ ἀπαρνηθῇ, ὅπως δεχθῇ καὶ πρεσβεύσῃ τὸ νέον περὶ ἀλαθήτου δόγμα τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἦτο ἀδιάπταιστος δογματίζων ἀπὸ καθέδρας, τοῦτο ἔπρεπε νὰ ὁμολογῆται παρὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων, ἀλλ᾿ οὐ μόνον δὲν ὁμολογεῖται ἀλλὰ καὶ διαψεύδεται· διότι αἱ τοπικαὶ, αἱ ἐπαρχιακαὶ καὶ αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι πᾶν τοὐναντίον ὁμολογοῦσι. Ἑὰν ἡ Ἐκκλησία ἀνεγνώριζε τῷ Πάπα τοιοῦτον προσόν, θὰ ὡμολόγει τοῦτο διὰ τῶν ἔργων, ἐπιζητοῦσα παρ᾿ αὐτοῦ τὴν λύσιν τῶν παρουσιαζομένων ζητημάτων, οὐδὲ θὰ προσέτρεχεν εἰς Συνόδους, καὶ δὴ Οἰκουμενικάς, πρὸς λύσιν δογματικῶν ζητημάτων. Η συγκρότησις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀρνεῖται τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον θεῖον χάρισμα. Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι οὐ μόνον δὲν ἀνεγνώρισαν τῷ Πάπᾳ τοιοῦτον προνόμιον, ἀλλὰ καὶ κατεπολέμησαν τὴν τοιαύτην διάθεσιν» (Μελέτη Α..., 106-107).
«Ήδη ερωτώμεν πού τα δικαιώματα του Πάπα (στην Α΄Οικουμενική); Πού το αλάθητο; Πού η εξουσία; Πώς αντεποιήθη (οικειοποιήθηκε, σφετερίστηκε) τούτων η καθόλου (η όλη) εκκλησία; Γιατί δεν αναφέρθησαν προς τον επίσκοπο Ρώμης, τον καθήμενον επί της καθέδρας του Πέτρου και έχοντα εκ διαδοχής το αδιάπταιστον εν τη Χριστιανική αληθεία; Γιατί μάλιστα προσεκλήθη και αυτός ως ένας των επισκόπων…; Γιατί δεν απεδόθη η προσήκουσα τιμή τω προκαθεζομένω της αληθείας; Βεβαίως ταύτα δεν συνηγορούν υπέρ των ισχυρισμών των Παπιστών» (Μελέτη Α..., 108).
«Πόσο παραχαράττουν την αλήθεια [ο Πάπας Πίος ο Θ΄ το 1848], για να υποστηρίξουν την αστήρικτη αρχή του Πάπα και την Παπικήν Έκκλητον» (Μελέτη Α..., 121).
«Εν απάσαις ταύταις ταις συνόδοις ουδαμού φαίνεται η του Πάπα αυθεντία ή το πρωτείο ή η ηγεμονία ή το έκκλητο ή η υπεροχή ή το διοικητικό ή κάτι εξ’ όσων σήμερον αντιποιείται (=οικειοποιείται, σφετερίζεται) ο Πάπας» (Μελέτη Α..., 127).
«Η απάντηση αυτή (της Συνόδου Καρθαγένης) είναι ου μόνον σφοδρός έλεγχος του παπικού τύφου (=υπερβολική υπερηφάνεια), αλλά και αναίρεσις των αξιώσεων και δείγμα του μέτρου της παπικής ηγεμονίας» (Μελέτη Α..., 138).
«Ταύτα [τον σεβασμό του Πάπα Κελεστίνου στο θεσμό των Συνόδων] ας ακούσουν αυτοί που το 1870 [Ά Βατικανή που δογμάτισε το «αλάθητο»] κατάργησαν τις Συνόδους» (Μελέτη Α..., 142).
«Τοιαύτη η πολιτική του παπισμού, η τα σπέρματα του σχίσματος άφθονα κατά τον πέμπτο αιώνα εν τη Εκκλησία ενσπείρασα» (Μελέτη Α..., 144).
«Λέγω παπισμού και όχι Πάπα, διότι ήδη (από την Δ΄Οικουμενική) κατηρτίσθη τελείως εν Ρώμη σύστημα, σκοπόν έχον την συγκέντρωσιν των τε πολιτικών και εκκλησιαστικών δυνάμεων εν τω προσώπω του επισκόπου Ρώμης ως ηγεμόνος της τε Εκκλησίας και πολιτείας· το σύστημα ανεκήρυξε μετ’ ολίγον τον Πάπα Ηγεμόνα των ηγεμόνων· εντεύθεν η διάκριση μεταξύ Πάπα και παπισμού και δυτικής εκκλησίας και παπισμού. Η Ορθόδοξη δυτική Εκκλησία παρεσύρθη και εξέβη της ευθείας οδού, πιεσθείσα υπό της δυνάμεως του παπισμού. Πολλάκις το πρόσωπον των Παπών συνταυτιζόταν με τον παπισμό, αλλά ήταν δυνατόν και να διέφερε, η δύναμη όμως του παπισμού ουδέν επέτρεπε τω Πάπα μη υπαγορευόμενον υπό του παπισμού» (Μελέτη Α..., 149).
«Τοιαύτη [αλαζονική] υπήρξε η γλώσσα και η συμπεριφορά των λεγάτων του Πάπα Λέοντος του αγίου· δύναται πας τις να φαντασθή την γλώσσαν των μη φερόντων το προσόν του αγίου! Ο Θεός να φυλάξη την Εκκλησίαν. Είναι θαυμασία η ανοχή των πατέρων της ιεράς συνόδου (Δ΄Οικουμενικής). Βεβαίως δεν ήσαν επιλήσμονες (=δεν ξέχασαν) της ιστορίας της Εκκλησίας… ουδέ της στάσεως των διαφόρων συνόδων και των πατέρων προς τας αξιώσεις των Παπών, οι οποίες (αξιώσεις) χειρότερα από κάθε αίρεση έβλαψαν την Εκκλησίαν· πώς λοιπόν ηνέχθησαν αυτούς φλυαρούντας και ασχημονούντας ενώπιον τοιαύτης συνόδου! Πώς ήκουσαν τοσαύτα ψεύδη! Πώς δεν διερράγησαν εκ της αγανακτήσεως!» (Μελέτη Α..., 151).
«Αλλά το αρνείσθαι την αλήθειαν και οχυρούσθαι όπισθεν λεξιδίωνπρος υποστήριξιν του ψεύδους, είναι ίδιον του παπισμού, του ζητούντος μωράς (=ανόητες) συζητήσεις· ημείς προς τοιαύτα ουδέν έχομεν κοινόν, ουδέ έχομεν διάθεσιν·… Το ιδικόν μας έργο είναι να υποδείξωμεν ιστορικώς τα αίτια του σχίσματος προς τους έχοντας οφθαλμούς του βλέπειν και ώτα του ακούειν» (Μελέτη Α..., 152).
«Ταῦτα δέν συνηγοροῦσιν ὑπέρ τοῦ θείου δικαίου τῶν Παπῶν. Ἀλλ’ οὐδέ ὑπέρ τοῦ κανονικοῦ δικαίου, ὅπερ ἐάν ἀνεδείκνυε τούς Πάπας κέντρον ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως, οὐδένα εἴχομεν λόγον νά πολεμήσωμεν΄ διότι δέν μαχόμεθα κατά τοῦ κανονικοῦ δικαίου, ἀλλά κατά τοῦ καινοῦ (νέου) δόγματος τοῦ θείου δικαίου (le droit divin) τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, με το οποίο ζητά να κυριαρχήσει πάνω σε όλη την Εκκλησία ὡς ἄκρος ἡγεμών, ἄκρος ἀρχιερεύς καί ἄκρος δικαστής» (Μελέτη Α..., 159).
«Κηρύττω μετά πεποιθήσεως ότι ὁ Μονοφυσιτισμός δέν θά ἐκραταιοῦτο, ἐάν ὁ Διόσκορος δέν ἀπεβάλλετο τόσον προσβλητικῶς τῆς συνόδου (λόγω της αλαζονείας των λεγάτων του Πάπα). Ἀλλ’ ὁ (Πάπας) Λέων περί ἑνός μόνον ἐφρόντιζε, περί τῆς ὑπεροχῆς καί τῆς ἡγεμονίας» (Μελέτη Α..., 180).
«Οι την προσθήκην τολμήσαντες του filioque εν τω συμβόλω της πίστεως και μη ασάλευτα τα δόγματα τηρήσαντες» (Μελέτη Α..., 183).
«Η προς ηγεμονίαν των Παπών ορμή απέβη ακάθεκτος·έπρεπε να αναδειχθώσιν ηγεμόνες και ηγεμονεύσωσιν εν τε τη εκκλησία και τη πολιτεία…· ο σκοπός βεβαίως αγιάζει τα μέσα· η αρχή αύτη αληθώς δεν ευρίσκεται εν ταις ιεραίς Γραφαίς· αλλά ο Πέτρος είναι η ζωντανή αλήθεια στο πρόσωπο του Πάπα· ο Πέτρος αποκαλύπτει νέες αλήθειες, όπερ μάλιστα δεικνύει την ζωήν και την πρόοδο της Εκκλησίας, έδει άρα να εξευρεθώσιν τα κατάλληλα μέσα προς πραγμάτωσιν του αγαθού σκοπού· κατεπονήθη η διάνοια και τα μέσα εξευρέθησαν [εννοεί σειρά πλαστών κειμένων], ήσαν άριστα και έτυχον της υψηλής και αγίας εγκρίσεως των Παπών και τα μέσα ηγιάσθησαν· ούτω δε ανεφάνησαν αι ψευδοισιδώρειες διατάξεις [πλαστά κείμενα], αι επί οκτώ όλους αιώνας υποστηρίξασαι την ηγεμονίαν των Παπών» (Μελέτη Α..., 188-189).
