«Όπως συμβαίνει στην περίπτωση συνοικεσίου, κατά το οποίο ο γαμβρός βραδύνει σε ταξίδι ή είναι απασχολημένος σε άλλες υποθέσεις και αναβάλλει τον γάμο, εάν η νύμφη οργισμένη καταφρονήσει την αγάπη εκείνου και διαγράψει ή σχίσει το χαρτί του αρραβώνος, αμέσως χάνει τις ελπίδες της για τον γαμβρό, έτσι φυσικώς συμβαίνει να γίνεται και στην περίπτωση της ψυχής. Εάν πει κάποιος από τους αγωνιζομένους «έως πότε πρέπει να κακοπαθώ», και παραμελήσει τους ασκητικούς κόπους, με την αμέλεια δε των εντολών και την εγκατάλειψη της διηνεκούς μετανοίας κατά κάποιον τρόπο διαγράψει και σχίσει τα συμφωνητικά, αμέσως εκπίπτει και του αρραβώνος και της ελπίδος προς τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 505).
«Σκοπός όλων των αγωνιζομένων κατά Θεόν είναι το να ευαρεστήσουν Χριστόν τον Θεό και να λάβουν την συνδιαλλαγή προς τον Πατέρα δια της μετουσίας του Πνεύματος και να πορισθούν δια τούτου την σωτηρία τους. Διότι πραγματικά σε αυτό συνίσταται η σωτηρία κάθε ψυχής και κάθε ανθρώπου. Αν δεν συμβεί αυτό, είναι αδειανός ο κόπος και μάταιη η προσπάθειά μας, ανωφελής όλη η οδός της ζωής, η οποία δεν φέρει προς αυτό τον τρέχοντα σ’ αυτήν» (τ. 19Α, σελ. 515-7).
«Μη δεχθείς τον λογισμό που σου υποβάλλει· ‘Τι σου χρειάζεται ο πολύς κόπος, λέγει, και η άκαιρη ταλαιπωρία; Έχεις συμπληρώσει ήδη ένα χρόνο, και δύο και τρεις, και δεν ωφελήθηκες καθόλου’. Μη, αδελφέ μου, μη πέσεις σ’ αυτήν την παγίδα, μη προδώσεις την σωτηρία σου, αλλά επιδώσου με εντονότερο ζήλο και ανδρεία στην άσκηση των αρετών, μη απιστώντας στους λόγους και τις διδασκαλίες των πατέρων σου κατά Θεόν. Βάλε λοιπόν στην ψυχή σου να πεθάνεις πρώτα παρά να απομακρυνθείς από αυτό το ζωτικό ζήτημα. Διότι, αν είχες πράξει αυτό αδίστακτα από την αρχή, δεν θα σε παρέβλεπε ο αγαθός Θεός, αλλά θα σου είχε δώσει σαφώς την απόλαυση του ποθουμένου» (τ. 19Γ, σελ. 313-315).
«Αλλά και μετά τον τραυματισμό μας, αν θέλουμε, γινόμαστε με τη θερμή μετάνοια πιο ανδρείοι και πιο έμπειροι. Διότι μετά τον τραυματισμό και τον θάνατο, το να σηκώνεται πάλι και να πολεμάει κανείς είναι γνώρισμα των πάρα πολύ γενναίων και υπερβολικά ανδρείων, πράγμα βέβαια που αξίζει πολύ και είναι άξιο μεγάλου θαυμασμού. Διότι το να διατηρούμαστε ατραυμάτιστοι δεν είναι κάτι από αυτά που τα μπορούμε, το να είμαστε όμως αθάνατοι ή θνητοί είναι απ’ αυτά που τα μπορούμε. Διότι, αν δεν απελπισθούμε, δεν θα πεθάνουμε, ο θάνατος δεν θα μας κυριεύσει, αλλά θα είμαστε πάντοτε δυνατοί, προσφεύγοντας με την μετάνοια στον παντοδύναμο και φιλάνθρωπο Θεό» (τ. 19Β, σ. 363).
