«Ο φόβος της κολάσεως και ο πόνος που γεννάται από αυτόν είναι επωφελής στον καθένα που αρχίζει να ζει κατά τον Θεό. Ο φανταζόμενος όμως ότι μπορεί ν’ αρχίση χωρίς τέτοιο πόνο και δεσμό και δήμιο, όχι μόνο καταθέτει τα θεμέλια των πράξεών του πάνω στην άμμο, αλλά νομίζει ότι μπορεί να κατασκευάση οικία στον αέρα χωρίς θεμέλια, πράγμα εντελώς αδύνατο. Πραγματικά ο πόνος αυτός γεννά σε λίγο κάθε χαρά και ο δεσμός αυτός σπάει τα δεσμά όλων των αμαρτημάτων και παθών και ο δήμιος αυτός προξενεί όχι θάνατο αλλά αιώνια ζωή. Όποιος δεν θελήση ν’ αποσκιρτήση και διαφύγη τον γεννώμενο από τον φόβο της αιώνιας κολάσεως πόνο, αλλά τον ακολουθήση με διάθεσι της καρδιάς του και σφίξη περισσότερο τα δεσμά του επάνω του, αναλόγως θα βαδίση ταχύτερα και θα παρουσιάσει εαυτόν ενώπιον του βασιλέως των βασιλευόντων. Όταν γίνη αυτό, μόλις αντικρύση αυτός κάπως αμυδρώς την δόξα του, αμέσως θα λυθούν τα δεσμά, ο δε δήμιος φόβος θα φύγη μακριά του κι ο πόνος της καρδιάς του θα μετατραπεί σε χαρά και θα γίνη πηγή που χύνει αισθητώς μεν ποταμούς δακρύων ασταμάτητα, νοητώς δε γαλήνη, πραότητα και άφραστο γλυκασμό, προσέτι δε ανδρεία και την τάση να τρέχη ελεύθερα και ανεμπόδιστα προς κάθε υπακοή των εντολών του Θεού» (τ. 19Α,σ. 485).
«Πιστέψατε, αδελφοί, τα λόγια μου, η ντροπή μας θα είναι χειρότερο βάσανο από την αιώνια κόλαση των κοσμικών. Γιατί όταν εγώ, που αρνήθηκα με όλη μου την ψυχή την ζωή, θα στέκομαι, φερ’ ειπείν, μαζί με κοσμικούς, που έχουν τώρα παιδιά και είναι μπλεγμένοι σε δημόσιες υποθέσεις ή και υπηρετούν στο στρατό, και θα πρόκειται να λάβω την ίδια με εκείνους τιμωρία, εάν στραφούν αυτοί και με δουν και μου πουν, ‘και εσύ, μοναχέ, που άφησες τον κόσμο, στέκεσαι εδώ μαζί μ’ εμάς τους κοσμικούς; Και γιατί και εσύ;’ Τι άραγε θ’ απολογηθώ; τι θα πω προς αυτούς; Γιατί ποιος, αδελφοί, θα μπορέσει επάξια να παρουσιάσει με λόγια το μέγεθος της θλίψεως που πρόκειται τότε να μου γίνει; Οπωσδήποτε κανένας!» (τ. 19Γ, σ. 465).
«Όντας (ο Θεός στη Β΄Παρουσία) ορατός μόνο στους άξιους ανάλογα το μέτρο της πίστεώς τους προς αυτόν, ενώ οι αμαρτωλοί θα είναι στο φως σαν να είναι καλυμμένοι με σκοτάδι, μέσα στη χαρά θα νοιώθουν ντροπή, μέσα στην ευφροσύνη αυτοί θα λειώνουν, θα καίγονται φοβερά και θα κολάζονται με τα διάφορα είδη των ίδιων των παθών τους, όπως επίσης οι δίκαιοι θα στεφανώνονται με τις διάφορες αρετές τους» (τ. 19Δ, σ. 219).
«Έτσι κι αυτός που έχει νου τυφλό, αν πεθάνει, δεν θα θεαστεί εσένα το νοητό ήλιο, Θεέ μου, αλλά από σκοτάδι βγαίνοντας σε σκοτάδι θα κατοικήσει και θα μείνει χωρισμένος από εσένα στους αιώνες» (τ. 19Ε, σ. 57, στιχ. 84-87).
«Βέβαια και τούτοι (όσοι δεν σωθούν) θα είναι μέσα στο παν έξω όμως απ’ το θείο το φως και τον αληθινό Θεό· καθώς όσοι δε βλέπουν ενώ λάμπει ο ήλιος, κι ας λούζει όλους με φως, μένουν αφώτιστοι κι είναι μακριά του χωρίς να τον αισθάνονται και να τον βλέπουν, έτσι το θείο φως της Τριάδας γεμίζει το σύμπαν κι είναι κλεισμένοι οι αμαρτωλοί στη μέση στο σκοτάδι κι ούτε βλέπουν ούτε έχουν καμιά αίσθηση του Θεού, αλλά φωτιά κατακαίει τη συνείδησή τους, και καταδικασμένοι θα έχουν θλίψη ανείπωτη και στους αιώνες οδύνη απερίγραπτη» (τ. 19Ε, σ. 65).
«Κι αφού αυτοκατακριθούν απ’ τα ίδια τους τα έργα θ’ ακούσουν τότε· Φύγετε, μικροί κι όσοι μεγάλοι, που δε με υπακούσατε τον φιλάνθρωπο Κύριο» (τ. 19ΣΤ, σ. 109, στιχ. 175-177).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)