«Και όμως επί τοιούτων θεμελίων [τα πλαστά κείμενα] οικοδομήσαντες την υπεροχήν της ρωμαϊκής επισκοπικής έδρας οι Παπισταί τολμώσιν στο τέλος του 19ου αιώνα να διασαλπίζωσι τα παπικά προσόντα και να εξαίρωσι την ρωμαϊκήν έδραν, την παπικήν υπεροχήν και δι’ υψηλού κηρύγματος να προσκαλώσι τα έθνη… εις αναγνώρισιν των κιβδήλων προνομίων της ρωμαϊκής έδρας και εις υποταγήν αυτών τω Πάπα, τω μόνω αντιπροσώπω του Χριστού επί της γης, τω αρραγεί θεμελίω της Εκκλησίας και τω στόματι της αληθείας! Πόσον πλανώνται πιστεύοντες ότι πείθουσιν!» (Μελέτη Α..., 192-193).
«Τοιαύτα υπήρξαν τα χαλκευθέντα όσια μέσα προς επίτευξιν του ιερού σκοπού του αγιάσαντος τα μέσα. Τις ήδη δεν προβλέπει το σχίσμα; Τίς ἤδη ἀγνοεῖ τούς λόγους τοῦ σχίσματος, ἤ ἐρωτᾷ περί τῶν πρωταιτίων τοῦ σχίσματος; Ἡ ἑνότης ἤδη διεσπάσθη ἐσωτερικῶς, ὁ ἠθικός δεσμός ἀπεκόπη, τό χάσμα ἠνέῳκται καί τό ἀπόστημα ἕστηκε μέγα διαχωρίζον τήν δυτικήν ἤ μᾶλλον τήν ρωμαϊκήν τῆς ἀνατολικῆς ἤ μᾶλλον τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς ἐκκλησίας. Οἱ Πάπαι ἀπέβησαν Ρωμαῖοι αὐτοκράτορες, ἡ δέ Ρωμαϊκή ἐκκλησία, ἡ αὐτοκράτειρα ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἐκκλησιῶν καί ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἐπίσκοπος τῶν ἐπισκόπων ὅλου τοῦ κόσμου΄ ἤδη ὁ Πάπας ἐγένετο θεάνθρωπος, διότι χειρίζεται θείῳ καί ἀνθρωπίνῳ δικαίῳ δύο ὑψίστας δυνάμεις τήν θείαν δύναμιν, τήν ἀπορρέουσαν ἐκ τοῦ ἀξιώματος τοῦ Πέτρου τοῦ στόματος τῆς ἀληθείας, διά τό εἶναι αὐτόν τήν Ἐκκλησίαν τήν ἀληθῶς ἀδιάψευστον καί ἀδιάπταιστον καί τήν ἀνθρώπινην, τήν ἀπορρέουσαν ἐκ τῶν δωρεῶν τῶν αὐτοκρατόρων…Ἡ δύσις ἅπασα ἤδη προσπεσοῦσα προσεκύνησεν αὐτόν, ἀλλ’ ἡ ἀνατολή δέν ὑποτάσσεται· ἡ ἀνατολή ἐμμένει ἐν τοῖς τῆς Ἐκκλησίας κανόσιν, οὐδ’ ἀναγνωρίζουσιν οἱ τῆς ἀνατολῆς ἐπίσκοποι τῷ Πάπᾳ ἐπικυριαρχίαν ἐν τῇ ἀνατολῇ … εν τη ανατολή ουδέν ανέχονται, ουδέ την ελαχίστην επέμβασιν· ανέχονται αυτόν δια την δύσιν, αλλ’ αποκρούουν με όλες τις δυνάμεις δια την ανατολήν» (Μελέτη Α..., 203).
«Ἡ ἱστορική ἀνάπτυξις τοῦ ζητήματος ἐφανέρωσε καί ἐγνώρισενἡμῖν τά παντοῖα μέσα καί τάς ποικίλας ἐνεργείας τῶν μακαριωτάτων Παπῶν τῆς Ρωμαϊκῆς ἐπισκοπικῆς ἕδρας για ὑποδούλωση σε αυτούς καί καταδυναστεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀκάθεκτος φιλαρχία καί φιλοδοξία τά πάντα ἐμηχανεύσαντο, τά πάντα ἐσοφίσθησαν, τά πάντα ἔδρασαν, ὅπως ἀναδείξωσι τούς Πάπας ἡγεμόνας τῆς Ἐκκλησίας καί τυράννους τῆς οἰκουμένης. Ἡ φιλαρχία αὐτῶν ὑπερεπήδησε πᾶν ὅριον΄ τό πρόγραμμα κατεστρώθη καί ἡ ἐφαρμογή αὐτοῦ ἐπεζητεῖτο πάσῃ δυνάμει΄ πᾶν τό ἀντικείμενον ἔδει νά αἴρηται καί πᾶν τό ἀντιπῖπτον νά καθαιρῆται΄ πᾶν τό κωλύον τήν τοῦ προγράμματος ἀνάπτυξιν κατεδικάσθη ὡς ἁμαρτία θανάσιμος καί αἱ ἠθικαί ἀρχαί περί ἁμαρτίας καί δικαιοσύνης ἀνετράπησαν΄ αἱ ἁμαρτίαι ἐχαρακτηρίζοντο οὐχί ἐκ τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν τοῦ παπικοῦ προγράμματος΄ αἱ εὐαγγελικαί ἀρεταί ἠδύναντο νά χαρακτηρισθῶσιν ὡς θανάσιμα ἁμαρτήματα προσκρούουσαι τῷ προγράμματι, αἱ δέ θανάσιμοι κατά τό Εὐαγγέλιον ἁμαρτίαι ὡς μέγισται ἀρεταί ὑπηρετοῦσαι τῷ προγράμματι΄ τήν εὐλάβειαν πρός τόν Θεόν ἀντικατέστησεν ἡ πρός τόν Πάπαν εὐλάβεια, ὁ δ’ εὐλαβούμενος τόν Πάπαν ηὐλαβεῖτο καί τά θεῖα΄ ἡ ἄρνησις της πρός τόν Πάπαν εὐλαβείας ἦν πρός τόν Θεόν ἀνευλάβεια, του οποίου ἐπί τῆς γῆς ἐτέλει ἀντιπρόσωπος΄ ὁ δ’ ἀναγνωρίζων τόν Πάπαν ἐδικαιοῦτο πρός σωτηρίαν΄ ἡ τοῦ Πάπα ἀναγνώρισις ὑπερείχε τῆς τοῦ Θεοῦ γνώσεως΄ ἱκανόν δέ τοῖς βροτοῖς (=ανθρώπους) τοῖς ἀδυνατοῦσι γνῶναι τόν Θεόν, γινώσκειν τόν ἐπί γῆς αὐτοῦ ἀντιπρόσωπον τόν κρατοῦντα τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν΄ καί λίαν ὀρθῶς΄ διότι τίς ἡ χρεία τῆς γνώσεως τοῦ οἰκοδεσπότου, ὅταν ἡ ἁπλῆ τοῦ ἀντιπροσώπου αὐτοῦ γνωριμία εἰσάγει ἡμᾶς εἰς τόν Παράδεισον; Ὅταν ὁ ἀντιπρόσωπος κρατῇ τάς κλεῖς τοῦ Παραδείσου καί εἰσάγει τόν θεράποντά (δούλο) του; Τίς ἡ χρεία τῆς γνώσεως τῶν θείων ἐντολῶν; Οἱ πρός τάς ἀρχάς ταύτας ἀνθιστάμενοι προεγράφοντο (=καταδικάζονταν, διώκονταν). Η ἑλληνική Ἐκκλησία προεγράφη΄ ἀλλ’ ἡ ἑλληνική Ἐκκλησία ἦν ἡ ψυχή τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους, ἡ δέ προγραφή τῆς Ἐκκλησίας ἦν προγραφή τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους΄ τότε ἥ τε ἑλληνική Ἐκκλησία καί τό ἑλληνικόν ἔθνος ὤφειλον ἤ νά ὑποταγῶσιν ἤ νά καταστραφῶσιν. Ὁ πόλεμος ὁ κατά τῆς καθόλου Ἐκκλησίας ἦν νά καταστραφῶσιν» (Μελέτη Α..., 210-211).
«Πόσον ἐπιλήσμονες (=ξεχνούν) ἀληθῶς ἀποβαίνουσι τῆς ἱστορικῆς ἀληθείαςοἱ τῶν προνομίων τῆς ρωμαϊκῆς ἔδρας ὑπέρμαχοι! Πόσον δεινοί τῶν γραφῶν παρερμηνευταί! Πόσον ἀσεβείς πρός τό ἀνθρώπινον πνεύμα! Ἡ πρός αὐτό περιφρόνησις ἐγείρει ἀληθῶς ἀγανάκτησιν, ἀλλά τέτοιοι πάντοτε ὑπήρξαν αυτοί που έκριναν το προσωπικό τους συμφέρον προτιμότερο από την αλήθεια» (Μελέτη Α..., 240).
«Τι κατάπτωση! Πῶς, ὦ Ἰγνάτιε [ο Πατριάρχης Κων/πόλεως που χρησιμοποιούσε φράσεις αναγνωριστικές του πρωτείου του Πάπα], τόσο πολύ ξέχασες την ἱστορία τῆς ἐκκλησίας σου; Πῶς αρνήθηκες τήν ἀλήθειαν; Πῶς πρόδωσες τήν ὀρθοδοξίαν σου; Πῶς ἠσέβησας πρός τάς οἰκουμενικάς συνόδους; Πῶς ἐτόλμησας νά προσβάλης τούς 1000 πατέρας τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας, οι οποίοι πριν από ένα έτος [Σύνοδος του 880 στην Κων/πολη] καταδίκασαν τον Πάπα Νικόλαο για αίρεση; Τίς σοί ἐχορήγησε τό δικαίωμα ὡς Πατριάρχης τοιαύτην νά γράψης ἐπιστολήν, ἀλλ’ οὐχί, δέν ἔγραψας ὡς Πατριάρχης, ἔγραψας ὡς ἄτομον, διότι οὔπω οὐδέποτε ὑπό τῆς ἐκκλησίας ἀνεγνωρίσθη ὡς αὐθεντικόν τῆς ἐκκλησίας ἔγγραφον. Ἀληθῶς οὐχί ἐπαξίως ἀνῆλθες τόν θρόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διότι χάριν τῆς ἀναρρήσεώς (=άνοδος στο θρόνο) σου ἐθυσίαζες τά πάντα, τήν ἀλήθειαν καί τήν ὀρθοδοξίαν. Ἐάν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ἔμενεν ἡ ἐκκλησία, πάντως θά ὑπέτασσες αὐτήν στη Ρώμῃ΄ ἀλλ’ εὐτυχῶς ἐν τῇ ὀλιγαρίθμῳ συνόδῳ, ἥν ὡς οἰκουμενικήν συνεκρότησας, ὑπῆρξαν ἄνδρες οἱ τά δίκαια τῆς ἐκκλησίας κατά τό δυνατόν αὐτοῖς ὑπερασπίσαντες΄ ὡς δεινόν τό πάθος τῆς φιλοδοξίας καί τῆς ἐκδικήσεως!(του Ιγνατίου κατά του Φωτίου)» (Μελέτη Α..., 262).