«Ο Αδάμ έλαβε εντολή να εργάζεται στον παράδεισο και να τον φυλάει, και μέσα μας υπάρχει κάποια φυσική κίνηση της εργασίας προς τα καλά. Όσοι παρέδωσαν τους εαυτούς τους στην αργία και ραθυμία, έστω και αν ακόμη είναι πνευματικοί και άγιοι, επιρρίπτουν τους εαυτούς τους στην παρά φύση εμπάθεια. Διότι, όπως ακριβώς η πηγή που αναβλύζει συνεχώς το νερό, εάν για λίγο παύσει ν’ αναβλύζει, αφανίζεται και δεν είναι πηγή, αλλά μετατρέπεται σε λάκκο, έτσι και εκείνος που πάντοτε καθαρίζει τον εαυτό του με την εργασία των εντολών και καθαρίζεται από τον Θεό και αγιάζεται, εάν για λίγο εκπέσει από την εργασία, κατά αναλογία εκπίπτει από την αγιότητα» (τ. 19Δ, σ. 69).
«Όποιος άρχισε να πράττει τα καλά με αδίστακτη πίστη και ολόψυχη πρόθεση και να αισθάνεται την ωφέλεια που απορρέει από αυτά, αυτός θα γνωρίσει από μόνος του, ότι μέγα εμπόδιο, σε όσους προτιμούν να ζουν κατά Θεόν, είναι η μέριμνα του κόσμου και η διαβίωση μέσα σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ. 265).
«Δόξα σ’ εσένα, βασιλιά, δόξα σ’ εσένα, οικτίρμων, που δίχως τυράννους στη γη, μάρτυρες έχεις δείξει, που μαρτυρούν κάθε στιγμή απ’ τον πόθο σου μονάχα. Πάλι ο Πατέρας μέσω Υιού ‘ναι’ είπε και το Πνεύμα πρόσθεσε· Αλήθεια, όσοι το Θεό με την καρδιά αγαπούνε κι υπομονεύουν μοναχοί με τη δική του αγάπη και με δικό τους θέλημα πεθαίνουνε κάθε ώρα, αυτοί και φίλοι γνήσιοι, αυτοί συγκληρονόμοι, αυτοί είναι και μάρτυρες με την προαίρεση μόνο, χωρίς ξεσμούς και σταυρωμούς και λέβητες κι εσχάρες, χωρίς φωτιά που κατατρώει, ξίφη που κομματιάζουν!» (τ. 19ΣΤ, σελ. 201-203, στιχ. 263-273).
ΠΡΟΣΘΗΚΗ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)
«Να καταπολεμήσει μεν τα πάθη του μπορεί ο άνθρωπος, να τα εκριζώσει όμως δεν μπορεί καθόλου· και να μη διαπράξη μεν το πονηρό έχει εξουσία, να μη το σκεφθή όμως δεν έχει ακόμη. Ευσέβεια όμως είναι όχι μόνο να πράττη το αγαθό, αλλά και να μη συλλογίζεται τα πονηρά· όποιος συλλογίζεται λοιπόν πονηρά δεν μπορεί ν’ αποκτήση καθαρή καρδιά· πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού από αυτό μολύνεται σαν καθρέπτης από πηλό; Ως καθαρή καρδιά εκλαμβάνω τούτο, όχι μόνο το να μη ενοχλήται κανείς από κάποιο πάθος, αλλά και το να μη σκέπτεται κάτι πονηρό ή βιοτικό, οποτεδήποτε θέλη, να έχη δε μέσα του μόνο την μνήμη του Θεού σε ακράτητο έρωτα· διότι στο καθαρό φως ο οφθαλμός βλέπει καθαρά τον Θεό, αφού δεν μεσολαβεί τίποτε άλλο στην θέα» (τ. 19Α, σ. 493).
