«[Η διάκριση του Συμεών που διέκρινε αν έπρεπε να κάνει υπακοή στον φυσικό πατέρα του ή όχι τη συγκεκριμένη στιγμή] ο πατέρας του τον έβλεπε να βιάζεται και να προετοιμάζει το ταξίδι του (για μοναχός), επειδή δεν κατόρθωσε να τον ανακόψη από τον κατά Θεό σκοπό του (να γίνει μοναχός), αν και κίνησε γι’ αυτό κάθε λίθο, τον παίρνει ιδιαιτέρως και άρχισε να λέγη με δάκρυα τα εξής «Μη με αφήσης, τέκνο, στα γηρατειά μου, παρακαλώ. Όπως βλέπεις άλλωστε, το τέλος των ήμερων μου πλησιάζει και ο καιρός της αποχωρήσεώς μου δεν είναι μακριά. Όταν λοιπόν καλύψης το σώμα μου στον τάφο, τότε πήγαινε όπου θέλεις και πάρε οποίον δρόμο θέλεις. Τώρα όμως μη θελήσης να με λυπήσης τόσο πολύ με τον χωρισμό σου· γι' αυτό και την στέρησί σου την θεωρώ θάνατό μου». Αυτά και αλλά περισσότερα έλεγε ο πατέρας, χύνοντας πηγές δακρύων. Ο δε υιός, αφού είχε ξεπεράσει ήδη τους θεσμούς της φύσεως και είχε προτιμήσει τον ουράνιο Πατέρα αντί του επιγείου, είπε, «μού είναι αδύνατο πλέον, πατέρα, να παραμείνω του λοιπού στον εγκόσμιο βίο, έστω και για λίγο χρόνο, διότι δεν γνωρίζομε τι μπορεί να γεννήσει η αύριο, και το να προτιμήσω κάτι άλλο από την δουλεία στον Κύριο είναι για μένα τουλάχιστο σφαλερό και επικίνδυνο». Αυτά είπε και έπειτα ευθύς αμέσως παραιτήθηκε εγγράφως όλης της πατρογονικής περιουσίας που του ανήκε. Παίρνοντας λοιπόν μαζί του μόνο τα ατομικά του πράγματα, και υπηρέτες και όσα είχε αποκτήσει από άλλες πηγές, ανέβηκε σε ίππο και έφυγε καλπάζοντας, όπως ο Λωτ , χωρίς να γυρίση καθόλου πίσω από τους θρήνους των συγγενών ούτε να φροντίσει για την δημοσία υπηρεσία που του είχε ανατεθή· τόσο δριμύτερος από κάθε άλλο πράγμα, και από αυτήν ακόμη την φυσική στοργή προς τους γονείς ο διακαής έρως του ουρανίου Πατρός· διότι αυτός δεν γνωρίζει να νικάται ποτέ ούτε από κάποια ανάγκη φυσικής σχέσεως ούτε από απειλή ανθρώπινη, αφού το ανώτερο στοιχείο κατανίκησε το κατώτερο και απέσπασε τον κυρίαρχο λογισμό από την εγκόσμια αίσθησι» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΟΜΟΣ 19, σελ. 51-53)
«Αυτήν εκίνησε ο πολυμήχανος εχθρός να μεταβεί στην βασιλεύουσα των πόλεων από τον πόθο του υιού. Αφού λοιπόν εισήλθε σ’ αυτήν, μόλις έμαθε την μοναχική διαμονή του υιού, πηγαίνει εκεί επειγόντως και πίπτοντας κάτω κοντά στην πύλη ζητεί με θρήνους να δει τον υιό. Ο πυλωρός λοιπόν μη υποφέροντας την ζωηρότητα της γυναικός την αναγγέλει στον Αρσένιο, προσθέτοντας ότι δηλώνει, «δεν θα σηκωθώ από εδώ, εάν δεν δω τον ποθητό υιό μου». Τι πράττει λοιπόν ο αληθινός μαθητής του αληθινού ποιμένος και διδασκάλου; «Εγώ», λέγει, «αφού ενεκρώθηκα ήδη για τον κόσμο, πώς θα επιστρέψω, αδελφέ, πίσω και θα δω, όπως λέγεις εσύ, εκείνην που με εγέννησε σαρκικώς; Έχω αυτόν που μ’ εγέννησε κατά πνεύμα, από τον οποίο θηλάζω το άδολο γάλα της χάριτος του Θεού, δηλαδή τον κατά Θεό πατέρα μου, ο οποίος είναι και μητέρα μου που μ’ εγέννησε πνευματικώς, όπως είπα, και με περιθάλπει στην αγκαλιά του ως νεογέννητο νήπιο. Δεν θα δεχθώ ποτέ να τον εγκαταλείψω και ν’ αυτομολήσω προς εκείνην, ακόμη και αν ακούσω ότι πέθανε στον πυλώνα». Άκουσε ο θυρωρός και εμήνυσε τα λεχθέντα στην μητέρα του Αρσενίου. Αφού λοιπόν εκείνη παρέμεινε στον πυλώνα με δάκρυα επί τρεις ημέρες, επέστρεψε στην πατρίδα της, χωρίς καν να δει τον Υιό της που δεν νικήθηκε από την φυσική στοργή» (19Α,109)
«Eσύ που φεύγεις τον κόσμο, κύτταξε να μη δώσης από την αρχή την ψυχή σου σε παράκληση να εγκατασταθής σ’ αυτόν, έστω και αν όλοι οι συγγενείς και φίλοι σε αναγκάζουν να το πράξης. Τούτο το υποβάλλουν οι δαίμονες, για να σβήσουν την θέρμη της καρδιάς σου· διότι και αν δεν μπορέσουν να εμποδίσουν τελείως την πρόθεσί σου, οπωσδήποτε θα την καταστήσουν χαυνότερη και ασθενέστερη. Όταν ευρεθής ανδρείος και ασυγκίνητος απέναντι σε όλα τα ευχάριστα του βίου, τότε οι δαίμονες, μεταστρέφοντας δήθεν σε συμπάθεια τους συγγενείς, τους κάνουν να κλαίουν και να θρηνούν για σένα ενώπιόν σου. Θα καταλάβεις ότι τούτο είναι αληθινό, όταν εσύ μεν μείνης αμετάστροφος και σ’ αυτήν την επίθεση, τους δε συγγενείς δεις να εξάπτονται ξαφνικά σε μανία και μίσος εναντίον σου, να σε αποστρέφονται σαν εχθρό και να μη θέλουν να σε βλέπουν. Βλέποντας την θλίψι που δοκιμάζουν για σένα οι γονείς και οι αδελφοί και οι φίλοι, να γελάς για τον δαίμονα που ποικιλοτρόπως υποκινεί να γίνονται αυτά εναντίον σου» (19Α,401)
«Να βλέπεις τα μικρά παιδιά σαν να είναι τέλειοι άντρες και σάμπως να ’ναι επίσημοι να τα υπηρετείς» (19ΣΤ,σελ.193 στιχ.122-123)