"Ο Γερμανός άφησε την κοπέλα μπροστά στον ιερέα με τα υψωμένα χέρια"
Κάποια μέρα, στον καιρό της Κατοχής, ο Γέρων Πορφύριος περπατούσε
προς την περιοχή του Λυκαβηττού. Εκεί που βάδιζε, αντικρίζει ένα δυσάρεστο θέαμα.
Ένας Γερμανός στρατιώτης σκοπός είχε στριμώξει κοντά στο υπόστεγο ενός σπιτιού
μία κοπέλα και ήθελε να την ατιμάσει. Εκείνη έμοιαζε με όρνιθα,
που είχε πέσει στα χέρια γερακιού. Στο πρόσωπό της και στις κινήσεις της
ήταν ζωγραφισμένη η οδύνη. Άφηνε να βγαίνουν από το στόμα της κάποιες αδύναμες
φωνές αγωνίας και πόνου. Ο Γερμανός προσπαθούσε με διάφορα γλυκόλογα
να την ηρεμήσει. Στο μεταξύ η γειτονιά πήρε είδηση το γεγονός και όλοι
από τα παράθυρα και από τις πόρτες κοιτούσαν τι θα απογίνει.
Έβλεπαν στο μεταξύ και έναν ιερέα να βαδίζει προς τα εκεί.
Ο πατήρ Πορφύριος μόλις βρέθηκε απέναντι στη συγκλονιστική αυτή σκηνή,
δοκίμασε μεγάλο ψυχικό πόνο. Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να σώσει την κόρη.
Αψηφώντας τον κίνδυνο που διέτρεχε από το σκληρό Γερμανό,
κατευθύνει τα βήματά του κοντά του. Μέσα του προσευχόταν έντονα να εκδηλωθεί
η θεϊκή δύναμη. Μόλις πλησίασε αρκετά κοντά, σήκωσε τα χέρια ψηλά
και έμοιαζε ή σαν να εκλιπαρούσε το Γερμανό ή σαν να αναζητούσε το Θεό
να δείξει το έλεος του. Και το θέαμα ενός ιερέα με τα χέρια υψωμένα,
η φωτεινή μορφή του προσώπου του και πιο πολύ η θεϊκή δύναμη,
που έκρυβε μέσα του αυτός ο ιερέας, έκαναν το θαύμα τους.
Ο Γερμανός μαλάκωσε. Παραιτήθηκε από το σκοπό του και άφησε ελεύθερη την κοπέλα.
Καθώς ο πατήρ Πορφύριος συνέχισε το δρόμο του, οι άνθρωποι,
που από τα σπίτια τους παρακολουθούσαν τα συμβάντα, έδειχναν πως ήθελαν
να επευφημήσουν. Και το έκαναν όσο μπορούσαν και όσο επέτρεπε η δύσκολη εκείνη εποχή.
[Ί 84π.]
("Ανθολόγιο Συμβουλών", Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ. 224-225)