«Έτσι λοιπόν, πιστεύοντας ολόψυχα και μετανοώντας θερμά, συλλαμβάνουμε… στις καρδιές μας τον Λόγο του Θεού, όπως η Παρθένος, με το να διατηρούμε δηλαδή τις ψυχές μας παρθένες και αγνές. Κι όπως εκείνη, επειδή ήταν υπεράμωμη, δεν την έφλεξε το πυρ της θεότητας, έτσι ούτε εμάς μας καταφλέγει, όταν διατηρούμε αγνές και καθαρές τις καρδιές· αλλά γίνεται δροσιά από τον ουρανό και πηγή ύδατος και αθάνατης ζωής, που ρέει μέσα μας. Το ότι δεχόμαστε κι εμείς παρομοίως το αφόρητο πυρ της θεότητας, άκουσε τον Κύριο που λέγει· «ήλθα να βάλω πυρ πάνω στη γη». Ποιο άλλο είναι, παρά το ομοούσιο της θεότητός του Πνεύμα, με το οποίο συνεισέρχεται και συνθεωρείται και ο ίδιος μαζί με τον Πατέρα και ευρίσκεται μέσα μας;
Αφού όμως ο Λόγος του Θεού σαρκώθηκε μία φορά από την Παρθένο και γεννήθηκε σωματικώς από αυτήν ανεκφράστως και υπέρ λόγον, δεν μπορεί όμως αυτός να σαρκωθεί ή να γεννηθεί σωματικώς και πάλι από τον καθένα μας, τι κάνει; Από εκείνη την άχραντη σάρκα του, την οποία προσέλαβε από τις αγνές λαγόνες της πανάχραντης και Θεοτόκου Μαρίας, δια της οποίας γεννήθηκε σωματικώς, από αυτήν την σάρκα μας μεταδίδει για βρώση και τρώγοντάς την, έχουμε μέσα μας όλον τον σαρκωμένο Θεό και Κύριό μας Ιησού τον Χριστό, αυτόν τον Υιό του Θεού και υιό της παρθένου και πανάμωμης Μαρίας, τον καθισμένο δεξιά του Θεού και Πατρός, ο καθένας από μας τους πιστούς τρώγοντας αυτή την σάρκα του, τον έχομε μέσα μας, κατά το λεγόμενο από τον ίδιο· «εκείνος που τρώγει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου κι εγώ μέσα σ’ αυτόν», χωρίς να προέρχεται ή να γεννάται σωματικώς και να χωρίζεται από εμάς. Πράγματι, δεν γνωρίζεται όντας κατά σάρκα σ’ εμάς ως βρέφος αλλά ευρίσκεται ασωμάτως σε σώμα, αναμιγνυόμενος κατά τρόπο ανέκφραστο με τις ουσίες και φύσεις και θεοποιώντας μας ως συσσώμους του και ως όντες σάρκα από την σάρκα του και οστούν από τα οστά του.
Αυτό είναι μέσα μας το θαυμαστό της ανέκφραστης οικονομίας αυτού κι επάνω από λόγο συγκαταβάσεως, αυτό το μυστήριο το γεμάτο από μεγάλη φρίκη, αυτό που ανέβαλλα να το γράψω κι έτρεμα να το επιχειρήσω» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ, 19Β, σελ. 177-179)