Βεβαίως πρέπει, γιατί και αυτά είναι κανονικά μέλη της Εκκλησίας και έχουν ανάγκη, όπως και οι ενήλικες, της θείας ευχαριστίας για να έχουν μέσα τους ζωή, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου: «Εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου, και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς».
Την πράξη αυτή της αρχαίας Εκκλησίας την αναγόμενη στους αποστολικούς χρόνους, όπως και ο νηπιοβαπτισμός, αθέτησαν η Ρωμαϊκή Εκκλησία και μαζί μ αυτήν και οι Προτεστάντες, απαγορεύοντες τη θεία μετάληψη στα βαπτισθέντα νήπια, με το αιτιολογικό ότι αυτά επειδή δεν έχουν, λόγω της ηλικίας τους, ανεπτυγμένη τη συνείδησή τους δεν μπορούν, κατά τους λόγους του Παύλου, να διακρίνουν το σώμα του Κυρίου από τον κοινό άρτο. Οι λόγοι όμως αυτοί του Παύλου, αναφερόμενοι προφανώς στους ενήλικες, δεν έχουν σχέση με τα άωρα νήπια, τα οποία ακριβώς επειδή στερούνται κρίσεως και λόγου, δεν μπορούν να κοινωνήσουν αναξίως, πράγμα που αποτελεί το κέντρο της σκέψεως του Αποστόλου.
Δεν βλέπουμε άλλωστε το λόγο γιατί η έλλειψη κρίσεως και λόγου να εμποδίζει τα νήπια να δέχονται τη θεία ευχαριστία (όπως και το χρίσμα) και να μην τα εμποδίζει να δέχονται τη χάρη του ιερού βαπτίσματος.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 261-262)