«Κατά την περίοδο των πανσέπτων νηστειών της αγίας Τεσσαρακοστής, ο αναφερθείς γνήσιος μαθητής του αγίου, Νικήτας Στηθάτος επιδιδόμενος κατά την συνήθειά του στους ιερούς αγώνες, κατ’ οικονομία της χάριτος σε στιγμή συστολής (της χάρης) προσβάλλεται από πνεύμα πορνείας. Επειδή όμως ο άνθρωπος ήταν εξαιρετικά συνετός και ακολουθούσε βίο αγωνιστικό με ασιτία και κάθε κακοπάθεια ήταν έκπληκτος και απορούσε από μέσα του. Έτσι, αναζητώντας από που και από ποια αίτια του διείσδυσαν μέσα του οι ρυπαροί και ακάθαρτοι λογισμοί τέτοιον καιρό, κατά τον οποίο είχε το σώμα του ξηραμένο από τους αγώνες της νηστείας και σχεδόν απονεκρωμένο από την άκρα ασιτία και αγρυπνία, μη ευρίσκοντας, χτυπιόταν δυνατά από την λύπη και την αθυμία, αφού δεν μπορούσε να πράξη τίποτε για θεραπεία του πάθους. Συνεχόμενος λοιπόν από λύπη επιδίδεται σε θερμή δέηση προς τον Θεό και τον άγιο. Μία λοιπόν ημέρα, ενώ έτσι παρακαλούσε κι εδεόταν στον Θεό και τον άγιο, αφού μετέλαβε εκείνης της πενιχρής τραπέζης και λιτής τροφής, ανακλίνεται με λύπη στο ασκητικό του σπήλαιο, διότι κατοικούσε ακόμη σε υπόγειο και θολωτό μέρος. Μόλις του φάνηκε ότι θα κοιμόταν, πριν ακόμη κλείση τους οφθαλμούς, όπως ήταν ξαπλωμένος ξυπνητός, βλέπει σε όραμα τον άγιο να έρχεται φανερά και να κάθεται κοντά στην κλίνη του, έπειτα να εγγίζη το ιμάτιό του και να τον καλή με το όνομά του. Λέγει δε «δεν γνωρίζεις, τέκνο μου, από που και για ποια αιτία σού διείσδυσαν αυτοί οι εμπαθείς λογισμοί;». Αυτός δε, μόλις είδε ξαφνικά και άκουσε τον άγιο, συμμαζεύτηκε στον εαυτό του με φόβο και αποκρίθηκε· «άγιε του Θεού, ενώ ενήργησα κάθε έρευνα γι’ αυτό, δεν μπόρεσα να εύρω την αίτια αυτής της ενοχλήσεως». Και ο άγιος· «αλλ’ εγώ ήλθα τώρα να σού την φανερώσω, πρόσεχε λοιπόν στα λόγια μου· γνώριζε, τέκνο, ότι βεβαίως αυτή προέρχεται από την υπερηφάνεια και οίησι (φούσκωμα, έπαρση) του λογιστικού μέρους της ψυχής σου· ταπείνωσε το φρόνημά σου, σύγκρινε τον εαυτό σου και τα ιδικά σου προς τις εντολές του Χριστού, και γρήγορα θα σου φύγει». Αφού είπε αυτά, ευθύς κρύφτηκε από την όραση εκείνου. Αυτός δε ήλθε στον εαυτό του και σηκώθηκε γρήγορα από το σπήλαιο, έτρεξε πίσω από τον άγιο και ρωτούσε τον υπηρέτη· «είδες τον άγιο Συμεών να εξέρχεται από εδώ;». Τότε, αφού εξερεύνησε με ακρίβεια το λογιστικό του, ευρήκε σαφώς, όπως του είπε ο άγιος, την αίτια λόγω της οποίας ενέσκηψε στην ψυχή του το πάθος παρά προσδοκία και τέτοιον καιρό. Ταπεινώνοντας γι’ αυτό το φρόνημά του και συγκρίνοντας τα δήθεν κατορθώματά του μ’ ένα από τα παθήματα του Χριστού, τον εμπτυσμό, απαλλάχθηκε ευθύς από την ενόχληση των λογισμών και του πάθους και τον κατέλαβε παρηγοριά του αγίου Πνεύματος δια δακρύων και κατανύξεως. Ευχαρίστησε γι’ αυτό μεγάλως τον θεολόγο πατέρα και ανέπτυξε ακόμη περισσότερο την αφοσίωση και αγάπη του προς αυτόν» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ,ΤΟΜΟΣ 19Α, σελ. 319-321)
«Ξαναέρριψα πάλι τον εαυτό μου ο άθλιος σε λάκκο και σε λάσπη βόθρου αισχρών εννοιών και πράξεων· και αφού κατέβηκα εκεί, περιέπεσα στους κρυμμένους στο σκότος, από τους οποίους όχι εγώ μόνος μου, αλλ’ ούτε ολόκληρος ο κόσμος συναθροισμένος σ’ ένα δεν θα μπορούσε να με απαλλάξει ανεβάζοντάς με από εκεί και αποσπώντας με από τα χέρια τους. Όμως, ενώ κρατιόμουν εκεί ελεεινώς και αθλίως περισυρόμενος και συμπνιγόμενος και περιπαιζόμενος από αυτούς, εσύ ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν με παρείδες, δεν εμνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου, δεν με άφησες επί πολύ να τυραννούμαι εθελουσίως από τους ληστάς»(19Α,571)
«Το κακό και φιλήδονο ήθος, το οποίο εξαφανίζεται με την επίμονη εργασία της προσευχής, με τη μελέτη των θείων λογίων και με την τακτική εκτέλεση των αγαθών. Διότι, όπως όταν ανατέλλει σιγά σιγά ο ήλιος υποχωρεί και εξαφανίζεται το σκοτάδι, έτσι και όταν ανατέλλει η αρετή διώκεται η κακία σαν σκοτάδι και αποδεικνύεται ανυπόστατη, και από τότε μένουμε διαπαντός αγαθοί, όπως μέχρι τότε ήμασταν πονηροί. Με λίγη λοιπόν υπομονή και ελάχιστη προαίρεση ή, για να πούμε καλύτερα, με τη βοήθεια του ζώντος Θεού αναπλασσόμαστε και ανανεωνόμαστε, καθαριζόμενοι στην ψυχή και στο σώμα και στη διάνοια» (19Δ, 159-161)