«Με πείραζαν στον ύπνο οι πονηροί δαίμονες και μ’ έσυραν με επινοήσεις προς το πάθος της ρεύσεως, εγώ δε αντιστεκόμουν ενεργώς κι επικαλούμουν σε βοήθεια εσέ τον Κύριο του φωτός, εξύπνησα, φεύγοντας σώος από τα χέρια των πειραστών μου. Καθώς δε εθαύμαζα μέσα μου την αντίσταση και την ανδρεία μου, μάλλον δε την ακινησία μου προς το πάθος, και σκεπτόμουν «από που μου συνέβηκε αυτή η ασυνήθιστη νίκη, ώστε και κοιμώμενος να αντιμάχομαι και ισχυρότερος των αντιπάλων και εχθρών μου να γίνομαι και παραδόξως να κερδίζω εναντίον τους νίκη κατά κράτος δια Χριστού;», ώ του θαύματος, αυτόν που νόμιζα ότι είναι στον ουρανό τον είδα μέσα μου, εσέ δηλαδή τον Δημιουργό μου και βασιλέα Χριστό, και τότε αντιλήφθηκα ότι δική σου είναι η νίκη που μ’ έκανες να κερδίσω κατά του Διαβόλου» (τ. 19Α, σ. 559).
«Και σεις οι ίδιοι, αν θέλετε, πάσχοντας και τιμωρούμενοι υπέρ του Χριστού, μπορείτε να μαρτυρήσετε σαν εκείνους καθημερινώς, όχι μόνο ημέρα αλλά και νύκτα και κάθε ώρα. Και πώς θα γίνει αυτό; αν και σεις παραταχθείτε εναντίον των ολεθρίων δαιμόνων, αν αντιστέκεστε πάντοτε κατά της αμαρτίας και του θελήματός σας. Πράγματι εκείνοι αγωνίζονταν προς τυράννους, ενώ εμείς έχουμε αγώνα προς τους δαίμονες και τα ολέθρια πάθη της σάρκας, τα οποία επιτίθενται τυραννικώς στις ψυχές μας κάθε ημέρα και νύκτα και ώρα και μας εκβιάζουν να πράξομε πράγματα που δεν αρμόζουν στην θεοσέβεια και παροργίζουν τον Θεό. Αν λοιπόν σταθούμε απέναντι σ’ αυτά και δεν γονατίσουμε στη Βάαλ και δεν πεισθούμε στις συστάσεις των πονηρών δαιμόνων ούτε υπηρετήσουμε τη σάρκα φροντίζοντας για τις επιθυμίες της, τότε εύλογα κι’ εμείς θα είμαστε μάρτυρες, αγωνιζόμενοι προς την αμαρτία, έχοντας δηλαδή στη μνήμη μας τους μάρτυρες και τα αφόρητα κτυπήματα που υπέστησαν και πολεμώντας γι’ αυτό κατά του διαβόλου αλλ’ επίσης αποβλέποντας, και προς τους πόνους εκείνων και σκεπτόμενοι πόσο υστερούμε εμείς από την άθληση εκείνων και στενάζοντας από ψυχή, θ’ αξιωθούμε τα ίδια στεφάνια μ’ εκείνους, αν όχι κατά την ποσότητα, τουλάχιστον κατά την ποιότητα, σύμφωνα με την άνωθεν αγαθότητα του Θεού προς εμάς, και θα είμαστε αν όχι ίσοι κατά την παρρησία προς εκείνους, αλλά πάντως ίσοι στην υπομονή και την ευχαριστία για τα δεινά των πόνων. Εκείνοι σώθηκαν από τα έργα και τους πόνους της αθλήσεως, εμείς ελπίζομε να σωθούμε από έργα και πόνους ασκήσεως και γενικά από τη φιλανθρωπία και χάρη του Δεσπότη· εκείνοι από ίδρωτες και αγώνες μαρτυρικούς, εμείς από δάκρυα και αγώνες ασκητικούς· εκείνοι από τη χύση του αίματός των, εμείς από την εκκοπή του θελήματός μας, με το να επιμένομε πάντοτε και να έχομε μέσα μας την θανατική καταδίκη και να δεχόμαστε κάθε ώρα το θάνατο, εκτείνοντας το λαιμό μας πρόθυμα για να πεθάνομε για κάθε εντολή του Δεσπότη μας Θεού αντί να δεχθούμε να την παραβούμε έστω και μ’ ένα απλό λόγο» (τ. 19Γ, σελ. 151-153).