«Εν τη συνόδω το Πνεύμα το άγιον φωτίζει και καθοδηγείτους αγίους πατέρας και όχι το πνεύμα του Πάπα·…εις επισκόπους αποστελλομένους εις σύνοδον εν Πνεύματι αγίω συγκροτουμένην, οδηγίες δεν δίνονται [όπως έδωσε στους αντιπροσώπους του ο Πάπας Ιωάννης στην Η Οικουμενική το 880 στην Κων/πολη]… οι οδηγίες προϋποθέτουν άρνηση της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος του φωτίζοντος τας συνόδους, άρνηση της ελευθερίας της σύνόδου, εκμετάλλευση των ιερών συνοδικών αποφάσεων, κατάργηση αυτού του ιερού χαρακτήρος των οικουμενικών συνόδων, ας θεωρεί απλώς [ο Πάπας] όργανα προς εξυπηρέτησιν των σχεδίων του. Απατώνται οι ταύτα φρονούντες· το Πνεύμα το άγιον διευθύνει τας ιεράς συνόδους και τούτο οι Πάπαι οφείλουν να γνωρίζουν· οι αντιπρόσωποι αυτών εγένοντο όργανα της χάριτος του αγίου Πνεύματος·… ουδείς δύναται να αρνηθεί το κύρος της υπογραφής της βεβαιούσης τας αποφάσεις ιεράς συνόδου των εαυτού αντιπροσώπων επί τη προφάσει ότι παρά τας οδηγίας αυτού ενήργησαν [αυτό έπραξε για την Η΄ Οικουμενική ο απών Πάπας διότι οι αντιπρόσωποί του δεν αναγνώρισαν το πρωτείο του]· η σύνοδος τούτο αγνοεί, ουδέ ζητεί να μάθει τας ιδιαιτέρας οδηγίας των Παπών· η σύνοδος θεωρεί τον Πάπα παρόντα και συνεργαζόμενον και ουδέν πλέον· όλα τα λοιπά αποκρούει ως έωλα και άτοπα» (Μελέτη Α..., 290).
«Τοιαύτα και άλλα λίαν αηδή λέγουσιν προς ανύψωσιν του καταπεσόντος (στην Η΄Οικουμενική) γοήτρου του Πάπα, αλλ’ ουδ’ όλως προς ταύτα άξιον κρίνομεν να απαντήσωμεν» (Μελέτη Α..., 290-291).
«Τι προς ταύτα να είπη τις; Να κλαύση ή να μυκτηρίση (=κοροϊδέψει) τας τοιαύτας των παπών της Δύσεως αξιώσεις; Φρονώ ότι δέον να κλαύση, διότι πολλά το Ελληνικόν Έθνος έχυσε δάκρυα δια τους τοιούτους πάπας, οίτινες εγένοντο οι κακοί δαίμονες της Ανατολικής Εκκλησίας και του Ελληνικού Έθνους» (Μελέτη Α..., 293).
«Εις την συγγραφήν… μας παρακίνησε… η των δικαίων της Ανατολικής Εκκλησίαςκαταπάτησις, η της αληθείας παραχάραξις και αι ποικίλαι προσβολαί αι εκάστοτε κατ’ αυτής εκτοξευόμεναι υπό των φανατικών Παπικών… Αι υπερφίαλαι αύται εκφράσεις [σχετικά με το πρωτείο και το αλάθητο]… αι επί της διαστροφής του δικαίου και της αληθείας πυργούμεναι…» (Μελέτη... Β΄έκδοση 1911, 5-6).
«Η θεωρία αυτή [ότι ο Χριστός έχει αντιπρόσωπο στη γη τον Πάπα] μου φαίνεται ότι ουδόλως διαφέρει της φιλοσοφικής εκείνης θεωρίας της παραδεχομένης δημιουργόν του κόσμου αλλά ουχί και προνοητήν αυτού… Εκ της Παπιστικής ταύτης θεωρίας απορρέει η θεία των Παπών προσωπικότης, εντεύθεν το αλάθητον» (Μελέτη... Β…, 7-8).
«Το ζήτημα του πρωτείου του Πάπα είναι κυρίως ειπείν το ζήτημα του Σχίσματος» (Μελέτη... Β, 8).
«Να ποια είναι αυτά που αληθινά απομακρύνουν τοὺς Ἕλληνες από τους Λατίνους. Ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μετὰ βδελυγμίας ἀποστρέφεται τέτοιες ἀρχές, τέτοια φρονήματα, τέτοιες ἰδέες. Αυτές, επειδή προσβάλλουν το ίδιο τὸ Εὐαγγελικὸν πνεῦμα, τις ίδιες τις εὐαγγελικές ἀρχές, είναι αληθινά ἀρχές κακόδοξες καὶ αἱρετικές καὶ ἀποκρούονται ὑπὸ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας» (Μελέτη Β..., έκδοση 1911, σελ. 101-102).
«Ἄνδρες μεγάλων ἀρετῶν ἐπείσθησανὅτι ὁ (Πάπας) Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ ὑπέπεσεν εἰς μεγάλα λάθη. Ὥστε οἱ Πάπαι καὶ ἁμαρτάνουσι καὶ κολάζονται· ἴσως καὶ αἰωνίως διὰ τὰ πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Ἑκκλησίαν κακά, καὶ τὰς ψευδενώσεις, καὶ τὰς ἀσεβεῖς καὶ ἀντιχριστιανικὰς διατάξεις»(Μελέτη Β΄, έκδοση 1911, σ. 103).
«(μιλά ειρωνικά για τον Πάπα Μαρτίνο Δ΄το 1281 μ.Χ.) Πόσο ορθώς, αληθώς, κατενοήθη το πνεύμα του Χριστιανισμού! Πόσο θαυμασίως αντελήφθησαν τας ηθικάς αρχάς του Χριστιανισμού! Η δε αλήθεια; Πόσο απέχουσιν του πνεύματος και της ουσίας του Χριστιανισμού! Ταῦτά εἰσι κυρίως, ἁγιώτατοι Πάπαι, τά μᾶλλον χωρίζοντα ὑμᾶς, δι’ ἅ ἡ ἕνωσις ἔσται ἀδύνατος» (Μελέτη...τ. Β΄, έκδοση 1911, σ. 153).
«Η Σύνοδος [Κωνσταντίας 1414] διορθώνει! [με την απαγόρευση της Θ. Μετάληψης με τα δύο είδη] τον Σωτήρα που έδωσε την εντολήν [της μετάληψης με τα δύο είδη]… ως και άπασαν την αρχαίαν Εκκλησίαν την οποία κηρύσσει αιρετικήν και αξίαν των ποινών της ιεράς εξετάσεως. Τέτοιες είναι οι αποφάσεις των Δυτικών Συνόδων οι οποίες δεν συγκροτούνται με Άγιο Πνεύμα, αλλά με πνεύμα ανθρώπινο και μάλιστα ιδιοτελές και υστερόβουλο» (Μελέτη Β΄, 180).
«Η έλλειψη άρα της αγάπης και η εν τω συμβόλω προσθήκη [το filioque=και εκ του Υιού] έφερον το σχίσμα· και τα δύο λοιπόν αποδίδονται στη Ρωμαϊκή Εκκλησία [κατά τον Μάρκο Ευγενικό με τον οποίο συμφωνεί ο αγ. Νεκτάριος]… Είναι αληθώς θαυμαστή η συγκατάβασις της Ανατολικής Εκκλησίας προς την Δυτικήν, περιοριζομένη εις μόνη την αφαίρεσιν της προσθήκης της εν τω Ιερώ Συμβόλω, προς ένωσιν των δύο Εκκλησιών… Οποία αληθώς μετριοφροσύνη! Οποία συγκατάβασις! Οποία αδελφική αγάπη! Και όμως πόσον σκαιώς (=βάναυσα, απαίσια) απεκρούσθησαν υπό της Παπιστικής αγερωχίας και αμεταπείστου γνώμης· γένοιτο ο Θεός κριτής μεταξύ ημών και αυτών» (Μελέτη Β΄, 223-224).
«Η προσθήκη εις το Σύμβολον (το filioque=και εκ του Υιού) δια λόγους ερμηνευτικούς δεν επιτρέπεται… Τα Σύμβολα μένουσιν άθικτα. Οι προσθήκες της Β΄Οικουμενικής Συνόδου ήταν δογματικές και όχι ερμηνευτικές· και έγιναν από Οικουμενική Σύνοδο… Προσθήκη στο Σύμβολο της πίστεως για λόγους ερμηνευτικούς και ορθώς έτι αιτιολογουμένους, δεν επιτρέπεται… Ουδεμία υφίστατο ανάγκη· πλην δε τούτου, ούτε θεμιτώς, ούτε ευλόγως προσετέθη. Ήτο αθέμιτος διότι…· ήτο παράλογος διότι ήτο λογικώς ανακόλουθη» (Μελέτη Β΄, 248-249).
«[Όλα τα κείμενα] Ουδέν αναφέρουσι περί της υπερτάτης εξουσίας των παπών επί πάσης της Καθολιικής Εκκλησίας. Ταύτα διδάσκει η ιστορία και η ιερά Παράδοσις και αι άγιαι Γραφαί και η ορθή αυτών ερμηνεία και σε αυτά πειθόμεθα» (Ιερατικόν Εγκόλπιον, εκδ. Ι.Μ. Ύδρας,2006, 119).
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
Ο κ. Τσολάκης Βασίλειος, Αστυνομικός από την Αριδαία, διηγείται: Κάποιος γνωστός μου είχε πάει στο εξωτερικό. Δυστυχώς εκεί έμπλεξε με Προτεστάντες με αποτέλεσμα να αρνηθεί την Ορθοδοξία και να γίνει Προτεστάντης. Μια μέρα με επισκέφτηκε στο γραφείο μου και βλέποντας τη φωτογραφία του π. Παϊσίου μου είπε έντρομος: Αυτόν τον ξέρω. Πριν 10 χρόνια πήγα στο Κελλί του με άλλους δύο. Μόλις φθάσαμε, μόνο εμένα δεν μου επέτρεψε να μπω. Διότι μου είπε ότι είμαι αιρετικός, γιατί δεν πιστεύω στην Παναγία και στους Αγίους (ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου, σελ. 611)
«Πρέπει να βρίσκονται στις συμπροσευχές τους και στα συνέδρια και οι Ορθόδοξοι. Είναι μια παρουσία».Τι παρουσία; Τα λύνουν όλα με την λογική και δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα. …Μερικοί από τους Ορθοδόξους που έχουν ελαφρότητα και θέλουν να κάνουν προβολή «Ιεραποστολή», συγκαλούν συνέδρια με ετεροδόξους, για να γίνεται ντόρος και νομίζουν ότι θα προβάλουν έτσι την Ορθοδοξία, με το να γίνουν δηλαδή ταραμοσαλάτα με τους κακόδοξους. …Αυτό που επιβάλλεται σε κάθε Ορθόδοξο είναι να βάζει την καλή ανησυχία και στους ετεροδόξους, να καταλάβουν δηλαδή ότι βρίσκονται σε πλάνη, για να μην αναπαύουν ψεύτικα τον λογισμό τους... Έρχονται εκεί στο Καλύβι μερικά παιδιά Καθολικά με πολύ καλή διάθεση, έτοιμα να γνωρίσουν την Ορθοδοξία. «Θέλουμε κάτι να μας πεις, για να βοηθηθούμε πνευματικά», μου λένε. «Κοιτάξτε, του λέω· πάρτε την Εκκλησιαστική Ιστορία και θα δείτε ότι κάποτε ήμασταν μαζί και μετά που φθάσατε. Αυτό πολύ θα σας βοηθήσει. Κάντε αυτό, και άλλη φορά θα συζητήσουμε πολλά».(Λόγοι Α, 347-349)
«Με τους Ορθοδόξους είμαστε αδέλφια και κατά σάρκα και κατά πνεύμα, ενώ με τους άλλους είμαστε αδέλφια μόνο κατά σάρκα. Επομένως, για έναν λόγο παραπάνω, πρέπει να προσευχόμαστε με περισσότερο πόνο για αυτούς, γιατί αυτοί είναι πιο ταλαίπωροι» (Λόγοι ΣΤ, 31)
ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΟΣΙΟΣ
«Ε, κι αυτοί οι ταλαίπωροι ψευδομάρτυρες του Ιεχωβα, ο Θεός να τους ελεήσει. Μερικοί Χριστιανοί αγανακτούν εναντίον τους, άλλοι, πάλι, τσακώνονται μαζί τους και τους βρίζουν, άλλοι τους καταδιώκουν στα δικαστήρια. Όμως δεν καταπολεμείται έτσι ο χιλιασμός. Ξέρετε πώς καταπολεμείται; Όταν εμείς αγιασθούμε» (Ανθολόγιο Συμβουλών 444)
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ (+1979)
«Ὁ Οἰκουμενισμός», παρατηρεῖ, «εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Παπισμόν. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις. (Διατί; Διότι εἰς τό διάστημα τῆς ἱστορίας αἱ διάφοροι αἱρέσεις ἠρνοῦντο ἤ παρεμόρφωνον ἰδιώματα τινά τοῦ Θεανθρώπου καί Κυρίου Ἰησοῦ, αἱ δέ εὐρωπαϊκαί αὗται αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρον τόν Θεάνθρωπον καί εἰς τήν θέσιν του τοποθετοῦν τόν Εὐρωπαῖον ἄνθρωπον.) Ἐδῶ δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά μεταξύ τοῦ Παπισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ, Οἰκουμενισμοῦ καί ἄλλων αἱρέσεων, ὧν τό ὄνομα “λεγεών”». (Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Οἰκουμενισμός, Ἔκδοσις Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224).
«Ἄνευ τῆς μετανοίας καί εἰσδοχῆς εἰς τήν Ἀληθινήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀφύσικον καί ἀδιανόητον νά ὁμιλῇ τις περί τῆς ἑνώσεως “τῶν Ἐκκλησιῶν”, περί τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης, περί τῆς intercommunio (δηλ. διακοινωνίας)».
«Ὁ Κανών ΜΕ´ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων βροντοφωνεῖ· “Ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δέ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω». Πρβλ. Κανόνα ΛΓ´τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου. Ἡ ἐντολή αὕτη εἶναι σαφής, ἀκόμη καί διά τήν συνείδησιν τοῦ κώνωπος. Δέν εἶναι ἔτσι;»!
«Εἶναι ὀντολογικῶς ἀδύνατος ὁ χωρισμός τῆς Ἐκκλησίας, διά τοῦτο ποτέ δέν ὑπῆρχε διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μόνον χωρισμός ἀπό τήν Ἐκκλησίαν»
«αἱ αἱρέσεις δέν εἶναι Ἐκκλησία, οὔτε δύνανται νά εἶναι Ἐκκλησία. Διά τοῦτο δέν δύνανται αὗται νά ἔχουν ἅγια Μυστήρια»… ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν παραδέχεται τήν ὕπαρξιν ἄλλων μυστηρίων ἔξω ἀπ᾽ αὐτήν, οὔτε θεωρεῖ αὐτά ὡς μυστήρια, ἕως ὅτου προσέλθῃ τις διά τῆς μετανοίας ἐκ τῆς αἱρετικῆς “ἐκκλησίας”, δηλαδή ψευδοεκκλησίας, εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ».
«τό δόγμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα εἶναι ὄχι μόνον αἵρεσις, ἀλλά παναίρεσις. Διότι καμμία αἵρεσις δέν ἐξηγέρθη τόσον ριζοσπαστικῶς καί τόσον ὁλοκληρωτικῶς κατά τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του, ὡς ἔπραξε τοῦτο ὁ παπισμός διά τοῦ δόγματος περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα-ἀνθρώπου»
«διά τόν παπιστικόν-προτεσταντικόν Οἰκουμενισμόν μέ τήν ψευδοεκκλησίαν του καί τόν ψευδοχριστιανισμόν του δέν ὑπάρχει διέξοδος ἀπό τό ἀδιέξοδόν του, ἄνευ ὁλοψύχου μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ μετάνοια εἶναι τό φάρμακον δι᾽ ἑκάστην ἁμαρτίαν, φάρμακον δοθέν εἰς τόν ἄνθρωπον ἀπό τόν μόνον Φιλάνθρωπον».
«Ὁ σύγχρονος “διάλογος τῆς ἀγάπης”, ὁ ὁποῖος τελεῖται ὑπό τήν μορφήν γυμνοῦ συναισθηματισμοῦ, εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα ὀλιγόπιστος ἄρνησις τοῦ σωτηριώδους ἁγιασμοῦ τοῦ Πνεύματος καί τῆς πίστεως τῆς Ἀληθείας (Β´ Θεσ. 2,13), δηλαδή τῆς μοναδικῆς σωτηριώδους “ἀγάπης τῆς ἀληθείας” (αὐτόθι 2,10). Ἡ οὐσία τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἀλήθεια· ἡ ἀγάπη ζῇ καί ὑπάρχει ἀληθεύουσα». «Ἄς μή ἀπατώμεθα. Ὑπάρχει καί ὁ “διάλογος τοῦ ψεύδους”, ὅταν οἱ διαλεγόμενοι συνειδητῶς ἤ ἀσυνειδήτως ψεύδονται ὁ εἷς εἰς τόν ἄλλον. Τοιοῦτος διάλογος εἶναι οἰκεῖος εἰς τόν “πατέρα τοῦ ψεύδους”, τόν Διάβολον, “ὅτι ψεύστης ἐστίν καί ὁ πατήρ αὐτοῦ” (Ἰω. 8,44). Οἰκεῖος εἶναι καί εἰς ὅλους τούς ἑκουσίους ἤ ἀκουσίους συνεργάτας του, ὅταν αὐτοί θελήσουν νά πραγματοποιήσουν τό καλόν των διά τοῦ κακοῦ, νά φθάσουν εἰς τήν “ἀλήθειάν” των μέ τήν βοήθειαν τοῦ ψεύδους. Δέν ὑπάρχει “διάλογος τῆς ἀγάπης” ἄνευ τοῦ διαλόγου τῆς ἀληθείας. Ἄλλως τοιοῦτος διάλογος εἶναι ἀφύσικος καί ψευδής. Ὅθεν καί ἡ ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου ζητεῖ νά εἶναι “ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος” (Ρωμ. 12,9)».
ΓΕΡΟΝΤΙΚΑ
ΘΕΛΟΝΤΑΣ να βεβαιωθούν οι Γέροντες, αν πραγματικά ήταν τόσο ταπεινός και πράος ο Αββάς Αγάθων, όσο τουλάχιστον φημιζόταν, πήγαν μια μέρα τάχα θυμωμένοι στο κελλί του και του φώναξαν:
— Εσύ είσαι ο Αγάθων, ο φαύλος κι υπερήφανος;
— Ναι, Πατέρες μου, τέτοιος είμαι, αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς καν να ταραχθή.
