Αν εξαιρέσουμε τους Αγγλικανούς οι οποίοι δέχονται την ιερωσύνη ως μυστήριο, οι υπόλοιποι Προτεστάντες αρνούνται το μυστηριακό χαρακτήρα της. Αυτοί, αποκόψαντες κάθε εξωτερικό δεσμό μετά της Εκκλησίας την οποία αντιλαμβανονται ως κοινωνία πνευματική και αόρατη, συναρνούμενοι δε και την ευχαριστία ως ιλαστική θυσία (ώστε να υπάρχει ανάγκη ιερέων), τους δε πιστούς όλους δεχόμενοι ως «βασίλειον ιεράτευμα» (Α' Πέτρ. 2,5), ήταν φυσικό να απορρίψουν την ιερωσύνη ως μυστήριο, της θείας χάριτος παρεκτικό. Η ιερωσύνη δεν μπορεί να είναι εν κυριολεξία μυστήριο, αλλά διάταξη ωφέλιμη του Θεού, αποσκοπούσα στο κήρυγμα του λόγου του Θεού και την τέλεση των μυστηρίων (βαπτίσματος και θείας ευχαριστίας). Η ανάδειξη γίνεται δια χειροθεσίας και δι’ ευχής σε πρόσωπα κατάλληλα να αναλάβουν την εκκλησιαστική αυτή διακονία. Στη χειροθεσία επιμένουν κυρίως οι Λουθηρανοί, οι οποίοι δεν θέλουν να διακόψουν κάθε εξωτερικό δεσμό μετά της ορατής Εκκλησίας. Είναι φανερό ότι οι διατάξεις αυτές δεν χορηγούν τη θεία χάρη, όπως ένα αληθινό μυστήριο, αλλ΄ έχουν μόνο ηθική επίδραση, όπως και οι άλλες εκκλησιαστικές ευχές. Επίσης είναι ευνόητο γιατί σ’ αυτούς η επάνοδος του κλήρου στις τάξεις των λαϊκών είναι κάτι εύκολο και αδιάφορο.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 276)