«εκείνο που δίδεται για να αγορασθούν αυτά δεν είναι χρυσός, ούτε αργύριο, αλλά αίμα. Διότι ο καθένας μας που θέλει τα αγοράζει ένα προς ένα με αίμα. Πράγματι, εάν δεν σφαγιασθεί κάποιος αληθινά σαν πρόβατο για μία οποιαδήποτε αρετή και δεν χύσει το αίμα του γι’ αυτήν, δεν θα την αποκτήσει ποτέ διότι ο Θεός οικονόμησε να λαμβάνουμε την αιώνια ζωή με τον κατά πρόθεση θάνατο. Πέθανε και θα ζήσεις. Δεν θέλεις; Τότε είσαι νεκρός. Αλλά ας δούμε ποιες είναι οι μονές και οικίες των αρετών, για τις οποίες οφείλει κανείς να χύσει το αίμα του για να τις αποκτήσει. Πρώτη λοιπόν οικία είναι η μακάρια ταπείνωση. Διότι λέγει, «μακάριοι είναι οι πτωχοί στο πνεύμα, διότι δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών». Αυτός λοιπόν που θέλει να εισέλθει σ’ αυτήν την οικία και ν’ αποκτήσει μαζί μ’ αυτήν την βασιλεία των ουρανών, εάν πρώτα δεν παραδώσει τον εαυτό του για σφαγή δεμένον στα χέρια και στα πόδια του, σαν κριό, προ των πυλών της, για όλους εκείνους που θέλουν και δεν θυσιαστεί και δεν πεθάνει τελείως, θανατώνοντας το δικό του θέλημα, δεν θα εισέλθει ποτέ μέσα σ’ αυτήν, αλλ’ ούτε και θα την αποκτήσει· κι αν όχι αυτήν, τότε ούτε καμμιά από τις άλλες. Διότι δεν είναι δυνατό εκείνος που υπερβαίνει αυτήν να ευρεθεί ποτέ σε άλλη· ο Θεός τις έθεσε με τάξη και βαθμό» (τ. 19Γ, σ. 181).
«Αλλά Κύριε, εσύ ο οδηγός των πλανωμένων, η απλανής οδός εκείνων που έρχονται προς εσένα, επίστρεψε όλους εμάς και τοποθέτησέ μας μπροστά σ’ αυτήν την κλίμακά σου και, προκειμένου να κρατήσουμε αυτήν, κατεύθυνε με το χέρι σου τα χέρια μας και ενίσχυσέ μας να σηκωθούμε από την γη και ν’ ανεβούμε στην πρώτη βαθμίδα, ώστε να μπορέσουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι πιασθήκαμε κάποτε από κάπου και σηκωθήκαμε για λίγο από την γη. Διότι πρέπει πρώτα εμείς ν’ ανέλθουμε λίγο προς εσένα, για να κατέλθεις εσύ ο καλός Δεσπότης πολύ και να ενωθείς μαζί μας» (τ. 19Γ, σ. 185).
«Αρκεί για την απώλειά μας και ένα μόνο πάθος… Έτσι λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, τίποτα δεν θα μας ωφελήσει το να νικήσουμε τα μεγάλα πάθη, εάν κυριευτούμε από τα μικρότερα» (τ. 19Γ, σελ. 483,485).