— Και τολμάς να φλυαρής και να κατακρίνης τους αδελφούς; εξακολούθησαν οι άλλοι.
— Δίκιο έχετε, αλλά παρακαλέστε τον Θεό να μ' ελεήση, είπε πάλι ο ταπεινός Αγάθων.
— Και δε φτάνουν όλα αυτά, έγινες τώρα κι' αιρετικός.
— Α, όχι, αιρετικός δεν έγινα ακόμη, ύψωσε ζωηρά τη φωνή ο Αββάς, προς μεγάλη έκπληξι των ανακριτών του.
— Για εξήγησε μας, Αγάθων, του είπαν χαμογελώντας οι Γέροντες, γιατί δέχτηκες ευχαρίστως όλες τις άλλες κατηγορίες και τούτη την τελευταία δεν θέλησες να την παραδεχτής;
— Καλό είναι για την ψυχή μου, κι' ούτε κανένα βλάπτει, να με νομίζουν οι άλλοι φαύλο και φλύαρο, υπερήφανο και φιλοκατήγορο, αποκρίθηκε ο Όσιος. Αλλά να με νομίζουν αιρετικό, ζημιώνονται, και μένα χωρίζουν από τον Κύριό μου.
Οι Γέροντες θαύμασαν τη διάκρισί του και παραδέχτηκαν πως είχε δίκιο. (Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη εκδ. Λυδία)
*******
Ήλθαν κάποτε αρειανοί στο αββά Σισώη στο όρος του αββά Αντωνίου και άρχισαν να κατηγορούν τους ορθόδοξους. Ο γέροντας δεν τους αποκρίθηκε καθόλου και φωνάζοντας τον μαθητή του, είπε: Αβραάμ, φέρε μου το βιβλίο του Αγίου Αθανασίου και διάβαζέ το. Και ενώ εκείνοι σιωπούσαν, φανερώθηκε η αίρεση τους. Και τους έστειλε στο καλό. (Είπε Γέρων, σελ. 250)
*******
«Φεύγοντας από εκεί ο Σαραπίων κατευθύνθηκε στην περιοχή της Λακεδαίμονας όπου άκουσε πως ένας προύχοντας ήταν Μανιχαίος αυτός και η οικογένειά του αν και κατά τα άλλα ήταν ενάρετος. Έκανε και σε αυτήν την περίπτωση ό,τι και με τους άλλους, πουλήθηκε δούλος και σε δύο χρόνια μέσα γλίτωσε τον κύριό του και τους δικούς του από την καταραμένη αίρεση, ξαναφέρνοντάς τους στην εκκλησία. Τότε ο αφέντης του όχι μόνο τον ελευθέρωσε αλλά και τον θεωρούσε πια αδελφό του ή μάλλον πατέρα του, δοξάζοντας τον Θεό που τον έστειλε» (Νερό από την έρημο, Αποστολική Διακονία, σελ. 62-63)
*******
«Είπε ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης: «Εάν έχεις φιλία με κάποιον και συμβεί να πέσει αυτός σε σαρκικό αμάρτημα, άπλωσε το χέρι σου εάν μπορεί, και τράβηξέ τον επάνω. Αν όμως πέσει σε αίρεση και δεν πείθεται στα λόγια σου για να την αποστραφεί, αμέσως κόψε κάθε σχέση μαζί του· γιατί με την αργοπορία, υπάρχει κίνδυνος να γκρεμιστείς και εσύ μαζί του στο λάκκο» (Μέγα Γεροντικό τόμος Γ, σελ. 61)
Οι δύο λόγοι του Νεστορίου
Ο αββάς Κυριακός (5ος-6ος αι.) ήταν πρεσβύτερος στη λαύρα του Καλαμώνος, κοντά στον ποταμό Ιορδάνη. Κάποτε διηγήθηκε τα έξης «Μια νύχτα είδα στον ύπνο μου να στέκουν έξω από το κελί μου μία πορφυροντυμένη γυναίκα με σεμνή εμφάνιση και δύο άνδρες ιεροπρεπείς και σεβάσμιοι. Κατάλαβα πώς ή γυναίκα ήταν ή ίδια ή Υπεραγία Θεοτόκος, ενώ από τούς άνδρες ο ένας ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και ο άλλος ο Τίμιος Πρόδρομος.
Βγήκα από το κελί και τούς παρακάλεσα να περάσουν μέσα για να το ευλογήσουν. Η Θεοτόκος όμως αρνήθηκε. Εγώ επέμεινα για πολλή ώρα να την παρακαλώ, οπότε εκείνη αποκρίθηκε αυστηρά:
- Έχεις τον εχθρό μου στο κελί σου και πώς θέλεις να μπω ;
Αυτό είπε κι έφυγε.
"Όταν ξύπνησα, άρχισα να σκέπτομαι στενοχωρημένος μήπως αμάρτησα με τον λογισμό απέναντι της. Στο κελί μου δεν υπήρχε άλλος κανείς παρά μόνο εγώ. Για πολλή ώρα εξέταζα τον εαυτό μου, άλλα δεν βρήκα να έσφαλα σε τίποτε απέναντι της.
Σηκώθηκα τότε πολύ λυπημένος και πήρα να διαβάσω ένα βιβλίο, για να διώξω τη λύπη με την ανάγνωση. Το βιβλίο ήταν του άγιου Ησυχίου, πρεσβυτέρου των Ιεροσολύμων.
Καθώς το ξεφύλλιζα, βρήκα προς το τέλος δύο λόγους τού δυσσεβούς Νεστορίου. Κατάλαβα αμέσως ότι αυτός είναι ό εχθρός της Θεοτόκου. Σηκώθηκα τότε και το επέστρεψα σ’ αυτόν πού μου το είχε δώσει λέγοντας:
- Πάρε το βιβλίο σου, αδελφέ, γιατί περισσότερο ζημιώθηκα παρά ωφελήθηκα.
Κι όταν του εξήγησα τα συμβάντα, έκοψε με ζήλο τούς δύο λόγους του Νεστορίου και τούς πέταξε στη φωτιά λέγοντας:
Δεν θα παραμείνει στο κελί μου ό εχθρός της Υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας».
Η αιρετική πατρικία
Κάποια πατρικία, πού λεγόταν Κοσμιανή (6ος αι.), ήρθε μια νύχτα να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο στην Ιερουσαλήμ. Καθώς πλησίαζε, της παρουσιάσθηκε η Κυρία Θεοτόκος μαζί με άλλες γυναίκες και της είπε:
- Δεν επιτρέπεται να μπεις εδώ, γιατί δεν είσαι δική μας.
Το είπε αυτό, γιατί η Κοσμιανή άνηκε στην αίρεση του Σεβήρου. Εκείνη όμως επέμενε και παρακαλούσε να της επιτρέψει την είσοδο. Τότε η Θεοτόκος αποκρίθηκε:
- Είναι αδύνατο να μπεις εδώ μέσα, αν προηγουμένως δεν έρθεις σε μυστηριακή κοινωνία μ’ εμάς.
Κατάλαβε τότε η πατρικία ότι η είσοδός της εμποδίζεται επειδή είναι αιρετική, και ότι αν δεν προσέλθει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν πρόκειται να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο.
Έτσι κι έκανε. Πρώτα-πρώτα εγκατέλειψε την αίρεση του Σεβήρου, κι ύστερα μετανοημένη κάλεσε τον διάκονο και μετέλαβε τα άχραντα μυστήρια. Τότε προχώρησε ανεμπόδιστα και προσκύνησε το ζωοποιό μνήμα του Σωτήρος Χριστού. (Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σελ. 132-134. Ιεράς Μονής Παρακλήτου)
Το ωμοφόριο του πατριάρχη.
Ο πατριάρχης Αντιοχείας Εφραίμιος (527-546) είχε θερμό ζήλο για την ορθόδοξη πίστη. Όταν λοιπόν άκουσε ότι στην περιοχή της Ιεραπόλεως ασκήτευε κάποιος αιρετικός στυλίτης, πήγε κοντά του για να τον επαναφέρη στην Ορθοδοξία.
Αφού συζήτησαν αρκετά, ο στυλίτης επέμενε και ζήτησε έμπρακτες αποδείξεις.
- Δηλαδή τι θέλεις; Με τι τρόπο να σου αποδείξω την ορθότητα των δογμάτων μας;
- Να, κύριε πατριάρχη, αποκρίθηκε ο στυλίτης. Ν’ ανάψουμε μια φωτιά και να μπούμε και οι δύο μέσα! Όποιος δεν καή, αυτός θα είναι πραγματικά ορθόδοξος.
Τότε ο θειος Εφραίμιος του λέει:
- Έπρεπε, παιδί μου, να μ’ ακούσης σαν πατέρα και τίποτε περισσότερο να μη ζητήσης. Επειδή όμως ζήτησες απόδειξη που ξεπερνά τις δικές μου δυνάμεις, θα εμπιστευθώ στον Κύριό μου και θα το κάνω αυτό για τη σωτηρία της ψυχής σου!
Γυρίζει μετά στους ακολούθους του και τους παραγγέλλει:
- Ευλογητός ο Θεός. Φέρτε εδώ μερικά ξύλα.
Και αφού τα έφεραν, ανάβει φωτιά ο πατριάρχης μπροστά στον στύλο και απευθύνεται στον στυλίτη.
- Κατέβα λοιπόν να μπούμε και οι δύο στη φωτιά αυτή, όπως ζήτησες.
Κατάπληκτος εκείνος για την πίστη του πατριάρχη, αρνείται να κατεβή.
- Εσύ δεν το πρότεινες αυτό; Του λέει ο πατριάρχης. Πώς τώρα αρνείσαι να κατέβης;
Τότε ο θείος Εφραίμιος έβγαλε το ωμοφόριο του, πλησίασε τη φωτιά και προσευχήθηκε:
- Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μας, ο οποίος σαρκώθηκες για τη σωτηρία μας από τη Δέσποινά μας, Αειπάρθενη Θεοτόκο, φανέρωσέ μας την αληθινή πίστη.
