Η θεία ευχαριστία είναι το μυστήριο του Θεού, των ανθρώπων και της κτίσεως. Σ’ αυτό παρατείνεται και εφαρμόζεται η σωστική περί τον άνθρωπο θεία οικονομία, ο σαρκωμένος Λόγος παρατείνεται στην ιστορία εφαρμόζοντας το λυτρωτικό έργο Του, ανανεώνεται το μυστήριο της Εκκλησίας, οι άνθρωποι ενώνονται με το Θεό και μεταξύ τους και η φυσική κτίση αγιάζεται, προσφέροντας τα φυσικά στοιχεία της, το ψωμί και το κρασί της, για να γίνουν σώμα και αίμα Χριστού.
Στην ευχαριστία ο άνθρωπος εισχωρεί βαθιά στο Θεό. «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα μένει εν εμοί καγώ εν αυτώ», λέγει ο Σωτήρας· εμφυτεύεται μυστικά στο σώμα του Χριστού: «Εν σώμα οι πολλοί εσμεν οι γαρ παντες εκ του ενός άρτου μετεχομεν». Μετέχοντας στην ευχαριστία ο πιστός γίνεται φοβερός στους δαίμονες, οι οποίοι τρέμουν μπροστά στη θεανθρώπινη συνδρομή (όπως έτρεμαν στη θέαση του χριστολογικού θαύματος), λαμβάνουν μέσα τους τη φωτιά του Θεού που τους δίνει δύναμη να νικήσουν την αμαρτητική της φύσεως ορμή και τα πάθη τους και να λάβουν άφεση των συγγνωστών αμαρτημάτων τους (όχι φυσικά των θανάσιμων, γιατί η άφεση γι΄ αυτά δίνεται μέσα από το μυστήριο της μετάνοιας» που είναι σε σύνδεσμο με το μυστήριο της θείας ευχαριστίας).
Έχοντας μέσα του το Θεό ο πιστός νιώθει άφατη γλυκύτητα και χαρά σ’ έναν κόσμο που συχνά μόνο πίκρα ξέρει να κερνά τον άνθρωπο· γεύεται μέσα του «την αγαλλίασιν του σωτηρίου», την ψυχή του ωραΐζει η ελπίδα της θείας βασιλείας. Όχυρωμένος στο Θεό ο άνθρωπος δεν φοβάται τίποτε, καμιά εχθρότητα, κανένα αντίξοο σύμβαμα στη ζωή. Νιώθει την ψυχή του σαν τον αγρό στον οποίο ήταν κρυμμένος ο ανεκτίμητος θησαυρός, νιώθει ο ευτυχέστερος και πλουσιότερος των ανθρώπων που κατέχει το Θεό και τα σύμπαντα. Νιώθει ότι αξίζει να ζεί τη ζωή του, οτιδήποτε κι αν του συμβαίνει. Είναι αισιόδοξος, ειρηνικός και πράος.
Με τη θεία ευχαριστία ο άνθρωπος υπερβαίνει τη φθορά και το θάνατο, γιατί ο άρτος της ευχαριστίας είναι «φάρμακον αθανασίας, αντίδοτος του μη αποθανείν». Αυτό φυσικά δεν αναφέρεται στη φυσική αθανασία, γιατί των ανθρώπων, είτε αυτοί κοινωνούν είτε όχι, οι μεν ψυχές δεν πεθαίνουν γιατί είναι φύσει αθάνατες, τα δε σώματα όλα ανεξαίρετα θ’ αναστηθούν εκ των νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία. Η αθανασία που προέρχεται από την κοινωνία των άχραντων μυστηρίων είναι αθανασία ποιοτική, δηλαδή αθανασία πνευματική στους κόλπους της θείας βασιλείας, αθανασία ζωής κοντά στον άφθαρτο Θεό, σε αντίθεση με τον πνευματικό θανατο, τη ζωή δηλαδή την αθάνατη μακριά από το Θεό, στον τόπο της βασάνου. Την αθανασία αυτή προετοιμάζει η θεία κοινωνία που σαν ζύμη θεοποιητική μετατρέπει την ανθρώπινη φύση στη δική της ποιότητα, χαρίζοντάς της την άφθαρτη ζωή στον άπειρο αιώνα του Θεού.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 257-258)