145. «τί εμοί και σοί, γύναι;» (Ίω. β' 4).
Ο Ιησούς έχει ήδη αρχίσει τη δημοσία δράσι του. Έχει ήδη καλέσει και τους πρώτους μαθητάς του. Θέλοντας να δείξη τη θετική του στάσι έναντι του γάμου, δέχεται την πρόσκλησι και συμμετέχει στο γαμήλιο δείπνο της Κανά. Εκεί συναντάται με τη Θεοτόκο. Αν και δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Κύριος άρχισε το έργο Του, ωστόσο, μέσα του έχει δημιουργηθή μια εντελώς νέα κατάστασις. Δεν ήταν πια ο υιός της Μαρίας, αλλά ο Διδάσκαλος του Ισραήλ, ο Μεσσίας και Λυτρωτής των ανθρώπων. Την ουσιαστική αυτή μεταβολή δεν ήταν δυνατόν να την είχε συνειδητοποιήση η Θεοτόκος. Ούτε ίσως την εγνώριζε. Η αφορμή να την γνωρίση δόθηκε την ίδια εκείνη βραδυά...
Η Θεοτόκος απευθύνεται στον Ιησού με τον αέρα της μητέρας. Αλλ’ Εκείνος της απαντάει με το κύρος της νέας Του θέσεως: «τι εμοί και σοι γύναι»; «Δια του γύναι δεικνύει ο Ιησούς ότι παρήλθε πλέον ο καιρός του να ασκή επ’ αυτού η Μαρία οιονδήποτε μητρικόν κύρος» (ΓΙ, 88). Είχαν πια δημιουργηθή δύο κόσμοι: Ο ένας ήταν το «εμοί» του Ιησού, η θεία του δηλαδή υιότης και το θεανδρικό του έργο στη γη. Ο άλλος κόσμος ήταν το «σοι» της Θεοτόκου, η γυναίκα δηλαδή που του έδωσε την ανθρώπινη φύσι: Η σχέσις ανάμεσα στους δύο αυτούς κόσμους ήταν πια διαφορετική. Ο Ιησούς και για τη Θεοτόκο θα ήταν ο Διδάσκαλος και ο Λυτρωτής της. Και η Θεοτόκος για τον Ιησού θα ήταν η Κυρία, η πρώτη Γυναίκα του κόσμου και αργότερα η πρώτη θεωμένη ύπαρξις, δίπλα στο θρόνο της δόξας Του.
Ό,τι πιστεύομε για τη θέσι της Θεοτόκου έναντι του Ιησού περιλαμβάνεται μέσα στις λίγες αυτές λέξεις. Και τη θέσι αυτή την καθώρισε ο ίδιος ο Κύριος. Η Θεοτόκος δέχτηκε με απόλυτη ευγνωμοσύνη την καινούργια της θέσι. Έφυγε απ’ το προσκήνιο της ζωής και της δράσεως του Χριστού και δεν εμφανίσθηκε ξανά παρά όταν είχεν έλθη η ώρα του Ιησού που κατά την προφητεία του Συμεών ήταν και δική της ώρα. Πόσο ωραίο είναι όχι μόνο να δεχώμαστε ευχαρίστως τη θέσι που μας καθορίζει ο Χριστός στη ζωή, αλλά και να την διατηρούμε με πιστότητα και αφοσίωσι μέχρι τέλους...
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη)