«Όταν ο άγιος μετέβαινε κάποτε στην πατρίδα του, στο πατρικό του σπίτι, και έφθασε στον μεγάλο ποταμό της Βιθυνίας, τον Γάλλο, βλέπει στην όχθη να στέκεται ένας αλιεύς που ψάρευε ψάρια με το καλάμι και το δίχτυ. Μόλις τον είδε λοιπόν ο άγιος, τον ερώτησε αν έχει ψάρια να του πωλήση. Αυτός απήντησε «ενώ κοπίασα πολύ από βαθιά χαράγματα, τίμιε πάτερ, έως τώρα που, όπως βλέπεις, είναι ενάτη ώρα της ημέρας, δεν έπιασα κανένα απολύτως είτε να φάγω εγώ ο ίδιος είτε να πωλήσω σε άλλον. Και ο άγιος «ρίξε το αγκίστρι στο όνομά μου και ό,τι πιάσεις με την βοήθεια του Θεού θα το πάρω εγώ και συ θα λάβης από εμέ αργυρό νόμισμα για την τιμή του ψαριού». Ο αλιεύς λοιπόν πετά το αγκίστρι όσο γρηγορότερα μπορούσε προς το μέσο του ποταμού, και — ω Χριστέ, τι θαύματα και τι δύναμη έχουν οι άγιοί σου! — χωρίς να περιμένη καθόλου, το σήκωσε με το χέρι και ανέσυρε από εκεί μεγάλο ψάρι. Μόλις δε ο αλιεύς ανελπίστως είδε το μεγάλο ψάρι που ψάρεψε, το λαμβάνει και το φυλάγει κάτω από το ένδυμά του. Λέγει ο άγιος «πάρε τα χρήματα που συμφωνήσαμε και δώσε μου το ψάρι που αλίευσες στ’ όνομά μου». Αυτός όμως απαντά «το χρεωστώ στον τάδε πατρίκιο και δεν το πωλώ». Ο δε άγιος αντιλαμβανόμενος από αυτό την κακία και την αδικία της ψυχής του, τον εγκατέλειψε και πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα καταράσθηκε την αδικία και αμέσως το ψάρι ξέφυγε από το ένδυμα και πηδώντας ψηλά εξακοντίσθηκε στη μέση του ποταμού και αφήνει τον αγνώμονα όπως πρώτα αδειανό» (τ. 19Α, σελ. 253-255).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)