Ότι ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να ζητεί από το Θεό άφεση αμαρτιών δια της προσευχής είναι αναντίρρητο. Αυτό αποτελεί βασικό στοιχείο μιας αληθινής προσευχής. Αυτό μας διέταξε και ο Κύριος, δίνοντάς μας το πρότυπο της αληθινής προσευχής: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών». Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ιερό μυστήριο της μετάνοιας, Αλλά να γίνεται παράλληλα με αυτό. Άραγε να μη γνώριζε καλά τα πράγματα ο Κύριος όταν ίδρυε το μυστήριο και το παρέδιδε στους μαθητές του με τη μορφή της εξαγορεύσεως; Αλλά και ψυχολογικά, όταν απευθύνουμε στο Θεό το αίτημα αφέσεως των αμαρτιών μας, μήπως έχουμε βεβαίωση περί πληρώσεως της προσευχής μας; Είμαστε βέβαιοι για την άφεση των αμαρτημάτων μας; Βέβαια όχι. Η πλήρωση ή όχι του αιτήματός μας είναι κρυμμένη βαθιά στη βουλή του Θεού, την οποία αγνοούμε πιστεύοντας βέβαια ότι θα την πετύχουμε.
Αντίθετα, στο ιερό μυστήριο της εξομολογήσεως, όταν προσερχόμαστε σ’ αυτό καθώς πρέπει, έχουμε απόλυτη βεβαιότητα για την υπόσχεση του Θεού, ότι η χάρη Του θα μας ελευθερώσει από το βάρος της ενοχής και των ποινών των προσωπικών μας αμαρτημάτων. Η αίσθηση και η πληροφόρηση αυτή είναι υπέρτατο αγαθό, το οποίο γεμίζει ανακούφιση, χαρά και αγαλλίαση τις πονεμένες ψυχές που μαστιγώνονται αλύπητα από την αμαρτία, το φαρμάκι αυτό της ζωής και της υπάρξεώς μας. Να υποθέσουμε ότι οι αιτιάσεις κατά της εξομολογήσεως προέρχονται από ντροπή να φανερώσουμε στον ιερέα τ’ αμαρτήματα μας;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 265-266)