«Ούτε θα μείνει ποτέ αργός (ο πιστός), ή θα καταφρονήσει κάτι, έστω ευτελέστατο και ελάχιστο· αντιθέτως, κάνοντας και πράττοντας τα πάντα θεαρέστως, θα μείνει αμέριμνος για όλα και σ’ όλον τον βίο. Υπάρχει μέριμνα άπρακτη και πράξη αμέριμνη, όπως και αντιστρόφως υπάρχει αμεριμνησία έμπρακτη και αργία περίφροντις.
Αυτές τις καταστάσεις δήλωσε και ο Κύριος με τους λόγους του· την μεν μία στο χωρίο, «ο πατήρ μου εργάζεται έως τώρα και εγώ επίσης εργάζομαι», και πάλι, «να εργάζεσθε όχι για την φθειρομένη βρώση, αλλά για την διατηρουμένη στην αιώνια ζωή», θέλοντας με αυτά όχι να απαγορεύσει την εργασία αλλά να μας διδάξει την εργασία χωρίς μέριμνα. Την άλλη δε δήλωσε με το ότι είπε πάλι, «ποιος με την φροντίδα του μπορεί να προσθέσει ένα πήχυ στο ανάστημά του;» αναιρώντας την άπρακτη, την χωρίς αποτέλεσμα μέριμνα.
Για την έμπρακτη δε αμεριμνησία είπε, «και για ένδυμα και τροφή τι μεριμνάτε; Δεν βλέπετε τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού, πώς τα πρώτα αυξάνονται και τα δεύτερα διατρέφονται;». Έτσι, αναιρώντας την μία και επικυρώνοντας την άλλη, ο Κύριος μας διδάσκει πώς πρέπει να εργαζόμαστε αμερίμνως χωρίς να μεριμνούμε και πώς όντας αμέριμνοι να απέχουμε της αταίριαστης εργασίας» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19Α,σελ. 443-5)