Μόλις τελείωσε την προσευχή αυτή, πέταξε το ωμοφόριο στη μέση της φωτιάς. Η φωτιά άναβε πολλή ώρα και αποτέφρωσε όλα τα ξύλα. Μόλις έσβησε, πλησίασαν και πήραν το ωμοφόριο σώο και άβλαβές, χωρίς ίχνος καψίματος.
Ο στυλίτης, συγκλονισμένος, αναθεμάτισε την αίρεση στην οποία πίστευε, προσήλθε στην Ορθοδοξία και σύντομα κοινώνησε από τα χέρια του πατριάρχη. (Λειμωνάριον, στο Χαρίσματα και χαρισματούχοι,τόμος Γ , εκδ. Ι Μ Παρακλήτου, σελ191-192)
Ο αββάς Ιωάννης και ο αιρετικός.
Ο υποτακτικός του αββά Ιωάννη του Σαββαΐτου Θεόδωρος, ήρθε στο κελί του γέροντά του μαζί με έναν αιρετικό, χτύπησαν την πόρτα και όταν τους άνοιξε έβαλαν και οι δύο μετάνοια. Έπειτα ο Θεόδωρος του ζήτησε να τους ευλογήσει
- Εσένα σε ευλογώ. Όχι όμως αυτόν, απάντησε ο αββάς
- Ευλόγησέ τον παρακάλεσε ο Θεόδωρος.
- Δεν τον ευλογώ γιατί είναι αιρετικός είπε ο αββάς που πρώτη φορά τον έβλεπε. Θα τον ευλογήσω, εάν εγκαταλείψει την αίρεση και επιστρέψει στην εκκλησία.
Ο αιρετικός απόρησε με το διορατικό χάρισμα του γέροντος και υποσχέθηκε να επιστρέψει σύντομα στην εκκλησία.
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι τόμος Α, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελίδα 71)
«Το θαύμα της αναστάσεως ενός νεκρού που έκανε ο αββάς Μακάριος»
Έτσι, καθώς θυμάμαι, εξαιτίας των περιστάσεων, ο αββάς Μακάριος, ο πρώτος που κατοίκησε στην έρημο της Σκήτης, ανέστησε ένα νεκρό.
Ενας αιρετικός, οπαδός του αιρετικού Ευνομίου, πάσχιζε να κατασρέψει την ορθόδοξη πίστη με διαλεκτικά τεχνάσματα. Οι πιστοί της Εκκλησίας, οι οποίοι έβλεπαν να απειλούνται από φοβερή λαίλαπα –γιατί ήδη ένα μεγάλο πλήθος είχε δελεασθεί από τις δοξασίες του Ευνομίου– ζήτησαν βοήθεια από τον αββά Μακάριο. Ο Αββάς, βλέποντας τον ορατό πλέον πνευματικό κίνδυνο που απειλούσε τους χριστιανούς, αποφάσισε να επέμβει.
Συναντήθηκε λοιπόν ο Αββάς με τον αιρετικό και αυτός του επιτέθηκε με πλήθος συλλογισμών και επιχειρημάτων. Ο αββάς Μακάριος αναμετρήθηκε μαζί του εκθέτοντας την αλήθεια της Εκκλησίας, ενώ αυτός επιχειρούσε να τον παρασύρει μέσα στα ακανθώδη μονοπάτια της Αριστοτέλειας φιλοσοφίας. Η συζήτηση μάκραινε χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι ο όσιος Μακάριος αποφάσισε να δώσει τέλος σ΄αυτές τις άκαρπες συζητήσεις με τον εξής σύντομο και αποστολικό λόγο που λεέι:
- «Η βασιλεία του Θεού δεν στερεώνεται στις ψυχές με την ευγλωττία, αλλά με θεία δύναμη». (Α΄ Κορ. 4,20). Εμπρός λοιπόν, είπε στον αιρετικό, πάμε στους τάφους και στον πρώτο νεκρό που θα βρεθεί μπροστά μας, ας επικαλεστούμε το Όνομα του Κυρίου κι ας δείξουμε, καθώς λεέι και η Αγία Γραφή, την πίστη μας με έργα. Ο Θεός θα μας φανερώσει ασφαλώς που βρίσκονται τα σημάδια της αληθινής πίστης. Δεν πρόκειται να φανερωθεί η αλήθεια με τις μάταιες συζητήσεις, αλλά με τη δύναμη των θαυμάτων και με την κρίση Εκείνου που δεν είναι δυνατόν να λαθέψει.
Ο αιρετικός άκουσε αυτά τα λόγια και, καταντροπιασμένος που νικήθηκε μπροστά σ’ όλο το λαό που τον περικύκλωνε, προσποιήθηκε αμέσως ότι δέχεται να συμμετάσχει και σ΄ αυτού του είδους την αναμέτρηση με τους όρους που του πρότεινε ο Αββάς και υποσχέθηκε ότι την επόμενη μέρα θα ήταν εκεί.
Την άλλη μέρα όλοι βιάζονταν να φθάσουν στο ορισμένο μέρος, λαχταρώντας να δουν ένα τέτοιο θέαμα. Περίμεναν για πολύ. Αυτός όμως, έχοντας συνείδηση της απιστίας του, όχι μόνο κρύφτηκε από το φόβο του, αλλά και εγκατέλειψε χωρίς καθυστέρηση τη χώρα. Ο αββάς Μακάριος, αφού τον περίμενε μέχρι την Ενάτη ώρα, με όλο το πλήθος που είχε εκεί συρρεύσει κι αυτός δεν φαινόταν πουθενά, κατάλαβε ότι οι τύψεις της συνειδήσεως του έκαναν τον αιρετικό να αποφασίσει να αποφύγει τη συνάντηση. Πήρε λοιπόν μαζί του το πλήθος των ανθρώπων, που ο αιρετικός είχε οδηγήσει σε λανθασμένο δρόμο πίστης, και κατευθύνθηκε πρός τους τάφους, όπως είχαν συμφωνήσει την προηγούμενη ημέρα.
Στην Αίγυπτο υπάρχει μια συνήθεια, την οποία ακολουθούν οι κάτοικοι αναγκαστικά, εξαιτίας των πλημμυρών του Νείλου. Κάθε χρόνο υπερχειλίζει ο ποταμός και για μεγάλο χρονικό διάστημα η χώρα καλύπτεται σ΄ όλη την έκτασή της από τα νερά. Η περιοχή τότε μοιάζει με τεράστια θάλασσα, την οποία μόνο με βάρκα μπορεί κανείς να τη διασχίσει. Έτσι οι κάτοικοι αναγκάζονται να ταριχεύουν τους νεκρούς με τα πιο δυνατά αρώματα και να τους τοποθετούν σε μικρά κελιά, αρκετά υπερυψωμένα, εφόσον η γη είναι συνεχώς υγρή από τα νερά του ποταμού και δεν επιτρέπει την ταφή τους. Γιατί η δύναμη της πλημμύρας είναι τέτοια που, αν θάψουν εκεί ένα νεκρό, το νερό θα τον βγάλει πάλι στην επιφάνεια.
Σταμάτησε λοιπόν ο όσιος Μακάριος μπροστά σ΄ έναν από τους πιο παλαιούς τάφους και είπε:
- «Άνθρωπέ μου, αν αυτός ο αιρετικός είχε έλθει εδώ μαζί μου και αν εγώ σε είχα καλέσει στο Όνομα του Χριστού του Θεού μου, πες μου θα είχες σηκωθεί, μπροστά σ΄ όλο αυτό το πλήθος, το οποίο αυτός ο απατεώνας παρά λίγο να οδηγήσει στον όλεθρο;».
Ο νεκρός σηκώθηκε και απάντησε:
«Ασφαλώς, θα είχα σηκωθεί».
Τον ρώτησε τότε ο αββάς Μακάριος, τι ήταν όταν ζούσε, σε ποιά εποχή έζησε και αν είχε ακούσει ποτέ κάτι για τον Χριστό. Εκείνος απάντησε ότι είχε ζήσει την εποχή των πιο αρχαίων βασιλέων και ότι δεν είχε ακούσει ούτε καν το Όνομα του Χριστού.
«Κοιμήσου εν ειρήνη», του είπε τότε ο αββάς Μακάριος, περιμένοντας «την κοινήν Ανάστασιν».
Η αρετή λοιπόν και το χάρισμα του αββά Μακαρίου θα παρέμεναν για πάντα κρυμμένα –όσο βέβαια εξαρτιόταν από τον ίδιο– αν δεν ήταν η ανάγκη μιας ολόκληρης επαρχίας που κινδύνευε κι αν η μεγάλη του πίστη και η ειλικρινής αγάπη του για τον Χριστό δεν τον είχαν τόσο πολύ πιέσει, ώστε να αναγκασθεί να κάνει αυτό το θαύμα. Γιατί δεν έκανε ασφαλώς το θαύμα ο Αββάς για να επιδειχθεί ή γιατί τον είχε παρακινήσει η κενοδοξία του. Η αγάπη του Χριστού και ο κίνδυνος που διέτρεχαν οι πιστοί της Εκκλησίας τον ανάγκασαν να το κάνει.
