Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα δεν πεθαίνει.
Ο θάνατος είναι απλώς μετάβαση από την μια ζωή στην άλλη.
Είναι ένας αποχωρισμός για ένα μικρό διάστημα.
Όπως, όταν πάη κάποιος, ας υποθέσουμε, στο εξωτερικό για έναν χρόνο,
οι δικοί του στενοχωριούνται, γιατί θα τον αποχωρισθούν για έναν χρόνο,
ή αν λείψη δέκα χρόνια, έχουν στενοχώρια για τον αποχωρισμό των δέκα χρόνων,
έτσι πρέπει να βλέπουν και τον αποχωρισμό από τα αγαπημένα τους
πρόσωπα με τον θάνατο. Αν πεθάνη, ας υποθέσουμε, κάποιος
και οι δικοί του είναι ηλικιωμένοι, να πουν: «Μετά από καμμιά δεκαπενταριά
χρόνια θα ανταμώσουμε». Αν είναι νεώτεροι, να πουν:
«Μετά από πενήντα χρόνια θα ανταμώσουμε».
Πονάει φυσικά κανείς για τον θάνατο κάποιου συγγενικού του προσώπου,
αλλά χρειάζεται πνευματική αντιμετώπιση. Τι λέει ο Απόστολος Παύλος;
«Ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα».
Πόσες φορές λ.χ. θα τον έβλεπε εδώ στην γη; Κάθε μήνα;
Να σκεφθή ότι εκεί θα τον βλέπη συνέχεια.
Μόνον όταν δεν έχη καλή ζωή αυτός που φεύγει, δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε.
Αν λ.χ. ήταν σκληρός, τότε, αν πραγματικά τον αγαπάμε και θέλουμε
να συναντηθούμε στην άλλη ζωή, πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή γι’ αυτόν.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 271-272)