142. «καταλιπών την Ναζαρέτ ελθών κατώκησεν εις Καπερναούμ» (Ματθ. δ' 13).
Με την έναρξι της δημοσίας δράσεως του ο Ιησούς άλλαξε τόπο κατοικίας. Έφυγε από την Ναζαρέτ και εγκαταστάθηκε στην παραθαλάσσια Καπερναούμ, την οποία και έκανε κέντρο των ιεραποστολικών του εξορμήσεων σ’ ολόκληρη την Παλαιστίνη. Δεν γνωρίζομε αν η Θεοτόκος τον ακολούθησε στην Καπερναούμ. Εάν ζούσε ακόμα ο Ιωσήφ, ίσως δεν τον ακολούθησε. Εάν όμως ο Ιωσήφ είχε εν τω μεταξύ πεθάνη, τότε είναι πολύ πιθανόν η Θεοτόκος να πήγε μαζί με τον Ιησού στην Καπερναούμ ή έστω να πήγε λίγο αργότερα.
Ας μείνωμε όμως σ’ ένα άλλο σημείο. Στη στιγμή που η Θεοτόκος πληροφορείται είτε από τον Ίδιο είτε από άλλους, ότι ο Ιησούς εγκαταλείπει την άσημη, ιδιωτική ζωή και αρχίζει ένα έργο ευρείας δημοσιότητος. Αυτή η στιγμή πρέπει να ήταν ένας δεύτερος Ευαγγελισμός για την Θεομήτορα. Πρέπει να ήταν ένα φως που φώτισε πιο καλά όλα όσα είχαν προηγηθή. Πρέπει να ήταν ο κρίκος που της έλειπε για να συνδέση όλες τις εμπειρίες της και να βγάλη τα συμπεράσματα της για το πρόσωπο του Υιού της.
Η μετακόμισις αυτή του Ιησού είχε και μια άλλη σημασία για την Θεοτόκο. Από τη στιγμή αυτή ο Ιησούς θα ερχόταν πρώτος και εκείνη θα έπαιρνε τη δεύτερη θέσι. Η αλλαγή βέβαια αυτή δεν θα ήταν εύκολη. Και η Θεοτόκος θ’ αντιμετωπίση τις προσωπικές της δυσκολίες, όπως άλλωστε και όλες οι μητέρες δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν την ενηλικίωσι των παιδιών τους. Η δυσκολία αυτή της Θεοτόκου φάνηκε στο «πρώτο σημείο» (= θαύμα) που έκανε δημόσια ο Ιησούς στο γάμο της Κανά. Εκεί η Θεοτόκος παρουσιάζεται σαν να μή έχη ακόμα συνειδητοποιήσει την αλλαγή. Διατηρεί ακόμα την πρωτοβουλία έναντι του Ιησού («λέγει η Μήτηρ του Ιησού προς αυτόν· οίνον ουκ έχουσι»!) ο Ιησούς όμως της υπενθυμίζει ότι η πρωτοβουλία των κινήσεων ανήκει πια στον Ίδιο και όχι σ’ Εκείνη. («Τί εμοί και σοί Γύναι; ούπω ήκει η ώρα μου»). Το ότι όμως η Θεοτόκος δέχθηκε οριστικά τη νέα αυτή κατάστασι μαρτυρεί το γεγονός ότι εξαφανίζεται εντελώς από το προσκήνιο της δημόσιας δράσεως του Ιησού και δεν εμφανίζεται παρά στο Γολγοθά, όπου ο Ιησούς δέχεται ευγνώμονα πια τη συμπαράστασή της (βλ. πιο κάτω).
Όταν έρχεται η ώρα των άλλων πρέπει ν’ αποσυρώμαστε διακριτικά στη δεύτερη ή και την τρίτη θέσι της ζωής. Όταν το παιδί, άνδρας πια, ανοίγη το δικό του σπιτικό, υπακούοντας στο προαιώνιο θέλημα του Θεού: «καταλήψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα...» (Γεν. β' 24), τότε ο πατέρας και η μητέρα πρέπει ν’ αντιληφθούν, ότι ήλθε η ώρα του παιδιού τους και ότι αυτοί πρέπει ν’ αποσυρθούν στη δεύτερη θέσι. Ο καθένας μας έχει μια πρώτη θέσι στη ζωή. Όταν όμως περνούν τα χρόνια και όσο κανείς στέκεται ακόμα στα πόδια του πρέπει να την παραχωρή ευχαρίστως και χωρίς δυσανασχέτησι στο διάδοχό του. Η διαδοχή είναι η δυσκολώτερη διαδικασία στη ζωή, αλλά και η πιο αναγκαία λειτουργία. Το συνηθέστερο που συμβαίνει είναι ότι η πρώτη γενεά αρνείται να παραδώση τη σκυτάλη στην επόμενη. Αρνείται να παραχωρήση την πρώτη θέσι και όχι μόνο αυτό, αλλά και μεταχειρίζεται κάθε τρόπο και μέσο για να μη την παραδώση. Επικαλείται την πείρα, τις δυσκολίες των καιρών, τους Κανόνες της Εκκλησίας κλπ. και θρονιάζεται «ισοβίως» στον πρώτο θρόνο της ζωής.
Όποιος ριζώνει στην πρώτη θέσι και δεν την αποχωρίζεται φανερώνει ότι η θέσις αυτή δεν του άξιζε. Όποιος θεωρεί τον εαυτόν του αναντικατάστατο αποδεικνύει ότι «αρπαγμόν ηγήσατο το είναι πρώτος» (πρβλ. Φιλ. β’ 6) ότι δηλαδή ανέβηκε στην πρώτη θέσι δι’ αρπαγής ή «γλύφωντας και έρποντας» (Αίσωπος), πράγμα που τον κάνει να φοβάται ότι θα την χάση. Η στάσις αυτή φανερώνει ακόμα υπαρξιακή κενότητα και ότι στην περίπτωσι αυτή η πρώτη θέσις χρησιμοποιείται σαν υπαρξιακό δεκανίκι. Η στάσις τέλος αυτή μαρτυρεί εγωισμό και εγωκεντρισμό πελωρίων διαστάσεων.
Η διαδοχή είναι κυρίως πνευματικό πρόβλημα. Το τραγικόν όμως είναι ότι στην επίλυσι του προβλήματος αυτού σκοντάφτουν και οι πνευματικοί άνθρωποι, όπως συνέβη δυστυχώς και στους κόλπους των μεγάλων χριστιανικών κινήσεων της χώρας μας τα τελευταία χρόνια...
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)