(αββά Κασσιανού, Συνομιλίες…τόμος Β σελ. 139-141, εκδ. Ετοιμασία)
Πνευματικός Λειμών Ιωάννου Μόσχου (ΕΠΕ Φιλοκαλία τόμος 2)
«Σ' εκείνη την έρημο ήταν κάποιος γέροντας Αβραάμης, άνδρας που είχε άσπρα μαλλιά, αλλά και ασπρώτερο φρόνημα, που έλαμπε από κάθε αρετή και ανάβλυζε πάντα το δάκρυ της κατανύξεως. Αυτός στην αρχή, αφού παρασύρθηκε από κάποια απλότητα, ανεχόταν να γιορτάζει το Πάσχα όπως προηγουμένως αγνοώντας, όπως φαίνεται, τα όσα είχαν νομοθετηθεί σχετικά μ’ αυτό από τους πατέρες στη Νίκαια, προτιμούσε να εφαρμόζει την παλαιά συνήθεια. Και πολλοί άλλοι εκείνη την εποχή έπασχαν από αυτή την άγνοια. Αλλά ο μεγάλος Μαρκιανός πολλές φορές προσπάθησε, χρησιμοποιώντας πολλά επιχειρήματα, να επαναφέρει τον γέροντα Αβραάμη στη συμφωνία της Εκκλησίας (διότι έτσι τον ονόμαζαν οι εντόπιοι). Επειδή όμως τον έβλεπε να μη πειθαρχεί, διέκοψε φανερά την επικοινωνία μαζί του. Αλλά αφού πέρασε καιρός, ο θεσπέσιος εκείνος άνδρας απέρριψε την επίμεμπτη συνήθεια και ασπάσθηκε τη συμφωνία της θείας εορτής˙ έτσι έψαλλε ομολογώντας «μακάριοι οι άμωμοι στο δρόμο, εκείνοι που βαδίζουν σύμφωνα με το νόμο του Κυρίου». Και αυτό είναι κατόρθωμα της διδασκαλίας του μεγάλου Μαρκιανού».
«ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 26
Κάποιος γέροντας, ονομαζόμενος Κυριακός, έμενε στην λαύρα του Καλαμώνα που βρίσκεται κοντά στον Ιορδάνη˙ ο γέροντας ήταν μεγάλος κατά Θεό. Αυτόν επισκέφτηκε κάποιος ξένος αδελφός, ονομαζόμενος Θεοφάνης, από τη χώρα του Δορά, για να συμβουλευθεί το γέροντα για το λογισμό πορνείας. Τότε ο γέροντας άρχισε να τον δυναμώνει με τους λόγους περί της σωφροσύνης και της αγνείας. Ο αδελφός τότε ωφεληθείς πολύ, λέει στον γέροντα.
Κύρι Αββά, εγώ στην πατρίδα μου έχω μυστηριακή κοινωνία με τους Νεστοριανούς και για αυτό το λόγο δεν μπορώ να μείνω εδώ˙ γιατί αλλιώς θα ήθελα να μείνω κοντά σου.
Μόλις άκουσε ο γέροντας το όνομα του Νεστορίου , κυριευθείς από λύπη για την καταστροφή του αδελφού, τον νουθετούσε και τον παρακαλούσε ν’ απομακρυνθεί από τη βλαβερή αυτή αίρεση και να επιστρέψει στην αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία. Και του έλεγε.
Δεν υπάρχει άλλη σωτηρία, από το να έχει κανείς ορθά φρονήματα και να πιστεύει ότι η αγία Παρθένος Μαρία είναι πραγματικά Θεοτόκος.
Ο αδελφός λέει στον γέροντα.
Πραγματικά, κύρι Αββά, όλες oι αιρέσεις λένε τα ίδια. Δεν σώζεσαι αν δεν κοινωνείς μυστηριακά μαζί μας. Τι να κάνω λοιπόν δεν ξέρω εγώ ο ταπεινός. Προσευχήσου λοιπόν στον Κύριο, να με πληροφορήσει έμπρακτα ποιά είναι η αληθινή πίστη.
Ο γέροντας με χαρά δέχτηκε το λόγο του αδελφού και του λέει.
Μείνε στο κελλί μου και έλπιζε στο Θεό, ότι θα σου αποκαλύψει η αγαθότητά του την αλήθεια.
Αφήνοντας τον αδελφό στο σπήλαιό του, αναχώρησε στη Νεκρά θάλασσα, προσευχόμενος για τον αδελφό. Τη δεύτερη ημέρα κατά το απόγευμα βλέπει ο αδελφός κάποιον να στέκεται μπροστά του, φοβερός στην όψη, και να του λέει.
Έλα και δες την αλήθεια.
Παίρνοντάς τον τότε τον οδηγεί σε σκοτεινό και άθλιο και καταφλεγόμενο τόπο και μέσα σ’ αυτή τη φλόγα του δείχνει τον Νεστόριο και τον Θεόδωρο, τον Ευτυχέα και τον Απολινάριο, τον Ευάγριο και τον Δίδυμο, τον Διόσκορο και τον Σευήρο , τον Άρειο και τον Ωριγένη και μερικούς άλλους. του λέει τότε αυτός που του εμφανίσθηκε.
Αυτός ο τόπος έχει ετοιμαστεί για τους αιρετικούς, για εκείνους που βλασφημούν την αγία Θεοτόκο και για εκείνους που ακολουθούν τα δόγματα αυτών. Αν λοιπόν σου αρέσει ο τόπος, μείνε πιστός στο δόγμα σου, αν πάλι δεν θέλεις να δοκιμάσεις αυτήν την κόλαση, πρόσελθε στην αγία καθολική Εκκλησία, στην οποία και ο γέροντας διδάσκει. Γιατί σε διαβεβαιώνω, πως αν ο άνθρωπος επιτελέσει όλες τις αρετές, αλλά δεν έχει ορθή πίστη, έρχεται στον τόπο αυτό.
Με τα λόγια αυτά ήρθε ο αδελφός στον εαυτό του. Όταν επέστρεψε ο γέροντας του διηγήθηκε όλα τα συμβάντα, όπως τα είδε. Προσήλθε τότε και κοινώνησε των μυστηρίων της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Έμεινε κοντά στον γέροντα στον Καλαμώνα, και αφού έζησε μαζί του αρκετά χρόνια, αναπαύθηκε ειρηνικά».
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36
Μας διηγήθηκε κάποιος από τους Πατέρες για τον μακάριο Εφραίμιο, τον πατριάρχη Αντιόχειας.
Ήταν πάρα πολύ ζηλωτής και θερμός για την ορθόδοξη πίστη. Όταν λοιπόν άκουσε μια μέρα για έναν στυλίτη στα μέρη Ιεραπόλεως και ότι ανήκει στους οπαδούς του Σευήρου και των Ακεφάλων, πήγε σ’ αυτόν θέλοντας να τον μεταστρέψει. Μόλις τον πλησίασε, άρχισε ο θειος Εφραίμιος να νουθετεί και να παρακαλεί τον στυλίτη να ξαναγυρίσει πίσω στον αποστολικό θρόνο και να γίνει κοινωνός της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. του απάντησε ο στυλίτης και του είπε.
Εγώ δε θα δεχθώ έτσι στην τύχη συμμετοχή στη σύνοδο.
Ο θειος Εφραίμιος του λέει.
Και πως θέλεις να σου αποδείξω ότι η αγία Εκκλησία έχει ελευθερωθεί με την χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού μας από κάθε ρύπο αιρετικής διδασκαλίας;
Του λέει ο στυλίτης.
Να ανάψομε φωτιά, πατριάρχη μου, και να μπούμε εγώ και συ και αν κάποιος βγει σώος, αυτός είναι ορθόδοξος και αυτόν οφείλομε ν’ ακολουθήσομε.
Αυτό το είπε για να φοβίσει τον πατριάρχη.
Και απάντησε στο στυλίτη ο θειος Εφραίμιος.
Τέκνο μου, έπρεπε να με ακούσεις σαν πατέρα σου και να μη ζητήσεις τίποτε παραπάνω από μένα. Επειδή όμως ζήτησες πράγμα που υπερβαίνει την αθλιότητά μου, το κάμνω κι αυτό με απόλυτη πίστη στους οικτιρμούς του Υιού του Θεού για τη σωτηρία της ψυχής σου.
Τότε ο θείος Εφραίμιος λέει σε αυτούς που βρίσκονταν εκεί.
Ας είναι ευλογημένος ο Κύριος, φέρτε εδώ ξύλα.
Και αφού ήρθαν τα ξύλα, τα άναψε ο πατριάρχης μπροστά στο στύλο και λέει στον στυλίτη.
Κατέβα και σύμφωνα με την σκέψη σου θα μπούμε και οι δύο.
Ο στυλίτης όμως τα έχασε με την πίστη του πατριάρχη στο Θεό και επειδή δεν ήθελε να κατεβεί, του λέει ο πατριάρχης. Εσύ δεν πρότεινες να γίνει αυτό; Και πώς τώρα δε θέλεις να το κάνεις;
Τότε βγάζοντας το ωμοφόριο που φορούσε ο αρχιεπίσκοπος και πλησιάζοντας στη φωτιά, προσευχήθηκε, λέγοντας.
Κύριε, Ιησού Χριστέ ο Θεός μας, που καταδέχθηκες να σαρκωθείς αληθινά από την Δέσποινά μας την αγία Θεοτόκο και αειπαρθένο Μαρία, φανέρωσέ μας την αλήθεια.
Και αφού συμπλήρωσε την προσευχή, πέταξε το ωμοφόριό του στο μέσο της φωτιάς. Και αν και έκαψε η φωτιά τρεις ώρες περίπου και τα ξύλα τέλειωσαν, πήρε το ωμοφόριό του από τη φωτιά σώο και αβλαβές και ολόκληρο, χωρίς κάτι να βρεθεί πάνω του από τη φωτιά.
Τότε ο στυλίτης, βλέποντας το γεγονός, βεβαιώθηκε πλήρως, και αφού αναθεμάτισε τον Σευήρο και την αίρεσή του, προσήλθε στην αγία Εκκλησία και κοινώνησε από τα χέρια του μακαρίου Εφραιμίου και δόξασε το Θεό».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49
Ο πρεσβύτερος Αναστάσιος μας διηγήθηκε και αυτό.
Όταν έγινε δούκας της Παλαιστίνης ο Γήβημερ, πρώτα-πρώτα ήρθε να προσκυνήσει την αγία ανάσταση του Χριστού μας. Και καθώς πλησιάζει για να μπει, βλέπει ένα κριάρι να ορμά κατά πάνω του και να προσπαθεί να τον κομματιάσει. Αυτός κυριευμένος από μεγάλο φόβο τραβήχτηκε προς τα πίσω. Τότε ο Αζαρίας ο σταυροφύλακας που ήταν εκεί μπροστά καθώς και οι φύλακες του λένε.