«Να μην υστερήσουμε από τους πατέρες μας τους αγίους, αλλά με τη φροντίδα για τα καλά και την εργασία των εντολών του Χριστού να φθάσουμε σε τέλειον άνδρα από άποψη πνευματική, στα μέτρα της πνευματικής ωριμότητας κατά την οποία αποκτά κανείς την τελειότητα του Χριστού. Διότι τίποτε δεν υπάρχει που να μας εμποδίζει, αρκεί μόνο να θελήσουμε» (τ. 19Δ, σ. 61).
«Το κακό και φιλήδονο ήθος, το οποίο εξαφανίζεται με την επίμονη εργασία της προσευχής, με τη μελέτη των θείων λογίων και με την τακτική εκτέλεση των αγαθών. Διότι, όπως όταν ανατέλλει σιγά σιγά ο ήλιος υποχωρεί και εξαφανίζεται το σκοτάδι, έτσι και όταν ανατέλλει η αρετή διώκεται η κακία σαν σκοτάδι και αποδεικνύεται ανυπόστατη, και από τότε μένουμε διαπαντός αγαθοί, όπως μέχρι τότε ήμασταν πονηροί. Με λίγη λοιπόν υπομονή και ελάχιστη προαίρεση ή, για να πούμε καλύτερα, με τη βοήθεια του ζώντος Θεού αναπλασσόμαστε και ανανεωνόμαστε, καθαριζόμενοι στην ψυχή και στο σώμα και στη διάνοια» (τ. 19Δ, σελ. 159-161).
«Όπως ο γεωργός κοπιάζει οργώνοντας και σκάβοντας και καταβάλλοντας στη γη τα σπέρματα μόνο, το να φυτρώσουν όμως αυτά και να δώσουν καρπό όψιμο και πρώιμο είναι δώρο του Θεού, αυτό ακριβώς θα βρεις να συμβαίνει και στα πνευματικά. Διότι δικό μας έργο είναι να μετέλθουμε κάθε πράξη και να καταβάλουμε τα σπέρματα των αρετών με πόνο και σφοδρό κόπο, μόνου του Θεού όμως δώρο και έλεος είναι το να ρίξει τη βροχή της φιλανθρωπίας και της χάριτός του και να καταστήσει καρποφόρα την άκαρπη γη των καρδιών μας, ώστε ο κόκκος του λόγου που έπεσε στις ψυχές μας να λάβει τη δροσιά της θείας χρηστότητας και, αφού φυτρώσει, ν’ αυξηθεί και να γίνει μεγάλο δένδρο, να φθάσει δηλαδή σε ανδρική τελειότητα του μέτρου της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (τ. 19Δ, σ. 193).
«Συναρμολογούνται (οι αρετές) όλες μεταξύ τους σε ένα, και έτσι κατασκευάζουν, όπως ειπώθηκε, τον άνθρωπο σαν ένα εύχρηστο σκεύος, όπου εισέρχεται η χάρη του Θεού σαν νέος οίνος. Πες μου λοιπόν, εάν παραλείψεις μία απ’ όλες τις παραπάνω αρετές, από τις οποίες και με τις οποίες κατασκευάσθηκε και συναρμολογήθηκε το σκεύος, άραγε θα ανεχθεί ο Θεός να βάλει σ’ αυτό κάτι γενικά από τα χαρίσματα του Πνεύματός του, αν και φαίνεται πολύ μικρή η τρύπα του πετάλου που δήθεν παραλείφθηκε, δηλαδή του τόπου της αρετής; Καθόλου! Διότι οπωσδήποτε από τη μικρή εκείνη τρύπα θα τρέξει το περιεχόμενο λίγο λίγο και ανεπαίσθητα θα χυθεί» (τ. 19Δ, σ. 341).
«Πώς όσα αφάνισες παλιά, ζουν πάλι σ’ εμένα και με γεμίζουν, Θεέ μου, από σκοτάδι και θλίψη; Πάθη έξαψης και οργής που μου ανεβάζουν ένα θόλωμα μέσα μου κι αχλύ στην κεφαλή μου και ανάπηρα μου αφήνουν της ψυχής τα μάτια» (τ. 19Ε, σ. 121, στιχ. 1-5).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)