«Ούτε θα μείνει ποτέ αργός (ο πιστός), ή θα καταφρονήσει κάτι, έστω ευτελέστατο και ελάχιστο· αντιθέτως, κάνοντας και πράττοντας τα πάντα θεαρέστως, θα μείνει αμέριμνος για όλα και σ’ όλον τον βίο. Υπάρχει μέριμνα άπρακτη και πράξη αμέριμνη, όπως και αντιστρόφως υπάρχει αμεριμνησία έμπρακτη και αργία περίφροντις. Αυτές τις καταστάσεις δήλωσε και ο Κύριος με τους λόγους του· την μεν μία στο χωρίο, «ο πατήρ μου εργάζεται έως τώρα και εγώ επίσης εργάζομαι», και πάλι, «να εργάζεσθε όχι για την φθειρομένη βρώση, αλλά για την διατηρουμένη στην αιώνια ζωή», θέλοντας με αυτά όχι να απαγορεύσει την εργασία αλλά να μας διδάξει την εργασία χωρίς μέριμνα. Την άλλη δε δήλωσε με το ότι είπε πάλι, «ποιος με την φροντίδα του μπορεί να προσθέσει ένα πήχυ στο ανάστημά του;» αναιρώντας την άπρακτη, την χωρίς αποτέλεσμα μέριμνα. Για την έμπρακτη δε αμεριμνησία είπε, «και για ένδυμα και τροφή τι μεριμνάτε; Δεν βλέπετε τα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού, πώς τα πρώτα αυξάνονται και τα δεύτερα διατρέφονται;». Έτσι, αναιρώντας την μία και επικυρώνοντας την άλλη, ο Κύριος μας διδάσκει πώς πρέπει να εργαζόμαστε αμερίμνως χωρίς να μεριμνούμε και πώς όντας αμέριμνοι να απέχουμε της αταίριαστης εργασίας» (τ. 19Α, σελ. 443-5).
«Διότι ο Αδάμ έλαβε εντολή να εργάζεται στον παράδεισο και να τον φυλάγει, και μέσα μας υπάρχει κάποια φυσική κίνηση της εργασίας προς τα καλά. Όσοι παρέδωσαν τους εαυτούς τους στην αργία και ραθυμία, έστω και αν ακόμη είναι πνευματικοί και άγιοι, επιρρίπτουν τους εαυτούς τους στην παρά φύση εμπάθεια. Διότι, όπως ακριβώς η πηγή που αναβλύζει συνεχώς το νερό, εάν για λίγο παύσει ν’ αναβλύζει, αφανίζεται και δεν είναι πηγή, αλλά μετατρέπεται σε λάκκο, έτσι και εκείνος που πάντοτε καθαρίζει τον εαυτό του με την εργασία των εντολών και καθαρίζεται από τον Θεό και αγιάζεται, εάν για λίγο εκπέσει από την εργασία, κατά αναλογία εκπίπτει από την αγιότητα» (τ. 19Δ, σ. 69).
«[συμβουλή σε μοναχό]. Εάν διατάχτηκες να διακονείς, παραστάσου σαν στο Χριστό και όχι σε ανθρώπους, διακονώντας τους όλους με ειλικρινή διάθεση και αγάπη, σαν να διακονείς αγίους, ή καλύτερα όπως είπαμε, τον ίδιο τον Χριστό, αγκαλιάζοντας τον καθένα τους με την ψυχή και παρέχοντάς τους με την αγάπη όλο σου τον εαυτό εκ προθέσεως, έχοντας τη βεβαιότητα ότι με τη διακονία σου προς αυτούς θα καρπωθείς αγιασμό» (τ. 19Δ, σελ. 321-323).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)