-Τι συμβαίνει, άρχοντα; Γιατί δεν μπαίνεις;
Απαντάει.
-Γιατί φέρατε εδώ μέσα αυτό το κριάρι;
Και αυτοί με έκπληξη μεγάλη έσκυψαν μέσα στον άγιο τάφο και επειδή τίποτα δεν είδαν τον προέτρεψαν να μπει, γιατί τίποτα τέτοιο δεν υπήρχε μέσα.
Ξαναπροσπάθησε τότε να μπει και πάλι όμως βλέπει το ίδιο κριάρι να ορμά επάνω του και να μην τον αφήνει να μπει. Επειδή αυτό έγινε πάρα πολλές φορές, και εκείνος βέβαια το έβλεπε, ενώ αυτοί που παραβρίσκονταν δεν έβλεπαν τίποτα, τότε ο σταυροφύλακας του λέει.
- Να είσαι σίγουρος πως κάτι, δέσποτα μου, υπάρχει στην ψυχή σου και γι’ αυτό σε εμποδίζει να προσκυνήσεις τον άγιο και ζωοποιό τάφο του Σωτήρα μας. θα πράξεις σωστά, αν το εξομολογηθείς στο Θεό. Επειδή είναι φιλάνθρωπος και επειδή θέλει να σε ελεήσει, σου έδειξε αυτό το σημάδι.
Αυτός τότε με δάκρυα πολλά του λέει.
- Απέναντι στον Κύριο είμαι ένοχος πολλών και μεγάλων αμαρτιών. Πέφτοντας τότε με το πρόσωπο στη γη έμεινε έτσι πολλή ώρα κλαίγοντας και εξομολογούμενος στο Θεό. Αφού σηκώθηκε προσπάθησε πάλι να μπει, αλλά δεν μπόρεσε, γιατί το κριάρι που είχε εμφανιστεί τον εμπόδιζε και πάλι καθόλου λιγότερο.
Τότε ο σταυροφύλακας του λέει.
-Οπωσδήποτε κάτι άλλο σε εμποδίζει.
Και αυτός απαντά.
-Μήπως άραγε με εμποδίζει να μπω το ότι δεν είμαι κοινωνός της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, αλλά του Σευήρου; Αμέσως ζήτησε να μεταλάβει τα άγια και ζωοποιά μυστήρια του Χριστού του Θεού μας. Μόλις ήρθε το άγιο ποτήριο κοινώνησε, και έτσι μπήκε και προσκύνησε, χωρίς πλέον να βλέπει τίποτε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 147
Ο αββάς Μηνάς, ο κοινοβιάρχης του ίδιου κοινοβίου, μας διηγήθηκε και τούτο, πώς δηλαδή είχε ακούσει από τον ίδιο τον αββά Ευλόγιο, τον επίσκοπο Αλεξανδρείας, που έλεγε.
Πήγα στην Κωνσταντινούπολη στον αρχιδιάκονο της Ρώμης τον κυρό Γρηγόριο, άνδρα ενάρετο, και μας διηγήθηκε για τον αγιότατο και μακαριότατο Λέοντα, τον πάπα της Ρώμης, που αναφέρεται γραπτά σ’ επιστολή της Εκκλησίας της Ρώμης. Όταν έγραψε την επιστολή προς τον Φλαβιανό τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, εναντίον των κακωνύμων Ευτυχέως και Νεστορίου, έβαλε αυτό το γράμμα στον τάφο του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου και με δεήσεις και νηστείες και χαμευνίες παρακαλούσε τον πρωτοστάτη των μαθητών, λέγοντας.
- Σαν άνθρωπος παρέλειψα, εσύ όμως που σου έχει εμπιστευθεί ο Κύριος και Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός την Εκκλησία και τον θρόνο, διόρθωσε το.
Μετά σαράντα μέρες εμφανίσθηκε σ’ αυτόν ο Απόστολος και του λέει.
- Το διάβασα και το διόρθωσα.
Πράγματι αφού πήρε την επιστολή από τον τάφο του Αγίου Πέτρου, την άνοιξε και την βρήκε διορθωμένη από το χέρι του Αποστόλου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 178
Μας διηγήθηκε ο αββάς Γεώργιος, ο πρεσβύτερος του κοινοβίου των Σχολαρίων, τα εξής.
Στα Μονίδια έμενε κάποιος γέροντας πολύ φιλόπονος, ήταν όμως απρόσεκτος στη πίστη και όπου εύρισκε μεταλάμβανε χωρίς διάκριση. Μια μέρα παρουσιάσθηκε σ’ αυτόν άγγελος Κυρίου και του λέει.
-Πες μου, γέροντα, όταν πεθάνεις πως θέλεις να σε θάψομε; όπως θάβουν τους Αιγυπτίους μοναχούς ή όπως τους Ιεροσολυμίτες;
Ο γέροντας του απάντησε.
-Δεν ξέρω.
Τότε του λέει ο άγγελος.
-Σκέψου και μετά τρεις εβδομάδες έρχομαι και μου το λες. Πήγε τότε ο γέροντας σ’ άλλον και του διηγήθηκε εκείνα που άκουσε από τον άγγελο. Μόλις τα άκουσε ο γέροντας έμεινε έκθαμβος και έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς αυτόν για πολλή ώρα, παρακινημένος από το Θεό του λέει.
-Πού μεταλαμβάνεις τα άγια μυστήρια;
Του αποκρίθηκε.
-Όπου βρω.
Τότε ο γέροντας του λέει.
Μη θελήσεις ποτέ να κοινωνήσεις έξω από την αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία, η οποία πιστεύει σε τέσσερις άγιες συνόδους, στη σύνοδο της Νίκαιας των 318, της Κωνσταντινουπόλεως των 150 πατέρων, της Εφέσου την πρώτη των 200 πατέρων και της Χαλκηδόνας των 630 πατέρων. Όταν έρθει ο άγγελος να του πεις. Θέλω, όπως οι Ιεροσολυμίτες.
Μετά λοιπόν από τρεις εβδομάδες ήρθε ο άγγελος και λέει στο γέροντα.
-Τι έγινε, γέροντα; σκέφθηκες;
Ο γέροντας του λέει.
-Θέλω όπως οι Ιεροσολυμίτες.
του λέει τότε ο άγγελος
-Καλώς, καλώς.
Αμέσως παρέδωσε την ψυχή του. Και έγινε όλο αυτό, για να μη χάσει ο γέροντας τους κόπους του και κατακριθεί σαν αιρετικός.
Συμπέρασμα
Τι στάση παίρνω απέναντι σε ΟΛΑ ΑΥΤΑ τα κείμενα;
Α)Τα ΑΓΝΟΩ. Δεν έτυχε ποτέ να τα διαβάσω. Αυτή η ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ είναι μεγάλο πρόβλημα. Οφείλω να τα γνωρίζω διότι οι αιρέσεις καλπάζουν γύρω μας και πρέπει να ξέρουμε πώς να ενεργούμε.
Β) Τα ΓΝΩΡΙΖΩ, αλλά τα ΠΑΡΑΒΛΕΠΩ, κάνω πως δεν τα είδα. Σε διαλόγους-συζητήσεις κλπ. τα κρύβω, τα αποσιωπώ, τα παρακάμπτω θεωρώντας ότι δεν προάγουν καλό κλίμα συνεργασίας και συμφιλίωσης με τους αιρετικούς κλπ.. Αυτό όμως είναι ΠΟΝΗΡΙΑ και προσβολή στους Αγίους! Παραβλέπω τους Αγίους; Είναι ή δεν είναι οι Οδηγοί μας;
Γ) Τα ΓΝΩΡΙΖΩ, αλλά τα ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΥΩ, λέγοντας ότι αυτή η στάση τους ήταν μεμονωμένη, καιρική, τοπική ή για κάποιες μόνο αιρέσεις. Οι απόψεις αυτές, λένε κάποιοι, είναι ατομικές των Πατέρων και υποκειμενικές και αφορούν άλλες εποχές και δεν εφαρμόζονται τώρα ούτε πρέπει να μας δεσμεύουν. Αυτό όμως είναι πλάνη και διαστρέβλωση των λόγων τους, της στάσης τους. Η στάση τους είναι πασιφανώς η ΙΔΙΑ, ΠΑΝΤΟΤΕ, ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟ τους ΠΑΝΤΕΣ. Η ίδια ορολογία σε όλα τα κείμενα, όπως είδατε, το ίδιο ήθος, οι ίδιες αντιδράσεις!
Δ) Τα ΓΝΩΡΙΖΩ, αλλά ΔΙΑΦΩΝΩ. Οπότε ή ΟΛΟΙ αυτοί έκαναν ΛΑΘΟΣ και εγώ είμαι πιο έξυπνος και πιο σοφός, ή ΟΛΟΙ αυτοί δεν ήξεραν να αγαπουν σωστά, ήταν φανατισμένοι κλπ. οπότε εγώ ξέρω να αγαπώ πιο σωστά από τους Αγίους! Αυτή η υποτίμηση των αγίων και η υπερτίμηση του εαυτού μου εις βάρος τους, φυσικά, μόνο εωσφορική υπερηφάνεια υποδηλώνει.
Ε) Τα ΓΝΩΡΙΖΩ, ΣΥΜΦΩΝΩ με αυτά , αλλά ΔΕΝ ΤΑ ΕΦΑΡΜΟΖΩ. Επαινώ, τιμώ τη στάση τους, αλλά κάνω τα ανάποδα είτε από αδυναμία, δειλία, κλπ. πράγμα που είναι ασέβεια, είτε συνειδητά δεν τα τηρώ οπότε αυτό είναι και ασυνέπεια και υποκρισία, να τιμώ δηλ. τον αντιαιρετικό αγώνα τους και να γιορτάζω τη μνήμη τους και να ενεργώ ανάποδα.
ΣΤ) Τα ΓΝΩΡΙΖΩ, ΣΥΜΦΩΝΩ και τα ΜΙΜΟΥΜΑΙ, τα ακολουθώ με ευσέβεια δείχνοντας συνέπεια και ορθόδοξη ήθος!