Είναι η ιδίως μετάνοια και η εξομολόγηση. Η πρώτη είναι η τροφοδοτούμενη από την πίστη και την αγάπη θλίψη και συντριβή της ψυχής για τη θλιβερή αμαρτωλή της κατάσταση, μη αποκλεισμένου και του φόβου εν όψει των ποινών της κολάσεως, μαζί με απόφαση ν’ απαρνηθεί ο αμαρτωλός το βεβαρημένο παρελθόν του και ν’ αλλάξει τρόπο ζωής. Η διαδικασία αυτή, σαφώς ηθικού χαρακτήρα, είναι απαραίτητη συνθήκη για τη συγχώρηση των αμαρτιών. Όπου δηλαδή υπάρχει αληθής μετάνοια, εκεί η χάρη του Θεού θα δώσει συγχώρηση των αμαρτημάτων. Η δεύτερη δε, η εξομολόγηση, είναι η δια ζώσης εξαγόρευση αμαρτημάτων ενώπιον του πνευματικού πατέρα, δηλαδή του λειτουργού της Εκκλησίας. Η εξαγόρευση επιβάλλεται απο τη φύση του ιερού μυστηρίου. Εδώ έχουμε πνευματική ασθένεια ψυχής. Έχουμε φόρτιση συναισθηματική, αγωνία, άγχος, ανηλεές μαστίγωμα συνειδήσεως ταραγμένης, η οποία επιζητεί ηρεμία και γαλήνευση. Έχουμε και ιατρό πνευματικό, ο οποίος είναι ταγμένος από το Θεό να γιατρεύει τα ψυχικά νοσήματα. Πώς όμως ο ιερέας θα μπορέσει να εκπληρώσει το χρέος του αυτό, να κάνει καλά τον ψυχικώς ασθενούντα αμαρτωλό, αν ο τελευταίος δεν γνωστοποιήσει σ’ αυτόν τα αμαρτήματά του; Πώς θα θεραπεύσει τον αμαρτωλό ο πνευματικός πατέρας αν δεν διαγνώσει πρώτα τη φύση της πνευματικής ασθένειας, τον πόνο και την ταλαιπωρία της ψυχής, τα ελατήρια και την ειλικρίνεια της εξαγορεύσεως; Μήπως και ο φυσικός γιατρός μπορεί να κάνει καλά έναν άρρωστο, αν δεν τον εξετάσει προσεκτικά κι αν δεν διαγνώσει τη φύση της αρρώστιας, ώστε να επιβάλει τη δέουσα ιατρική και φαρμακευτική αγωγή;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 264-265)